Ο βασιλιάς του ελληνιστικού βασιλείου της Βακτρίας Δημήτριος Α’, κατά την διάρκεια εκστρατείας του στην Ινδική, έπεσε θύμα συνωμοσίας και εγκλωβίστηκε με τον στρατό του, τους γιους και το μεγαλύτερο μέρος της Αυλής του στα ινδικά εδάφη, ενώ στην πατρίδα ο θρόνος έπεσε στα χέρια του σφετεριστή Αντίμαχου.
Ο εκθρονισμένος βασιλιάς πέθανε κατά την προσπάθειά του να επιστρέψει στο βασίλειό του και οι
γιοι του, Πανταλέων και Αγαθοκλής, εξόριστοι πλέον από την Βακτρία μαζί με τους στρατιώτες τους, ίδρυσαν νέο κράτος στην περιοχή του σημερινού Παντζάμπ.Το 165 π.Χ ανέρχεται στον θρόνο του νεοσύστατου βασιλείου η Αγαθόκλεια, κόρη του Αγαθοκλή. Περίπου την ίδια περίοδο ένας νέος σφετεριστής, ο Ευκρατίδης, καταλαμβάνει πραξικοπηματικά τον θρόνο του Ελληνο-Βακτριανού κράτους και εισβάλλει στο Ελληνο-Ινδικό κράτος, όπου βασιλεύει η αδύναμη Αγαθόκλεια, με σκοπό να ενώσει τα δύο βασίλεια δια της βίας.
Η Αγαθόκλεια αποδεικνύεται ανεπαρκής για την αντιμετώπιση της κρίσης και ο Ευκρατίδης, με τους Έλληνες σαρισοφόρους του και τους Βάκτριους κατάφρακτους ιππείς του, καταλαμβάνει όλες τις επαρχίες δυτικά του ποταμού Ινδού, απειλώντας πλέον τα Τάξιλα, πρωτεύουσα του Ελληνο-Ινδικού κράτους.
Σε εκείνη την κρίσιμη για το βασίλειο στιγμή, άρχισε την δράση του ο Μένανδρος, ο οποίος έμελλε να αφήσει το δικό του αποτύπωμα την ιστορία της περιοχής. Γιος Έλληνα κληρούχου των Παροπαμισάδων, περιοχής του Ελληνο-Βακτριανού βασιλείου νότια του Ινδοκούς που στην συνέχεια βρέθηκε στην κυριαρχία των Ελληνο-Ινδών βασιλέων, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Το σίγουρο είναι πως ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, ιδιότητα που κληρονόμησε μάλλον από τον πατέρα του, και την περίοδο της εισβολής του Ευκρατίδη κατείχε ανώτατο αξίωμα στον στρατό του Ελληνο-Ινδικού βασιλείου.
Δεν διασώζονται λεπτομερείς αναφορές για τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν, φαίνεται όμως πως η προέλαση του Ευκρατίδη ανακόπηκε και τελικά αυτός αναγκάστηκε να επιστρέψει στην επικράτειά του για να αντιμετωπίσει εισβολή των νομάδων Πάρνων στα δυτικά του κράτους του.
Η νομαδική αυτή φυλή είχε δημιουργήσει το δικό της βασίλειο σε σελευκιδικά εδάφη, στην περιοχή της Παρθίας, και θα έμενε στην Ιστορία με το νέο όνομα «Πάρθοι». Καθώς εισερχόταν στα εδάφη της επικράτειάς του, ο άτυχος βασιλιάς δολοφονήθηκε με ειδεχθή τρόπο από τον γιο του τον Πλάτωνα, ο οποίος φονεύθηκε στην συνέχεια από τον αδερφό του ως πατροκτόνος, βυθίζοντας έτσι την Βακτρία σε δυναστική κρίση.
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Μένανδρος έγινε ο ισχυρότερος άνδρας του Ελληνο-Ινδικού βασιλείου. Έχοντας το κύρος του νικητή και σωτήρα του κράτους νυμφεύθηκε την Αγαθόκλεια, η οποία επίσης κατ’αυτόν τον τρόπο ενίσχυσε την θέση της και το γόητρο του θρόνου.
Σύντομα, ως βασιλιάς πλέον Μένανδρος Α’, επιτέθηκε εναντίον των επιγόνων του Ευκρατίδη και ανέκτησε από αυτούς όλα σχεδόν τα εδάφη που ο τελευταίος είχε καταλάβει. Επεκτάθηκε επίσης προς νότο και ανατολή, πολεμώντας εναντίον των ανεξάρτητων ινδικών κρατιδίων που είχαν αποσχιστεί από την αυτοκρατορία των Μαουρία (Maurya), μετά την πτώση της δυναστείας τους και την δολοφονία του τελευταίου βασιλιά της από τον Pusyamitra Shunga, αρχηγό του στρατού και ιδρυτή της νέας ινδικής αυτοκρατορικής δυναστείας των Σούνγκα (Shunga).
Στα ανατολικά ο Μένανδρος κατέλαβε τις περιοχές του Swat (στο σημερινό Πακιστάν) και του Κασμίρ, απλώνοντας έτσι την κυριαρχία του μέχρι τους πρόποδες των Ιμαλαϊων, ενώ στα νότια οι στρατιές του έφτασαν μέχρι τον ποταμό Υδραώτη (σημ. Ράβι).
Στην Ινδία εκείνη την εποχή ήταν ήδη παγιωμένη η βραχμανική θρησκεία, οι απαρχές της οποίας ανάγονται στην 2η χιλιετηρίδα π.Χ, όταν οι Ινδοάριοι εισέβαλαν στην πεδιάδα του Ινδού και του Γάγγη υποτάσσοντας τους αυτόχθονες κατοίκους. Έκτοτε η ινδική κοινωνία διαστρωματώθηκε σταδιακά σε κάστες, με τους Ινδοάριους να συγκροτούν τις ανώτερες- Βραχμάνοι (ιεροδιδάσκαλοι των ιερών κειμένων-βεδών) και ξατρίγια (πολεμιστές και βασιλείς)- και τους υποδουλωμένους αυτόχθονες τις κατώτερες (αγρότες, έμποροι, υπηρέτες και χειρωνάκτες).
Με την αρχαία Ινδία χωρισμένη σε επιμέρους βασίλεια και πόλεις και τα προνόμια των βραχμάνων και των ξατρίγια κατοχυρωμένα από ένα θρησκευτικο-κοινωνικό-πολιτικό σύστημα αιώνων, γίνεται εύκολα αντιληπτή η δυσκολία ενός επίδοξου αυτοκράτορα να επιβάλλει την απόλυτη συγκεντρωτική εξουσία του στην επικράτειά του.
Από την άλλη ο εξαπλούμενος εκείνη την εποχή Βουδισμός δεν αναγνώριζε κάστες και έθνη. Γι’αυτό ήδη από την εποχή του Ασόκα Μαουρία, οι Ινδοί αυτοκράτορες υιοθέτησαν αυτόν ως επίσημη θρησκεία του κράτους τους, αξιοποιώντας την ενοποιητική του ισχύ για να επιβάλλουν την απόλυτη εξουσία τους σε όλη την επικράτειά τους και να παρακάμψουν βραχμάνους και ξατρίγια, αναδεικνύοντας στην διοίκηση και άτομα από κατώτερες τάξεις.
Η αντίδραση σε αυτήν την πολιτική ήρθε όταν οι Σούνγκα, βραχμάνοι και οι ίδιοι, ανέτρεψαν τον τελευταίο Μαουρία αυτοκράτορα και προέβησαν σε διωγμούς κατά των βουδιστών.
Εκμεταλλευόμενος τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Σούνγκα με τις αποσχιστικές τάσεις των επιμέρους ηγεμόνων, αλλά και την θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Βραχμανιστών και Βουδιστών, ο Μένανδρος εισέβαλλε στην καρδιά της γειτονικής αυτοκρατορίας στην πεδιάδα του Γάγγη και πυρπόλησε την πρωτεύουσά της Pataliputra, την μεγαλύτερη πόλη της ινδικής χερσονήσου και ένα από τα σημαντικοτερα εμπορικά κέντρα της Ν.Α. Ασίας.
Το καταρρακωμένο ηθικό και ο πανικός επέφεραν σύγχυση και αποδιοργάνωση στις δυνάμεις των Σούνγκα, επιτρέποντας στον Μένανδρο να αποσυρθεί ανενόχλητος στα δυτικά και να προσαρτήσει τα εδάφη δυτικά του ποταμού Ιωμάνη. Σε άλλη εκστρατεία κατέλαβε και την σημαντική πόλη-λιμάνι του Ινδικού Ωκεανού Βαρύγαζα (Βarakuccha), ενισχύοντας έτσι τις εμπορικές επαφές με την νότια Αραβία και την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο στην Δύση.
Εκτός από ικανός διοικητής στον πόλεμο (σύμφωνα με τον Έλληνα γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα υπέταξε περισσότερα έθνη από τον Μέγα Αλέξανδρο) ήταν και δίκαιος και συνετός κυβερνήτης σε καιρό ειρήνης.
Όντας σημαντικός πάτρωνας του Βουδισμού, η σοφία του απαθανατίστηκε στο ινδικό έργο Milinda-panha, όπου υποτίθεται πως συνδιαλέγεται με τον Βουδιστή σοφό Ναγκασίνα. Εφάρμοζε ελληνιστικά πρότυπα στην διοικητική οργάνωση του κράτους του, δημιουργώντας ένα συγκεντρωτικό κράτος με βάση την βασιλική οικογένεια, τους στρατηγούς επικεφαλής των επαρχιών, τις ελληνικές πόλεις και τις αξίες του Βουδισμού.
Στην διοίκηση, εκτός από Έλληνες, αξιοποίησε και Ινδούς και Ιρανούς και, αν και ο ίδιος έδειξε ιδιαίτερη εύνοια στην βουδιστική θρησκεία, επέτρεπε στους υπηκόους του να λατρεύουν ελεύθερα τους θεούς που επιθυμούσαν.
Υπό αυτές τις συνθήκες και έχοντας εξασφαλίσει την εσωτερική σταθερότητα, λογικό ήταν να ανθήσει και το εμπόριο στο κράτος του Μενάνδρου. Πολλές πόλεις του βασιλείου, όπως τα Τάξιλα και η νέα του πρωτεύουσα τα Σάγγαλα, αποτελούσαν σπουδαία εμπορικά κέντρα της Ασίας, ενώ τα Βαρύγαζα ήταν το σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι της χώρας προς την Δύση και την Μεσόγειο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα νομίσματα του Μενάνδρου εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν στις ακτές της ινδικής θάλασσας και στο εσωτερικό της Ασίας μέχρι και το κινεζικό Τουρκεστάν επί πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, το 135 π.Χ.
Ο Μένανδρος αναφέρεται από τους συγγραφείς Πλούταρχο και Στράβωνα ως «Βασιλιάς της Βακτρίας». Είναι πολύ πιθανό να διατήρησε όντως αυτόν τον τίτλο, ως κληρονομικό δικαίωμα της συζύγου του από τους προγόνους της που ήταν Βάκτριοι βασιλείς, και να αξίωνε έτσι την επανένωση των δύο ελληνιστικών βασιλείων. Ενδεχομένως να έχασε την ζωή του κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας γι’αυτόν τον σκοπό, καθώς ο Πλούταρχος αναφέρει πως πέθανε στο στρατόπεδο κατά την διάρκεια εκστρατείας.
Ο θάνατός του προκάλεσε οδύνη στους υπηκόους του και σύντομα οι πόλεις του βασιλείου άρχισαν να ερίζουν για το προνόμιο της ταφής του. Τελικά οι στάχτες του μοιράστηκαν σε όλη την επικράτεια, όπου ανεγέρθηκαν βουδιστικές στούπες για να τις φιλοξενήσουν. Εκατό χρόνια μετά έσβησε και η δυναστεία των Ελληνο-Ινδών βασιλέων κάτω από την πίεση Σακών, Κοσανών και άλλων νομαδικών φύλων του Βορρά.
Από το ksipnistere
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου