Η βικτωριανή εποχή υπήρξε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της λονδρέζικης ιστορίας.
Οι κοινωνικές ανισότητες που μάστιζαν τη βρετανική πρωτεύουσα γίνονταν εμφανείς με μία απλή βόλτα στην πόλη. Από τη μία, ήταν οι πλούσιοι πολίτες που απολάμβαναν τις ανέσεις των λονδρέζικων σαλονιών και από την άλλη, οι παραγκωνισμένοι φτωχοί και άστεγοι που αντιμετωπίζονταν σαν ζώα του ζωολογικού κήπου.
Το Λονδίνο του
19ου αιώνα, ένα από τα κύρια κέντρα της βιομηχανικής επανάστασης, ήταν πλήρως απροετοίμαστο για να αντιμετωπίσει της συνέπειές της.
Η ραγδαία αστικοποίηση έφερε στην πόλη εκατομμύρια νέους κατοίκους, τους οποίους δεν ήταν έτοιμη να στεγάσει.
Τα σπίτια ήταν λιγότερα από τους ανθρώπους και, όπως ήταν αναμενόμενο, τα ενοίκια είχαν εκτοξευτεί.
Μαζί τους εκτοξεύτηκε ο αριθμός των αστέγων. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν καθημερινά περίπου 50 χιλιάδες άστεγοι. Αριθμός υπερβολικός που η πολιτεία ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να ανακουφίσει.
Οι καταβολές τους ποίκιλαν. Στους δρόμους έμεναν εργάτες, χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες, χήρες, ιερόδουλες, φτωχοί, άνεργοι και χιλιάδες παιδιά. Παρόλα αυτά, όλοι αντιμετωπίζονταν από τους ευκατάστατου Λονδρέζους με απάθεια και σνομπισμό.
Όλοι αυτοί ήταν απλά περιθωριακοί. Άλλωστε, η κοινωνική πρόνοια ήταν όρος άγνωστος την εποχή εκείνη.
Δεν υπήρχε ασφάλιση, επιδόματα και ιατρική περίθαλψη.
Οι συνθήκες στους δρόμους της μεγαλούπολης ήταν άθλιες. Έτσι προέκυψαν και τα λεγόμενα «φέρετρα για 4 πένες».
Οι μακάβριοι ξενώνες
Τα «φέρετρα για 4 πένες» ήταν πολύ διαδεδομένα στο βικτωριανό Λονδίνο. Στην ουσία επρόκειτο για ένα είδος ξενώνα, στον οποίο οι άστεγοι μπορούσαν να ανακουφιστούν προσωρινά από το κρύο και τις κακουχίες του δρόμου. Μάλιστα, υπήρχε ένα εύρος τιμών και παροχών.
Οι άστεγοι πλήρωναν μία πένα για να καθίσουν στους ξύλινους πάγκους και να προστατευτούν από το κρύο του δρόμου. YouTube
Η πρώτη μεγάλη αίθουσα του ξενώνα ήταν γεμάτη ξύλινους πάγκους. Με μόλις μία πένα, οι επίδοξοι πελάτες αγόραζαν μια μερίδα φαγητό –που συνήθως περιελάμβανε καφέ ή τσάι και ένα κομμάτι ψωμί– και μία θέση στην αίθουσα των πάγκων.
Είχαν το δικαίωμα να καθίσουν εκεί όλη νύχτα, απαγορευόταν όμως ρητά να κοιμηθούν.
Ειδικοί φρουροί αναλάμβαναν να κάνουν τακτικές περιπολίες και με ένα μπαστούνι να ξυπνούν όσους έκλειναν τα μάτια τους.
Με δύο πένες, οι άστεγοι μπορούσαν να αγοράσουν μία θέση στους «πάγκους με τα σχοινιά». Σε αυτή την πιο ακριβή έκδοση, μπροστά από την κάθε θέση υπήρχε κρεμασμένο ένα σχοινί.
Οι ταλαίπωροι είχαν το δικαίωμα να πιαστούν από αυτό, να γείρουν πάνω του και να κοιμηθούν.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρεπόταν να ξαπλώσουν ή να απλωθούν περαιτέρω πάνω στα παγκάκια.
Η πιο πολυτελής επιλογή ήταν και η πιο μακάβρια. Όποιος ήθελε να αναπαυθεί για μία νύχτα ξαπλωμένος σε σεντόνια που δεν μουσκεύονταν από τις λονδρέζικες μπόρες, δεν είχε παρά να διαθέσει τέσσερις πένες. Ωστόσο, ο χώρος ανάπαυσης δεν ήταν ένα κρεβάτι, όπως θα περίμενε κανείς.
Οι επίδοξοι πελάτες ξάπλωναν μέσα σε ένα ανοιχτό φέρετρο. Τα φέρετρα ήταν στην πραγματικότητα μικρά και στενά ξύλινα κουτιά στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε μία μεγάλη αίθουσα, ξεχωριστά από τους πάγκους.
Μέσα στην κάθε κάσα υπήρχε και ένα κομμάτι νάιλον για να σκεπάζονται οι θαμώνες.
Τα «φέρετρα για 4 πένες» αρχικά αποτέλεσαν πρωτοβουλία του Στρατού της Σωτηρίας, μιας χριστιανικής ιεραποστολικής κίνησης που έδρευε στο Λονδίνο. Γι’ αυτό και πολλοί από τους ξενώνες αυτούς βρίσκονταν μέσα σε μοναστήρια.
Ωστόσο, με τον καιρό, η ιδέα άρχισε να εξαπλώνεται, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι χώροι σε πολλά σημεία τη πόλης να διαμορφώνουν τις αίθουσές τους με κάσες και ξύλινους πάγκους.
Οι άστεγοι που κοιμούνται στα φέρετρα
Το εξευτελιστικό θέαμα των ανθρώπων που κοιμούνταν σε κάσες, αντί να προβληματίζει τους πιο ευκατάστατους Λονδρέζους, τους διέγειρε την περιέργεια.
Σε πολλούς, το γεγονός φάνταζε ως αστικός μύθος. Αρκετοί δημοσιογράφοι και λογοτέχνες επισκέπτονταν τους ξενώνες προκειμένου να περιγράψουν το δραματικό θέαμα στα κείμενά τους. Για τις ανώτερες τάξεις, οι ιστορίες του δράματος των φτωχών ήταν ένα μέσο ψυχαγωγίας.
Όσο πιο υπερβολικές, τόσο πιο ανάρπαστες γίνονταν.
Φήμες που κυκλοφορούσαν ήθελαν τις κάσες να έχουν διπλή χρήση. Αρκετοί άστεγοι υπέκυπταν από τις κακουχίες και άφηναν την τελευταία τους πνοή μέσα στα φέρετρα.
Τότε οι υπεύθυνοι απλώς τα έκλειναν και τα έθαβαν σε ανώνυμους ομαδικούς τάφους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, το φαινόμενο άρχισε τελικά να υποχωρεί. Οι κοινωνικές ανισότητες και το πρόβλημα των αστέγων εξακολουθούσαν να υπάρχουν, όμως σταδιακά η κατάσταση βελτιωνόταν και η έννοια του κοινωνικού κράτους έκανε τα πρώτα της βήματα.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: YouTube
mixanitouxronou.gr
Από το amfipolinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου