Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Kατά τον περσικό εμφύλιο του 401 π.Χ οι ιωνικές πόλεις και η ηγεμονίδα ελληνική δύναμη Σπάρτη είχαν υποστηρίξει τον Πέρση πρίγκιπα και στρατηγό της Μ.Ασίας Κύρο εναντίον του αδερφού του Αρταξέρξη για την διαδοχή στον αχαιμενιδικό θρόνο. Ο Κύρος όμως ηττήθηκε και σκοτώθηκε σε μάχη που έλαβε χώρα στα Κούναξα κοντά στην Βαβυλώνα, ενώ ο νικητής Αρταξέρξης Β’ έστειλε τον Τισσαφέρνη ως σατραπη στην
θέση του με εντολή να υποτάξει τις ελληνικές πόλεις. Τα γεγονότα αυτά κλιμακώθηκαν με την σύγκρουση Λακεδαιμονίων-Περσών του 400-387 π.Χ.Το 395 π.Χ, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος Β’, επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος των Λακεδαιμονίων στην Ασία, έκρινε πως είχε φτάσει επιτέλους η ώρα της αποφασιστικής μάχης που θα καθόριζε και το αποτέλεσμα της διένεξης που μετρούσε ήδη 5 χρόνια.
Μετά από μια αποτυχημένη επιδρομή τον προηγούμενο χρόνο στην σατραπεία της Ελλησποντιακής Φρυγίας, όπου η έλλειψη αξιόμαχου ιππικού από πλευράς του ελληνικού στρατού αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας, ο Αγησίλαος είχε περάσει την υπόλοιπη χρονιά στρατολογώντας ιππείς από τις μικρασιατικές πόλεις και εκπαιδεύοντας τον στρατό του ώστε να βελτιωθεί τόσο η φυσική κατάσταση των πολεμιστών, όσο και η τακτική συνεργασία μεταξύ των διαφόρων σωμάτων του βαρέος πεζικού, των ακροβολιστών και του ιππικού.
Με την καινούρια χρονιά λοιπόν, έχοντας δεχθεί τους νέους επιτελείς που είχαν διοριστεί από τους Εφόρους στην Σπάρτη και με τον στρατό επαρκώς εκπαιδευμένο, ο Αγησίλαος ξεκίνησε από την συμμαχική βάση στην Έφεσο επικεφαλής 20.000 ανδρών (Μικρασιατών και Πελοποννησίων συμμάχων, πρώην μισθοφόρων του Κύρου και νεοδαμωδών απελεύθερων οπλιτών από την Λακεδαίμονα) για την αναμενόμενη εισβολή βαθιά μέσα στην περσική επικράτεια, με κατεύθυνση την κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου.
Ο διοικητής της περσικής σατραπείας Λυδίας-Καρίας Τισσαφέρνης, έχοντας πληροφορηθεί την πρόθεση του Αγησίλαου να εισβάλλει στην επικράτειά του, είχε λάβει τα μέτρα του. Θεωρώντας πως το περσικό πεζικό του δεν μπορούσε να σταθεί σε μια σύγκρουση επί του πεδίου με τους Έλληνες βαριά οπλισμένους πεζούς, τo αξιοποίησε για να οχυρώσει τις πόλεις της Λυδίας και τα ορεινά περάσματα προς την Καρία στον νότο, ενώ θα φρουρούσε την εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου, όπου διατηρούσε και ο ίδιος κτήματα, με το αξιόμαχο και επίφοβο σε αναπεπταμένο πεδίο περσικό ιππικό.
Σκοπός του ήταν να αρνηθεί την αποφασιστική μάχη στον ελληνικό στρατό, που υστερούσε στην πολιορκητική τέχνη, και να τον καταπονήσει με συνεχείς επιδρομές του ιππικού του εμποδίζοντας τον ανεφοδιασμό του σε τρόφιμα και άλλα απαραίτητα.
Πράγματι την τέταρτη ημέρα της ελληνικής εισβολής, το περσικό ιππικό εντόπισε τον ελληνικό στρατό να λεηλατεί την περιοχή νότια του ποταμού Πακτωλού. Ο διοικητής του διέταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων να οργανώσει στρατόπεδο νότια του ποταμού, ενώ οι Πέρσες ιππείς έχοντας περάσει και οι ίδιοι το ποτάμι, άρχισαν να εξοντώνουν τους Έλληνες υπηρέτες που είχαν απλωθεί στην κοιλάδα για την συλλογή εφοδίων. Όταν το είδε αυτό ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό του να σπεύσει σε βοήθεια. Οι Πέρσες πάλι, μόλις είδαν τις ενισχύσεις, συγκεντρώθηκαν και παρέταξαν απέναντί τους πολλές μονάδες ιππικού.
Τότε ο Αγησίλαος, “επειδή είδε ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε”. Αφού θυσίασε, οδήγησε όλον τον στρατό ενάντια στο παραταγμένο ιππικό. Οι πρώτες δέκα ηλικιακές κλάσεις των οπλιτών διατάχτηκαν να προελάσουν τάχιστα μπροστά μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους πελταστές, ενώ ο ίδιος θα ακολουθούσε μ’ όλο τον υπόλοιπο στρατό.
Οι Πέρσες απέκρουσαν το ελληνικό ιππικό, όταν, όμως, επιτέθηκαν όλα τα άλλα τμήματα ταυτόχρονα, παγιδεύτηκαν, ηττήθηκαν και εξαναγκάστηκαν σε φυγή. Πολλοί πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν τον Πακτωλό, ενώ το περσικό στρατόπεδο καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε. Ο Αγησίλαος αποκόμισε λάφυρα αξίας άνω των 70 ταλάντων, καθώς και καμήλες τις οποίες έφερε μαζί του στην Ελλάδα.
Η νίκη του ελληνικού στρατού είχε σημαντικές άμεσες συνέπειες. Το στρατηγικό όπλο του περσικού στρατού, το ταχυκίνητο και τακτικά ευέλικτο ιππικό του, αποδεκατίστηκε και οι Πέρσες ιθύνοντες αδυνατούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις ελληνικές δυνάμεις, που κυριάρχησαν στην πεδιάδα. Ο Πέρσης Μεγάλος Βασιλιάς αναζήτησε για την ώρα συμβιβαστική λύση, παραχωρώντας αυτονομία στις ελληνικές πόλεις σε αντάλλαγμα για την αποχώρηση του ελληνικού στρατεύματος από την Ασία και αξιώνοντας από αυτές μόνο φόρο. Ο σατράπης Τισσαφέρνης, κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για την ήττα και για την αποτυχία της περσικής πολιτικής συνολικά και αποκεφαλίστηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος.
Στην θεση του ανέλαβε καθήκοντα ο Πέρσης Τιθραύστης, ο οποίος επωμίστηκε και το έργο της διαπραγματευσης με τις σπαρτιατικές αρχές. Παράλληλα ο Τιθραύστης δωροδόκησε τον Αγησίλαο με 30 τάλαντα προκειμένου να αποχωρήσει από την επικράτειά του. Ο Αγησίλαος τότε συνέχισε την εκστρατεία του προς την Ελλησποντιακή Φρυγία που άνηκε στον σατράπη Φαρνάβαζο, ενώ οι σπαρτιατικές αρχές τού ανέθεσαν και την διοίκηση του στόλου, όπου διόρισε ως ναύαρχο τον άπειρο στα ναυτικά γαμπρό του Πείσανδρο.
Μακροπρόθεσμα η μεγάλη αυτή νίκη δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Την ίδια χρονιά ξέσπασε στην Ελλάδα με περσική υποκίνηση και υποστήριξη ο Κορινθιακός Πόλεμος (395-387 π.Χ) μεταξύ της Σπάρτης και των εξεγερμένων συμμάχων της .
Ο Αγησίλαος κλήθηκε το 394 π.Χ από τις σπαρτιατικές αρχές να γυρίσει πίσω στην πατρίδα, εγκαταλείποντας τα σχέδιά του για εισβολή βαθιά μέσα στην Ασία, ενώ η ήττα του σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο την ίδια χρονιά από τον άρτι αφιχθέντα περσικό στόλο που είχε ως ναύαρχο τον Αθηναίο φυγά Κόνωνα έβαλε τέλος στην σπαρτιατική ηγεμονία επί των ελληνικών πόλεων της Μ.Ασίας.
Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία
Από το amfipolinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου