Δεν πίνουν αλκοόλ, καφέ ή τσάι και δεν καπνίζουν, λόγω μιας αποκάλυψης που είχε ο προφήτης τους και αποκαλείται «Ο Λόγος της Σοφίας». Πιστεύουν ότι και στην εποχή μας υπάρχουν ζωντανοί προφήτες, οι οποίοι λαμβάνουν καθημερινά θεϊκή αποκάλυψη και δρουν υπέρ της ανθρωπότητας. Κηρύττουν τη μετάνοια, τη φιλανθρωπία, τη σεξουαλική καθαρότητα εκτός γάμου.
Οι Μορμόνοι έχει συνδεθεί στενά και με την πρακτική της
πολυγαμίας. Ένας σύζυγος με πολλές συζύγους και όχι το αντίστροφο. Και παρόλο που η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, όπως αποκαλείται επίσημα, κατάργησε την πολυγαμία το 1890, υπήρξαν αρκετοί πιστοί που δεν συμμορφώθηκαν. Και μέχρι σήμερα, οι απόγονοί τους εφαρμόζουν αυτές τις πρακτικές, αποτελώντας ένα ξεχωριστό παρακλάδι της θρησκευτικής αυτής πίστης.
Ιδρυτής της ιδιαίτερης αυτής θρησκείας, ο Τζόζεφ Σμιθ, ήταν το παιδί μιας οικογένειας φτωχών αγροτών που αναδείχθηκε σε χαρισματικό προφήτη, υπέρμαχο της πολυγαμίας, δημιουργό μιας πόλης και μιας εκκλησίας και τελικά μάρτυρα για την ίδια την πίστη που εκείνος εγκαθίδρυσε.
Ο νεαρός προφήτης που δημιούργησε τους Μορμόνους
Γεννημένος στο Βερμόντ το 1805, οι γονείς του διέθεταν ελάχιστα μέσα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογένειας. Ως αγόρι ακόμη, ο Τζόζεφ προκαλούσε εντύπωση σε όλους εκείνους γύρω του, ειδικά μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη δυτική Νέα Υόρκη. Η μητέρα του θυμόταν το κουράγιο που έδειχνε όταν ήταν μόλις επτά ετών στη διάρκεια μιας επίπονης επέμβασης για να σωθεί το πόδι του αφότου είχε προβληθεί από τυφώδη πυρετό.
Το 1825, σε ηλικία μόλις 20 ετών, μια 21χρονη δασκάλα με το όνομα Έμα Χέιλ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τον γοητευτικό νεαρό που τον παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1827.
Τα οράματα ξεκίνησαν το 1820, όταν ο Σμιθ ήταν 14 ετών και θα καθόριζαν το μέλλον του ίδιου αλλά και των ανθρώπων που θα επέλεγαν να τον ακολουθήσουν τυφλά. Στο πρώτο από τα οράματα αυτά, ο Σμιθ είδε μια στήλη φωτός και εικόνες του Θεού και του Ιησού Χριστού. Στη διάρκεια του οράματος, έλαβε την προειδοποίηση ότι όλες οι χριστιανικές αξίες είχε παρεκκλίνει από την αλήθεια. Το 1823 θα ακολουθούσε μια σειρά από οράματα με έναν άγγελο με το όνομα Μορόνι που του μίλησε για ένα βιβλίο γραμμένο σε χρυσές πλάκες. Το βιβλίο μετέφερε την ιστορία μιας ομάδας Ισραηλιτών που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική γύρω στο 600 π.Χ. Έπειτα από μια περίοδο δοκιμασιών, επιτράπηκε στον Σμιθ να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές τις πλάκες, μαζί με μια συσκευή που του επέτρεπε να διαβάσει όσα έγραφαν.
Την περίοδο μεταξύ 1827 και 1830, ο Τζόζεφ μετέφρασε τα κείμενα αυτά, υπαγορεύοντας όσα έλεγε ότι έγραφαν, πρώτα στη σύζυγό του Έμα και έπειτα σε άλλους. Το αποτέλεσμα το αποκάλεσε το Βιβλίο των Μορμόνων. Μαζί με μια μικρή ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώθηκε γύρω από τον νεαρό προφήτη, δημιούργησε την «Εκκλησία του Ιησού Χριστού», η οποία για τους εκτός έγινε γνωστή ως η «Εκκλησία των Μορμόνων» βάσει του βιβλίου.
Για να αποφύγει τις επικρίσεις που δεχόταν, η ομάδα εγκατέλειψε τη δυτική Νέα Υόρκη και το 1831 ξεκίνησε μια μακρά περίοδος μεταναστεύσεων. Καθώς νέοι άνθρωποι εντάσσονταν σε αυτήν, πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις με τον προφήτη και αποκαλούνταν «Άγιοι των Τελευταίων Ημερών». Η ομάδα κατευθύνθηκε στο Κίρτλαντ του Οχάιο, όπου θα εγκαθίστατο για τα επόμενα έξι χρόνια. Λίγο καιρό μετά την άφιξή τους, ο προφήτης έστειλε έναν σημαντικό αριθμό των ακολούθων του στο Ιντιπέντενς του Μισούρι. Την περίοδο της παραμονής στο Κίρτλαντ βγήκαν στο φως και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Σμιθ. Ένας γοητευτικός άντρας, χαρισματικός και δυναμικός, κατάφερε να οργανώσει την ανέγερση ενός ναού, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τα μέσα των φτωχών ακολούθων του. Την ίδια περίοδο ανακοίνωσε πως είχε 65 αποκαλύψεις, ενώ ορισμένοι είπαν ότι είδαν τον Θεό να στέκει δίπλα του.
Με την επιρροή του να αυξάνει διαρκώς και ολοένα και περισσότερους πιστούς να φτάνουν στην περιοχή, οι αρχικοί κάτοικοι θορυβήθηκαν ότι οι «ξένοι», που αποκαλούνταν «Άγιοι των Τελευταίων Ημερών» θα επικρατήσουν στα δικά τους μέρη. Και έτσι ξεκίνησε η εκδίωξη και οι «Άγιοι» μετατράπηκαν σε πρόσφυγες, καταφεύγοντας πρώτο στο Κλέι Κάουντι του Μισούρι και ύστερα σε μια νέα περιοχή στα δυτικά σύνορα της αμερικανικής Πολιτείας.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα της δεκαετίας του 1830 είχε ήδη αρχίσει να κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Σμιθ είχε αποκτήσει ακόμη μια σύζυγο. Και αυτό ήταν το λιγότερο σε σχέση με το γεγονός ότι ο ίδιος και ορισμένοι ακόλουθοί είχαν ιδρύσει μια τράπεζα το 1836 που κατέρρευσε στη διάρκεια του Πανικού του 1837. Ο Σμιθ εγκατέλειψε το Κίρτλαντ λίγο πριν πέσει στα χέρια οργισμένων πιστωτών τον Ιανουάριο του 1838 και διέφυγε στο Μισούρι για να ενωθεί με τους πιστούς του που είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν αναπτυσσόμενο οικισμό σε μια πόλη που αποκαλούσαν Φαρ Ουέστ. Η υποδοχή στο Μισούρι όμως ήταν ακόμη πιο ταραχώδης από εκείνη στο Κίρτλαντ. Βίαιες ομάδες κατοίκων και μια εχθρική τοπική κυβέρνηση οδήγησαν στη σύλληψη του προφήτη και ανάγκασαν τους πιστούς του να απομακρυνθούν από την Πολιτεία μέσα σε έναν χρόνο.
Κι ενώ ένας άνθρωπος με λιγότερη αποφασιστικότητα θα τα είχε παρατήσει, ο Σμιθ ήταν αποφασισμένος να επεκτείνει το όραμά του. Αγόρασε μια βαλτώδη έκταση στο Ιλινόις και ίδρυσε μια πόλη. Χιλιάδες Μορμόνοι έφτασαν στην περιοχή που ονομάστηκε Ναβού. Η εξουσία του γρήγορα παγιώθηκε, με τον Σμιθ να διοικεί την πόλη, τα δικαστήριά της και τον στρατό της, που έγινε ο μεγαλύτερος της Πολιτείας. Εμφανιζόμενος στο μοναδικό του πορτρέτο με στρατιωτική στολή, ο Σμιθ άρχισε να συμπεριφέρεται ως θρησκευτικός τύραννος, αποτελώντας απειλή για τον αμερικανικό τρόπο ζωής της εποχής.
Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν ιδιαίτερα όταν οι φήμες για πολυγαμία εξαπλώθηκαν εντός και εκτός της κοινότητας. Στην πραγματικότητα, ο προφήτης που είχε παντρευτεί ήδη αρκετές γυναίκες, μίλησε για μια αποκάλυψη για τον «θείο γάμο» που περιλάμβανε την αποδοχή της πολυγαμίας το 1843. Η αποκάλυψη αυτή όμως έγινε γνωστή ευρέως το 1853, όταν οι «Άγιοι των Τελευταίων Ημερών» έφτασαν στην κοιλάδα Σολτ Λέικ. Στο μεταξύ, η πρακτική αυτή προκαλούσε τεράστια σύγχυση και αρνητικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της κοινότητας των Μορμόνων. Όταν ορισμένοι από τους ακόλουθους του Σμιθ δημοσίευσαν σε εφημερίδα τον επόμενο χρόνο κάποια παράπονα για τον τρόπο που η πόλη διοικούνταν και για τους πολλαπλούς γάμους, ο Σμιθ διέταξε την καταστροφή της εφημερίδας.
Δεχόμενος απειλές για σύλληψη και πιθανόν θάνατο στα χέρια των εχθρών του, ο Σμιθ εγκατέλειψε τη Ναβού, για να επιστρέψει τελικά και πάλι και να αποδεχτεί τη μοίρα του. Στις 27 Ιουνίου του 1844 πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από μια εξοργισμένη ομάδα πολιτών.
Οι Μορμόνοι μετά τον Σμιθ και η πολυγαμία σήμερα
Με τον θάνατο του Σμιθ, η Εκκλησία του Ιησού Χριστού κατακερματίστηκε. Ορισμένοι Μορμόνοι συνειδητοποίησαν ότι με το να ζουν όλοι μαζί σε ένα μόνο μέρος ως «συγκεντρωμένη κοινότητα, προκαλούσε αντιδράσεις. Άλλοι, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ζήσει στη Ναβού την περίοδο 1839-1844, είχαν την πεποίθηση ότι ενώ το «Βιβλίο των Μορμόνων» αποτελούσε μια «νέα διαθήκη του Ιησού Χριστού, οι προφητικές δυνάμεις του Σμιθ είχαν χρησιμοποιηθεί με δόλιο τρόπο, ειδικά όσον αφορούσε την πολυγαμία. Απορρίπτοντάς την, αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε άλλες περιοχές των ΗΠΑ.
Η μεγαλύτερη ομάδα των ακολούθων του Σμιθ μετανάστευσε στη Γιούτα το 1847, υπό την ηγεσία του Μπρίγκχαμ Γιανγκ, ο οποίος διαδέχτηκε τον Σμιθ. Υπό τον Γιανγκ, η πολυγαμία έπαψε να αποτελεί απλώς φήμες και το 1852 οι γάμοι ενός άντρα με πολλές γυναίκες υιοθετήθηκαν επίσημα από την εκκλησία των Μορμόνων. Μέχρι το 1880, υπολογίζεται ότι ένα 20-30% των οικογενειών των Μορμόνων ήταν πολυγαμικό.
Η πρακτική συνέχισε όμως να προκαλεί αντιδράσεις, με ιερείς και ανθρώπους των γραμμάτων να την αποκαλούν συνώνυμη της δουλείας. Το 1878, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε ότι η πολυγαμία ήταν μια «απεχθής» πρακτική. Δεν άργησε και η ποινικοποίηση της πολυγαμίας ως ομοσπονδιακό αδίκημα. Ολόκληρες οικογένειες άρχισαν να κρύβονται για να αποφύγουν τη φυλάκιση. Οι άντρες Μορμόνοι παρουσιάζονταν ως φανατικοί που εκμεταλλεύονταν αθώους πιστούς για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις.
Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και έπειτα από βίαιες επιθέσεις εναντίον Μορμόνων, η εκκλησία τους ανακοίνωσε το 1890 ότι δεν πρόκειται να επικυρώνει αυτούς τους γάμους. Παρόλα αυτά όμως, υπήρχαν οι σκληροπυρηνικοί που επέμειναν να εφαρμόζουν αυτή την πρακτική και αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα της εκκλησίας. Άλλοι προσάρμοσαν τις συνήθειές τους για να έρθουν περισσότερο κοντά στον ευρέως αποδεκτό αμερικανικό τρόπο ζωής.
Δύο σχεδόν αιώνες αργότερα, είναι ένα ζήτημα υπαρκτό για την αμερικανική κοινωνία. Οι περισσότεροι Μορμόνοι που είναι πολύγαμοι, έχουν παντρευτεί νόμιμα τη μια τους σύζυγο, ενώ τις υπόλοιπες -για καθαρά νομικούς λόγους- τις αποκαλούν απλώς «πνευματικές συντρόφους» τους. Πάντως, στον στενό κύκλο της θρησκείας αυτές είναι ισότιμες σύζυγοι με αυτή που αναγνωρίζει ο αμερικανικός νόμος.
Από το newsbeast
Οι Μορμόνοι έχει συνδεθεί στενά και με την πρακτική της
πολυγαμίας. Ένας σύζυγος με πολλές συζύγους και όχι το αντίστροφο. Και παρόλο που η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, όπως αποκαλείται επίσημα, κατάργησε την πολυγαμία το 1890, υπήρξαν αρκετοί πιστοί που δεν συμμορφώθηκαν. Και μέχρι σήμερα, οι απόγονοί τους εφαρμόζουν αυτές τις πρακτικές, αποτελώντας ένα ξεχωριστό παρακλάδι της θρησκευτικής αυτής πίστης.
Ιδρυτής της ιδιαίτερης αυτής θρησκείας, ο Τζόζεφ Σμιθ, ήταν το παιδί μιας οικογένειας φτωχών αγροτών που αναδείχθηκε σε χαρισματικό προφήτη, υπέρμαχο της πολυγαμίας, δημιουργό μιας πόλης και μιας εκκλησίας και τελικά μάρτυρα για την ίδια την πίστη που εκείνος εγκαθίδρυσε.
Ο νεαρός προφήτης που δημιούργησε τους Μορμόνους
Γεννημένος στο Βερμόντ το 1805, οι γονείς του διέθεταν ελάχιστα μέσα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογένειας. Ως αγόρι ακόμη, ο Τζόζεφ προκαλούσε εντύπωση σε όλους εκείνους γύρω του, ειδικά μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη δυτική Νέα Υόρκη. Η μητέρα του θυμόταν το κουράγιο που έδειχνε όταν ήταν μόλις επτά ετών στη διάρκεια μιας επίπονης επέμβασης για να σωθεί το πόδι του αφότου είχε προβληθεί από τυφώδη πυρετό.
Το 1825, σε ηλικία μόλις 20 ετών, μια 21χρονη δασκάλα με το όνομα Έμα Χέιλ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τον γοητευτικό νεαρό που τον παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1827.
Τα οράματα ξεκίνησαν το 1820, όταν ο Σμιθ ήταν 14 ετών και θα καθόριζαν το μέλλον του ίδιου αλλά και των ανθρώπων που θα επέλεγαν να τον ακολουθήσουν τυφλά. Στο πρώτο από τα οράματα αυτά, ο Σμιθ είδε μια στήλη φωτός και εικόνες του Θεού και του Ιησού Χριστού. Στη διάρκεια του οράματος, έλαβε την προειδοποίηση ότι όλες οι χριστιανικές αξίες είχε παρεκκλίνει από την αλήθεια. Το 1823 θα ακολουθούσε μια σειρά από οράματα με έναν άγγελο με το όνομα Μορόνι που του μίλησε για ένα βιβλίο γραμμένο σε χρυσές πλάκες. Το βιβλίο μετέφερε την ιστορία μιας ομάδας Ισραηλιτών που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική γύρω στο 600 π.Χ. Έπειτα από μια περίοδο δοκιμασιών, επιτράπηκε στον Σμιθ να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές τις πλάκες, μαζί με μια συσκευή που του επέτρεπε να διαβάσει όσα έγραφαν.
Την περίοδο μεταξύ 1827 και 1830, ο Τζόζεφ μετέφρασε τα κείμενα αυτά, υπαγορεύοντας όσα έλεγε ότι έγραφαν, πρώτα στη σύζυγό του Έμα και έπειτα σε άλλους. Το αποτέλεσμα το αποκάλεσε το Βιβλίο των Μορμόνων. Μαζί με μια μικρή ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώθηκε γύρω από τον νεαρό προφήτη, δημιούργησε την «Εκκλησία του Ιησού Χριστού», η οποία για τους εκτός έγινε γνωστή ως η «Εκκλησία των Μορμόνων» βάσει του βιβλίου.
Για να αποφύγει τις επικρίσεις που δεχόταν, η ομάδα εγκατέλειψε τη δυτική Νέα Υόρκη και το 1831 ξεκίνησε μια μακρά περίοδος μεταναστεύσεων. Καθώς νέοι άνθρωποι εντάσσονταν σε αυτήν, πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις με τον προφήτη και αποκαλούνταν «Άγιοι των Τελευταίων Ημερών». Η ομάδα κατευθύνθηκε στο Κίρτλαντ του Οχάιο, όπου θα εγκαθίστατο για τα επόμενα έξι χρόνια. Λίγο καιρό μετά την άφιξή τους, ο προφήτης έστειλε έναν σημαντικό αριθμό των ακολούθων του στο Ιντιπέντενς του Μισούρι. Την περίοδο της παραμονής στο Κίρτλαντ βγήκαν στο φως και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Σμιθ. Ένας γοητευτικός άντρας, χαρισματικός και δυναμικός, κατάφερε να οργανώσει την ανέγερση ενός ναού, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τα μέσα των φτωχών ακολούθων του. Την ίδια περίοδο ανακοίνωσε πως είχε 65 αποκαλύψεις, ενώ ορισμένοι είπαν ότι είδαν τον Θεό να στέκει δίπλα του.
Με την επιρροή του να αυξάνει διαρκώς και ολοένα και περισσότερους πιστούς να φτάνουν στην περιοχή, οι αρχικοί κάτοικοι θορυβήθηκαν ότι οι «ξένοι», που αποκαλούνταν «Άγιοι των Τελευταίων Ημερών» θα επικρατήσουν στα δικά τους μέρη. Και έτσι ξεκίνησε η εκδίωξη και οι «Άγιοι» μετατράπηκαν σε πρόσφυγες, καταφεύγοντας πρώτο στο Κλέι Κάουντι του Μισούρι και ύστερα σε μια νέα περιοχή στα δυτικά σύνορα της αμερικανικής Πολιτείας.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα της δεκαετίας του 1830 είχε ήδη αρχίσει να κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Σμιθ είχε αποκτήσει ακόμη μια σύζυγο. Και αυτό ήταν το λιγότερο σε σχέση με το γεγονός ότι ο ίδιος και ορισμένοι ακόλουθοί είχαν ιδρύσει μια τράπεζα το 1836 που κατέρρευσε στη διάρκεια του Πανικού του 1837. Ο Σμιθ εγκατέλειψε το Κίρτλαντ λίγο πριν πέσει στα χέρια οργισμένων πιστωτών τον Ιανουάριο του 1838 και διέφυγε στο Μισούρι για να ενωθεί με τους πιστούς του που είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν αναπτυσσόμενο οικισμό σε μια πόλη που αποκαλούσαν Φαρ Ουέστ. Η υποδοχή στο Μισούρι όμως ήταν ακόμη πιο ταραχώδης από εκείνη στο Κίρτλαντ. Βίαιες ομάδες κατοίκων και μια εχθρική τοπική κυβέρνηση οδήγησαν στη σύλληψη του προφήτη και ανάγκασαν τους πιστούς του να απομακρυνθούν από την Πολιτεία μέσα σε έναν χρόνο.
Κι ενώ ένας άνθρωπος με λιγότερη αποφασιστικότητα θα τα είχε παρατήσει, ο Σμιθ ήταν αποφασισμένος να επεκτείνει το όραμά του. Αγόρασε μια βαλτώδη έκταση στο Ιλινόις και ίδρυσε μια πόλη. Χιλιάδες Μορμόνοι έφτασαν στην περιοχή που ονομάστηκε Ναβού. Η εξουσία του γρήγορα παγιώθηκε, με τον Σμιθ να διοικεί την πόλη, τα δικαστήριά της και τον στρατό της, που έγινε ο μεγαλύτερος της Πολιτείας. Εμφανιζόμενος στο μοναδικό του πορτρέτο με στρατιωτική στολή, ο Σμιθ άρχισε να συμπεριφέρεται ως θρησκευτικός τύραννος, αποτελώντας απειλή για τον αμερικανικό τρόπο ζωής της εποχής.
Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν ιδιαίτερα όταν οι φήμες για πολυγαμία εξαπλώθηκαν εντός και εκτός της κοινότητας. Στην πραγματικότητα, ο προφήτης που είχε παντρευτεί ήδη αρκετές γυναίκες, μίλησε για μια αποκάλυψη για τον «θείο γάμο» που περιλάμβανε την αποδοχή της πολυγαμίας το 1843. Η αποκάλυψη αυτή όμως έγινε γνωστή ευρέως το 1853, όταν οι «Άγιοι των Τελευταίων Ημερών» έφτασαν στην κοιλάδα Σολτ Λέικ. Στο μεταξύ, η πρακτική αυτή προκαλούσε τεράστια σύγχυση και αρνητικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της κοινότητας των Μορμόνων. Όταν ορισμένοι από τους ακόλουθους του Σμιθ δημοσίευσαν σε εφημερίδα τον επόμενο χρόνο κάποια παράπονα για τον τρόπο που η πόλη διοικούνταν και για τους πολλαπλούς γάμους, ο Σμιθ διέταξε την καταστροφή της εφημερίδας.
Δεχόμενος απειλές για σύλληψη και πιθανόν θάνατο στα χέρια των εχθρών του, ο Σμιθ εγκατέλειψε τη Ναβού, για να επιστρέψει τελικά και πάλι και να αποδεχτεί τη μοίρα του. Στις 27 Ιουνίου του 1844 πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από μια εξοργισμένη ομάδα πολιτών.
Οι Μορμόνοι μετά τον Σμιθ και η πολυγαμία σήμερα
Με τον θάνατο του Σμιθ, η Εκκλησία του Ιησού Χριστού κατακερματίστηκε. Ορισμένοι Μορμόνοι συνειδητοποίησαν ότι με το να ζουν όλοι μαζί σε ένα μόνο μέρος ως «συγκεντρωμένη κοινότητα, προκαλούσε αντιδράσεις. Άλλοι, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ζήσει στη Ναβού την περίοδο 1839-1844, είχαν την πεποίθηση ότι ενώ το «Βιβλίο των Μορμόνων» αποτελούσε μια «νέα διαθήκη του Ιησού Χριστού, οι προφητικές δυνάμεις του Σμιθ είχαν χρησιμοποιηθεί με δόλιο τρόπο, ειδικά όσον αφορούσε την πολυγαμία. Απορρίπτοντάς την, αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε άλλες περιοχές των ΗΠΑ.
Η μεγαλύτερη ομάδα των ακολούθων του Σμιθ μετανάστευσε στη Γιούτα το 1847, υπό την ηγεσία του Μπρίγκχαμ Γιανγκ, ο οποίος διαδέχτηκε τον Σμιθ. Υπό τον Γιανγκ, η πολυγαμία έπαψε να αποτελεί απλώς φήμες και το 1852 οι γάμοι ενός άντρα με πολλές γυναίκες υιοθετήθηκαν επίσημα από την εκκλησία των Μορμόνων. Μέχρι το 1880, υπολογίζεται ότι ένα 20-30% των οικογενειών των Μορμόνων ήταν πολυγαμικό.
Η πρακτική συνέχισε όμως να προκαλεί αντιδράσεις, με ιερείς και ανθρώπους των γραμμάτων να την αποκαλούν συνώνυμη της δουλείας. Το 1878, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε ότι η πολυγαμία ήταν μια «απεχθής» πρακτική. Δεν άργησε και η ποινικοποίηση της πολυγαμίας ως ομοσπονδιακό αδίκημα. Ολόκληρες οικογένειες άρχισαν να κρύβονται για να αποφύγουν τη φυλάκιση. Οι άντρες Μορμόνοι παρουσιάζονταν ως φανατικοί που εκμεταλλεύονταν αθώους πιστούς για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις.
Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και έπειτα από βίαιες επιθέσεις εναντίον Μορμόνων, η εκκλησία τους ανακοίνωσε το 1890 ότι δεν πρόκειται να επικυρώνει αυτούς τους γάμους. Παρόλα αυτά όμως, υπήρχαν οι σκληροπυρηνικοί που επέμειναν να εφαρμόζουν αυτή την πρακτική και αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα της εκκλησίας. Άλλοι προσάρμοσαν τις συνήθειές τους για να έρθουν περισσότερο κοντά στον ευρέως αποδεκτό αμερικανικό τρόπο ζωής.
Δύο σχεδόν αιώνες αργότερα, είναι ένα ζήτημα υπαρκτό για την αμερικανική κοινωνία. Οι περισσότεροι Μορμόνοι που είναι πολύγαμοι, έχουν παντρευτεί νόμιμα τη μια τους σύζυγο, ενώ τις υπόλοιπες -για καθαρά νομικούς λόγους- τις αποκαλούν απλώς «πνευματικές συντρόφους» τους. Πάντως, στον στενό κύκλο της θρησκείας αυτές είναι ισότιμες σύζυγοι με αυτή που αναγνωρίζει ο αμερικανικός νόμος.
Από το newsbeast
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου