Γεωργίου Ζαραβέλα Θεολόγου ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Ο όρος "βασκανία" ορίζει το φθόνο, τη συκοφαντία, την κακολογία, αλλά και τη διά του βλέμματος επίδραση κάποιου σε άλλο πρόσωπο, κοινά ονομαζόμενη και ως μάτιασμα. Η λέξη προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό όρο βάσκανος και το ρήμα βασκαίνω, με την ίδια σημασία. Η περί βασκανίας πεποίθηση απαντάται τόσο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όσο και σε άλλες κοινωνίες, λαούς και εποχές.
Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και άλλες επιφανείς προσωπικότητες , ιδίως οι
: Δημόκριτος, Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Ηλιόδωρος, επιχείρησαν να εξετάσουν τη βασκανία από τη σκοπιά της ψυχολογίας. Ο ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος αναφέρει περιστατικό βασκανίας σε βοσκό. Οι Ρωμαίοι λάτρευαν μεταξύ των θεοτήτων τους και τη Cumina, η οποία είχε ως αποκλειστικό έργο την αποτροπή της βασκανίας. Ψήγματα των δοξασιών αυτών υπάρχουν και στη σύγχρονη εποχή, άλλοτε έκδηλα και άλλοτε καλυμμένα κάτω από το πρόσχημα της λαϊκής ευσέβειας.
Η Εκκλησία, σαφώς, δεν αποδέχεται τη βασκανία – μάτιασμα υπό τις ανωτέρω εκδοχές, αφού δεν αποτελεί έργο χριστιανικό, αλλά δαιμονική επιβουλή κατά του ανθρώπου και της δημιουργίας. Η βασκανία συνιστά δεισιδαιμονία, η οποία αποστρέφει τον άνθρωπο από την πίστη στην πρόνοια του Θεού και τον αιχμαλωτίζει σε έναν κυκεώνα μυστικιστικών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές, συμπεριλαμβανόμενες υπό τον γενικό τίτλο «ξεμάτιασμα», φαίνονται στα μάτια των καλόπιστων ως ευεργετικές, αλλά συνιστούν και εκείνες πλάνη, χειρότερη από την αρχική περί βασκανίας κακοδοξία.
Τα αγιογραφικά κείμενα σπάνια μιλούν για τη βασκανία. Οι παλαιοδιαθηκικές αναφορές είναι ελάχιστες και συνδέονται με την έννοια του φθόνου (Παροιμ. κγ’, 6, κη’ 22, Σοφ. Σειρ. ιδ’, 3). Η μοναδική περί βασκανίας αναφορά της Καινής
Διαθήκης απαντάται στην προς Γαλάτας παύλεια επιστολή, όπου ο Απόστολος των Εθνών διερωτάται ποιος φθόνησε την Εκκλησία της Γαλατίας για την πρόοδό των μελών της στην πίστη (Γαλ. γ’, 1).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ασχολούνται με το ζήτημα της βασκανίας και της γοητείας, χωρίς να την αποδέχονται, αλλά τη θεωρούν ως δαιμονική πλάνη, η οποία επιβουλεύεται τη σωτηρία του ανθρώπου, και ως αποτέλεσμα του φθόνου. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας χρησιμοποιεί στα έργα του τον όρο, υπό την έννοια του φθόνου, ενώ ο Μέγας Βασίλειος συνέγραψε λόγο «Περί φθόνου», στον οποίο αναφέρεται και στη βασκανία.
Στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας συντέθηκαν κατά καιρούς διάφορες ευχές κατά της βασκανίας, οι οποίες συν τω χρόνω εντάχθηκαν στα Ευχολόγια. Η επίσημη τελετουργική θέση της Εκκλησίας δεν προβάλλει την καταστολή της βασκανίας με ειδικές τελετές, όπως απαντάται σε άλλα θρησκεύματα και πολιτισμούς, αλλά με την υπέρ υγείας ευχή και προσευχή του πάσχοντος πιστού. Η προφύλαξη των πιστών από τη βασκανία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Η θέση αυτή εκφράζεται με την ειλικρινή μετοχή του χριστιανού στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και κυρίως το μυστήριο της μετάνοιας – εξομολόγησης, τη Θεία Ευχαριστία, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία και την άσκηση στην αρετή.
Η ύπαρξη διαφόρων λαϊκών ευχών, οι οποίες συντέθηκαν συγκριτικά με βάση αναφορές από τα λειτουργικά κείμενα, εξωεκκλησιαστικές πεποιθήσεις και λαϊκές δοξασίες, είναι απορριπτέες από την Εκκλησία. Οι ευχές αυτές, που συνήθως συνοδεύονται από μικρό τελετουργικό, όπως η ρίψη σταγόνων ελαίου ή κόκκων άλατος σε ποτήρι με νερό, η κυκλική μετακίνηση του πάσχοντα κ.α., είναι απλά εξωχριστιανικά κατάλοιπα, τα οποία ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα αποδίωξης του κακού, αλλά δεν ωφελούν πραγματικά τον πιστό.
Οι πρακτικές του εμπτυσμού ή της μούντζας είναι σίγουρα απαράδεκτες. Οι κινήσεις αυτές είναι άσχετες προς το σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, απαξιωτικές προς το κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένο τέλειο κτίσμα Του και δηλώνουν ασέβεια προς τον Θεό, ο οποίος γίνεται αισθητός στον άνθρωπο μέσα από την παρουσία του συνανθρώπου. Η θεώρηση του εμπτυσμού ως μεθόδου που αποτρέπει τη βασκανία βασίζεται στην πεποίθηση ότι προκαλείται αλλοίωση της τέλειας όψης του ανθρώπου, η οποία θα αποδιώξει τα ‘’κακά βλέμματα’’ και θα τον σώσει από τα αρνητικά αποτελέσματα του φθόνου και της κακολογίας. Ο εμπτυσμός, άλλωστε, συνδέεται τελετουργικά με την αποδίωξη των δαιμονικών δυνάμεων, την οποία δηλώνει ο προς το βάπτισμα προσερχόμενος ή ο ανάδοχός του, εφόσον ο πρώτος είναι βρέφος ή νήπιο.
Τα λειτουργικά Ευχολόγια περιλαμβάνουν σχετική ευχή, η οποία αναγιγνώσκεται αποκλειστικά από τον ιερέα. Η ευχή αυτή δέεται υπέρ της σωτηρίας και ανακούφισης του ανθρώπου από τη δαιμονική επήρεια, η οποία προκλήθηκε από το φθόνο και τη ζήλεια των συνανθρώπων του. Το έργο της ανάπεμψης αυτή της ευχής, όπως και όλων των άλλων ευχών του Μεγάλου Ευχολογίου, οφείλει να παραμένει στον κλήρο και να μην οικειοποιείται από λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, αφού μόνο ο επίσκοπος και δι’ εκείνου ο πρεσβύτερος έχουν το δικαίωμα να ιεροπρακτούν. Η ανάθεση σε λαϊκό να αναπέμψει ευχές κατά της βασκανίας δηλώνει, επίσης, έμμεσο, συνήθως ακούσιο, παραγκωνισμό του κλήρου και του υψηλού υπουργήματός του.
Η συνέργεια των λαϊκών στη περί βασκανίας προβληματική πρέπει να περιορίζεται στην προσευχή υπέρ του πάσχοντα αδελφού. Η προσευχή αυτή μπορεί να συνοδεύεται με την απαγγελία τροπαρίων αγίων ή και το κοινό σταύρωμα με συνημμένα τα τρία δάκτυλα της δεξιάς χείρας, ακριβώς όπως σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Κάθε άλλη πρακτική δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή, αφού δεν έχει εκκλησιαστικό έρεισμα, αντιβαίνει στην περί ιερωσύνης διδασκαλία της Εκκλησίας και δεν υπολογίζει ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτυγχάνεται μέσα από τη μυστηριακή ζωή του Σώματος του Χριστού.
Η ευχή περί βασκανίας δεν επέχει θέση «αντιβασκανικού εμβολίου», σύμφωνα με τον Ιω. Φουντούλη, ούτε είναι μαγική τελετουργία, η οποία αυτόματα θα θεραπεύσει τον πάσχοντα.
Ο λειτουργός πρέπει να είναι επιφυλακτικός σχετικά με ποιες περιπτώσεις πιστών πρέπει να αναγνωστεί η ευχή, αφού πρώτα συζητήσει μαζί τους και διαγνώσει ως ποιμένας ότι υπάρχει ζήτημα. Η άκριτη διασπορά της ευχής της βασκανίας, όπως και άλλων ευχών και αγιαστικών τελετών, τις καθιστά αναλώσιμο φάρμακο ταχείας και εύκαιρης δραστικότητας, διασύροντας και βεβηλώνοντας τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας, εξισώνοντάς τα με πράξεις μαγείας και δεισιδαιμονίας.
Καταλληλότερη θα ήταν η εποικοδομητική ενημέρωση των πιστών και η πνευματική καθοδήγησή τους στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με τρόπο πατρικό και ποιμαντικό.
Βιβλιογραφία:
Αρχιμανδρίτη Γ., Θεία Λατρεία και λαϊκά έθιμα, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη 2013.
Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία ΙΑ’ «Περί φθόνου», Migne PG 31, στ. 372B-385C.
Μπαμπινιώτη Γεω. Δ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρου Λεξικολογίας, Αθήνα 1998.
Μωραΐτη Δημ. Ν., «Βασκανία», ΘΗΕ, 3 (1963), στ. 734-735.
Φουντούλη Ιω. Μ., Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Β’, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2006.
ΠΗΓΗ
Από το proskynitis
Follow @tiniosΟ όρος "βασκανία" ορίζει το φθόνο, τη συκοφαντία, την κακολογία, αλλά και τη διά του βλέμματος επίδραση κάποιου σε άλλο πρόσωπο, κοινά ονομαζόμενη και ως μάτιασμα. Η λέξη προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό όρο βάσκανος και το ρήμα βασκαίνω, με την ίδια σημασία. Η περί βασκανίας πεποίθηση απαντάται τόσο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όσο και σε άλλες κοινωνίες, λαούς και εποχές.
Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και άλλες επιφανείς προσωπικότητες , ιδίως οι
: Δημόκριτος, Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Ηλιόδωρος, επιχείρησαν να εξετάσουν τη βασκανία από τη σκοπιά της ψυχολογίας. Ο ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος αναφέρει περιστατικό βασκανίας σε βοσκό. Οι Ρωμαίοι λάτρευαν μεταξύ των θεοτήτων τους και τη Cumina, η οποία είχε ως αποκλειστικό έργο την αποτροπή της βασκανίας. Ψήγματα των δοξασιών αυτών υπάρχουν και στη σύγχρονη εποχή, άλλοτε έκδηλα και άλλοτε καλυμμένα κάτω από το πρόσχημα της λαϊκής ευσέβειας.
Η Εκκλησία, σαφώς, δεν αποδέχεται τη βασκανία – μάτιασμα υπό τις ανωτέρω εκδοχές, αφού δεν αποτελεί έργο χριστιανικό, αλλά δαιμονική επιβουλή κατά του ανθρώπου και της δημιουργίας. Η βασκανία συνιστά δεισιδαιμονία, η οποία αποστρέφει τον άνθρωπο από την πίστη στην πρόνοια του Θεού και τον αιχμαλωτίζει σε έναν κυκεώνα μυστικιστικών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές, συμπεριλαμβανόμενες υπό τον γενικό τίτλο «ξεμάτιασμα», φαίνονται στα μάτια των καλόπιστων ως ευεργετικές, αλλά συνιστούν και εκείνες πλάνη, χειρότερη από την αρχική περί βασκανίας κακοδοξία.
Τα αγιογραφικά κείμενα σπάνια μιλούν για τη βασκανία. Οι παλαιοδιαθηκικές αναφορές είναι ελάχιστες και συνδέονται με την έννοια του φθόνου (Παροιμ. κγ’, 6, κη’ 22, Σοφ. Σειρ. ιδ’, 3). Η μοναδική περί βασκανίας αναφορά της Καινής
Διαθήκης απαντάται στην προς Γαλάτας παύλεια επιστολή, όπου ο Απόστολος των Εθνών διερωτάται ποιος φθόνησε την Εκκλησία της Γαλατίας για την πρόοδό των μελών της στην πίστη (Γαλ. γ’, 1).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ασχολούνται με το ζήτημα της βασκανίας και της γοητείας, χωρίς να την αποδέχονται, αλλά τη θεωρούν ως δαιμονική πλάνη, η οποία επιβουλεύεται τη σωτηρία του ανθρώπου, και ως αποτέλεσμα του φθόνου. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας χρησιμοποιεί στα έργα του τον όρο, υπό την έννοια του φθόνου, ενώ ο Μέγας Βασίλειος συνέγραψε λόγο «Περί φθόνου», στον οποίο αναφέρεται και στη βασκανία.
Στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας συντέθηκαν κατά καιρούς διάφορες ευχές κατά της βασκανίας, οι οποίες συν τω χρόνω εντάχθηκαν στα Ευχολόγια. Η επίσημη τελετουργική θέση της Εκκλησίας δεν προβάλλει την καταστολή της βασκανίας με ειδικές τελετές, όπως απαντάται σε άλλα θρησκεύματα και πολιτισμούς, αλλά με την υπέρ υγείας ευχή και προσευχή του πάσχοντος πιστού. Η προφύλαξη των πιστών από τη βασκανία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Η θέση αυτή εκφράζεται με την ειλικρινή μετοχή του χριστιανού στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και κυρίως το μυστήριο της μετάνοιας – εξομολόγησης, τη Θεία Ευχαριστία, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία και την άσκηση στην αρετή.
Η ύπαρξη διαφόρων λαϊκών ευχών, οι οποίες συντέθηκαν συγκριτικά με βάση αναφορές από τα λειτουργικά κείμενα, εξωεκκλησιαστικές πεποιθήσεις και λαϊκές δοξασίες, είναι απορριπτέες από την Εκκλησία. Οι ευχές αυτές, που συνήθως συνοδεύονται από μικρό τελετουργικό, όπως η ρίψη σταγόνων ελαίου ή κόκκων άλατος σε ποτήρι με νερό, η κυκλική μετακίνηση του πάσχοντα κ.α., είναι απλά εξωχριστιανικά κατάλοιπα, τα οποία ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα αποδίωξης του κακού, αλλά δεν ωφελούν πραγματικά τον πιστό.
Οι πρακτικές του εμπτυσμού ή της μούντζας είναι σίγουρα απαράδεκτες. Οι κινήσεις αυτές είναι άσχετες προς το σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, απαξιωτικές προς το κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένο τέλειο κτίσμα Του και δηλώνουν ασέβεια προς τον Θεό, ο οποίος γίνεται αισθητός στον άνθρωπο μέσα από την παρουσία του συνανθρώπου. Η θεώρηση του εμπτυσμού ως μεθόδου που αποτρέπει τη βασκανία βασίζεται στην πεποίθηση ότι προκαλείται αλλοίωση της τέλειας όψης του ανθρώπου, η οποία θα αποδιώξει τα ‘’κακά βλέμματα’’ και θα τον σώσει από τα αρνητικά αποτελέσματα του φθόνου και της κακολογίας. Ο εμπτυσμός, άλλωστε, συνδέεται τελετουργικά με την αποδίωξη των δαιμονικών δυνάμεων, την οποία δηλώνει ο προς το βάπτισμα προσερχόμενος ή ο ανάδοχός του, εφόσον ο πρώτος είναι βρέφος ή νήπιο.
Τα λειτουργικά Ευχολόγια περιλαμβάνουν σχετική ευχή, η οποία αναγιγνώσκεται αποκλειστικά από τον ιερέα. Η ευχή αυτή δέεται υπέρ της σωτηρίας και ανακούφισης του ανθρώπου από τη δαιμονική επήρεια, η οποία προκλήθηκε από το φθόνο και τη ζήλεια των συνανθρώπων του. Το έργο της ανάπεμψης αυτή της ευχής, όπως και όλων των άλλων ευχών του Μεγάλου Ευχολογίου, οφείλει να παραμένει στον κλήρο και να μην οικειοποιείται από λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, αφού μόνο ο επίσκοπος και δι’ εκείνου ο πρεσβύτερος έχουν το δικαίωμα να ιεροπρακτούν. Η ανάθεση σε λαϊκό να αναπέμψει ευχές κατά της βασκανίας δηλώνει, επίσης, έμμεσο, συνήθως ακούσιο, παραγκωνισμό του κλήρου και του υψηλού υπουργήματός του.
Η συνέργεια των λαϊκών στη περί βασκανίας προβληματική πρέπει να περιορίζεται στην προσευχή υπέρ του πάσχοντα αδελφού. Η προσευχή αυτή μπορεί να συνοδεύεται με την απαγγελία τροπαρίων αγίων ή και το κοινό σταύρωμα με συνημμένα τα τρία δάκτυλα της δεξιάς χείρας, ακριβώς όπως σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Κάθε άλλη πρακτική δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή, αφού δεν έχει εκκλησιαστικό έρεισμα, αντιβαίνει στην περί ιερωσύνης διδασκαλία της Εκκλησίας και δεν υπολογίζει ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτυγχάνεται μέσα από τη μυστηριακή ζωή του Σώματος του Χριστού.
Η ευχή περί βασκανίας δεν επέχει θέση «αντιβασκανικού εμβολίου», σύμφωνα με τον Ιω. Φουντούλη, ούτε είναι μαγική τελετουργία, η οποία αυτόματα θα θεραπεύσει τον πάσχοντα.
Ο λειτουργός πρέπει να είναι επιφυλακτικός σχετικά με ποιες περιπτώσεις πιστών πρέπει να αναγνωστεί η ευχή, αφού πρώτα συζητήσει μαζί τους και διαγνώσει ως ποιμένας ότι υπάρχει ζήτημα. Η άκριτη διασπορά της ευχής της βασκανίας, όπως και άλλων ευχών και αγιαστικών τελετών, τις καθιστά αναλώσιμο φάρμακο ταχείας και εύκαιρης δραστικότητας, διασύροντας και βεβηλώνοντας τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας, εξισώνοντάς τα με πράξεις μαγείας και δεισιδαιμονίας.
Καταλληλότερη θα ήταν η εποικοδομητική ενημέρωση των πιστών και η πνευματική καθοδήγησή τους στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με τρόπο πατρικό και ποιμαντικό.
Βιβλιογραφία:
Αρχιμανδρίτη Γ., Θεία Λατρεία και λαϊκά έθιμα, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη 2013.
Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία ΙΑ’ «Περί φθόνου», Migne PG 31, στ. 372B-385C.
Μπαμπινιώτη Γεω. Δ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρου Λεξικολογίας, Αθήνα 1998.
Μωραΐτη Δημ. Ν., «Βασκανία», ΘΗΕ, 3 (1963), στ. 734-735.
Φουντούλη Ιω. Μ., Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Β’, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2006.
ΠΗΓΗ
Από το proskynitis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου