Εκτός Σικάγο, σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη του χάους, ένας 28χρονος ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών από το Κάνσας Σίτι, ο Ντέιβιντ Μπάρτον, κάθισε στο σαλόνι του για να παρακολουθήσει τις απογευματινές ειδήσεις.
Όπως οι περισσότεροι αστυνομικοί, παρακολουθούσε την υπόθεση Tylenol από μακριά. Η αστυνομία του Σικάγο και το FBI δεν είχαν βρει το κίνητρο για τις δηλητηριάσεις, ούτε είχαν σημειώσει μεγάλη πρόοδο σχετικά με τον ύποπτο, εκτός από τους Ρίτσαρντσον. Στις ειδήσεις, ο παρουσιαστής ανακοίνωσε ότι είχε βρεθεί μια φωτογραφία παρακολούθησης από το κατάστημα όπου η αεροσυνοδός Πάουλα Πρινς αγόρασε το δηλητηριασμένο μπουκάλι η οποία είχε τραβηχτεί τη στιγμή της αγοράς. Στο βάθος, σε έναν από τους διαδρόμους, υπήρχε ένας γενειοφόρος άνδρας που φορούσε ιατρική άσπρη ποδιά, τον οποίο η αστυνομία πίστευε ότι μπορεί να ήταν ο Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον. Όποιος τον αναγνώριζε, παρακαλούνταν να επικοινωνήσει με τις τοπικές αρχές.
Όταν εμφανίστηκε η φωτογραφία, ο Μπάρτον πήδηξε από τη θέση του και άρχισε να φωνάζει στην κόρη του, "Αυτός είναι, το κάθαρμα! Αυτός ΕΙΝΑΙ!".
Δεν ήταν ποτέ πιο σίγουρος για τίποτα στη ζωή του. Μόνο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποιον με το όνομα Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον. Ο άντρας στην φωτογραφία, ήταν σίγουρος, ήταν ο Τζέιμς Γουίλιαμ Λιούις, ένας απατεώνας από το Κάνσας Σίτι και ο κύριος ύποπτος για μια φρικτή δολοφονία και απάτη αλληλογραφίας, τον οποίο κυνηγούσε για χρόνια. Μόνο που τώρα είχε μούσι. Την επόμενη μέρα, ο Μπάρτον και ο συνάδελφός του, Μπίλι Μουρ, πήγαν αεροπορικώς στο Σικάγο για να συναντηθούν με τους ερευνητές της ομάδας του φαρμάκου. Είχαν μαζί τους δύο κουτιά, τόσο μεγάλα που έπρεπε να αγοράσουν ξεχωριστά καθίσματα για αυτά, τα οποία σχετίζονταν με τα εγκλήματα στο Κάνσας Σίτι. Τα κουτιά περιείχαν μια ανατριχιαστική ιστορία.
Όταν εμφανίστηκε η φωτογραφία, ο Μπάρτον πήδηξε από τη θέση του και άρχισε να φωνάζει στην κόρη του, "Αυτός είναι, το κάθαρμα! Αυτός ΕΙΝΑΙ!".
Δεν ήταν ποτέ πιο σίγουρος για τίποτα στη ζωή του. Μόνο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποιον με το όνομα Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον. Ο άντρας στην φωτογραφία, ήταν σίγουρος, ήταν ο Τζέιμς Γουίλιαμ Λιούις, ένας απατεώνας από το Κάνσας Σίτι και ο κύριος ύποπτος για μια φρικτή δολοφονία και απάτη αλληλογραφίας, τον οποίο κυνηγούσε για χρόνια. Μόνο που τώρα είχε μούσι. Την επόμενη μέρα, ο Μπάρτον και ο συνάδελφός του, Μπίλι Μουρ, πήγαν αεροπορικώς στο Σικάγο για να συναντηθούν με τους ερευνητές της ομάδας του φαρμάκου. Είχαν μαζί τους δύο κουτιά, τόσο μεγάλα που έπρεπε να αγοράσουν ξεχωριστά καθίσματα για αυτά, τα οποία σχετίζονταν με τα εγκλήματα στο Κάνσας Σίτι. Τα κουτιά περιείχαν μια ανατριχιαστική ιστορία.
Το 1978, τέσσερα χρόνια πριν από τις δολοφονίες με το Tylenol, ο Λιούις και η σύζυγός του Λιάν (γνωστή και ως Νάνσυ Ρίτσαρντσον) ζούσαν στο Κάνσας Σίτι όπου είχαν μια εταιρία λογιστικών. Ένας από τους πελάτες τους ήταν ο 72χρονος εργένης Ρέιμοντ Γουέστ. Όταν ο ηλικιωμένος εξαφανίστηκε, ο στενός φίλος του Τσαρλς Μπάνκερ, ο οποίος είχε πάει να δει τι γίνεται, κάλεσε την αστυνομία και δήλωσε ότι, τα τελευταία χρόνια, ο λογιστής του Γουέστ, ο Τζέιμς Λιούις, περνούσε πολύ χρόνο στο σπίτι του φίλου του και μπορεί να ξέρει πού βρισκόταν. Η αστυνομία ρώτησε τον Λιούις και εκείνος τους είπε ότι ο Γουέστ είχε πάει στα όρη Ozarks για τρεις ή τέσσερις ημέρες με μια φίλη. Ο Γουέστ -που ήταν ένας ισόβιος εργένης- δεν είχε ποτέ φίλη και ο Μπάνκερ ήταν σίγουρος ότι δε θα έφευγε χωρίς να του το πει.
Την επόμενη μέρα, ο Μπάνκερ υπέβαλε αναφορά αγνοούμενου. Μαζί με έναν άλλο γνωστό του πήγαν στο σπίτι του Γουέστ, όπου βρήκαν ένα σημείωμα στην εξώπορτα, το οποίο ήταν γραμμένο σε επιστολόχαρτο της εταιρίας Lewis & Lewis, που έλεγε ότι ο Γουέστ είχε πάει στα Ozarks για τρεις ή τέσσερις ημέρες. "Για περαιτέρω, επικοινωνήστε με τον Τζιμ", κατέληγε. Ο Μπάνκερ παρατήρησε μια σκιά στο παράθυρο του υπνοδωματίου, υποδεικνύοντας ότι κάποιος βρισκόταν στο σπίτι. Κάλεσε ξανά την αστυνομία, η οποία μπήκε μέσα και βρήκε ακόμη ένα χειρόγραφο σημείωμα που έγραφε, "Παρακαλώ μην ενοχλείτε μέχρι τη 13:00. Κοιμάμαι αργά". Τα γράμματα στο σημείωμα δεν ήταν του Γουέστ, είπε ένας φίλος στους αστυνομικούς. Επίσης, ήταν υπογεγραμμένο ως "Ρέιμοντ", κάτι που Γουέστ δεν χρησιμοποιούσε ποτέ μιας και υπέγραφε πάντα ως "Ρέι". Έψαξαν το σπίτι αλλά δεν βρήκαν κανένα σημάδι του.
Ο Μπάνκερ αγόρασε δύο νέα λουκέτα και, όταν έφυγε η αστυνομία, τοποθέτησε ένα από αυτά στην εξώπορτα. Μιας και το αυτοκίνητο του φίλου του ήταν ακόμα στο γκαράζ, αποφάσισε να βάλει μια κλειδαριά και στην εκεί πόρτα. Την ώρα που το έκανε αυτό, εμφανίστηκε ο Τζέιμς Λιούις και του ούρλιαξε, "Τι στο διάολο κάνεις;". Θύμωσε και σήκωσε ένα σφυρί. Μετά από λίγο ηρέμησε και έφυγε. Όταν όμως έφυγαν και οι δύο φίλοι, είδαν ότι ο Λιούις είχε σταθμεύσει πίσω από ένα φορτηγό. Αποφάσισαν να τον περιμένουν για να δουν τι θα κάνει. Περίπου 10 λεπτά αργότερα, ο οδηγός του φορτηγού επέστρεψε και έφυγε, αφήνοντας τον Λιούις εκτεθειμένο. Εκείνος κάθισε μερικά ακόμα λεπτά και μετά έφυγε. Αργότερα, ο Μπάνκερ πήγε στην τράπεζα για να δει αν ο Ρέι είχε κάνει πρόσφατες αναλήψεις. Εκεί τον ενημέρωσαν ότι μόλις είχαν λάβει μια επιταγή 5.000 δολαρίων, που είχε τραβηχτεί από τον λογαριασμό του Γουέστ, ήταν στο όνομα της Lewis & Lewis και ότι ο Τζέιμς Λιούις είχε προσπαθήσει να εξαργυρώσει, αλλά η τράπεζα απέρριψε το αίτημά του επειδή υποπτεύονταν ότι η υπογραφή ήταν πλαστή.
Μέχρι τα μέσα του Αυγούστου του 1978, οι θερμοκρασίες στο Κάνσας Σίτι ήταν υπερβολικά υψηλές με αποπνικτική υγρασία. Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες από τότε που κάποιος είχε δει ή ακούσει τον Ρέι Γουέστ. Η αστυνομία ερεύνησε ξανά το σπίτι. Αυτή τη φορά υπήρχε μια φρικτή μυρωδιά σε όλο το σπίτι και παρατήρησαν μια μικρή τρύπα πίσω από έναν καθρέφτη σε έναν τοίχο. Μέσα ήταν μια μικρή μολύβδινη σφαίρα. Στην μπανιέρα βρήκαν λεκέδες αίματος και υπολείμματα σαπουνιού σε σκόνη από κάποιον που προσπαθούσε να καθαρίσει αίμα από χαλί. Μια πράσινη καρέκλα έλειπε από το δωμάτιο. Έψαξαν το υπόγειο και την βρήκαν γεμάτη με κηλίδες αίματος. Πάνω στην καρέκλα βρισκόταν μια σακούλα σκουπιδιών που περιείχε μια ανδρική περούκα, γυαλιά οράσεως με σκούρο σκελετό και αιματοβαμμένα σεντόνια. Όλα ανήκαν στον Ρέι Γουέστ. Δεν υπήρχε όμως πουθενά κανένα σημάδι από σώμα.
Όταν οι αστυνομικοί επέστρεψαν στον κεντρικό όροφο του σπιτιού, ένας από αυτούς παρατήρησε έναν σκούρο λεκέ στην οροφή. Έψαξαν τη σοφίτα όπου βρήκαν το διαμελισμένο και εξαιρετικά αποσυντεθειμένο πτώμα του Ρέι Γουέστ. Το χειροκίνητο ρολόι που φορούσε στον αριστερό του καρπό είχε σταματήσει στις 24 Ιουλίου, την επομένη της εξαφάνισής του. Τα δύο του πόδια ήταν κομμένα από τον κορμό και τυλιγμένα ξεχωριστά σε σεντόνια. Ο κορμός καλυπτόταν από τη μέση και πάνω με μια σακούλα σκουπιδιών που είχε δεθεί περίτεχνα με σχοινί γύρω από τη μέση. Ο ίδιος τύπος σχοινιού και οι ίδιοι κόμποι είχαν χρησιμοποιηθεί για να δέσουν το κεφάλι του με άλλο σεντόνι. Δίπλα στο πτώμα ήταν ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, ένα ψαλίδι κλαδέματος με ξύλινες λαβές, και ένα κίτρινο στυλό.
Σε ένα από τα δοκάρια κρέμονταν ένα τριπλό βαρούλκο με τροχαλία -ο τύπος που χρησιμοποιούσαν για να γδάρουν ένα ελάφι. Μέρος του σχοινιού εκτεινόταν από την τροχαλία προς της ντουλάπα έναν όροφο πιο κάτω, το σημείο πρόσβασης στη σοφίτα. Όταν οι αστυνομικοί αφαίρεσαν την σακούλα σκουπιδιών, βρήκαν ένα κομμάτι μεταλλικού σωλήνα σε σχήμα "L" που είχε σφηνωθεί ανάμεσα στους γοφούς για να σταθεροποιήσει την ανύψωση του σώματος.
Την επόμενη μέρα, ο Μπάνκερ υπέβαλε αναφορά αγνοούμενου. Μαζί με έναν άλλο γνωστό του πήγαν στο σπίτι του Γουέστ, όπου βρήκαν ένα σημείωμα στην εξώπορτα, το οποίο ήταν γραμμένο σε επιστολόχαρτο της εταιρίας Lewis & Lewis, που έλεγε ότι ο Γουέστ είχε πάει στα Ozarks για τρεις ή τέσσερις ημέρες. "Για περαιτέρω, επικοινωνήστε με τον Τζιμ", κατέληγε. Ο Μπάνκερ παρατήρησε μια σκιά στο παράθυρο του υπνοδωματίου, υποδεικνύοντας ότι κάποιος βρισκόταν στο σπίτι. Κάλεσε ξανά την αστυνομία, η οποία μπήκε μέσα και βρήκε ακόμη ένα χειρόγραφο σημείωμα που έγραφε, "Παρακαλώ μην ενοχλείτε μέχρι τη 13:00. Κοιμάμαι αργά". Τα γράμματα στο σημείωμα δεν ήταν του Γουέστ, είπε ένας φίλος στους αστυνομικούς. Επίσης, ήταν υπογεγραμμένο ως "Ρέιμοντ", κάτι που Γουέστ δεν χρησιμοποιούσε ποτέ μιας και υπέγραφε πάντα ως "Ρέι". Έψαξαν το σπίτι αλλά δεν βρήκαν κανένα σημάδι του.
Ο Μπάνκερ αγόρασε δύο νέα λουκέτα και, όταν έφυγε η αστυνομία, τοποθέτησε ένα από αυτά στην εξώπορτα. Μιας και το αυτοκίνητο του φίλου του ήταν ακόμα στο γκαράζ, αποφάσισε να βάλει μια κλειδαριά και στην εκεί πόρτα. Την ώρα που το έκανε αυτό, εμφανίστηκε ο Τζέιμς Λιούις και του ούρλιαξε, "Τι στο διάολο κάνεις;". Θύμωσε και σήκωσε ένα σφυρί. Μετά από λίγο ηρέμησε και έφυγε. Όταν όμως έφυγαν και οι δύο φίλοι, είδαν ότι ο Λιούις είχε σταθμεύσει πίσω από ένα φορτηγό. Αποφάσισαν να τον περιμένουν για να δουν τι θα κάνει. Περίπου 10 λεπτά αργότερα, ο οδηγός του φορτηγού επέστρεψε και έφυγε, αφήνοντας τον Λιούις εκτεθειμένο. Εκείνος κάθισε μερικά ακόμα λεπτά και μετά έφυγε. Αργότερα, ο Μπάνκερ πήγε στην τράπεζα για να δει αν ο Ρέι είχε κάνει πρόσφατες αναλήψεις. Εκεί τον ενημέρωσαν ότι μόλις είχαν λάβει μια επιταγή 5.000 δολαρίων, που είχε τραβηχτεί από τον λογαριασμό του Γουέστ, ήταν στο όνομα της Lewis & Lewis και ότι ο Τζέιμς Λιούις είχε προσπαθήσει να εξαργυρώσει, αλλά η τράπεζα απέρριψε το αίτημά του επειδή υποπτεύονταν ότι η υπογραφή ήταν πλαστή.
Μέχρι τα μέσα του Αυγούστου του 1978, οι θερμοκρασίες στο Κάνσας Σίτι ήταν υπερβολικά υψηλές με αποπνικτική υγρασία. Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες από τότε που κάποιος είχε δει ή ακούσει τον Ρέι Γουέστ. Η αστυνομία ερεύνησε ξανά το σπίτι. Αυτή τη φορά υπήρχε μια φρικτή μυρωδιά σε όλο το σπίτι και παρατήρησαν μια μικρή τρύπα πίσω από έναν καθρέφτη σε έναν τοίχο. Μέσα ήταν μια μικρή μολύβδινη σφαίρα. Στην μπανιέρα βρήκαν λεκέδες αίματος και υπολείμματα σαπουνιού σε σκόνη από κάποιον που προσπαθούσε να καθαρίσει αίμα από χαλί. Μια πράσινη καρέκλα έλειπε από το δωμάτιο. Έψαξαν το υπόγειο και την βρήκαν γεμάτη με κηλίδες αίματος. Πάνω στην καρέκλα βρισκόταν μια σακούλα σκουπιδιών που περιείχε μια ανδρική περούκα, γυαλιά οράσεως με σκούρο σκελετό και αιματοβαμμένα σεντόνια. Όλα ανήκαν στον Ρέι Γουέστ. Δεν υπήρχε όμως πουθενά κανένα σημάδι από σώμα.
Όταν οι αστυνομικοί επέστρεψαν στον κεντρικό όροφο του σπιτιού, ένας από αυτούς παρατήρησε έναν σκούρο λεκέ στην οροφή. Έψαξαν τη σοφίτα όπου βρήκαν το διαμελισμένο και εξαιρετικά αποσυντεθειμένο πτώμα του Ρέι Γουέστ. Το χειροκίνητο ρολόι που φορούσε στον αριστερό του καρπό είχε σταματήσει στις 24 Ιουλίου, την επομένη της εξαφάνισής του. Τα δύο του πόδια ήταν κομμένα από τον κορμό και τυλιγμένα ξεχωριστά σε σεντόνια. Ο κορμός καλυπτόταν από τη μέση και πάνω με μια σακούλα σκουπιδιών που είχε δεθεί περίτεχνα με σχοινί γύρω από τη μέση. Ο ίδιος τύπος σχοινιού και οι ίδιοι κόμποι είχαν χρησιμοποιηθεί για να δέσουν το κεφάλι του με άλλο σεντόνι. Δίπλα στο πτώμα ήταν ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, ένα ψαλίδι κλαδέματος με ξύλινες λαβές, και ένα κίτρινο στυλό.
Σε ένα από τα δοκάρια κρέμονταν ένα τριπλό βαρούλκο με τροχαλία -ο τύπος που χρησιμοποιούσαν για να γδάρουν ένα ελάφι. Μέρος του σχοινιού εκτεινόταν από την τροχαλία προς της ντουλάπα έναν όροφο πιο κάτω, το σημείο πρόσβασης στη σοφίτα. Όταν οι αστυνομικοί αφαίρεσαν την σακούλα σκουπιδιών, βρήκαν ένα κομμάτι μεταλλικού σωλήνα σε σχήμα "L" που είχε σφηνωθεί ανάμεσα στους γοφούς για να σταθεροποιήσει την ανύψωση του σώματος.
Αμέσως στάλθηκαν αστυνομικοί στο σπίτι του Λιούις για να τον πάρουν για ανάκριση. Με νομικούς όρους, ήταν πλέον "πρόσωπο ενδιαφέροντος", ένας αόριστος όρος που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί για να προσδιορίσουν κάποιον που πιστεύουν ότι μπορεί να έχει εμπλακεί σε έγκλημα, αλλά δεν έχει συλληφθεί ακόμη. Συχνά, είναι αυτός που είδε τελευταίος τον αγνοούμενο. Εκείνη την εποχή, το τμήμα ήταν εξαιρετικά απασχολημένο, οπότε, στάλθηκαν δύο ντετέκτιβ ληστειών, αντί για ανθρωποκτονιών. Για λίγο, μετέφεραν τον Λιούις σε έναν όροφο, τον έβαλαν σε ένα κελί και του αφαίρεσαν τα κορδόνια των παπουτσιών του, μια τακτική που χρησιμοποιείται για την πρόληψη της αυτοκτονίας. Στη συνέχεια, τον κατέβασαν στους ανακριτές ανθρωποκτονιών. Όμως, οι ντετέκτιβ ληστειών αμέλησαν να αναφέρουν το πέρασμα που είχε κάνει από τον άλλο όροφο.
Ο Λιούις επέμενε στην ιστορία του, προσθέτοντας ότι΄, την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Γουέστ, είχαν πιει μια μπύρα μαζί. Τότε ήταν που ο Γουέστ του δάνεισε τις πέντε χιλιάδες, είπε. Όταν η τράπεζα επέστρεψε την επιταγή ως "μη πληρωτέα", απλώς δανείστηκε τα χρήματα από τους γονείς της συζύγου του, Λιάν.
Την επόμενη μέρα, ο Λιούις ανακρίθηκε ξανά και, αυτή τη φορά, ερευνήθηκε και το αυτοκίνητό του, ένα στέισον βάγκον. Η αστυνομία βρήκε 34 ακυρωμένες επιταγές στο μπροστινό κάθισμα, καθώς και έναν χαρτοφύλακα γεμάτο επιταγές και έγγραφα. Ανήκαν όλα στον Ρέι Γουέστ. Στη θέση της ρεζέρβας ήταν σφηνωμένο ένα κομμάτι από τον ίδιο τύπο σχοινιού που είχε χρησιμοποιηθεί για το δέσιμο του σώματος. Έψαξαν το άλλο αυτοκίνητο του Λιούις, όπου βρήκαν και άλλο κομμάτι από το ίδιο σχοινί, με τους ίδιους περίπλοκους κόμπους. Τελικά, του διάβασαν τα δικαιώματά του.
Σχεδόν αμέσως, ανατέθηκε στον βοηθό εισαγγελέα Τζιμ Μπελ να προετοιμάσει τη δίωξη εναντίον του Λιούις. Ως απάντηση στα φυσικά αποδεικτικά στοιχεία που ανακτήθηκαν, ο Μπελ συνέχισε να αναρωτιέται γιατί από τους αμέτρητους πελάτες που είχε ο Λιούις, βρέθηκαν μόνο οι ακυρωμένες επιταγές του Γουέστ στο αυτοκίνητό του. Επιπλέον, πόσοι, ιδιαίτερα φοροτεχνικοί, έχουν ανάγκη για ανυψωτικά τριών τροχαλιών; Οι εξηγήσεις του Λιούις απλά δεν έστεκαν.
Ο Μπάρτον εντόπισε μια φίλη του Λιούις, η οποία είπε ότι ο Λιούις είχε ενδιαφερθεί να αγοράσει ένα πιστόλι, το οποίο έκτοτε χάθηκε. Του είπε επίσης ότι την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Γουέστ, εκείνη και η Λιάν πήγαιναν στον κινηματογράφο αλλά, ενώ ήταν καθ' οδόν, έμειναν έκπληκτες βλέποντας τον Τζιμ να περνάει. Τους είπε ότι ερχόταν από το σπίτι του Γουέστ, όπου του είχε πει ότι έφευγε από την πόλη για λίγες μέρες. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγαν όλοι μαζί στον κινηματογράφο.
Η ιατροδικαστής του Κάνσας Σίτι εξέτασε τα τμήματα του πτώματος του Γουέστ και ετοίμασε την έκθεσή της. Πρόσφατα, είχε δεχθεί πυρά επειδή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει την αιτία του θανάτου σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά αυτή η υπόθεση φαινόταν να προσφέρει ελάχιστα περιθώρια. Πώς θα μπορούσε ένα άτομο που δεν είχε δολοφονηθεί να διαμελιστεί, να τυλιχτούν τα μέρη του σώματός του και να βρεθούν στην σοφίτα του; Γιατί να υπάρχει κάταγμα κρανίου; Και γιατί κάποιος να διαμελίσει ένα άτομο που είχε πεθάνει από φυσικά αίτια;
Ο Μπελ άρχισε να προετοιμάζεται για τη δίκη. Ο δικηγόρος υπεράσπισης του Λιούις, ο Άλμπερτ Ρίντερερ, άφησε να ξεφύγει ότι ο Λιούις είχε μάθει πώς να σφάζει ζώα. Για τον Μπελ, ο διαμελισμός του Γουέστ προφανώς δεν ήταν απλή δουλειά -ήταν όλα καθαρά. Πήγε στο εγκληματολογικό εργαστήριο για να εξετάσει όλα τα φυσικά στοιχεία και να δει τι μπορούσε να έχει στη δίκη. Εκεί, σε μια σειρά από διπλές και τριπλές σακούλες, βρήκε μερικά από τα σχοινιά που χρησιμοποιήθηκαν στο σώμα του Γουέστ. Όταν άνοιξε τις σακούλες, σοκαρίστηκε τόσο που του πήρε μέρες για να συνέλθει.
Λίγες μέρες μετά την παραλαβή του πτώματος του Γουέστ, η ιατροδικαστής εξέδωσε την έκθεσή της. Η αιτία θανάτου του δεν μπορούσε να προσδιοριστεί. Τα μέρη του σώματός του ήταν πολύ αποσυντεθειμένα. Η ετυμηγορία της προκάλεσε σοκ στο αστυνομικό τμήμα και στο γραφείο του Μπελ. Δεν υπήρχε περίπτωση ο Λιούις να καταδικαστεί για ανθρωποκτονία. Ο δολοφόνος είχε σωθεί χάρη στον καύσωνα. Ο Λιούις εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης για διαμελισμό, αλλά η πολιτεία αντιμετώπιζε μια άλλη έκπληξη.
Οι αστυνομικοί που συνόδευσαν τον Λιούις για ανάκριση, δεν του είχαν διαβάσει τα δικαιώματά του, κάτι που πρέπει να γίνει αμέσως μόλις γίνει η κράτηση. Διαφορετικά, η υπόθεση είναι εναντίον τους. Όλες οι ενοχοποιητικές πληροφορίες που αποκαλύπτονται προτού διαβαστούν τα δικαιώματα και κάθε στοιχείο που συλλέγεται με βάση αυτές τις πληροφορίες, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο δικαστήριο. Τα σχοινιά, οι ακυρωμένες επιταγές, οι κόμποι, τα σημειώματα στην πόρτα και στο σαλόνι, δεν υπήρχαν για το δικαστήριο.
Δεν θα υπήρχε δίκη. Πάρα πολλά από τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του Λιούις είχαν "μολυνθεί", δεν μπορούσε να σχηματιστεί μια ακράδαντη υπόθεση και οι ακριβοί δικηγόροι του Λιούις, που πληρώθηκαν από τους ευκατάστατους γονείς του Λιάν, υπέβαλαν με επιτυχία δεκάδες προτάσεις για να τα καταστείλουν.
Τότε όμως συνέβη κάτι αναπάντεχα καλό. Δύο χρόνια αργότερα, ο ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών Μπάρτον έμαθε για μια απάτη μέσω αλληλογραφίας που συνέβαινε στην περιοχή -μικροπράγματα, κυρίως θέσεις εργασίας 400 ή 500 δολαρίων. Ανακάλυψε ότι όλα τα θύματα στο Κάνσας Σίτι είχαν σχέση με την εταιρία Lewis & Lewis, η οποία έκλεβε προσωπικά δεδομένα των πελατών της, τα χρησιμοποιούσε για να παραγγείλει πιστωτικές κάρτες και τις οποίες ταχυδρομούσε σε γραμματοκιβώτια που είχαν στηθεί στο δρόμο. Όταν έφταναν οι κάρτες, ο Τζέιμς Λιούις μάζευε την αλληλογραφία -όπως και το ίδιο το γραμματοκιβωτίου- και έφευγε.
Δείτε επίσης: Θα μείνω στο φεγγάρι σήμερα (Διήγημα)
Καθώς ο Μπάρτον και οι άντρες του έψαχναν περαιτέρω την απάτη, άρχισαν να αποκαλύπτουν ένα ακόμη πιο λεπτομερές και σκόπιμο σχέδιο δράσης. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Λιούις γινόταν φίλος με τα θύματά του και περνούσε χρόνο κάνοντας παρέα μαζί τους -όπως είχε κάνει με τον Ρέι Γουέστ. Προσφερόταν εθελοντικά να τους βοηθήσει να τακτοποιήσουν τα υπάρχοντά τους ή να ετοιμάσει μια διαθήκη, ενώ ταυτόχρονα έκλεβε την ταυτότητά τους, άνοιγε τραπεζικούς λογαριασμούς και έκανε αγορές με ψεύτικες πιστωτικές στο όνομά τους. Μάλιστα, είχε μεταφέρει ακόμη και τίτλους ιδιοκτησίας στο όνομά του μέσω μιας εταιρείας βιτρίνας. Τελικά όμως, κάπου διαφωνούσαν και ο Λιούις θεωρούνταν ενοχλητικός και δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτος.
Ο Μπάρτον άρχισε να παρακολουθεί τον Λιούις μέχρι που μια μέρα τον είδε σε έναν επαρχιακό δρόμο να ανοίγει ένα γραμματοκιβώτιο, να βγάζει το περιεχόμενο και να το ρίχνει στο πορτμπαγκάζ του. Προσπάθησε αμέσως να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψή του, αλλά πριν εκδοθεί το ένταλμα, κατά κάποιο τρόπο, οι Λιούις το κατάλαβαν και έφυγαν. Μια μέρα αργότερα, εμφανίστηκαν στο Σικάγο, ως Ρόμπερτ και Νάνσυ Ρίτσαρντσον.
Από το 3otiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου