Η ζωή της ηθοποιού Φράνσις Φάρμερ έχει γίνει αντικείμενο δραματικής φαντασία. Όμως, η αλήθεια είναι πολύ πιο σκοτεινή.
Το 1935, η 22χρονη Φράνσις Φάρμερ αποφάσισε να μετακομίσει -από το Σιάτλ όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει- στη Νέα Υόρκη, όπου ήλπιζε να ξεκινήσει την καριέρα της στο θέατρο. Αν και την ενδιέφερε περισσότερο η σκηνοθεσία, τελικά υπέγραψε επταετές συμβόλαιο με την Paramount Pictures και, από το 1936 έως το 1958, εμφανίστηκε σε 15 ταινίες δίπλα σε αστέρες όπως οι Μπινγκ Κρόσμπι και Κάρι Γκραντ.
Η Φάρμερ ήθελε να την δουν ως σοβαρή ηθοποιός και έτσι ταξίδεψε στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης για να συμμετάσχει σε ένα θερινό θεατρικό, όπου τράβηξε την προσοχή του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Κλίφορντ Όντετς. Εκείνος της προσέφερε έναν ρόλο στο έργο του "Golden Boy" στο οποίο οι κριτικοί την επαίνεσαν. Η Φάρμερ συνέχισε να εργάζεται στο θέατρο, περνώντας μόνο λίγο καιρό στο Λος Άντζελες γυρίζοντας ταινίες.
Τα πρώτα χρόνια
Η Frances Elena Farmer γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1913 στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον. Μητέρα της ήταν η Lillian , διευθύντρια οικοτροφείων και διαιτολόγος και πατέρας της ο δικηγόρος Ernest Melvin Farmer. Στα 4 της, η μητέρα της μετακόμισε με τα παιδιά στο Λος Άντζελες, στην αδερφή της. Στις αρχές του 1925, μετακόμισαν πιο βόρεια στην Καλιφόρνια, όπου η μητέρα της ακολούθησε καριέρα στην έρευνα για τη διατροφή. Λίγο μετά από την άφιξή τους εκεί, η Lillian κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φροντίδα των παιδιών εμποδίζει την ικανότητά της να εργάζεται. Η θεία των παιδιών τα πήγε στο Άλμπανυ του Όρεγκον, όπου εκεί, τα έβαλε σε ένα τρένο για το Σιάτλ ώστε να πάνε στον πατέρα τους.
Η ασυνεπής ζωή της Φάρμερ είχε επίδραση πάνω της. Τον επόμενο χρόνο, η μητέρα της επέστρεψε στο Σιάτλ, επειδή κάηκε το σπίτι της. Εκεί, έμεινε όλη η οικογένεια μαζί, αλλά οι γονείς της παρέμειναν χωρισμένοι, παρά τις προσπάθειές του πατέρα της να τα ξαναβρούν. Τελικά, το φθινόπωρο του 1929, στα 16 της, οι γονείς της χώρισαν οριστικά και η μητέρα της μετακόμισε, ενώ τα παιδιά παρέμειναν με τον πατέρα τους.
Το 1931, στο γυμνάσιο κέρδισε έναν διαγωνισμό γραφής με ένα δοκίμιο με τίτλο "God Dies". Σύμφωνα με τα λόγια της, ήταν μια πρόωρη προσπάθεια να συμφιλιώσει την επιθυμία της για έναν «υπερ-πατέρα» Θεό με τις παρατηρήσεις της για έναν χαοτικό και άθεο κόσμο. Στην αυτοβιογραφία της, έγραψε ότι το δοκίμιο επηρεάστηκε όταν διάβασε Νίτσε.
Μετά την αποφοίτησή της, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, σπουδάζοντας αρχικά δημοσιογραφία. Για να πληρώσει τα δίδακτρά της έκανε διάφορες δουλειές. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου έτους της, ασχολήθηκε με τις διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις του πανεπιστημίου και κέρδισε ευνοϊκές κριτικές της στον τοπικό Τύπο.
Το 1935, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της στο κολέγιο, κέρδισε έναν διαγωνισμό σε μια αριστερή εφημερίδα. Το πρώτο βραβείο ήταν ένα ταξίδι στη ΕΣΣΔ. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις της μητέρας της, η Φάρμερ αποδέχθηκε το βραβείο, επειδή ήθελε να δει το πρωτοπόρο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Το ενδιαφέρον της για τέτοια θέματα προκάλεσαν εικασίες ότι δεν ήταν μόνο άθεη, αλλά και κομουνίστρια. Την ίδια χρονιά, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με πτυχίο τέχνης στο δράμα.
Τα πράγματα καταρρέουν
Φωτογραφία, που δημοσιεύτηκε από τον Τύπο έντονα, κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας τον Ιανουαρίου του 1943 - πηγή
Το 1942, η ζωή της Φάρμερ άρχισε να καταρρέει. Τον Ιούνιο, χώρισε από τον -πρώτο- σύζυγός της. Όταν αρνήθηκε να πάρει ρόλο στη ρομαντική κωμωδία του 1942 "Take A Letter, Darling", η Paramount ανέστειλε το συμβόλαιό της. Στις 19 Οκτωβρίου, συνελήφθη για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και ενώ είχε τους προβολείς του αυτοκινήτου της αναμμένους κατά τη διάρκεια συσκότισης λόγω του πολέμου.
Η αστυνομία της επέβαλε πρόστιμο 500 δολαρίων και ο δικαστής της απαγόρευσε να πίνει. Ωστόσο, μέχρι το 1943, η Φάρμερ δεν είχε καταβάλει το υπόλοιπο από το πρόστιμο και στις 6 Ιανουαρίου, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος της. Στις 14 Ιανουαρίου, η αστυνομία την παρακολούθησε στο Knickerbocker Hotel -όπου κοιμόταν γυμνή και μεθυσμένη- και την ανάγκασε να παραδοθεί. Σύμφωνα με μια εφημερίδα, η Φάρμερ παραδέχτηκε ότι έπινε "οτιδήποτε μπορούσα να βρω, ακόμα και αμφεταμίνες". Ο δικαστής την καταδίκασε σε φυλάκιση 180 ημερών.
Οι εφημερίδες κατέγραψαν τις λεπτομέρειες της βίαιης συμπεριφοράς της:
Η κουνιάδα της Φάρμερ, η οποία ήταν παρούσα στην καταδίκη, αποφάσισε ότι καλύτερα θα ήταν να την παραδώσουν σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Έτσι, η ηθοποιός μεταφέρθηκε στο Kimball Sanitarium της Καλιφόρνια, όπου παρέμεινε εννέα μήνες.
Η μητέρα της, Lillian, πήγε στο Λος Άντζελες και ένας δικαστής της έδωσε την κηδεμονία της κόρη της. Οι δύο τους επέστρεψαν στο Σιάτλ, αλλά τα πράγματα δεν καλυτέρευσαν. Στις 24 Μαρτίου του 1944, η μητέρα της την παρέδωσε για ακόμη μια φορά σε νοσοκομείο, αυτήν την φορά στο Western State. Τρεις μήνες αργότερα, η Φάρμερ πήρε εξιτήριο, υποτίθεται θεραπευμένη.
Η ελευθερία της δεν κράτησε πολύ καθώς, τον Μάιο του 1945, η μητέρα της την έστειλε ξανά στο νοσοκομείο και παρόλο που το 1946 αφέθηκε υπό όρους για λίγο, παρέμεινε στο Western State για σχεδόν πέντε ακόμη χρόνια.
Η αστυνομία της επέβαλε πρόστιμο 500 δολαρίων και ο δικαστής της απαγόρευσε να πίνει. Ωστόσο, μέχρι το 1943, η Φάρμερ δεν είχε καταβάλει το υπόλοιπο από το πρόστιμο και στις 6 Ιανουαρίου, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος της. Στις 14 Ιανουαρίου, η αστυνομία την παρακολούθησε στο Knickerbocker Hotel -όπου κοιμόταν γυμνή και μεθυσμένη- και την ανάγκασε να παραδοθεί. Σύμφωνα με μια εφημερίδα, η Φάρμερ παραδέχτηκε ότι έπινε "οτιδήποτε μπορούσα να βρω, ακόμα και αμφεταμίνες". Ο δικαστής την καταδίκασε σε φυλάκιση 180 ημερών.
Οι εφημερίδες κατέγραψαν τις λεπτομέρειες της βίαιης συμπεριφοράς της:
Όταν, μετά την καταδίκη της, η αστυνομία αρνήθηκε να την αφήσει να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο, εκείνη, "έριξε κάτω μια νοσοκόμα, χτύπησε έναν αστυνομικό και ήταν ταραγμένη". Οι νοσοκόμοι, καθώς την μετέφεραν στο κελί της, έπρεπε να της βγάλουν τα παπούτσια, για να μην τραυματιστούν γιατί κλοτσούσε.
Η κουνιάδα της Φάρμερ, η οποία ήταν παρούσα στην καταδίκη, αποφάσισε ότι καλύτερα θα ήταν να την παραδώσουν σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Έτσι, η ηθοποιός μεταφέρθηκε στο Kimball Sanitarium της Καλιφόρνια, όπου παρέμεινε εννέα μήνες.
Η μητέρα της, Lillian, πήγε στο Λος Άντζελες και ένας δικαστής της έδωσε την κηδεμονία της κόρη της. Οι δύο τους επέστρεψαν στο Σιάτλ, αλλά τα πράγματα δεν καλυτέρευσαν. Στις 24 Μαρτίου του 1944, η μητέρα της την παρέδωσε για ακόμη μια φορά σε νοσοκομείο, αυτήν την φορά στο Western State. Τρεις μήνες αργότερα, η Φάρμερ πήρε εξιτήριο, υποτίθεται θεραπευμένη.
Η ελευθερία της δεν κράτησε πολύ καθώς, τον Μάιο του 1945, η μητέρα της την έστειλε ξανά στο νοσοκομείο και παρόλο που το 1946 αφέθηκε υπό όρους για λίγο, παρέμεινε στο Western State για σχεδόν πέντε ακόμη χρόνια.
Αυτή η περίοδος της ζωής της στο νοσοκομείο -και το βιβλίο του William Arnold του 1978 με τίτλο Shadowland- ήταν που συνέβαλε περισσότερο στην κληρονομιά της, αν και στην πραγματικότητα υπήρχαν λάθη. Στο βιβλίο του, το οποίο ο Arnold ισχυρίστηκε ότι ήταν η βιογραφία της, αναφέρεται ότι οι γιατροί του νοσοκομείου πραγματοποίησαν λοβοτομή στην Φάρμερ.
Όμως, σε μια δίκη το 1983 για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων που σχετίζεται με την προσαρμογή της ταινίας του βιβλίου, ο συγγραφέας παραδέχτηκε ότι η ιστορία ήταν φτιαχτή. Ο δικαστής αποφάνθηκε ότι "τμήματα του βιβλίου ήταν κατασκευασμένα από τον Arnold, παρά την κυκλοφορία του βιβλίου ως μη μυθοπλασία".
Όμως, η ζημιά είχε γίνει. Η ταινία του 1982 "Frances" (Φράνσις, μια Αδέσμευτη Γυναίκα) με πρωταγωνίστρια την Τζέσικα Λανγκ, περιελάμβανε τη λοβοτομή. Η μυθοπλασία είχε γίνει πραγματικότητα.
Η αλήθεια για την ζωή της
Τρία χρόνια πριν από την ταινία, η αδερφή της Φάρμερ, Edith Elliot, έγραψε τη δική της εκδοχή της ζωής της διάσημης αδελφής της στο αυτο-δημοσιευμένο βιβλίο, Look Back In Love. Σε αυτό, η Elliot έγραψε ότι ο πατέρας τους, το 1947, επισκέφθηκε την αδερφή της στο νοσοκομείο για να αποτρέψει την λοβοτομή. Σύμφωνα με την αδερφή της, "αν δοκίμαζαν κάποια από τις εγχειρίσεις τους σε εκείνη, θα είχαν να κάνουν με μια μεγάλη αγωγή".
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Φάρμερ δεν υπέστη κακοποίηση στο νοσοκομείο. Στην αυτοβιογραφία της που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον με τίτλο "Will There Really Be A Morning?", η Φάρμερ έγραψε ότι "την βίαζαν οι νοσοκόμοι, την έτρωγαν αρουραίοι και δηλητηριάστηκε από μολυσμένο φαγητό... ήταν αλυσοδεμένη σε κελιά με πολύ κόσμο, την είχαν δεμένη με ζουρλομανδύα και την έπνιγαν στον πάγο".
Είναι όμως δύσκολο να μάθουμε τη δική της αλήθεια για την ζωή της, καθώς δεν ολοκλήρωσε ποτέ το βιβλίο της -το έκανε για εκείνη η πολύ καλή φίλη της, Jean Ratcliffe. Ίσως, στο βιβλίο, η Ratcliffe να εξωραΐζει πολλές ιστορίες για να πληροί τις απαιτήσεις του εκδότη, ο οποίος είχε δώσει στην Φάρμερ αβαντάζ πριν από το θάνατό της. Πράγματι, μια εφημερίδα το 1983 ισχυρίστηκε ότι η Ratcliffe έκανε σκόπιμα την ιστορία πιο δραματική με την ελπίδα να εξασφαλίσει μια ταινία.
Όποια και αν ήταν η αλήθεια, στις 25 Μαρτίου του 1950, η Φάρμερ πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, αυτήν την φορά για πάντα. Όμως η ιστορία της δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Φάρμερ δεν υπέστη κακοποίηση στο νοσοκομείο. Στην αυτοβιογραφία της που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον με τίτλο "Will There Really Be A Morning?", η Φάρμερ έγραψε ότι "την βίαζαν οι νοσοκόμοι, την έτρωγαν αρουραίοι και δηλητηριάστηκε από μολυσμένο φαγητό... ήταν αλυσοδεμένη σε κελιά με πολύ κόσμο, την είχαν δεμένη με ζουρλομανδύα και την έπνιγαν στον πάγο".
Είναι όμως δύσκολο να μάθουμε τη δική της αλήθεια για την ζωή της, καθώς δεν ολοκλήρωσε ποτέ το βιβλίο της -το έκανε για εκείνη η πολύ καλή φίλη της, Jean Ratcliffe. Ίσως, στο βιβλίο, η Ratcliffe να εξωραΐζει πολλές ιστορίες για να πληροί τις απαιτήσεις του εκδότη, ο οποίος είχε δώσει στην Φάρμερ αβαντάζ πριν από το θάνατό της. Πράγματι, μια εφημερίδα το 1983 ισχυρίστηκε ότι η Ratcliffe έκανε σκόπιμα την ιστορία πιο δραματική με την ελπίδα να εξασφαλίσει μια ταινία.
Όποια και αν ήταν η αλήθεια, στις 25 Μαρτίου του 1950, η Φάρμερ πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, αυτήν την φορά για πάντα. Όμως η ιστορία της δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Παίρνει πίσω την ζωής της
Πιστεύοντας ότι η μητέρα της θα την έστελνε ξανά σε νοσοκομείο, η Φάρμερ κινήθηκε νομικά ώστε να της αφαιρεθεί η κηδεμονία της. Το 1953, ένας δικαστής συμφώνησε ότι πράγματι μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της και να αποκαταστήσει νομικά την ικανότητά της.
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η ηθοποιός μετακόμισε στην Καλιφόρνια όπου έγινε λογίστρια και συνδέθηκε με τον διαφημιστή Leland Mikesell -τον οποίο τελικά παντρεύτηκε και αργότερα χώρισε-, ο οποίος την έπεισε να επιστρέψει στην τηλεόραση. Το 1957, με τη βοήθεια του Mikesell, η Φάρμερ μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και ξεκίνησε την πορεία της για την επιστροφής της. Εμφανίστηκε στο The Ed Sullivan Show, λέγοντας αργότερα ότι τελικά, είχε βγει πιο δυνατή από όλα αυτά και είχε κερδίσει την μάχη για εκείνη. Θέλοντας ακόμα να γίνει ηθοποιός του θεάτρου, επέστρεψε στο θέατρο, ενώ γύρισε και μια ταινία. Στην Ιντιανάπολις, όταν μια θυγατρική του NBC της πρόσφερε την ευκαιρία να φιλοξενήσει μια καθημερινή σειρά που θα παρουσίαζε vintage ταινίες, είχε μια ευκαιρία να συνεχίσει να εργάζεται στο θέατρο και την δέχτηκε. Σε μια επιστολή του 1962 προς την αδερφή της, η Φάρμερ έγραψε, "απολαμβάνω τόσο πολύ τις τελευταίες εβδομάδες και έχω ηρεμήσει, και νομίζω ότι δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα στην ζωή μου". Όμως, εξακολουθούσε να παλεύει με το αλκοόλ και μετά από μερικές μηνύσεις για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και μια εμφάνιση στην κάμερα, ούσα μεθυσμένη, απολύθηκε.
Συνέχισε να παίζει, αυτή τη φορά αναλαμβάνοντας διάφορους ρόλους σε παραγωγές του Πανεπιστημίου Purdue. Στην αυτοβιογραφία της, ανέφερε αυτές τις παραγωγές ως μερικές από τις καλύτερες και πιο ικανοποιητικές δουλειές της καριέρας της.
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η ηθοποιός μετακόμισε στην Καλιφόρνια όπου έγινε λογίστρια και συνδέθηκε με τον διαφημιστή Leland Mikesell -τον οποίο τελικά παντρεύτηκε και αργότερα χώρισε-, ο οποίος την έπεισε να επιστρέψει στην τηλεόραση. Το 1957, με τη βοήθεια του Mikesell, η Φάρμερ μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και ξεκίνησε την πορεία της για την επιστροφής της. Εμφανίστηκε στο The Ed Sullivan Show, λέγοντας αργότερα ότι τελικά, είχε βγει πιο δυνατή από όλα αυτά και είχε κερδίσει την μάχη για εκείνη. Θέλοντας ακόμα να γίνει ηθοποιός του θεάτρου, επέστρεψε στο θέατρο, ενώ γύρισε και μια ταινία. Στην Ιντιανάπολις, όταν μια θυγατρική του NBC της πρόσφερε την ευκαιρία να φιλοξενήσει μια καθημερινή σειρά που θα παρουσίαζε vintage ταινίες, είχε μια ευκαιρία να συνεχίσει να εργάζεται στο θέατρο και την δέχτηκε. Σε μια επιστολή του 1962 προς την αδερφή της, η Φάρμερ έγραψε, "απολαμβάνω τόσο πολύ τις τελευταίες εβδομάδες και έχω ηρεμήσει, και νομίζω ότι δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα στην ζωή μου". Όμως, εξακολουθούσε να παλεύει με το αλκοόλ και μετά από μερικές μηνύσεις για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και μια εμφάνιση στην κάμερα, ούσα μεθυσμένη, απολύθηκε.
Συνέχισε να παίζει, αυτή τη φορά αναλαμβάνοντας διάφορους ρόλους σε παραγωγές του Πανεπιστημίου Purdue. Στην αυτοβιογραφία της, ανέφερε αυτές τις παραγωγές ως μερικές από τις καλύτερες και πιο ικανοποιητικές δουλειές της καριέρας της.
"Υπήρξε μια μεγάλη σιωπηλή παύση καθώς στεκόμουν εκεί, ακολουθούμενη από το πιο δυνατά χειροκρότημα της καριέρας μου. [Το κοινό] σάρωσε το σκάνδαλο με την αποδοχή του… η καλύτερη και τελευταία μου παράσταση. Ήξερα ότι δε θα χρειαζόταν να παίξω ποτέ ξανά".
Το 1970, η Φάρμερ διαγνώστηκε με καρκίνο του οισοφάγου και πέθανε τον Αύγουστο του ίδιου έτους, σε ηλικία 57 ετών.
Η ιστορία της ενέπνευσε το τραγούδι του Κερτ Κομπέιν "Frances Farmer Will Have Her Revenge on Seattle", το πέμπτο τραγούδι στο τρίτο και τελευταίο άλμπουμ των Nirvana "In Utero" που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1993.
Από το γυμνάσιο ακόμα, όταν διάβασε για πρώτη φορά το βιβλίο του William Arnold, o Κομπέιν είχε γοητευτεί από τη ζωή της. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Gillian G. Garr, ο Κομπέιν μεγαλώνοντας ταυτίστηκε "ακόμη περισσότερο με την ιστορία της Φάρμερ", μετά από τη δική του επιτυχία με τους Nirvana, "ειδικά με τη μη συμβατική φύση της, την ειλικρινή της αντί-εμπορευματοποίηση, το κυνήγι που υπέστη από τον Τύπο και την θλιβερή, άδικη μοίρα της".
Το 1993, ο Κομπέιν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Arnold, ο οποίος όμως δεν απάντησε. Αργότερα, ο Arnold δήλωσε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο Κομπέιν, ο οποίος, του είχε αφήσει ένα σημείωμα στο οποίο ανέφερε την θεωρία σύμφωνα με την οποία, όλα είχαν σχέση με τον δικαστή που είχε υπογράψει την πρώτη εντολή να στείλουν την Φάρμερ στο νοσοκομείο. "Σκέφτηκα ότι έπρεπε να μιλήσω σ' αυτόν τον άντρα", δήλωσε ο ίδιος, "αλλά περνούσα διάφορα τότε και δεν το έκανα. Μετά αυτοκτόνησε και ένιωθα πολύ άσχημα". Ο Arnold, που δεν άκουσε ποτέ το τραγούδι ενώ ζούσε ακόμα ο Κομπέιν, στις 8 Απριλίου του 1994, την ημέρα που βρέθηκε νεκρός, είχε σημειώσει στο πρόγραμμά του, "Να απαντήσω στην κλήση του KC -του τύπου των Νιρβάνα!".
Από το 3otiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου