Ένα σκοτεινό μυστικό πλανάται πάνω από τον Ζίγκμουντ Φρόιντ. Ένα μυστικό με το οποίο ο Αμερικανός Πολ Ρόουζεν, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της ψυχανάλυσης, ασχολήθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’70 πάμπολλες φορές. Πρόκειται για μία υπόθεση που, όπως και να τη δει κανείς, δεν τιμά τον Βιεννέζο γιατρό.
Τραγικός πρωταγωνιστής της ήταν ο Βίκτορ Τασκ, η ύπαρξη του οποίου αποσιωπήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αναφέρεται ούτε καν στην
επίσημη βιογραφία του Φρόιντ, γραμμένη από τον φίλο και βιογράφο του, Έρνετστ Τζόουνς.
Γεννημένος το 1879 στη Σλοβακία από οικογένεια με εβραϊκές ρίζες, ο Βίκτορ Τασκ έγινε δικηγόρος παρά τη θέλησή του και απέκτησε δύο παιδιά από έναν αποτυχημένο γάμο που διήρκεσε λίγα χρόνια. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Βερολίνο, κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε σε κατάθλιψη, ο Τασκ αποφασίζει να μεταφερθεί στη Βιέννη και να αφιερωθεί στην ψυχανάλυση.
Εγγράφεται στην ιατρική σχολή και παράλληλα αρχίζει να συναναστρέφεται με τα μέλη της κοινότητας του Φρόιντ και κυρίως με τον ηγέτη της. Σύντομα περνάει υπό την προστασία του, ο οποίος θεωρώντας τον ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της ομάδας του, τον βοηθάει και ακαδημαϊκά και οικονομικά.
Το 1912 ο Τασκ αρχίζει μία σχέση με την κατά 18 χρόνια μεγαλύτερή του Λου Αντρέας – Σαλομέ, μία από τις πιο διάσημες προσωπικότητες του φροϊδικού κύκλου και όχι μόνο, αφού υπήρξε μούσα του Νίτσε και ερωμένη του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Η σχέση όμως ήταν καταδικασμένη να ναυαγήσει, όπως και πολλές άλλες στη ζωή του Τασκ, ενός άνδρα, που ήταν μονίμως έρμαιο των συναισθηματικών του κρίσεων και των τραγικών οικονομικών του. Σταδιακά όμως, και καθώς τα επιστημονικά επιτεύγματα του Τασκ του επιτρέπουν να φύγει από τη σκιά του δασκάλου του, η εκτίμηση του Φρόιντ προς τον ευφυή μαθητή του αρχίζει να μειώνεται ή μάλλον, αρχίζει να προστίθεται σε αυτήν μια δόση καχυποψίας την οποία ο Τασκ ανταποδίδει: «ο καθένας» γράφει ο Ρόουζεν, «θεωρούσε πως ο άλλος δεν απέδιδε στις ιδέες του τη δέουσα αναγνώριση και αμφότεροι είχαν βάσιμους λόγους για να το σκέφτονται.
Ο Φρόιντ ήταν πεπεισμένος ότι οι ιδέες του Τασκ ήταν ουσιαστικά δικές του. Και ο Τασκ πίστευε πως παρότι είχε φτάσει πολύ μακριά, ο Φρόιντ θα έβαζε τη δικιά του υπογραφή στις συνεισφορές του».
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τασκ επιστρατεύεται ως επίσημος ψυχίατρος του Αυτοκρατορικού Στρατού και αρχίζει να εργάζεται ως κλινικός γιατρός. Γράφει ένα πρωτοποριακό δοκίμιο πάνω στην ψυχολογία του λιποτάκτη και αποκαλύπτει μια ανθρωπιστική ορμή η οποία θα βάλει πολλές φορές τη ζωή του σε κίνδυνο.
Η επιστροφή του στη Βιέννη θα επαναφέρει στην επιφάνεια τις έριδες του παρελθόντος με τον Φρόιντ, οι οποίες επιβαρύνονται από την επισφαλή οικονομική το κατάσταση και τη μοναξιά. Απεγνωσμένος ο Τασκ αποφασίζει να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο: να ψυχαναλυθεί από τον δάσκαλό του.
Αλλά το αίτημά του προσκρούει στην σθεναρή αντίρρηση του Φρόιντ ο οποίος τον προτρέπει να εμπιστευθεί μια νεαρή μαθήτριά του, την Ελένε Ντόιτς, την οποία είχε αρχίσει να ψυχαναλύει ο ίδιος λίγο καιρό πριν.
Τον Ιανουάριο του 1919 αρχίζουν οι συνεδρίες με την Ντόιτς, από την οποία ο Φρόιντ δεν είχε αποκρύψει όσα πίστευε και αισθανόταν για τον Τασκ. Πρόκειται για μια κατάσταση τουλάχιστον προβληματική: ο Τασκ, ταπεινωμένος από την άρνηση του μέντορά του, έστρεφε προς την Ντόιτς την αγάπη και το μίσος που ένιωθε για τον Φρόιντ.
Η Ντόιτς, από τη μεριά της, δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να αποκαλύπτει στον ψυχαναλυτή της όλες τις λεπτομέρειες των συναντήσεών της με τον Τασκ. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ο Φρόιντ αποφασίζει να βάλει τέλος σε αυτό το μπέρδεμα προστάζοντας την μαθήτριά του να διακόψει την θεραπεία του Τασκ.
Η αυτοκτονία Στις 3 Ιουλίου του 1919 ο Βίκτορ Τασκ αφότου έχει αργοπιεί ένα ποτήρι «σλίβοβιτς» (το εθνικό ποτό των Γιουγοσλάβων) δένει στον λαιμό του το σχοινί μιας κουρτίνας και πυροβολείται με το υπηρεσιακό του πιστόλι στον κρόταφο. Μερικές ώρες πριν είχε προαναγγείλει την πράξη του στον Φρόιντ με ένα γράμμα στο οποίο δεν διαφαινόταν η παραμικρή πικρία: «σας ευχαριστώ για το καλό που μου κάνατε. Κάνατε τόσα πολλά για μένα και καταφέρατε να δώσετε νόημα στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου. Η δουλειά σας είναι ειλικρινής και εξαιρετική».
Ο Τασκ κατέληξε γράφοντας: Μέσα μου δεν υπάρχει μελαγχολία: η αυτοκτονία μου αποτελεί την πιο υγιή και αξιοπρεπή πράξη της αποτυχημένης ζωής μου Σε μία δημόσια νεκρολογία, ο Φρόιντ φάνηκε να ανταποδίδει την εκτίμηση, κάνοντας λόγο για έναν «άνθρωπο εξαιρετικά προικισμένο», ο οποίος «σίγουρα θα μνημονεύεται με σεβασμό».
Για να προσδιορίσει αργότερα με ένα γράμμα του στη Σαλομέ: «οφείλω να σας εκμυστηρευτώ πως δεν αισθάνομαι καθόλου την απουσία του: εδώ και καιρό τον θεωρούσα ένα άτομο παντελώς άχρηστο, ακόμη και απειλή για το μέλλον της επιστήμης».
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Από το amfipolinews
Τραγικός πρωταγωνιστής της ήταν ο Βίκτορ Τασκ, η ύπαρξη του οποίου αποσιωπήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αναφέρεται ούτε καν στην
επίσημη βιογραφία του Φρόιντ, γραμμένη από τον φίλο και βιογράφο του, Έρνετστ Τζόουνς.
Γεννημένος το 1879 στη Σλοβακία από οικογένεια με εβραϊκές ρίζες, ο Βίκτορ Τασκ έγινε δικηγόρος παρά τη θέλησή του και απέκτησε δύο παιδιά από έναν αποτυχημένο γάμο που διήρκεσε λίγα χρόνια. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Βερολίνο, κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε σε κατάθλιψη, ο Τασκ αποφασίζει να μεταφερθεί στη Βιέννη και να αφιερωθεί στην ψυχανάλυση.
Εγγράφεται στην ιατρική σχολή και παράλληλα αρχίζει να συναναστρέφεται με τα μέλη της κοινότητας του Φρόιντ και κυρίως με τον ηγέτη της. Σύντομα περνάει υπό την προστασία του, ο οποίος θεωρώντας τον ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της ομάδας του, τον βοηθάει και ακαδημαϊκά και οικονομικά.
Το 1912 ο Τασκ αρχίζει μία σχέση με την κατά 18 χρόνια μεγαλύτερή του Λου Αντρέας – Σαλομέ, μία από τις πιο διάσημες προσωπικότητες του φροϊδικού κύκλου και όχι μόνο, αφού υπήρξε μούσα του Νίτσε και ερωμένη του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Η σχέση όμως ήταν καταδικασμένη να ναυαγήσει, όπως και πολλές άλλες στη ζωή του Τασκ, ενός άνδρα, που ήταν μονίμως έρμαιο των συναισθηματικών του κρίσεων και των τραγικών οικονομικών του. Σταδιακά όμως, και καθώς τα επιστημονικά επιτεύγματα του Τασκ του επιτρέπουν να φύγει από τη σκιά του δασκάλου του, η εκτίμηση του Φρόιντ προς τον ευφυή μαθητή του αρχίζει να μειώνεται ή μάλλον, αρχίζει να προστίθεται σε αυτήν μια δόση καχυποψίας την οποία ο Τασκ ανταποδίδει: «ο καθένας» γράφει ο Ρόουζεν, «θεωρούσε πως ο άλλος δεν απέδιδε στις ιδέες του τη δέουσα αναγνώριση και αμφότεροι είχαν βάσιμους λόγους για να το σκέφτονται.
Ο Φρόιντ ήταν πεπεισμένος ότι οι ιδέες του Τασκ ήταν ουσιαστικά δικές του. Και ο Τασκ πίστευε πως παρότι είχε φτάσει πολύ μακριά, ο Φρόιντ θα έβαζε τη δικιά του υπογραφή στις συνεισφορές του».
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τασκ επιστρατεύεται ως επίσημος ψυχίατρος του Αυτοκρατορικού Στρατού και αρχίζει να εργάζεται ως κλινικός γιατρός. Γράφει ένα πρωτοποριακό δοκίμιο πάνω στην ψυχολογία του λιποτάκτη και αποκαλύπτει μια ανθρωπιστική ορμή η οποία θα βάλει πολλές φορές τη ζωή του σε κίνδυνο.
Η επιστροφή του στη Βιέννη θα επαναφέρει στην επιφάνεια τις έριδες του παρελθόντος με τον Φρόιντ, οι οποίες επιβαρύνονται από την επισφαλή οικονομική το κατάσταση και τη μοναξιά. Απεγνωσμένος ο Τασκ αποφασίζει να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο: να ψυχαναλυθεί από τον δάσκαλό του.
Αλλά το αίτημά του προσκρούει στην σθεναρή αντίρρηση του Φρόιντ ο οποίος τον προτρέπει να εμπιστευθεί μια νεαρή μαθήτριά του, την Ελένε Ντόιτς, την οποία είχε αρχίσει να ψυχαναλύει ο ίδιος λίγο καιρό πριν.
Τον Ιανουάριο του 1919 αρχίζουν οι συνεδρίες με την Ντόιτς, από την οποία ο Φρόιντ δεν είχε αποκρύψει όσα πίστευε και αισθανόταν για τον Τασκ. Πρόκειται για μια κατάσταση τουλάχιστον προβληματική: ο Τασκ, ταπεινωμένος από την άρνηση του μέντορά του, έστρεφε προς την Ντόιτς την αγάπη και το μίσος που ένιωθε για τον Φρόιντ.
Η Ντόιτς, από τη μεριά της, δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να αποκαλύπτει στον ψυχαναλυτή της όλες τις λεπτομέρειες των συναντήσεών της με τον Τασκ. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ο Φρόιντ αποφασίζει να βάλει τέλος σε αυτό το μπέρδεμα προστάζοντας την μαθήτριά του να διακόψει την θεραπεία του Τασκ.
Η αυτοκτονία Στις 3 Ιουλίου του 1919 ο Βίκτορ Τασκ αφότου έχει αργοπιεί ένα ποτήρι «σλίβοβιτς» (το εθνικό ποτό των Γιουγοσλάβων) δένει στον λαιμό του το σχοινί μιας κουρτίνας και πυροβολείται με το υπηρεσιακό του πιστόλι στον κρόταφο. Μερικές ώρες πριν είχε προαναγγείλει την πράξη του στον Φρόιντ με ένα γράμμα στο οποίο δεν διαφαινόταν η παραμικρή πικρία: «σας ευχαριστώ για το καλό που μου κάνατε. Κάνατε τόσα πολλά για μένα και καταφέρατε να δώσετε νόημα στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου. Η δουλειά σας είναι ειλικρινής και εξαιρετική».
Ο Τασκ κατέληξε γράφοντας: Μέσα μου δεν υπάρχει μελαγχολία: η αυτοκτονία μου αποτελεί την πιο υγιή και αξιοπρεπή πράξη της αποτυχημένης ζωής μου Σε μία δημόσια νεκρολογία, ο Φρόιντ φάνηκε να ανταποδίδει την εκτίμηση, κάνοντας λόγο για έναν «άνθρωπο εξαιρετικά προικισμένο», ο οποίος «σίγουρα θα μνημονεύεται με σεβασμό».
Για να προσδιορίσει αργότερα με ένα γράμμα του στη Σαλομέ: «οφείλω να σας εκμυστηρευτώ πως δεν αισθάνομαι καθόλου την απουσία του: εδώ και καιρό τον θεωρούσα ένα άτομο παντελώς άχρηστο, ακόμη και απειλή για το μέλλον της επιστήμης».
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Από το amfipolinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου