Ο Joseph Samuel ήταν ένας μικροεγκληματίας που έμπαινε σε σπίτια και έκλεβε πράγματα. Δεν υπάρχει τίποτα αξιοσημείωτο για τα εγκλήματά του ή για τη ζωή του. Ωστόσο, οι συνθήκες γύρω από την απόπειρα εκτέλεσής του είναι πολύ περίεργες και απαράμιλλες στην ιστορία.
Το 1795, όταν ήταν 14 χρονών, ο Samuel καταδικάστηκε για κλοπή σε επτά χρόνια φυλάκιση και, αφού εξέτισε μερικά χρόνια στην Αγγλία, μεταφέρθηκε στην ποινική αποικία της Αυστραλίας. Εκείνη την εποχή, η Βρετανία διατηρούσε ποινικό οικισμό στο Sydney Cove στην Αποικία της Νέας Νότιας Ουαλίας. Αυτοί οι
πρώιμοι ποινικοί συνοικισμοί βασίζονταν στην απομόνωση της αποικίας. Η ασφάλεια ήταν χαλαρή επειδή πίστευαν ότι οποιοσδήποτε κατάδικος δραπέτευε δε θα μπορούσε να επιβιώσει στο σκληρό περιβάλλον της αυστραλιανής ερήμου.Τη νύχτα της 25ης προς 26η Αυγούστου του 1803, ο Samuel και μια συμμορία καταδίκων βγήκαν κρυφά από το στρατόπεδο, μπήκαν στο σπίτι μιας πλούσιας γυναίκας και έκλεψαν χρήματα και κάποια άλλα αντικείμενα. Η ιδιοκτήτρια ανέφερε την κλοπή στην αστυνομία και κάποιος αστυφύλακας ονόματι Joseph Luker -ο οποίος ήταν πρώην κατάδικος- ξεκίνησε έρευνα. Το επόμενο πρωί, το ξυλοφορτωμένο σώμα του βρέθηκε στην άκρη του δρόμου, με τη λαβή του σπαθιού του "χωμένη στον εγκέφαλό του". Κοντά του βρισκόταν ο αιματοβαμμένος τροχός ενός κάρου.
Η άγρια δολοφονία συγκλόνισε τη μικρή κοινότητα. Ήταν η πρώτη φορά που ένας αστυνομικός σκοτωνόταν εν ώρα υπηρεσίας στην Αυστραλία και, για τον εντοπισμό των δραστών κλήθηκαν όλοι οι αξιωματικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Αποκλείστηκαν όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν έξω από την πόλη και έτσι μάζεψαν μερικούς εγκληματίες. Μετά από έρευνα στην περιοχή, στο σπίτι που ανήκε στην Sarah Laurence, όπου περνούσαν τον καιρό τους ο Samuels και οι συνεργάτες του, βρέθηκε ένα κάρο χωρίς τον τροχό του. Η συμμορία μεταφέρθηκε αμέσως στον δικαστή και κατηγορήθηκε για φόνο, αλλά εκείνοι αρνήθηκε τις κατηγορίες. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς είχαν γερά άλλοθι. Ωστόσο, ο Samuel ομολόγησε τη ληστεία, αλλά αρνήθηκε ότι δολοφόνησε τον αστυνομικό. Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Οι υπόλοιποι αθωώθηκαν λόγω έλλειψης στοιχείων.
πηγή |
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1803, ο Samuel και ένας άλλος εγκληματίας, ο James Hardwicke, ο οποίος είχε καταδικαστεί για μια άλλη ληστεία, οδηγήθηκαν με ένα κάρο στο προάστιο Parramatta στην περιοχή του Σίδνεϊ, όπου εκατοντάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Ένας ιερέας που ήταν παρών ζήτησε από τον Samuel να ομολογήσει, αλλά αντ' αυτού, εκείνος άρχισε να κατηγορεί για φόνο ένα άλλο μέλος της συμμορίας, τον Simmons, λέγοντας ότι ο ίδιος είχε ομολογήσει το έγκλημα στο κελί τους. Ο Simmons, που βρισκόταν εκεί για να παρακολουθήσει την εκτέλεση, δήλωσε ότι ήταν αθώος, αλλά το πλήθος, θυμωμένο πλέον, πήγε να τον βρει και χρειάστηκε να το συγκρατήσει ο στρατός. Μετά τις κατηγορίες του Samuel, δόθηκε αναβολή στην εκτέλεση του Hardwicke, ο οποίος και απομακρύνθηκε από την αγχόνη, αφήνοντας μόνο του τον Samuel στο κάρο.
Ο Samuel αφιέρωσε τις τελευταίες του στιγμές στην προσευχή, και μετά από λίγο, δόθηκε το σύνθημα και το κάρο απομακρύνθηκε από κάτω του. Γύρω από το λαιμό του υπήρχε μια θηλιά που, υπό συνηθισμένες περιστάσεις, άντεχε βάρος 450 κιλών μέχρι και έως πέντε λεπτά. Καθώς όμως το κάρο απομακρύνθηκε, το σκοινί έσπασε και ο Samuel έπεσε στο έδαφος. Ντροπιασμένος, ο δήμιος ετοίμασε βιαστικά άλλο ένα σχοινί. Σήκωσαν τον εγκληματία, τον έβαλαν με το ζόρι ξανά στο κάρο και η καινούργια θηλιά περάστηκε στο λαιμό του. Και πάλι, το κάρο απομακρύνθηκε, αλλά αυτή τη φορά, η θηλιά ξετυλίχθηκε και ο Samuel έπεσε ελαφρά στο έδαφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου