Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Ο δημοκρατικός και ο αντιδημοκρατικός πατριωτισμός

Του Γιώργου Καραμπελιά

Το πολιτικό σύστημα καθίσταται όλο και πιο εξόφθαλμα μονοπολικό καθώς η υπάρχουσα αντιπολίτευση αποδεικνύεται παντελώς ανίκανη να αποτελέσει, έστω στοιχειωδώς, μία εναλλακτική πρόταση. Πρόκειται για ένα δομικό και μη αναστρέψιμο ιστορικό γεγονός, καθώς μεταβαίνουμε από τη δικαιωματιστική, «επιτρεπτική», εθνομηδενιστική, καταναλωτικού χαρακτήρα, μεταπολιτευτική περίοδο, ιδιαίτερα στα χρόνια 1990-2010, σε μια νέα ιστορική εποχή, εθνοκεντρική, παραγωγική, με

άξονα τις ατομικές και συλλογικές υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, η δικαιωματιστική Αριστερά – τύπου Σύριζα, η γελοιογραφία Βαρουφάκη και το βαρδινογιάννειο απολειφάδι του ΚΙΝΑΛ– είναι ανίκανη να αποτελέσει μια αυθεντική αντιπολίτευση στη Νέα Δημοκρατία.

Η μόνη πιθανή αντιπολίτευση θα μπορούσε να είναι εθνοκεντρικού τύπου, να ασκεί κριτική από θέσεις πατριωτικές στα αναρίθμητα ελλείμματα της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης Μητσοτάκη και να προτάσσει προγραμματικά το αίτημα της επιβίωσης-αναγέννησης του ελληνισμού ως το κεντρικό διακύβευμα της περιόδου. Δηλαδή, να αναδεικνύει ως κυρίαρχα τα αιτήματα της δημογραφικής ανάταξης, της ενδογενούς παραγωγής και της πολιτισμικής αναγέννησης, της αντιμετώπισης του μεταναστευτικού, του τουρκικού επεκτατισμού, της αναδόμησης του εκπαιδευτικού συστήματος όχι μόνο σε αξιοκρατική, αλλά και σε ελληνότροπη κατεύθυνση. Και σε όλα αυτά τα ζητήματα, οι «τρύπες» της Νέας Δημοκρατίας είναι διακριτές διά γυμνού οφθαλμού. Τρύπες που απορρέουν από μια ιδεολογία άκριτης αποδοχής της παγκοσμιοποίησης και αποτυπώνονται εμβληματικά στις επιλογές της για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.


Κατά συνέπεια, μόνο μέσα από μια κριτική πατριωτικού χαρακτήρα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το σημερινό μονοπολικό πολιτικό σύστημα. Και η ίδια η πραγματικότητα συνηγορεί ως προς αυτό καθώς, τα τελευταία χρόνια, τα μόνα ζητήματα που απέσπασαν μια ευρεία λαϊκή συναίνεση υπήρξαν το Μακεδονικό, το μεταναστευτικό, η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού και η προβολή της αντιστασιακής παράδοσης του ελληνισμού με αφορμή το 1821.

Ένας πολιτικός πόλος που, εκκινώντας από το κεκτημένο της δημοκρατικής και πατριωτικής παράδοσης του ελληνισμού, θα επιχειρούσε τη σύνθεσή τους σε αυτό που αποκαλούμε δημοκρατικό πατριωτισμό.

Όμως, ένας τέτοιος ισχυρός πόλος ελλείπει απελπιστικά. Και καθώς η φύση και η πολιτική απεχθάνονται το κενό, αυτό επιχειρούν να το καλύψουν δυνάμεις αντιδημοκρατικού χαρακτήρα με εν τέλει αμφισβητούμενο πατριωτισμό. Η πιο ακραία περίπτωση –δημιούργημα της παροξυστικής φάσης της κατάρρευσης του παλιού παρασιτικού μοντέλου– υπήρξε η Χρυσή Αυγή, καθώς ο απροκάλυπτα αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του εθνικισμού της οδηγούσε στον ανθελληνικό χιτλερισμό. Άλλωστε, εξ αιτίας της αντιστασιακής παράδοσης του ελληνισμού, ο πατριωτισμός υπήρξε πάντοτε δημοκρατικός.


Όμως, η Χρυσή Αυγή απέτυχε ενώ, την ίδια στιγμή, οι Έλληνες θέλησαν να δοκιμάσουν την πιο ακραία εκδοχή του εθνικού μηδενισμού, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανίστηκε και αυτός με έναν μονόπλευρο πατριωτισμό, οικονομίστικου χαρακτήρα – κατάργηση των μνημονίων με ένα νόμο και σε μία μέρα. Μέσα από την αποτυχία του όμως όχι μόνο οδήγησε τη χώρα στην πιο ακραία εξάρτηση, αλλά και εξάντλησε τον ιστορικό ρόλο του ίδιου, αλλά και της δικαιωματιστικής Αριστεράς στο σύνολό της.

Συναφώς, λοιπόν, το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης ενός πατριωτισμού με κοινωνικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά θα τεθεί εκ νέου τα επόμενα χρόνια. Και αυτό θα γίνει τόσο πιο επιτακτικά όσο η Νέα Δημοκρατία –που αποτελεί ένα κόμμα μετάβασης από την παλαιά στη νέα εποχή, κατασκευασμένο όμως με τα υλικά της παλιάς– θα καταδεικνύει στην πράξη τα όριά της.

Έτσι λοιπόν έχει αρχίσει μια κούρσα ιδεολογική και πολιτική για τη δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν αυτή τη νέα εθνοκρατική συγκυρία. Και, προφανώς, σε αυτό το ζήτημα παρεμβαίνουν και όλες εκείνες οι ξένες δυνάμεις που, έχοντας διαπιστώσει αυτές τις νέες κατευθύνσεις, προσπαθούν είτε να ελέγξουν τις διαδικασίες είτε να τις διαστρέψουν με τέτοιο τρόπο ώστε να τις καταστήσουν ανενεργές και ανίσχυρες. Και αυτός είναι αναντίρρητα και ο στόχος όλων εκείνων που ελέγχουν το επιχειρηματικό και μηντιακό παιγνίδι της χώρας.

Γιατί γνωρίζουν πως ο δημοκρατικός πατριωτισμός είναι η μόνη δύναμη που μπορεί είτε να αποκτήσει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά και να διαμορφώσει το σύνολο των ιδεολογικοπολιτικών κατευθύνσεων της περιόδου, κατά τον ίδιο τρόπο που ο πατριωτικός δικαιωματισμός του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης διαμόρφωσε το ιδεολογικό πρόσωπο της μεταπολιτευτικής περιόδου στο σύνολό της.

Και επειδή ακριβώς ο δημοκρατικός πατριωτισμός έχει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό και πασχίζουν να τον εκτρέψουν σε αντιδημοκρατική, περιθωριακή κατεύθυνση, ώστε να μείνει μειοψηφικός και εν τέλει εξαρτώμενος.


Τα τελευταία χρόνια, τον έλεγχο και τις κατευθύνσεις του συνόλου του πατριωτικού χώρου προσπαθούν να διατηρήσουν δύο μεγάλα ρεύματα και δυνάμεις. Το πρώτο είναι ένα αντιδημοκρατικό ρεύμα δυτικής και κατ’ εξοχήν αμερικανικής κοπής και ιδεολογίας, που δεν έκρυψε ποτέ τη λατρεία του για τον τραμπισμό και διάφορες συνωμοσιολογικές, αντισημιτικές, και όχι μόνο, ιδεολογίες. Αυτό το ρεύμα εκφράστηκε προνομιακά, την τελευταία περίοδο, μέσα από το Μακεδονικό, όπου ο παραδοσιακός αντικομμουνισμός και αντισλαβισμός έβρισκαν ένα προνομιακό πεδίο διείσδυσης σε ένα ιδιαίτερα μαζικό κίνημα.

Το δεύτερο μεγάλο ρεύμα είναι εκείνο του «ανατολικού» ρωσόφιλου κόμματος που αναβαθμίστηκε και επανεμφανίστηκε δυναμικά στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, δεδομένου ότι οι δυτικές χώρες, με την οικονομική πολιτική τους, φτωχοποιούσαν τον ελληνικό λαό. Τότε γνώρισε στιγμές μεγάλης δόξας η λογική της πλήρους αποκοπής από το δυτικό άρμα μέσα από την επιστροφή στη δραχμή και την προσκόλληση στη Ρωσία. Όχι μόνο οργανώσεις των «αγανακτισμένων», όπως το ΕΠΑΜ, εν πολλοίς και η ίδια η «Σπίθα», αλλά και δυνάμεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης Συριζανέλ, όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, καθώς και ένα μεγάλο μέρος του ορθόδοξου μοναχισμού και της Εκκλησίας, θα δίνουν στον «πατριωτισμό» τους ένα έντονα ρωσικό άρωμα.


Στο Μακεδονικό, δε, το ρωσικό κόμμα θα συνταχθεί σε μεγάλο βαθμό με εκείνο της ατλαντικής κοπής και ευαισθησίας. Και αυτό παρότι η ίδια η Ρωσία ήταν αντίθετη στη συμφωνία των Πρεσπών απικλειστικά και μόνο γιατί οδηγούσε τα Σκόπια στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ, ενώ η Αμερική του Τραμπ στήριζε τη συμφωνία των Πρεσπών!

Άλλωστε, ο Πούτιν, ο Τραμπ και ο Ερντογάν αποτελούσαν πλευρές του ίδιου τριγώνου. [Και γι’ αυτό «παραδόξως» κάποιοι σκληροί Μακεδονομάχοι, άκριτοι υποστηρικτές του Πούτιν, υποβαθμίζουν σκανδαλωδώς τον νεο-οθωμανικό κίνδυνο, διότι το ίνδαλμά τους, τουλάχιστον για την ώρα, αποτελεί τον στρατηγικό σύμμαχο του Ερντογάν.]

Η ίδια σύμπτωση θα παρατηρηθεί σε ένα νέο προνομιακό πεδίο, εκείνο του κορωνοϊού και της πανδημίας. Ένα μεγάλο μέρος του «ρωσικού» κόμματος, κυρίως από τον εκκλησιαστικό χώρο, θα συμπορεύεται με την ακροδεξιά και τον… Κασιδιάρη, σε έναν κοινό αντιμασκικό ή αντιλοκ-ντάουν αγώνα: Άλλοτε, τουλάχιστον στην αφετηρία της πανδημίας, αρνούμενοι την ίδια την ύπαρξή της και άλλοτε, κυρίως στη συνέχεια, αμφισβητώντας συστηματικά τα λαμβανόμενα μέτρα. Αυτή η τελευταία τακτική επιτρέπει και στον ΣΥΡΙΖΑ και στις αριστερές παραφυάδες του ρωσικού κόμματος να σπέρνουν τη σύγχυση χωρίς να χαρακτηρίζονται ψεκασμένοι – πράγμα που κάνει σήμερα και ο άλλοτε ιδεολογικός γκουρού των αρνητών, ο Γιάννης Ιωαννίδης, με την ευγενή χορηγία του Σαχίνη.

Έτσι λοιπόν διαγκωνίζονται και θα συνεχίσουν να διαγκωνίζονται για την κυριαρχία στον μη δημοκρατικό, ή «ψεκασμένο», χώρο του «πατριωτισμού», ποικίλες ομάδες και κινήσεις, με ή χωρίς αφανή και εμφανή αφεντικά. Ομάδες που πασχίζουν να αποτελέσουν τον πόλο ενός αντιδημοκρατικού και κάποτε φασίζοντος πατριωτισμού. Και σχεδόν καθημερινά νέες δυνάμεις βγαίνουν στο προσκήνιο. Έσχατη έκφρασή τους, το κόμμα Τράγκα-Νικολόπουλου.

Πάντως, οι μόνες απόπειρες που μπόρεσαν έστω για λίγο να εκπροσωπήσουν κοινοβουλευτικά τον ψεκασμένο πατριωτισμό δεν κρύβουν τη συμπάθειά τους και για την ακροδεξιά και για τον Πούτιν ταυτόχρονα. Ο Πάνος Καμμένος, ο παρά τη θέλησή του κατασκευαστής του όρου ψεκασμένος, διακήρυσσε πάντα με στεντόρεια φωνή πως αγαπούσε τόσο μια αυταρχική ορθόδοξη Ρωσία όσο βέβαια και τον πρόεδρο Τραμπ. 

 

Ο Βελόπουλος, προερχόμενος από το ΛΑΟΣ, υποστηρικτής της Ρωσίας, του Τραμπ και των ψεκασμένων της Δύσης. Ωστόσο, δεν κατόρθωσαν ποτέ να συγκροτήσουν ένα κόμμα με διάρκεια γιατί αποτελούσαν ευκαιριακού τύπου συνομαδώσεις, και η μόνη δύναμη που διέθετε μια συνεκτική οργανωτική και ιδεολογική βάση ήταν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής.

Για να συνεχίσει λοιπόν να συκοφαντείται ανενόχλητα ο πατριωτισμός, όλες οι δημοκρατικές και συνεκτικές πατριωτικές δυνάμεις βρίσκονται μπροστά σε έναν πολύμορφο πόλεμο. Πόλεμο που έχει ως αποκλειστικό στόχο να παρεμποδιστεί η σύνδεσή τους με το λαϊκό σώμα, καθώς οι θέσεις τους εκφράζουν ήδη την λαϊκή πλειοψηφία ιδεολογικά.

Αλλά, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του… συναγωνιστή Ζαχαριάδη, «όσο βαράς το καρφί, τόσο περισσότερο μπαίνει».


Άρδην - Ρήξη

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Από το kostasxan

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου