Τι και αν μέσα από τον ρόλο της «κυρίας Σοφίας» στη θρυλική σειρά «Ρετιρέ» χάρισε αξέχαστες στιγμές στο κοινό, όταν τα φώτα έσβηναν, η Κούλα Αγαγιώτου, ανέβαινε σιωπηλά τον προσωπικό της Γολγοθά.
Ένα βραδυ σημάδεψε για πάντα τη ζωή της!
Με αφορμή τη συμπλήρωση 13 χρόνων από τον θάνατο της ηθοποιού, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή στις 25 Οκτωβρίου 2006, ήρθε στο φως της δημοσιότητας το άγνωστο δράμα της.
Η μοιραία επίθεση
Ήταν μεσάνυχτα της 23ης Απριλίου 1964 όταν στην αστυνομία σήμανε συναγερμός. Στη διασταύρωση των οδών Β. Γεωργίου και Πρατίνου, οτο Παγκράτι, είχε βρεθεί μια νεκρή γυναίκα.
Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ένας περαστικός, ο οποίος, όπως κατέθεσε το μόνο που είδε ήταν μια γυναίκα να καυγαδίζει με έναν άνδρα στη μέση του δρόμου.
Το όνομα του θύματος ήταν Μαρία Μπαβέα, ενώ συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι, ακόμη και ο αρραβωνιαστικός της Λάζαρος Μαυρίδης και η μητέρα του πέρασαν από το τμήμα. Από τις έρευνες ωστόσο έγινε σαφές πως το έγκλημα δεν οφειλόταν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ούτε το θύμα διατηρούσε παράνομο δεσμό.
Κι ενώ η υπόθεση όδευε προς αδιέξοδο, στις 13 Μαΐου 1964, στα χέρια της αστυνομίας έφτασε ένα μαχαίρι, το οποίο έφερε ίχνη ανθρώπινου αίματος.
Ένας 19χρονος τότε τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση και συνελήφθη τέσσερις ημέρες αργότερα.
Ήταν ο Δημήτρης Ζάγκας, ανιψιός της ηθοποιού Κούλας Αγαγιώτου, στο δωμάτιο του οποίου όπως είπαν οι αστυνομικοί, βρέθηκε ένα μικρό οπλοστάσιο, ακόμη δυο μαχαίρια, ένα άχρηστο περίστροφο και ένας μπαλτάς.
Μετά από λίγο, ο νεαρός ομολόγησε πως σκότωσε τη Μπαβέα, μαχαιρώνοντας την πισώπλατα. Όπως είπε στους αστυνομικούς, εκείνο το βράδυ, ξεκίνησε την περιπλάνηση του από το Σύνταγμα και έχοντας καλά κρυμμένο στην τσέπη του το μαχαίρι ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει.
«Νομίζω ότι μου χαμογέλασε», είπε στους αστυνομικούς για την Μπαβέα.
Λάτρης του Τζακ του Αντεροβγάλτη
Επιπλέον, εξήγησε πως μισούσε τις γυναίκες γιατί στα 16 του χρόνια τον εγκατέλειψε το κορίτσι που αγαπούσε, εξ αιτίας της σεξουαλικής ανικανότητας που του είχε προκαλέσει μία εγχείρηση στα 13 του, μιας και έπασχε από υποσπαδία.
Ενώ, μισούσε τη μητέρα του γιατί τον γέννησε άσχημο, αλλά και τη θεία του που όχι μόνο δεν του έδωσε χρήματα για να κάνει πλαστική και να μοιάσει στον Δον Ζουάν, αλλά και τον κατέδωσε στην αστυνομία.
Οι γονείς του 19χρονου χώρισαν όταν εκείνος ήταν μωρό και η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρείο.
Έτσι, ο Ζάγκας μεγάλωσε με τη θεία του και τη γιαγιά του, εγκαταλείποντας το σχολείο στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου.
Ήταν φανατικός θαυμαστής του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Καλιγούλα και περνούσε ατελείωτες ώρες στις κινηματογραφικές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες με εγκλήματα.
Όταν ήταν 16 ετών νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και στόχος του, είπε, ήταν να σκοτώσει όσες πιο πολλές γυναίκες μπορούσε και μετά να σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή.
Ο ρόλος της ηθοποιού
Η θεία του και ηθοποιός του είχε μεγάλη αδυναμία μιας και τον είχε μεγαλώσει σαν παιδί της.
Όλα αυτά τα χρόνια έκανε αγώνα για να τον ηρεμεί ελπίζοντας πως τα πράγματα θα καλυτερέψουν, κρατώντας παράλληλα κρυμμένα τα μυστικά της οικογένειας.
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία της κοπέλας, η Κούλα Αγαγιώτου επέστρεψε σπίτι της και η μητέρα της και γιαγιά του Ζάγκα της είπε πως τις μέρες της απουσίας της επιχείρησε να την πνίξει δυο φορές.
Η ηθοποιός τότε ρώτησε τον ανιψιό της, αν είχε κάποιο πιστόλι κι εκείνος της μίλησε για το μαχαίρι. Όταν της το έδωσε, εκείνη το παρέδωσε σε ένα φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει.
Όπως είχε κάνει και ένα χρόνο νωρίτερα όταν πέταξε και ένα άχρηστο περίστροφο. Λίγες ημέρες αργότερα, ο νεαρός, εξομολογήθηκε σε μια άλλη θεία του ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα.
Όταν η Κούλα Αγαγιώτου πληροφορήθηκε από την ξαδέρφη της τα νέα, πήρε πίσω από τον ανθοπώλη φίλο της το μαχαίρι και το παρέδωσε σε έναν δικηγόρο, εκφράζοντας υπόνοιες ότι ο ανιψιός της ήταν δολοφόνος.
Ο δικηγόρος με τη σειρά του το παρέδωσε στην αστυνομία η οποία και συνέλαβε το νεαρό.
Η επεισοδιακή δίκη
Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1965, ο Δημήτρης Ζάγκας κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας.
Όταν η μητέρα του Χρυσάνθη, κατέθεσε στο δικαστήριο, είπε πως ο γιος της τη μισούσε και δεν την αποκαλούσε ποτέ «μαμά», ενώ κατηγόρησε την αδερφή της Κούλα Αγαγιώτου, πως εκείνη παρότρυνε τον νεαρό να σκοτώσει.
Όπως υποστήριξε του έλεγε πως θα τον φροντίζει όταν βγει από τη φυλακή.
Επιπλέον ισχυρίστηκε πως παρέδωσε το παιδί της στην αστυνομία «για να διαφημιστεί, επειδή είναι ηθοποιός».
Από την πλευρά της η Κούλα Αγαγιώτου, τη δικαιολόγησε λέγοντας:
«Είναι σχιζοφρενής. Η πάθησίς της εσημείωσεν έξαρσιν υπό την επήρειαν του θανάτου ενός παιδιού που είχαμε στο γκαράζ το 1945. Τότε εγεννήθη ο Δημήτρης και ήρχισε αναπτυσσόμενος ανωμάλως».
Την ώρα της κατάθεσης μάλιστα δέχτηκε επίθεση από τον ανιψιό της.
«Είσαι μια γελοία ηθοποιός», της φώναξε ο νεαρός.
Στην απολογία του ωστόσο, ο Δημήτρης Ζάγκας ομολόγησε τη δολοφονία, περιγράφοντας με λεπτομέρειες πώς κινήθηκε το μοιραίο βράδυ σε βάρος της Μαρίας Μπαβέα.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος» και οδηγήθηκε σε ψυχιατρική κλινική.
Την ιστορία αυτή η Κούλα Αγαγιώτου δεν την ξέχασε ποτέ, αντίθετα κάθε φορά που σκεφτόταν τον ανιψιό της έκλαιγε με λυγμούς.
Πηγή Χάι
Από το tromaktiko
Ένα βραδυ σημάδεψε για πάντα τη ζωή της!
Με αφορμή τη συμπλήρωση 13 χρόνων από τον θάνατο της ηθοποιού, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή στις 25 Οκτωβρίου 2006, ήρθε στο φως της δημοσιότητας το άγνωστο δράμα της.
Η μοιραία επίθεση
Ήταν μεσάνυχτα της 23ης Απριλίου 1964 όταν στην αστυνομία σήμανε συναγερμός. Στη διασταύρωση των οδών Β. Γεωργίου και Πρατίνου, οτο Παγκράτι, είχε βρεθεί μια νεκρή γυναίκα.
Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ένας περαστικός, ο οποίος, όπως κατέθεσε το μόνο που είδε ήταν μια γυναίκα να καυγαδίζει με έναν άνδρα στη μέση του δρόμου.
Το όνομα του θύματος ήταν Μαρία Μπαβέα, ενώ συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι, ακόμη και ο αρραβωνιαστικός της Λάζαρος Μαυρίδης και η μητέρα του πέρασαν από το τμήμα. Από τις έρευνες ωστόσο έγινε σαφές πως το έγκλημα δεν οφειλόταν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ούτε το θύμα διατηρούσε παράνομο δεσμό.
Κι ενώ η υπόθεση όδευε προς αδιέξοδο, στις 13 Μαΐου 1964, στα χέρια της αστυνομίας έφτασε ένα μαχαίρι, το οποίο έφερε ίχνη ανθρώπινου αίματος.
Ένας 19χρονος τότε τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση και συνελήφθη τέσσερις ημέρες αργότερα.
Ήταν ο Δημήτρης Ζάγκας, ανιψιός της ηθοποιού Κούλας Αγαγιώτου, στο δωμάτιο του οποίου όπως είπαν οι αστυνομικοί, βρέθηκε ένα μικρό οπλοστάσιο, ακόμη δυο μαχαίρια, ένα άχρηστο περίστροφο και ένας μπαλτάς.
Μετά από λίγο, ο νεαρός ομολόγησε πως σκότωσε τη Μπαβέα, μαχαιρώνοντας την πισώπλατα. Όπως είπε στους αστυνομικούς, εκείνο το βράδυ, ξεκίνησε την περιπλάνηση του από το Σύνταγμα και έχοντας καλά κρυμμένο στην τσέπη του το μαχαίρι ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει.
«Νομίζω ότι μου χαμογέλασε», είπε στους αστυνομικούς για την Μπαβέα.
Λάτρης του Τζακ του Αντεροβγάλτη
Επιπλέον, εξήγησε πως μισούσε τις γυναίκες γιατί στα 16 του χρόνια τον εγκατέλειψε το κορίτσι που αγαπούσε, εξ αιτίας της σεξουαλικής ανικανότητας που του είχε προκαλέσει μία εγχείρηση στα 13 του, μιας και έπασχε από υποσπαδία.
Ενώ, μισούσε τη μητέρα του γιατί τον γέννησε άσχημο, αλλά και τη θεία του που όχι μόνο δεν του έδωσε χρήματα για να κάνει πλαστική και να μοιάσει στον Δον Ζουάν, αλλά και τον κατέδωσε στην αστυνομία.
Οι γονείς του 19χρονου χώρισαν όταν εκείνος ήταν μωρό και η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρείο.
Έτσι, ο Ζάγκας μεγάλωσε με τη θεία του και τη γιαγιά του, εγκαταλείποντας το σχολείο στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου.
Ήταν φανατικός θαυμαστής του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Καλιγούλα και περνούσε ατελείωτες ώρες στις κινηματογραφικές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες με εγκλήματα.
Όταν ήταν 16 ετών νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και στόχος του, είπε, ήταν να σκοτώσει όσες πιο πολλές γυναίκες μπορούσε και μετά να σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή.
Ο ρόλος της ηθοποιού
Η θεία του και ηθοποιός του είχε μεγάλη αδυναμία μιας και τον είχε μεγαλώσει σαν παιδί της.
Όλα αυτά τα χρόνια έκανε αγώνα για να τον ηρεμεί ελπίζοντας πως τα πράγματα θα καλυτερέψουν, κρατώντας παράλληλα κρυμμένα τα μυστικά της οικογένειας.
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία της κοπέλας, η Κούλα Αγαγιώτου επέστρεψε σπίτι της και η μητέρα της και γιαγιά του Ζάγκα της είπε πως τις μέρες της απουσίας της επιχείρησε να την πνίξει δυο φορές.
Η ηθοποιός τότε ρώτησε τον ανιψιό της, αν είχε κάποιο πιστόλι κι εκείνος της μίλησε για το μαχαίρι. Όταν της το έδωσε, εκείνη το παρέδωσε σε ένα φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει.
Όπως είχε κάνει και ένα χρόνο νωρίτερα όταν πέταξε και ένα άχρηστο περίστροφο. Λίγες ημέρες αργότερα, ο νεαρός, εξομολογήθηκε σε μια άλλη θεία του ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα.
Όταν η Κούλα Αγαγιώτου πληροφορήθηκε από την ξαδέρφη της τα νέα, πήρε πίσω από τον ανθοπώλη φίλο της το μαχαίρι και το παρέδωσε σε έναν δικηγόρο, εκφράζοντας υπόνοιες ότι ο ανιψιός της ήταν δολοφόνος.
Ο δικηγόρος με τη σειρά του το παρέδωσε στην αστυνομία η οποία και συνέλαβε το νεαρό.
Η επεισοδιακή δίκη
Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1965, ο Δημήτρης Ζάγκας κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας.
Όταν η μητέρα του Χρυσάνθη, κατέθεσε στο δικαστήριο, είπε πως ο γιος της τη μισούσε και δεν την αποκαλούσε ποτέ «μαμά», ενώ κατηγόρησε την αδερφή της Κούλα Αγαγιώτου, πως εκείνη παρότρυνε τον νεαρό να σκοτώσει.
Όπως υποστήριξε του έλεγε πως θα τον φροντίζει όταν βγει από τη φυλακή.
Επιπλέον ισχυρίστηκε πως παρέδωσε το παιδί της στην αστυνομία «για να διαφημιστεί, επειδή είναι ηθοποιός».
Από την πλευρά της η Κούλα Αγαγιώτου, τη δικαιολόγησε λέγοντας:
«Είναι σχιζοφρενής. Η πάθησίς της εσημείωσεν έξαρσιν υπό την επήρειαν του θανάτου ενός παιδιού που είχαμε στο γκαράζ το 1945. Τότε εγεννήθη ο Δημήτρης και ήρχισε αναπτυσσόμενος ανωμάλως».
Την ώρα της κατάθεσης μάλιστα δέχτηκε επίθεση από τον ανιψιό της.
«Είσαι μια γελοία ηθοποιός», της φώναξε ο νεαρός.
Στην απολογία του ωστόσο, ο Δημήτρης Ζάγκας ομολόγησε τη δολοφονία, περιγράφοντας με λεπτομέρειες πώς κινήθηκε το μοιραίο βράδυ σε βάρος της Μαρίας Μπαβέα.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος» και οδηγήθηκε σε ψυχιατρική κλινική.
Την ιστορία αυτή η Κούλα Αγαγιώτου δεν την ξέχασε ποτέ, αντίθετα κάθε φορά που σκεφτόταν τον ανιψιό της έκλαιγε με λυγμούς.
Πηγή Χάι
Από το tromaktiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου