Πήραν τα δισκοπότηρα της Θείας Μεταλήψεως και αφού αφαίρεσαν τους πολύτιμους λίθους τους, τα μετέτρεψαν σε κύπελλα για να πίνουν
Γράφει συντετριμμένος ο σημαντικότερος Βυζαντινός ιστορικός του 12ου αιώνα Νικήτας Χωνιάτης όντας αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου 1204:
«Οι Σταυροφόροι έριξαν τα ιερά λείψανα των Αγίων μαρτύρων σε χώρους που ντρέπομαι να κατονομάσω. Πήραν τα δισκοπότηρα της Θείας Μεταλήψεως και αφού αφαίρεσαν τους πολύτιμους λίθους τους, τα μετέτρεψαν σε κύπελλα για να πίνουν […]. Έκαναν θρύψαλα την Αγία Τράπεζα που αποτελείτο από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα και τα μοίρασαν μεταξύ τους […]. Έμπασαν στην Εκκλησία μουλάρια και άλογα για να μεταφέρουν τα δισκοπότηρα και άλλα αντικείμενα. Μερικά από τα ζώα τρυπήθηκαν από τα ξίφη των σταυροφόρων και μόλυναν τον άγιο χώρο με το αίμα και τις ακαθαρσίες τους. Μια αμαρτωλή γυναίκα κάθισε στον πατριαρχικό άμβωνα, βρίζοντας τον Χριστό, τραγούδησε ένα αισχρό τραγούδι και ύστερα χόρεψε μέσα στον ναό, παίρνοντας άσεμνες στάσεις»…
Ένας άλλος Βυζαντινός χρονικογράφος, ο Νικόλαος Μεσαρίτης, που έζησε και αυτός τα γεγονότα από κοντά, προσθέτει: «...Πολεμοχαρείς ξιφομάχοι, αποπνέοντας φόνο, σιδερόφρακτοι λογχοφόροι και σπαθοφόροι, τοξότες και ιππείς, κομπάζοντας, γαβγίζοντας σαν τον Κέρβερο και ξεφυσώντας σαν τον Χάρο, λεηλατούσαν τα ιερά μέρη, ποδοπατούσαν και κατέστρεφαν ιερά αντικείμενα, ρίχνοντας στο δάπεδο τις ιερές εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου και όλων των αγίων που υμνούν τον Κύριο στην αιωνιότητα...».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πιο οδυνηρή στιγμή στην ιστορία του ναού της Αγίας Σοφίας υπήρξε αυτή της 13ης Απριλίου 1204, όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η βαρβαρότητα των Δυτικών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και μελλοντικό βανδαλισμό του ναού. Η κτηνωδία ξεπέρασε κάθε όριο, εξ ου και με αποτροπιασμό και θλίψη ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιτίμησε σκληρά τους Σταυροφόρους, δηλώνοντας ότι «η Ελληνική Εκκλησία θα έβλεπε στο πρόσωπο των Λατίνων μόνο προδοσία και έργα του σκότους και θα τους μισούσε σαν σκυλιά». Να φανταστούμε ότι οι εντυπώσεις του αποτροπιασμού καταγράφτηκαν τόσο έντονες που μεταφέρονται, αιώνες τώρα, άσβεστες μεταξύ των ελληνικών συνειδήσεων από γενιά σε γενιά.
Τόσο ο Βιλεαρδουίνος όσο και ο Ροβέρτος ντε Κλαρί προσπερνούν σιωπηρά τα επαίσχυντα επεισόδια. Άλλοι πάλι προβαίνουν σε πιο τολμηρές αποκαλύψεις, όπως ο Γκύντερ του Παιρί, ωστόσο, οι πιο ζωντανές και γλαφυρές σκηνές των λεηλασιών ανήκουν στους δυο Βυζαντινούς συγγραφείς της εποχής όπως είδαμε και πιο πάνω, τους Νικήτα Χωνιάτη και Νικόλαο Μεσαρίτη.
Γράφει χαρακτηριστικά ο σύγχρονος Άγγλος καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας Τζόναθαν Φίλλιπς: «Με εδραία την πεποίθηση ότι ο Θεός τους αντάμειβε επειδή είχαν πολεμήσει τους άπιστους δολοφόνους Έλληνες, οι Σταυροφόροι θεωρούσαν ότι οι πράξεις τους ήταν νόμιμες και δικαιολογημένες. […] Οι Σταυροφόροι απλώθηκαν στην πόλη σαν θανατηφόρος ιός... Σύμφωνα με τον Χωνιάτη ήταν “προπομποί του Αντίχριστου, ενεργούμενα και προάγγελοι των ανόσιων πράξεων του”».
«[…] λεηλατούσαν τα άγια των αγίων, τσαλαπατούσαν ιερά κειμήλια, βεβήλωναν ιερά σκευή, πετούσαν στο πάτωμα ιερές εικόνες (τοιχογραφίες ή σε κορνίζα) του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, που από αιώνες ήταν αρεστές στον Κύριο», θρηνεί ο Νικόλας Μεσαρίτης.
Η Αγία Σοφία, το ενδοξότερο κτίσμα της αυτοκρατορίας, η καρδιά του Βυζαντίου, ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα χριστιανικά μνημεία του κόσμου, γνώρισε τους πιο βέβηλους καταπατητές της ιστορίας της που δεν ήταν άλλοι από τους Χριστιανούς. Οι Δυτικοί ήταν οι ορδές των πιο απολίτιστων καταπατητών, οι δίχως ιερό και όσιο, αυτοί που θα έμεναν σαν στίγμα στην ιστορία της Αγίας Σοφίας, αυτού του περίλαμπρου ναού. Η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε, ξεγυμνώθηκε, και ό,τι δεν καταστράφηκε, μεταφέρθηκε κυρίως στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Κλέφτες, βέβηλοι, βιαστές, οι Σταυροφόροι, σαν κατακάθια της ανθρωπότητας, μέσα σε ελάχιστες ώρες κατέστρεψαν το ενδοξότερο μνημείο του ανατολικού χριστιανισμού και κατέκλεψαν ανυπολόγιστης άξιας αναθήματα αιώνων. Το μένος τους ήταν εκτός ορίων: κατέστρεψαν και μέρος του δομικού ιστού του ναού. Κατεστράφησαν από τους Σταυροφόρους καλλιτεχνικά αριστουργήματα αιώνων. Τα κλοπιμαία από τον ναό ήταν τόσο πολλά ώστε οι ληστές αυτοί έφεραν εντός του ναού υποζύγια προκειμένου να φορτώσουν την ανίερη λεία τους. Τα περιττώματα των ημιόνων, όπως μαρτυρούν οι σύγχρονοι χρονικογράφοι σοκαρισμένοι, λέρωναν τα αστραφτερά δάπεδα της Αγίας Σοφίας. Άνθρωποι και ζώα έπεφταν από το βάρος της λείας. Η βεβήλωση ήταν απόλυτη.
Η λεηλασία δεν ήταν μόνο ολοκληρωτική, αλλά συνοδευόταν κι από τη μανία της απόλυτης καταστροφής. Ό,τι δεν μπορούσαν να αρπάξουν, το κατέστρεφαν. Η εξαλλοσύνη της βαρβαρότητάς τους ξέσπασε απάνθρωπη και απέναντι στους κατοίκους της Πόλης και εξάντλησε όλη την γκάμα των δυνατών αθλιοτήτων. Η βεβήλωση του ναού της Αγίας Σοφίας υπήρξε πρωτοφανής. Εξ ου, το μίσος δεν μπορεί να καταλαγιάσει μέχρι σήμερα μεταξύ της ένοχης Δυτικής Εκκλησίας και της Ανατολικής Εκκλησίας – που υπήρξε θύμα αυτής της απίστευτης βαρβαρότητας.
Οκτακόσια χρόνια μετά
Οκτακόσια χρόνια μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη θλίψη του για τα γεγονότα της. Το 2001 έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο, λέγοντας: «Είναι τραγικό ότι οι επιτιθέμενοι, οι οποίοι επιδίωκαν να εξασφαλίσουν ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους, στράφηκαν εναντίον των εν πίστει αδελφών τους· το γεγονός ότι ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθιά λύπη».
Το 2004, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Βατικανό, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε: «Πώς μπορούμε να μην μοιραστούμε, με απόσταση οκτώ αιώνων, τον πόνο και την αηδία;». Αυτό θεωρήθηκε ως συγγνώμη προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για τη σφαγή που υπέστη από τους πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας.
Τον Απρίλιο του 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Βαρθολομαίος Α΄, αποδέχθηκε επίσημα τη συγγνώμη σε ομιλία του για την 800ή επέτειο από την Άλωση της Πόλης: «Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος», είπε κατά τη διάρκεια λειτουργίας που παρακολούθησε ο Ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Philippe Barbarin της Λυών της Γαλλίας. «Δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας για τα τραγικά γεγονότα της Τέταρτης Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ και 800 χρόνια διαπράχθηκε ένα έγκλημα σε αυτήν την πόλη». Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή του ήρθε με το πνεύμα του Πάσχα: «Το πνεύμα της συμφιλίωσης της Ανάστασης... μας υποκινεί προς τη συμφιλίωση των Εκκλησιών μας».
Από το ksipnistere
Γράφει συντετριμμένος ο σημαντικότερος Βυζαντινός ιστορικός του 12ου αιώνα Νικήτας Χωνιάτης όντας αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου 1204:
«Οι Σταυροφόροι έριξαν τα ιερά λείψανα των Αγίων μαρτύρων σε χώρους που ντρέπομαι να κατονομάσω. Πήραν τα δισκοπότηρα της Θείας Μεταλήψεως και αφού αφαίρεσαν τους πολύτιμους λίθους τους, τα μετέτρεψαν σε κύπελλα για να πίνουν […]. Έκαναν θρύψαλα την Αγία Τράπεζα που αποτελείτο από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα και τα μοίρασαν μεταξύ τους […]. Έμπασαν στην Εκκλησία μουλάρια και άλογα για να μεταφέρουν τα δισκοπότηρα και άλλα αντικείμενα. Μερικά από τα ζώα τρυπήθηκαν από τα ξίφη των σταυροφόρων και μόλυναν τον άγιο χώρο με το αίμα και τις ακαθαρσίες τους. Μια αμαρτωλή γυναίκα κάθισε στον πατριαρχικό άμβωνα, βρίζοντας τον Χριστό, τραγούδησε ένα αισχρό τραγούδι και ύστερα χόρεψε μέσα στον ναό, παίρνοντας άσεμνες στάσεις»…
Ένας άλλος Βυζαντινός χρονικογράφος, ο Νικόλαος Μεσαρίτης, που έζησε και αυτός τα γεγονότα από κοντά, προσθέτει: «...Πολεμοχαρείς ξιφομάχοι, αποπνέοντας φόνο, σιδερόφρακτοι λογχοφόροι και σπαθοφόροι, τοξότες και ιππείς, κομπάζοντας, γαβγίζοντας σαν τον Κέρβερο και ξεφυσώντας σαν τον Χάρο, λεηλατούσαν τα ιερά μέρη, ποδοπατούσαν και κατέστρεφαν ιερά αντικείμενα, ρίχνοντας στο δάπεδο τις ιερές εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου και όλων των αγίων που υμνούν τον Κύριο στην αιωνιότητα...».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πιο οδυνηρή στιγμή στην ιστορία του ναού της Αγίας Σοφίας υπήρξε αυτή της 13ης Απριλίου 1204, όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η βαρβαρότητα των Δυτικών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και μελλοντικό βανδαλισμό του ναού. Η κτηνωδία ξεπέρασε κάθε όριο, εξ ου και με αποτροπιασμό και θλίψη ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιτίμησε σκληρά τους Σταυροφόρους, δηλώνοντας ότι «η Ελληνική Εκκλησία θα έβλεπε στο πρόσωπο των Λατίνων μόνο προδοσία και έργα του σκότους και θα τους μισούσε σαν σκυλιά». Να φανταστούμε ότι οι εντυπώσεις του αποτροπιασμού καταγράφτηκαν τόσο έντονες που μεταφέρονται, αιώνες τώρα, άσβεστες μεταξύ των ελληνικών συνειδήσεων από γενιά σε γενιά.
Τόσο ο Βιλεαρδουίνος όσο και ο Ροβέρτος ντε Κλαρί προσπερνούν σιωπηρά τα επαίσχυντα επεισόδια. Άλλοι πάλι προβαίνουν σε πιο τολμηρές αποκαλύψεις, όπως ο Γκύντερ του Παιρί, ωστόσο, οι πιο ζωντανές και γλαφυρές σκηνές των λεηλασιών ανήκουν στους δυο Βυζαντινούς συγγραφείς της εποχής όπως είδαμε και πιο πάνω, τους Νικήτα Χωνιάτη και Νικόλαο Μεσαρίτη.
Γράφει χαρακτηριστικά ο σύγχρονος Άγγλος καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας Τζόναθαν Φίλλιπς: «Με εδραία την πεποίθηση ότι ο Θεός τους αντάμειβε επειδή είχαν πολεμήσει τους άπιστους δολοφόνους Έλληνες, οι Σταυροφόροι θεωρούσαν ότι οι πράξεις τους ήταν νόμιμες και δικαιολογημένες. […] Οι Σταυροφόροι απλώθηκαν στην πόλη σαν θανατηφόρος ιός... Σύμφωνα με τον Χωνιάτη ήταν “προπομποί του Αντίχριστου, ενεργούμενα και προάγγελοι των ανόσιων πράξεων του”».
«[…] λεηλατούσαν τα άγια των αγίων, τσαλαπατούσαν ιερά κειμήλια, βεβήλωναν ιερά σκευή, πετούσαν στο πάτωμα ιερές εικόνες (τοιχογραφίες ή σε κορνίζα) του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, που από αιώνες ήταν αρεστές στον Κύριο», θρηνεί ο Νικόλας Μεσαρίτης.
Η Αγία Σοφία, το ενδοξότερο κτίσμα της αυτοκρατορίας, η καρδιά του Βυζαντίου, ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα χριστιανικά μνημεία του κόσμου, γνώρισε τους πιο βέβηλους καταπατητές της ιστορίας της που δεν ήταν άλλοι από τους Χριστιανούς. Οι Δυτικοί ήταν οι ορδές των πιο απολίτιστων καταπατητών, οι δίχως ιερό και όσιο, αυτοί που θα έμεναν σαν στίγμα στην ιστορία της Αγίας Σοφίας, αυτού του περίλαμπρου ναού. Η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε, ξεγυμνώθηκε, και ό,τι δεν καταστράφηκε, μεταφέρθηκε κυρίως στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Κλέφτες, βέβηλοι, βιαστές, οι Σταυροφόροι, σαν κατακάθια της ανθρωπότητας, μέσα σε ελάχιστες ώρες κατέστρεψαν το ενδοξότερο μνημείο του ανατολικού χριστιανισμού και κατέκλεψαν ανυπολόγιστης άξιας αναθήματα αιώνων. Το μένος τους ήταν εκτός ορίων: κατέστρεψαν και μέρος του δομικού ιστού του ναού. Κατεστράφησαν από τους Σταυροφόρους καλλιτεχνικά αριστουργήματα αιώνων. Τα κλοπιμαία από τον ναό ήταν τόσο πολλά ώστε οι ληστές αυτοί έφεραν εντός του ναού υποζύγια προκειμένου να φορτώσουν την ανίερη λεία τους. Τα περιττώματα των ημιόνων, όπως μαρτυρούν οι σύγχρονοι χρονικογράφοι σοκαρισμένοι, λέρωναν τα αστραφτερά δάπεδα της Αγίας Σοφίας. Άνθρωποι και ζώα έπεφταν από το βάρος της λείας. Η βεβήλωση ήταν απόλυτη.
Η λεηλασία δεν ήταν μόνο ολοκληρωτική, αλλά συνοδευόταν κι από τη μανία της απόλυτης καταστροφής. Ό,τι δεν μπορούσαν να αρπάξουν, το κατέστρεφαν. Η εξαλλοσύνη της βαρβαρότητάς τους ξέσπασε απάνθρωπη και απέναντι στους κατοίκους της Πόλης και εξάντλησε όλη την γκάμα των δυνατών αθλιοτήτων. Η βεβήλωση του ναού της Αγίας Σοφίας υπήρξε πρωτοφανής. Εξ ου, το μίσος δεν μπορεί να καταλαγιάσει μέχρι σήμερα μεταξύ της ένοχης Δυτικής Εκκλησίας και της Ανατολικής Εκκλησίας – που υπήρξε θύμα αυτής της απίστευτης βαρβαρότητας.
Οκτακόσια χρόνια μετά
Οκτακόσια χρόνια μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη θλίψη του για τα γεγονότα της. Το 2001 έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο, λέγοντας: «Είναι τραγικό ότι οι επιτιθέμενοι, οι οποίοι επιδίωκαν να εξασφαλίσουν ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους, στράφηκαν εναντίον των εν πίστει αδελφών τους· το γεγονός ότι ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθιά λύπη».
Το 2004, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Βατικανό, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε: «Πώς μπορούμε να μην μοιραστούμε, με απόσταση οκτώ αιώνων, τον πόνο και την αηδία;». Αυτό θεωρήθηκε ως συγγνώμη προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για τη σφαγή που υπέστη από τους πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας.
Τον Απρίλιο του 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Βαρθολομαίος Α΄, αποδέχθηκε επίσημα τη συγγνώμη σε ομιλία του για την 800ή επέτειο από την Άλωση της Πόλης: «Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος», είπε κατά τη διάρκεια λειτουργίας που παρακολούθησε ο Ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Philippe Barbarin της Λυών της Γαλλίας. «Δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας για τα τραγικά γεγονότα της Τέταρτης Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ και 800 χρόνια διαπράχθηκε ένα έγκλημα σε αυτήν την πόλη». Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή του ήρθε με το πνεύμα του Πάσχα: «Το πνεύμα της συμφιλίωσης της Ανάστασης... μας υποκινεί προς τη συμφιλίωση των Εκκλησιών μας».
Από το ksipnistere
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου