Ήταν Ιανουάριος του 1905. Σε ένα σπίτι επί της οδού Αχαρνών, στην Αθήνα, κατοικούσε ένας έμπορος, ονόματι Θεόδωρος Λαμπάδης, μαζί με την οικογένειά του, που αποτελούνταν από τη σύζυγό του και τα τρία του παιδιά, δυο αγόρια και ένα κορίτσι.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ακόμη ένα παιδί, μια κόρη 15 ετών, που λεγόταν Καίτη, η οποία είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 27 Ιουλίου του 1904, από
βρογχοπνευμονία. Ήταν ένα πλάσμα αξιαγάπητο, ευφυές, ενάρετο και υπάκουο. Έτσι, ο θάνατος της νεαρής αυτής ύπαρξης ενστάλαξε ανείπωτη θλίψη στις καρδιές των δύσμοιρων γονιών της. Η μητέρα, ιδίως, ήταν απαρηγόρητη και δεν έβρισκε πουθενά γαλήνη.Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα μέρες ακόμη από τον χαμό του κοριτσιού και οι συγγενείς της κυρίας Λαμπάδη, ένα απόγευμα, είχαν συναθροιστεί στο σπίτι, προσπαθώντας να παρηγορήσουν τη δόλια μάνα, όταν ξαφνικά άκουσαν τις σπαρακτικές κραυγές της από την τραπεζαρία, όπου ετοίμαζε το τραπέζι για το φαγητό.
-Κόρη μου, Καίτη μου! Μη φεύγεις! Στάσου, παιδί μου, σε παρακαλώ!
Έντρομοι όλοι οι συγγενείς έτρεξαν στην τραπεζαρία και βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα ανατριχιαστικό θέαμα. Η κυρία Λαμπάδη είχε σωριαστεί λιπόθυμη στον καναπέ. Με διάφορα φάρμακα κατάφεραν να τη συνεφέρουν. Τότε, τους διηγήθηκε μέσα από λυγμούς και αναφιλητά:
-Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να σηκώσω το φως της λάμπας για να σας καλέσω να περάσετε να φάμε, βλέπω σιγά-σιγά να ανοίγει η πόρτα, η οποία συνέχεται με την κουζίνα και να μπαίνει η Καίτη μου, βαδίζοντας αργά. Την είδα με τα ρούχα που της είχα φορέσει για το φέρετρο, για το αιώνιο ταξίδι της μακριά μου. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και στάθηκε και με κοίταζε. Άπλωνε τα χέρια της σα να γύρευε κάτι να μου ζητήσει. Αλλά, έξαφνα, ίσως επειδή τρόμαξα και έβαλα τις φωνές, χάθηκε από τα μάτια μου.
Μόλις ολοκλήρωσε τη φράση της η κυρία Λαμπάδη, ξέσπασε σε γοερά κλάματα, ενώ οι συγγενείς της κάλεσαν έναν ιατρό για παν ενδεχόμενο.
Είχαν περάσει τέσσερις μήνες από εκείνο το παράξενο συμβάν. Η πικραμένη μητέρα, όμως, που δεν άντεχε άλλο στην απουσία του παιδιού της, άρχισε να προσεύχεται, ώστε να επανεμφανιστεί το πνεύμα της νεκρής της κόρης και έθετε σε εφαρμογή διάφορα μέσα, τα οποία της υποδείκνυαν γνωστοί και συγγενείς, προκειμένου να επιτύχει την εκ νέου εμφάνιση του πνεύματός της.
Αλλά τίποτε δε γινόταν. Έτσι, με την πάροδο των εβδομάδων, ακολουθώντας την αναπόφευκτη φυσική τάξη των πραγμάτων, άρχισε να μετριάζει τη λύπη της και να αφοσιώνεται στα άλλα της παιδιά.
Ο καιρός περνούσε, ώσπου στις 12 Ιανουαρίου του 1905, αργά το βράδυ, το φάντασμα του κοριτσιού παρουσιάστηκε ξανά. Τα ουρλιαχτά της μάνας ξεσήκωσαν όλη τη γειτονιά στο πόδι.
Σύμφωνα με την ομολογία της κυρίας Λαμπάδη, η Καίτη αυτή τη φορά εμφανίστηκε ενώπιόν της με μικρότερο ανάστημα από αυτό που είχε εν ζωή.
Από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα, το φάντασμα της 15χρονης κόρης δεν έπαψε στιγμή να κάνει αισθητή την παρουσία του. Άλλοτε έμπαινε εντελώς αιφνιδιαστικά και με μεγάλο θόρυβο από την πόρτα της μεγάλης σάλας και άλλοτε εισχωρούσε ελαφροπάτητα από την πόρτα της κουζίνας.
Το αλλόκοσμο τούτο γεγονός είχε αναστατώσει και συγκινήσει ολόκληρη τη συνοικία επί της οδού Αχαρνών, της οποίας μοναδικό θέμα συζήτησης ήταν πλέον η εμφάνιση του πνεύματος της κόρης του Θεόδωρου Λαμπάδη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΧΡΟΝΟΣ”, στις 28/01/1905…
Από strangepress, φωτο unsplash
Από το el.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου