ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ ΕΥΚΟΛΟΠΙΣΤΕΥΤΗ
Χειμώνας, κι έφτιαχνε ο χιονιάς, κεντίδια στο μπετόν,
σκληρός Δεκέμβρης ήτανε του ’73.
Μ’ ένα ποτό στο «Κύτταρο», Ηπείρου κι Αχαρνών,
ελπίδες ανασταίναμε, για νέα Πολυτεχνεία.
Τον κόσμο τον αλλάζαμε, σε πείσμα των καιρών,
τότε δεν φανταζόμασταν πως είν’ ανοησία.
Ήταν τα νιάτα μας φωτιά, μικρά παιδιά σχεδόν,
ήταν γνωστός και ο εχθρός: η κάθε εξουσία.
Ψυχή λάβα και σίδερο, οράματα πολλά,
γυρεύαμε το δρόμο μας, στα Εξάρχεια, στην Πλάκα.
Με των δεκάξι τα φτερά, στοχεύαμε ψηλά,
έτοιμοι να πιστέψουμε, τον κάθε ένα μ@λάκα!
Κι ‘υστερα ήρθαν ξαφνικά, στη μαύρη καταχνιά,
σαν από μηχανής θεοί, ηγέτες φωτισμένοι.
Νέας αρχής ξεκίνημα, με όρτσα τα πανιά.
Γενιά μου «ευκλοπίστευτη και πάντα προδομένη».
(Ρ)
Με χίλιες σκέψεις άγουρες, στην άκρη του μυαλού,
ένα πακέτο άφιλτρα, και όνειρα μεγάλα,
κινήσαμε το Μάη μας, να βρούμε κάπου αλλού,
μα ήρθε νύχτα σκοτεινή και χάσαμε τη μπάλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου