"Ή κυρία Μελά έφερε το ψευδώνυμο Μαρία Ίωάννου και την μετέφερα δήθεν ως δασκάλα στο χωριό Χρούπιστα, μη τυχόν την ανακάλυπταν οι αρχές(…) (…)
Δεν μπόρεσα να ανακαλύψω πώς μαθεύτηκε το πράγμα στην Καστοριά.
Φαίνεται, πώς Καστοριεΐς, που μένουν στην Αθήνα, ειδοποίησαν τους συγγενείς τους, ότι έρχεται η κυρία Μελά.
Κι έτσι όταν φτάσαμε στους Δουπιάκους, παραλίμνιο χωριό είδα
πολύν κόσμον που περίμενε να χαιρετήσει την κυρίαν Μελά.
Προσπάθησα να τούς διαψεύσω με κάθε τρόπο, αλλά δεν το πίστεψαν (…)»
«Καταλύσαμε στη Μητρόπολι. Την νύχτα, κατά τα μεσάνυχτα, βγήκαμε από τη Μητρόπολι, η κ. Μελά, οι δυό αδερφές μου κι εγώ και πήγαμε στον τάφο που ήταν στο απέναντι νεκροταφείο. Εκεί φαντάζεται καθένας τι σπαρακτικές σκηνές ξετυλίχτηκαν (…) »
Για δεύτερη φορά η Ναταλία ήρθε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία τον ’Απρίλιο του 1907, για να κάνει την ανακομιδή των λειψάνων του Παύλου και να ενώσει τη σεπτή κεφαλή του με το λοιπό σώμα.
Έφτασε πρώτα στη Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενήθηκε στη σχολή χειροτεχνημάτων «Ό Άγιος Παύλος», που η ίδια είχε ιδρύσει με τη θεία της Μαρία Δραγούμη στη μνήμη του ήρωα άντρα της.
Διευθύντρια εκεί ήταν η ’Αμαλία Οικονόμου και μαζί της αναχώρησαν για την Καστοριά.
Αν και είχε συμφωνηθεί να ταξειδέψουν μυστικά, η πληροφορία διέρρευσε κι από όπου περνούσαν έβγαιναν οι χωρικοί με δάκρυα στα μάτια να τις προϋπαντήσουν ψάλλοντας το τραγούδι του Παύλου Μελά.
Έσφιγγαν με δέος και συγκίνηση το χέρι της, ακτινοβολούσαν τα μάτια τους σεβασμό, αναπτέρωναν τις ελπίδες τους κι αντλούσαν νέο κουράγιο απ’ το δικό της κουράγιο.
‘Ιερή φρικίαση διαπερνούσε την Ναταλία στη θέα τούτων των εκδηλώσεων λατρείας και τιμής.
Ό Παύλος της ζούσε.
Ήταν ό Παύλος όλων.
Έγινε θρύλος.
Πέρασε στις καρδιές αυτών εδώ των ανθρώπων, έγινε φώς εθνικής ζωής, που σίγουρα θα διέλυε τα σκοτάδια της σκλαβιάς.
Ή θυσία του δεν πήγε χαμένη…
Στην Καστοριά δέχτηκε τις δυό γυναίκες, τις φιλοξένησε και φρόντισε για τα υπόλοιπα ό Γερμανός Καραβαγγέλης.
Μα καθώς γίνονταν η ανακομιδή, η Ναταλία για πρώτη φορά λύγισε.
Δεν μπόρεσε να άντέξει τον πόνο κι έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά της ’Αμαλίας Οικονόμου, που με στοργή και αγάπη τη συνέφερε.
Σαν τέλειωσαν όλα και τη ρώτησαν, αν επιθυμεί να πάρει τα οστά του Παύλου στην ’Αθήνα, απάντησε:
—Όχι! Ό άντρας μου θυσιάστηκε για τη Μακεδονία. Εδώ σκοτώθηκε και τούτη η γη ας κρατήσει τα οστά του σαν αρραβώνα μυστικό και άγιο με τη λευτεριά!…
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ναταλία έδωσε βαθύ περιεχόμενο στη ζωή της, αφοσιωμένη πάντα στην πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών, κι έγινε σύμβολο προσφοράς στην οικογένεια, την πατρίδα και τον άνθρωπο.
Προσωπικός της άθλος ήταν η δημιουργία στο Μοναστήρι, παρά το πρόσφατο βαρύτατο πένθος της, τον Νοέμβριο του 1904 της σχολής χειροτεχνημάτων ό «”Άγιος Παύλος», καθώς και η ίδρυση της παρόμοιας σχολής με το ίδιο όνομα -πού ήδη αναφέραμε στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1905 με διευθύντρια την ’Αμαλία Οικονόμου από το Σιδηρόκαστρο.
Οι δυό αυτές σχολές ήταν παραρτήματα των «Ελληνικών Βασιλικών Σχολών Χειροτεχνημάτων», που είχαν έδρα την ’Αθήνα.
Παρείχαν μόρφωση, προστασία και επαγγελματική αποκατάσταση σε ορφανά κορίτσια Μακεδονομάχων, ενώ συγχρόνως ήταν κέντρα διερχομένων και ανεφοδιασμού του Μακεδονικού Αγώνος.
’Αλλά και ποιός ζήτησε τη συμπαράσταση της Ναταλίας και δεν την έλαβε με απλοχεριά και αγάπη;
Όταν ό ’Επίσκοπος Δράμας Χρυσόστομος, μετέπειτα εθνομάρτυρας Σμύρνης, συνέλαβε την ιδέα να αποκρούσει στη μαρτυρική Δράμα τις ξένες προπαγάνδες ιδρύοντας εκεί μεγαλοπρεπέστατο ελληνικό διδακτήριο, σε οικόπεδο που είχε δωρίσει η Μαριγώ Άριτζίδου, στο πρόσωπο της Ναταλίας βρήκε τον μεγάλο ευεργέτη και υποστηρικτή.
Γιατί σε παρακλητικό έγγραφο, που απεύθυνε και σε άλλους επιφανείς Μακεδόνες των ’Αθηνών, η Παύλαινα απήντησε, ότι με χαρά αναλαμβάνει την δαπάνη του έργου.
Τη μελέτη και τα σχέδια κατήρτισε ό αρχιτέκτονας Γεώργιος Χατζημιχάλης, ό όποιος ήταν και μυστικά διορισμένος υπολοχαγός από το ελληνικό κεντρικό κομιτάτο.
Το κτίριο συμβολικά κατασκευάστηκε σε σχήμα Π από ευγνωμοσύνη προς τη μεγάλη ευεργέτιδα και για να τιμηθεί η μνήμη του ήρωα συζύγου της.
Τα εγκαίνια του σχολείου έγιναν το 1909 κι αποτελεί μέχρι σήμερα ένα πραγματικό μνημείο για τη Δράμα.
Την ίδρυση παρομοίου σχολείου χρηματοδότησε η Παύλαινα και στη Νέα Ζίχνη Σερρών, όπου έμελλε να φοιτήσει και ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Καραμανλής.
Ή Ναταλία χρόνια και χρόνια έπειτα πρωτοστατούσε σεμνά και αθόρυβα σε κάθε καλή προσπάθεια, που γίνονταν στη Μακεδονία.
Τόσο που θα χρειαζόταν αμέτρητες σελίδες για να καταγραφούν όλα τα καλά της έργα.
Καθ’ υπόδειξη της φίλης της Καλλιρόης Κοεμτζοπούλου, προέδρου του συλλόγου «’Αναγέννησις», χρηματοδότησε την ίδρυση στα Σέρβια ύφαντηρίου και παραρτήματος κέντρου ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Γιαυτό και οι σερβιώτισσες από ευγνωμοσύνη την ανακήρυξαν επίτιμο πρόεδρο της «Αναγεννήσεως».
Το ότι αυτή τόσο νέα στερήθηκε τον σύντροφό της και περιβλήθηκε τον βαρύτατο -για την εποχή εκείνη τίτλο της χήρας, όχι μόνο δεν σκλήρυνε την καρδιά της απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, αλλά την πλημμύρισε συμπόνια, τρυφερότητα προς τούς δυστυχισμένους και ανθρωπισμό.
Πόσο συγκινητικό δεν ήταν το ενδιαφέρον της να συνδράμει τις οικογένειες των Μακεδονομάχων κι η φροντίδα της να αποδοθεί επί τέλους ό πρέπων σεβασμός κι η έμπρακτη απόδειξη ευγνωμοσύνης της πατρίδας απέναντι στους επιζήσαντες απ’ αυτούς!…
Και σαν ήρθε η μεγάλη στιγμή να δικαιωθούν οι αγώνες και πάλι η Ναταλία βρέθηκε πρώτη στις επάλξεις του καθήκοντος.
Γιατί τον ’Οκτώβριο του 1912 μαζί με άλλες Ελληνίδες ακολούθησε σαν εθελόντρια αδελφή τον στρατό κατά την απελευθερωτική του εξόρμηση στη Μακεδονία κι έγινε θρύλος η στοργή της προς τον τραυματία στρατιώτη, η συμβολή της στην οργάνωση της φιλανθρωπίας, το ενδιαφέρον της για την πνευματική ανύψωση των πληθυσμών και ιδιαίτερα της Μακεδόνισσας.
Μα και στον μικρασιατικό πόλεμο πάλι η Παύλαινα στάθηκε πλάι στον στρατιώτη σαν μάννα.
Τον εμψύχωνε, τον φρόντιζε με στοργή και αγάπη και σαν τραυματίζονταν, τον συνόδευε στη Σμύρνη για περίθαλψη.
Ό εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Χρυσόστομος έβλεπε στο πρόσωπό της την ιδεωδέστερη συνεργάτιδα, την ενσάρκωση της αυταπαρνήσεως, την αδελφή του ελέους.
Λαμπρή υπήρξε και η κοινωνική προσφορά της Ναταλίας μέσα από φιλανθρωπικά, πνευματικά και πολιτιστικά σωματεία.
Μέλος του ΔΣ. του Π.Κ.Π.Α. από το 1914, συμπαραστάθηκε το 1927 και το 1930 την Εύα και τον ’Άγγελο Σικελιανό στην πραγμάτωση της Δελφικής ’Ιδέας, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ίδρυσε στην ’Αθήνα «Την Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» για την προστασία και διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Παράλληλα δημιουργική ήταν και η ενασχόλησή της με τα γράμματα.
Στα χρόνια του Μακεδονικού ’Αγώνος, η πέννα κι η γλωσσομάθειά της έγιναν όπλα εθνικά κι ακαταμάχητα.
Γιατί αρθρογραφώντας με ζέση σε ξένα περιοδικά και εφημερίδες διέλυε τα ψεύδη που διέσπειρε η βουλγαρική προπαγάνδα για να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη.
Κι ακόμα εκτός από τις εμπνευσμένες εισαγωγές, που δημοσίευσε στις εκδόσεις της «Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», μάς άφησε δυό σπουδαία έργα.
Την «Βατραχομυομαχία», μετάφραση από τα αρχαία στη νεοελληνική, και το ιστορικό ντοκουμέντο «Παύλος Μελάς», όπου πέρασε όλη την αλληλογραφία με τον ήρωα σύζυγό της φωτίζοντας σημαντικά αρκετές πτυχές του Μακεδονικού ’Αγώνος.
Ή Παύλαινα, θαλερή παρά τα 101 της χρόνια, ήρεμη γιατί έπετέλεσε προς κάθε κατεύθυνση στο ακέραιο το καθήκον της,
πλημμυρισμένη χριστιανική ταπεινοφροσύνη, πραότητα και γαλήνη αποχαιρέτησε τα εγκόσμια τον ’Ιούλιο του 1972.
Δεν μπόρεσα να ανακαλύψω πώς μαθεύτηκε το πράγμα στην Καστοριά.
Φαίνεται, πώς Καστοριεΐς, που μένουν στην Αθήνα, ειδοποίησαν τους συγγενείς τους, ότι έρχεται η κυρία Μελά.
Κι έτσι όταν φτάσαμε στους Δουπιάκους, παραλίμνιο χωριό είδα
πολύν κόσμον που περίμενε να χαιρετήσει την κυρίαν Μελά.
Προσπάθησα να τούς διαψεύσω με κάθε τρόπο, αλλά δεν το πίστεψαν (…)»
«Καταλύσαμε στη Μητρόπολι. Την νύχτα, κατά τα μεσάνυχτα, βγήκαμε από τη Μητρόπολι, η κ. Μελά, οι δυό αδερφές μου κι εγώ και πήγαμε στον τάφο που ήταν στο απέναντι νεκροταφείο. Εκεί φαντάζεται καθένας τι σπαρακτικές σκηνές ξετυλίχτηκαν (…) »
Για δεύτερη φορά η Ναταλία ήρθε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία τον ’Απρίλιο του 1907, για να κάνει την ανακομιδή των λειψάνων του Παύλου και να ενώσει τη σεπτή κεφαλή του με το λοιπό σώμα.
Έφτασε πρώτα στη Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενήθηκε στη σχολή χειροτεχνημάτων «Ό Άγιος Παύλος», που η ίδια είχε ιδρύσει με τη θεία της Μαρία Δραγούμη στη μνήμη του ήρωα άντρα της.
Διευθύντρια εκεί ήταν η ’Αμαλία Οικονόμου και μαζί της αναχώρησαν για την Καστοριά.
Αν και είχε συμφωνηθεί να ταξειδέψουν μυστικά, η πληροφορία διέρρευσε κι από όπου περνούσαν έβγαιναν οι χωρικοί με δάκρυα στα μάτια να τις προϋπαντήσουν ψάλλοντας το τραγούδι του Παύλου Μελά.
Έσφιγγαν με δέος και συγκίνηση το χέρι της, ακτινοβολούσαν τα μάτια τους σεβασμό, αναπτέρωναν τις ελπίδες τους κι αντλούσαν νέο κουράγιο απ’ το δικό της κουράγιο.
‘Ιερή φρικίαση διαπερνούσε την Ναταλία στη θέα τούτων των εκδηλώσεων λατρείας και τιμής.
Ό Παύλος της ζούσε.
Ήταν ό Παύλος όλων.
Έγινε θρύλος.
Πέρασε στις καρδιές αυτών εδώ των ανθρώπων, έγινε φώς εθνικής ζωής, που σίγουρα θα διέλυε τα σκοτάδια της σκλαβιάς.
Ή θυσία του δεν πήγε χαμένη…
Στην Καστοριά δέχτηκε τις δυό γυναίκες, τις φιλοξένησε και φρόντισε για τα υπόλοιπα ό Γερμανός Καραβαγγέλης.
Μα καθώς γίνονταν η ανακομιδή, η Ναταλία για πρώτη φορά λύγισε.
Δεν μπόρεσε να άντέξει τον πόνο κι έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά της ’Αμαλίας Οικονόμου, που με στοργή και αγάπη τη συνέφερε.
Σαν τέλειωσαν όλα και τη ρώτησαν, αν επιθυμεί να πάρει τα οστά του Παύλου στην ’Αθήνα, απάντησε:
—Όχι! Ό άντρας μου θυσιάστηκε για τη Μακεδονία. Εδώ σκοτώθηκε και τούτη η γη ας κρατήσει τα οστά του σαν αρραβώνα μυστικό και άγιο με τη λευτεριά!…
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ναταλία έδωσε βαθύ περιεχόμενο στη ζωή της, αφοσιωμένη πάντα στην πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών, κι έγινε σύμβολο προσφοράς στην οικογένεια, την πατρίδα και τον άνθρωπο.
Προσωπικός της άθλος ήταν η δημιουργία στο Μοναστήρι, παρά το πρόσφατο βαρύτατο πένθος της, τον Νοέμβριο του 1904 της σχολής χειροτεχνημάτων ό «”Άγιος Παύλος», καθώς και η ίδρυση της παρόμοιας σχολής με το ίδιο όνομα -πού ήδη αναφέραμε στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1905 με διευθύντρια την ’Αμαλία Οικονόμου από το Σιδηρόκαστρο.
Οι δυό αυτές σχολές ήταν παραρτήματα των «Ελληνικών Βασιλικών Σχολών Χειροτεχνημάτων», που είχαν έδρα την ’Αθήνα.
Παρείχαν μόρφωση, προστασία και επαγγελματική αποκατάσταση σε ορφανά κορίτσια Μακεδονομάχων, ενώ συγχρόνως ήταν κέντρα διερχομένων και ανεφοδιασμού του Μακεδονικού Αγώνος.
’Αλλά και ποιός ζήτησε τη συμπαράσταση της Ναταλίας και δεν την έλαβε με απλοχεριά και αγάπη;
Όταν ό ’Επίσκοπος Δράμας Χρυσόστομος, μετέπειτα εθνομάρτυρας Σμύρνης, συνέλαβε την ιδέα να αποκρούσει στη μαρτυρική Δράμα τις ξένες προπαγάνδες ιδρύοντας εκεί μεγαλοπρεπέστατο ελληνικό διδακτήριο, σε οικόπεδο που είχε δωρίσει η Μαριγώ Άριτζίδου, στο πρόσωπο της Ναταλίας βρήκε τον μεγάλο ευεργέτη και υποστηρικτή.
Γιατί σε παρακλητικό έγγραφο, που απεύθυνε και σε άλλους επιφανείς Μακεδόνες των ’Αθηνών, η Παύλαινα απήντησε, ότι με χαρά αναλαμβάνει την δαπάνη του έργου.
Τη μελέτη και τα σχέδια κατήρτισε ό αρχιτέκτονας Γεώργιος Χατζημιχάλης, ό όποιος ήταν και μυστικά διορισμένος υπολοχαγός από το ελληνικό κεντρικό κομιτάτο.
Το κτίριο συμβολικά κατασκευάστηκε σε σχήμα Π από ευγνωμοσύνη προς τη μεγάλη ευεργέτιδα και για να τιμηθεί η μνήμη του ήρωα συζύγου της.
Τα εγκαίνια του σχολείου έγιναν το 1909 κι αποτελεί μέχρι σήμερα ένα πραγματικό μνημείο για τη Δράμα.
Την ίδρυση παρομοίου σχολείου χρηματοδότησε η Παύλαινα και στη Νέα Ζίχνη Σερρών, όπου έμελλε να φοιτήσει και ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Καραμανλής.
Ή Ναταλία χρόνια και χρόνια έπειτα πρωτοστατούσε σεμνά και αθόρυβα σε κάθε καλή προσπάθεια, που γίνονταν στη Μακεδονία.
Τόσο που θα χρειαζόταν αμέτρητες σελίδες για να καταγραφούν όλα τα καλά της έργα.
Καθ’ υπόδειξη της φίλης της Καλλιρόης Κοεμτζοπούλου, προέδρου του συλλόγου «’Αναγέννησις», χρηματοδότησε την ίδρυση στα Σέρβια ύφαντηρίου και παραρτήματος κέντρου ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Γιαυτό και οι σερβιώτισσες από ευγνωμοσύνη την ανακήρυξαν επίτιμο πρόεδρο της «Αναγεννήσεως».
Το ότι αυτή τόσο νέα στερήθηκε τον σύντροφό της και περιβλήθηκε τον βαρύτατο -για την εποχή εκείνη τίτλο της χήρας, όχι μόνο δεν σκλήρυνε την καρδιά της απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, αλλά την πλημμύρισε συμπόνια, τρυφερότητα προς τούς δυστυχισμένους και ανθρωπισμό.
Πόσο συγκινητικό δεν ήταν το ενδιαφέρον της να συνδράμει τις οικογένειες των Μακεδονομάχων κι η φροντίδα της να αποδοθεί επί τέλους ό πρέπων σεβασμός κι η έμπρακτη απόδειξη ευγνωμοσύνης της πατρίδας απέναντι στους επιζήσαντες απ’ αυτούς!…
Και σαν ήρθε η μεγάλη στιγμή να δικαιωθούν οι αγώνες και πάλι η Ναταλία βρέθηκε πρώτη στις επάλξεις του καθήκοντος.
Γιατί τον ’Οκτώβριο του 1912 μαζί με άλλες Ελληνίδες ακολούθησε σαν εθελόντρια αδελφή τον στρατό κατά την απελευθερωτική του εξόρμηση στη Μακεδονία κι έγινε θρύλος η στοργή της προς τον τραυματία στρατιώτη, η συμβολή της στην οργάνωση της φιλανθρωπίας, το ενδιαφέρον της για την πνευματική ανύψωση των πληθυσμών και ιδιαίτερα της Μακεδόνισσας.
Μα και στον μικρασιατικό πόλεμο πάλι η Παύλαινα στάθηκε πλάι στον στρατιώτη σαν μάννα.
Τον εμψύχωνε, τον φρόντιζε με στοργή και αγάπη και σαν τραυματίζονταν, τον συνόδευε στη Σμύρνη για περίθαλψη.
Ό εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Χρυσόστομος έβλεπε στο πρόσωπό της την ιδεωδέστερη συνεργάτιδα, την ενσάρκωση της αυταπαρνήσεως, την αδελφή του ελέους.
Λαμπρή υπήρξε και η κοινωνική προσφορά της Ναταλίας μέσα από φιλανθρωπικά, πνευματικά και πολιτιστικά σωματεία.
Μέλος του ΔΣ. του Π.Κ.Π.Α. από το 1914, συμπαραστάθηκε το 1927 και το 1930 την Εύα και τον ’Άγγελο Σικελιανό στην πραγμάτωση της Δελφικής ’Ιδέας, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ίδρυσε στην ’Αθήνα «Την Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» για την προστασία και διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Παράλληλα δημιουργική ήταν και η ενασχόλησή της με τα γράμματα.
Στα χρόνια του Μακεδονικού ’Αγώνος, η πέννα κι η γλωσσομάθειά της έγιναν όπλα εθνικά κι ακαταμάχητα.
Γιατί αρθρογραφώντας με ζέση σε ξένα περιοδικά και εφημερίδες διέλυε τα ψεύδη που διέσπειρε η βουλγαρική προπαγάνδα για να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη.
Κι ακόμα εκτός από τις εμπνευσμένες εισαγωγές, που δημοσίευσε στις εκδόσεις της «Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», μάς άφησε δυό σπουδαία έργα.
Την «Βατραχομυομαχία», μετάφραση από τα αρχαία στη νεοελληνική, και το ιστορικό ντοκουμέντο «Παύλος Μελάς», όπου πέρασε όλη την αλληλογραφία με τον ήρωα σύζυγό της φωτίζοντας σημαντικά αρκετές πτυχές του Μακεδονικού ’Αγώνος.
Ή Παύλαινα, θαλερή παρά τα 101 της χρόνια, ήρεμη γιατί έπετέλεσε προς κάθε κατεύθυνση στο ακέραιο το καθήκον της,
πλημμυρισμένη χριστιανική ταπεινοφροσύνη, πραότητα και γαλήνη αποχαιρέτησε τα εγκόσμια τον ’Ιούλιο του 1972.
Ή κόρη της Ζωή λίγα χρόνια αργότερα, εκπληρώνοντας τη στερνή της επιθυμία, εναπόθεσε τα λείψανά της πλάι στου Παύλου Μελά
στο βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά.
Έτσι τούς δυό συζύγους, που τόσο πρόωρα μα δοξασμένα χώρισε στη ζωή η αγάπη τους για τη Μακεδονία κι η λαχτάρα για τη λευτεριά της, τούς ενώνει τώρα η ελεύθερη Μακεδονική γη στην αιώνια ανάπαυσή τους.
Κωνσταντινα Παπαγεωργιου
Από το thesecretrealtruth
στο βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά.
Έτσι τούς δυό συζύγους, που τόσο πρόωρα μα δοξασμένα χώρισε στη ζωή η αγάπη τους για τη Μακεδονία κι η λαχτάρα για τη λευτεριά της, τούς ενώνει τώρα η ελεύθερη Μακεδονική γη στην αιώνια ανάπαυσή τους.
Κωνσταντινα Παπαγεωργιου
Από το thesecretrealtruth
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου