Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Σύντομα το δίλημμα για εκλογές

 Σε μία χώρα που η κουβέντα για πρόωρες κάλπες ξεκινάει σχεδόν από την επομένη των εκλογών, τα σχετικά σενάρια κινδυνεύουν με το σύνδρομο του βοσκού, που έκανε αστεία περί λύκου.

Σε άλλη στιγμή αυτό και μόνο θα έδινε στη συζήτηση ένα στοιχείο γκροτέσκο. Με δεδομένο όμως ότι ήδη βρισκόμαστε στα μισά του τρίτου χρόνου της κυβερνητικής θητείας και τίποτα δεν θυμίζει την περίοδο του μέλιτος της πρώτης διετίας, το θέμα

μπαίνει στο τραπέζι. Όχι επειδή ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ πρόωρες κάλπες. Εκλογές ζητούσε και ο Μητσοτάκης από το 2016, αλλά αυτές έγιναν τρία χρόνια μετά. Δεν έχει σημασία τι ζητάει η αντιπολίτευση. Αλλά η πραγματικότητα και τι αναγκάζεται η κυβέρνηση να υπολογίσει.


Ξεκινάμε από το εξής απλό: το 2023 δεν μπορεί να θεωρηθεί η ιδανική εκλογική χρονιά. Υπό την έννοια ότι θα έχουν ξεκινήσει για τα καλά οι συζητήσεις – ου μην και οι πρακτικοί περιορισμοί – για τη δημοσιονομική συμμόρφωση και προσαρμογή. Κοινώς, περιθώρια για παροχές, επιδόματα και «δώρα» δεν θα υπάρχουν. Όσοι δε πιστεύουν ότι «θα έχουν πέσει τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης» ας το ξαναδούν λίγο το θέμα: ο μηχανισμός του ελληνικού κράτους για απορροφήσεις κονδυλίων έχει συγκεκριμένες δυνατότητες, η δε ανάθεση στις τράπεζες σχεδόν όλων των πακέτων και η διανομή του μεγαλύτερου μέρους των κονδυλίων στους ισχυρούς και γενικά σε «λίγους», οδηγούν σε καλές συμφωνίες, αλλά όχι σε μία ικανοποιημένη κοινωνία. Διότι υπάρχει η «ανάπτυξη», αλλά αν είναι «για λίγους και εκλεκτούς», τότε χάνεται το πολιτικό της νόημα.

Πριν αρχίσουν τα δύσκολα με τα δημοσιονομικά λοιπόν, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποτιμήσει την επίδραση στο εκλογικό σώμα των δύο κρίσεων που εξελίσσονται: της πανδημίας, όπου η αποτυχία είναι πλήρης και ολοκληρωτική και της ακρίβειας, για την οποία θα μιλήσουμε σε δύο μήνες για ασφαλέστερα (πολιτικά) συμπεράσματα. Καλά πάντως τα πράγματα δεν πάνε ούτε σε αυτό το μέτωπο.

Προς το παρόν τα προβλήματα αυτά και τα λάθη της κυβέρνησης δεν οδηγούν σε καθοριστική πολιτική φθορά και σε ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. Αλλά αυτό και πάλι πρέπει να εκτιμάται κάθε στιγμή από δω και πέρα. Η εποχή που με κάποιο μαγικό τρόπο το κυβερνών κόμμα ό,τι έχανε κάποια στιγμή, το ξανακέρδιζε μετά από λίγο, πέρασε.


Και πλέον δεν είναι επαρκής απάντηση το «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει». Διότι τώρα υπάρχει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη. Υπάρχει χώρος υποδοχής των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της ΝΔ, που είχαν πάει στη ΝΔ όχι επειδή ήταν ΝΔ, αλλά επειδή ήθελαν να φύγει πάση θυσία ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, που έχουν εναλλακτική, μπορεί να πάψουν να είναι νατουραλιζέ ΝΔ και να πάνε κόντρα στη ΝΔ, μόνο και μόνο για να φύγει η ΝΔ. Έχει κάτι περίεργες συμπεριφορές το εκλογικό σώμα, που αν κανείς δεν τις προσέξει μέσα στην παραζάλη της αυτοαποθέωσης, στο τέλος έρχεται αντιμέτωπος με εκπλήξεις.

Το κυβερνών κόμμα είναι υποχρεωμένο, εάν δει ότι συγκεντρώνεται επικίνδυνη κοινωνική ύλη, ικανή να ανατινάξει την πολιτική του κυριαρχία, να το ξαναδεί το θέμα με τις εκλογές. Και σύντομα. Κι ας το διαψεύδει το σενάριο – αλίμονο! Και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν αρκεί να κερδίσει τις εκλογές. Πρέπει να τις κερδίσει με τρόπο, που να μπορεί να κυβερνήσει. Αυτοδύναμο κατά την προτίμησή του. Άλλωστε δεν υπάρχει ιδιαίτερη ζέση για συμμαχίες μαζί του. Εκτός κι αν υπολογίσει κανείς τον Βελόπουλο – τότε αλλάζει το πράγμα. Αλλά με τον Βελόπουλο;

Γιάννης Μακρυγιάννης


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Από το stergiog

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου