To 1937, oι κάτοικοι της μικρής νορβηγικής πόλης Bergen ήταν ανάστατοι από ένα καταπληκτικό περιστατικό, που είχε εκτυλιχθεί εκεί.
Το γραφικότατο Bergen ήταν μια παραμυθένια κωμόπολη της Νορβηγίας, όπου οι χειμώνες ήταν βαρύτατοι και δριμείς, ενώ οι νύχτες ήταν ατελείωτες και άγριες. Οι κάτοικοί του, ενδεδυμένοι με τον μανδύα των σκανδιναβικών θρύλων και των σκοτεινών δεισιδαιμονιών, παρασυρμένοι από τους σφοδρούς ανέμους, την
απόκοσμη καταχνιά και τους αιώνιους πάγους, πίστευαν βαθιά στα υπερφυσικά φαινόμενα.
Στο Bergen, λοιπόν, ζούσε μια μάγισσα, που την έλεγαν Ίζενμποργκ Κέμπερ. Ήταν φημισμένη για την υπερφυσική της δύναμη να προσκαλεί τα πνεύματα των νεκρών και να συνομιλεί μαζί τους. Οι κάτοικοι τη θεωρούσαν δαιμονισμένη και κανείς δεν αποτολμούσε να πλησιάζει στο σπίτι της, από φόβο μήπως τους μαγέψει. Συχνά, μέσα στο σπίτι της, που το αποκαλούσαν “Σπίτι των Φαντασμάτων”, ακούγονταν θρήνοι, αναστεναγμοί και σπαρακτικές κραυγές, τις οποίες οι αφελείς κάτοικοι απέδιδαν σε φαντάσματα και στοιχειά, με τα οποία συνομιλούσε η μάγισσα.
Με τον καιρό, η φήμη της μάγισσας διαδόθηκε σε όλη την πόλη και έπειτα από λίγο, πολλοί από την ανώτερη κοινωνία του Bergen επισκέπτονταν την Ίζενμποργκ Κέμπερ, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πεποίθηση ότι θα έβλεπαν πνεύματα και άλλοι, απλά για να περάσουν την ώρα τους.
Bergen, δεκαετία 1930
Ο μόνος, που απέφευγε συστηματικά να πατήσει στο αλλόκοτο σπίτι της, ήταν ο Δήμαρχος της πόλης, Λουδοβίκος Νταλ, ένας μεσήλικας, ο οποίος από δύο αλλεπάλληλα πλήγματα που υπέστη εντός διετίας, δηλαδή τον θάνατο της γυναίκας του και του μοναχογιού του, Ρέιμοντ, είχε καταντήσει σχεδόν μισάνθρωπος και ζούσε ζωή μοναχική, αποτραβηγμένος από την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο μόνος άνθρωπος, με τον οποίο συναναστρεφόταν ο Δήμαρχος, ήταν ο συμβολαιογράφος κύριος Άπενελ, που ήταν συγχρόνως και φανατικός πνευματιστής. Πολλές φορές, ο συμβολαιογράφος παρότρυνε τον Δήμαρχο να πάνε μαζί μια μέρα στο σπίτι της μάγισσας, αλλά εκείνος αρνούνταν πεισματικά.
Ο κύριος Άπενελ, παρακινημένος από την επιθυμία του να παρηγορήσει τον πληγωμένο φίλο του, επέμενε συχνά, ώσπου τελικά κατόρθωσε να τον πείσει να παραστεί σε μια πνευματιστική συνεδρίαση, που θα τελούνταν στο σπίτι του και θα παρίστατο η φοβερή μάγισσα Κέμπερ.
Ο Δήμαρχος έφτασε τελευταίος και εξαιρετικά διστακτικός στην πνευματιστική συγκέντρωση. Κάθισε απόμερα, σε μια γωνιά και παρακολουθούσε αδιάφορα τις πνευματιστικές απόπειρες επικοινωνίας με το Υπερπέραν. Σε μια στιγμή, εντελώς αιφνιδιαστικά, η γυναίκα που χρησίμευε ως μέντιουμ, στράφηκε στον Δήμαρχο και τον ρώτησε αν ενδιαφερόταν να συνομιλήσει με κάποιο πνεύμα.
Χωρίς να το περιμένει ούτε ο ίδιος, έγνεψε συγκαταβατικά και ζήτησε να επικοινωνήσει με τον νεκρό γιο του.
Σε λίγο, από το στόμα της Ίζενμποργκ Κέμπερ άρχισαν να βγαίνουν λόγια παράξενα, σχεδόν ακατάσχετα. Μα, ο Λουδοβίκος Νταλ ωχρίασε, καθώς αναγνώρισε ευθύς τη φωνή του παιδιού του. Δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία ότι ο γιος του ήταν αυτός που του μιλούσε, μέσα από το στόμα της μάγισσας, λέγοντάς του: “Σε περιμένω, πατέρα. Σε δώδεκα μήνες ακριβώς, θα έρθεις να με συναντήσεις”.
Τα λόγια εκείνα σκόρπισαν μια παγερή φρίκη σε όλους τους παρισταμένους, οι οποίοι, για να καταπραΰνουν την ταραχή του Δημάρχου, αστειεύονταν με το γεγονός, προσπαθώντας να το υποβαθμίσουν. Έπειτα, η συγκέντρωση διαλύθηκε μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα φόβου και αμηχανίας.
Όλως παραδόξως, η μακάβρια εκείνη προφητεία, αντί να βυθίσει τον Λουδοβίκο Νταλ σε μελαγχολία, όπως ήταν φυσικό, τον έκανε περισσότερο εύθυμο, σε σημείο που έπαψε πια να ζει απομονωμένος και ξεκίνησε να συναναστρέφεται εκ νέου τους παλιούς του φίλους και να συχνάζει σε διάφορα μαγαζιά.
Έτσι, πέρασε ένας χρόνος, όταν λίγο πριν εκπνεύσει η μακάβρια προθεσμία, ο Δήμαρχος πήγε να μείνει για λίγες μέρες σε μια πολίχνη, πολύ κοντά στο Bergen και έμοιαζε να έχει ξεχάσει την τρομερή προφητεία της μάγισσας, όντας ιδιαιτέρως ευδιάθετος.
Την ημέρα ακριβώς, που συμπληρωνόταν ένας χρόνος από την πνευματιστική συγκέντρωση στο σπίτι του συμβολαιογράφου, ο Λουδοβίκος Νταλ αισθανόταν ακόμα πιο χαρούμενος, γεμάτος ενέργεια και διάθεση για ζωή, ώστε κανένας δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί ότι ο άνθρωπος εκείνος ζούσε τις τελευταίες του στιγμές.
Το απόγευμα, ο Δήμαρχος πρότεινε στους φίλους του να κάνουν έναν περίπατο. Η πρότασή του έγινε δεκτή. Ήταν ο ύστατος περίπατος, ο μοιραίος. Κάποια στιγμή, οι σύντροφοί του τον είδαν να χάνει απλώς την ισορροπία του και να σωριάζεται καταγής.
Το γραφικότατο Bergen ήταν μια παραμυθένια κωμόπολη της Νορβηγίας, όπου οι χειμώνες ήταν βαρύτατοι και δριμείς, ενώ οι νύχτες ήταν ατελείωτες και άγριες. Οι κάτοικοί του, ενδεδυμένοι με τον μανδύα των σκανδιναβικών θρύλων και των σκοτεινών δεισιδαιμονιών, παρασυρμένοι από τους σφοδρούς ανέμους, την
απόκοσμη καταχνιά και τους αιώνιους πάγους, πίστευαν βαθιά στα υπερφυσικά φαινόμενα.
Στο Bergen, λοιπόν, ζούσε μια μάγισσα, που την έλεγαν Ίζενμποργκ Κέμπερ. Ήταν φημισμένη για την υπερφυσική της δύναμη να προσκαλεί τα πνεύματα των νεκρών και να συνομιλεί μαζί τους. Οι κάτοικοι τη θεωρούσαν δαιμονισμένη και κανείς δεν αποτολμούσε να πλησιάζει στο σπίτι της, από φόβο μήπως τους μαγέψει. Συχνά, μέσα στο σπίτι της, που το αποκαλούσαν “Σπίτι των Φαντασμάτων”, ακούγονταν θρήνοι, αναστεναγμοί και σπαρακτικές κραυγές, τις οποίες οι αφελείς κάτοικοι απέδιδαν σε φαντάσματα και στοιχειά, με τα οποία συνομιλούσε η μάγισσα.
Με τον καιρό, η φήμη της μάγισσας διαδόθηκε σε όλη την πόλη και έπειτα από λίγο, πολλοί από την ανώτερη κοινωνία του Bergen επισκέπτονταν την Ίζενμποργκ Κέμπερ, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πεποίθηση ότι θα έβλεπαν πνεύματα και άλλοι, απλά για να περάσουν την ώρα τους.
Bergen, δεκαετία 1930
Ο μόνος, που απέφευγε συστηματικά να πατήσει στο αλλόκοτο σπίτι της, ήταν ο Δήμαρχος της πόλης, Λουδοβίκος Νταλ, ένας μεσήλικας, ο οποίος από δύο αλλεπάλληλα πλήγματα που υπέστη εντός διετίας, δηλαδή τον θάνατο της γυναίκας του και του μοναχογιού του, Ρέιμοντ, είχε καταντήσει σχεδόν μισάνθρωπος και ζούσε ζωή μοναχική, αποτραβηγμένος από την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο μόνος άνθρωπος, με τον οποίο συναναστρεφόταν ο Δήμαρχος, ήταν ο συμβολαιογράφος κύριος Άπενελ, που ήταν συγχρόνως και φανατικός πνευματιστής. Πολλές φορές, ο συμβολαιογράφος παρότρυνε τον Δήμαρχο να πάνε μαζί μια μέρα στο σπίτι της μάγισσας, αλλά εκείνος αρνούνταν πεισματικά.
Ο κύριος Άπενελ, παρακινημένος από την επιθυμία του να παρηγορήσει τον πληγωμένο φίλο του, επέμενε συχνά, ώσπου τελικά κατόρθωσε να τον πείσει να παραστεί σε μια πνευματιστική συνεδρίαση, που θα τελούνταν στο σπίτι του και θα παρίστατο η φοβερή μάγισσα Κέμπερ.
Ο Δήμαρχος έφτασε τελευταίος και εξαιρετικά διστακτικός στην πνευματιστική συγκέντρωση. Κάθισε απόμερα, σε μια γωνιά και παρακολουθούσε αδιάφορα τις πνευματιστικές απόπειρες επικοινωνίας με το Υπερπέραν. Σε μια στιγμή, εντελώς αιφνιδιαστικά, η γυναίκα που χρησίμευε ως μέντιουμ, στράφηκε στον Δήμαρχο και τον ρώτησε αν ενδιαφερόταν να συνομιλήσει με κάποιο πνεύμα.
Χωρίς να το περιμένει ούτε ο ίδιος, έγνεψε συγκαταβατικά και ζήτησε να επικοινωνήσει με τον νεκρό γιο του.
Σε λίγο, από το στόμα της Ίζενμποργκ Κέμπερ άρχισαν να βγαίνουν λόγια παράξενα, σχεδόν ακατάσχετα. Μα, ο Λουδοβίκος Νταλ ωχρίασε, καθώς αναγνώρισε ευθύς τη φωνή του παιδιού του. Δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία ότι ο γιος του ήταν αυτός που του μιλούσε, μέσα από το στόμα της μάγισσας, λέγοντάς του: “Σε περιμένω, πατέρα. Σε δώδεκα μήνες ακριβώς, θα έρθεις να με συναντήσεις”.
Τα λόγια εκείνα σκόρπισαν μια παγερή φρίκη σε όλους τους παρισταμένους, οι οποίοι, για να καταπραΰνουν την ταραχή του Δημάρχου, αστειεύονταν με το γεγονός, προσπαθώντας να το υποβαθμίσουν. Έπειτα, η συγκέντρωση διαλύθηκε μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα φόβου και αμηχανίας.
Όλως παραδόξως, η μακάβρια εκείνη προφητεία, αντί να βυθίσει τον Λουδοβίκο Νταλ σε μελαγχολία, όπως ήταν φυσικό, τον έκανε περισσότερο εύθυμο, σε σημείο που έπαψε πια να ζει απομονωμένος και ξεκίνησε να συναναστρέφεται εκ νέου τους παλιούς του φίλους και να συχνάζει σε διάφορα μαγαζιά.
Έτσι, πέρασε ένας χρόνος, όταν λίγο πριν εκπνεύσει η μακάβρια προθεσμία, ο Δήμαρχος πήγε να μείνει για λίγες μέρες σε μια πολίχνη, πολύ κοντά στο Bergen και έμοιαζε να έχει ξεχάσει την τρομερή προφητεία της μάγισσας, όντας ιδιαιτέρως ευδιάθετος.
Την ημέρα ακριβώς, που συμπληρωνόταν ένας χρόνος από την πνευματιστική συγκέντρωση στο σπίτι του συμβολαιογράφου, ο Λουδοβίκος Νταλ αισθανόταν ακόμα πιο χαρούμενος, γεμάτος ενέργεια και διάθεση για ζωή, ώστε κανένας δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί ότι ο άνθρωπος εκείνος ζούσε τις τελευταίες του στιγμές.
Το απόγευμα, ο Δήμαρχος πρότεινε στους φίλους του να κάνουν έναν περίπατο. Η πρότασή του έγινε δεκτή. Ήταν ο ύστατος περίπατος, ο μοιραίος. Κάποια στιγμή, οι σύντροφοί του τον είδαν να χάνει απλώς την ισορροπία του και να σωριάζεται καταγής.
Όταν έσκυψαν και επιχείρησαν να τον βοηθήσουν να σηκωθεί, κατάπληκτοι διαπίστωσαν ότι δεν παρουσίαζε κανένα απολύτως ίχνος ζωής. Ο Δήμαρχος του Bergen είχε καταλήξει από καρδιακή ανακοπή, δώδεκα μήνες ακριβώς και ούτε ένα λεπτό παραπάνω, από τη μακάβρια προφητεία της μάγισσας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 08/03/1937…
Από το strangepress
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου