Στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας γεννήθηκε το 1776 ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Άγνωστο έμεινε μέχρι σήμερα και το πατρογονικό του δέντρο και το κατά κόσμον όνομα του. Και νέος μπήκε στο χώρο της ιερωσύνης- μα δεν έγινε ένας απ’ τους συνηθισμένους ιερωμένους.
Ο μαρτυρικός θάνατος του συμπατριώτη του Ρήγα του ταρακούνησε όλη του την ύπαρξη, όπως ταρακουνά η ανεμοθύελλα το δέντρο. Η θυσία του Ρήγα κατέκλυσε κυριολεκτικά τη συνείδηση του. Και αυτό τον βοήθησε να ιδεί γρήγορα πως
ο προορισμός του ιερωμένου στην τουρκοκρατία δεν περιορίζεται στην άσκηση των ιερατικών καθηκόντων. Και χρησιμοποιούσε τον άμβωνα και ως ορμητήριο του υπόδουλου Γένους, απ’ όπου θα ξεκινούσε ο ζωογόνος άνεμος του μεγάλου Αγώνα.
Σωστή κιβωτός γεμάτη απαρασάλευτη πίστη και μεστός πατριωτικών φρονημάτων που του χάριζε η κατά καιρούς συντροφιά του με τον Θύμιο Παπαβλαχάβα και άλλους αρματολούς και κλέφτες, έγινε πρώτα ιερέας στην Τσαρίτσανη. Και ύστερα, με το τέλος του 1820, χειροτονιέται επίσκοπος Ρωγών (Αμβρακίας).
Γεμάτος αρετές, από κείνες που κοσμούν τους άξιους επισκόπους «νηφάλιος, σώφρων , φιλάνθρωπος, σοφός, διδακτικός, μη πάροινος, μη πλήκτης, μη αισχροκερδής- αλλ’ επιεικής, αφιλάργυρος, αντεχόμενος του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή», όπως γράφει ο βιογράφος του Ν. Αφεντάκης, ανέβηκε στο υψηλό αξίωμα του επισκόπου. Και γυρίζει σ’ όλα τ’ απόμακρα χωριά του Βάλτου και του Ξηρόμερου για να σπείρει το σπόρο του Ευαγγελίου, αλλά και να στρατολογήσει νέους άνδρες για τον Αγώνα.
Τα εχθρικά κανονιοστάσια ρίχνουν βροχή τις βόμπες στο Μεσολόγγι και ο επίσκοπος Ιωσήφ εκτελεί χωρίς διακοπή τα αρχιερατικά του καθήκοντα. Μαζί του και όλος ο κλήρος. Τον σταυρό Τον υψώνει στην Ωραία Πύλη και στους προμαχώνες και το ξίφος ζώνεται, όταν υπάρχει ανάγκη.
Ζει στο Μεσολόγγι ως ο φτωχότερος ίσως όλων των κατοίκων. Τα ρακένδυτα ιμάτια του είναι σε όλους η γνωστή μαρτυρία της μεγάλης του φτώχειας. Αλλά κανέναν δεν κατηγορεί γι’ αυτό και σε κανέναν δεν παραπονιέται. Μένει απ’ τα πρώτα βήματα του μέχρι την τελευτή του ο ταπεινός και φτωχός ιερέας του Χριστού. Και μόλις λίγο πριν απ’ το μαρτυρικό του θάνατο, η κυβέρνηση «πληροφορηθείσα τας απ’ αρχής προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του και τους ακάματους κόπους του εις την παρούσαν και τας προλαβούσας πολιορκίας του Μεσολογγίου, επαινούσα τον ένθερμον πατριωτισμόν και τα γενναία φρονήματα του επισκόπου Ιωσήφ, θα του χορηγήσει «διακόσια γρόσια μηνιαίως».
Ήρθε στο μεταξύ και ο Ιμπραήμ με τ’ ασκέρια του στο Μεσολόγγι. Η Ιερή Πόλη κλείστηκε στενότερα και οι βομβαρδισμοί έγιναν πιο επικίνδυνοι. Η μοίρα της αφρούρητης πόλης διαγραφόταν πια ζοφερή. Θα άρχιζε σε λίγο το ψυχομαχητό της. Μα οι κλεισμένοι δεν το βάζουν κάτω. Και ανάμεσα στους πρώτους που τους δίνει κουράγιο είναι ο επίσκοπος Ιωσήφ. Την ομόνοια και την ενότητα βλέπει σαν ασπίδα και ψυχή της άμυνας. Και εργάζεται νυχτόημερα συμβουλεύοντας και παρακινώντας, αλλά και πρωτοστατώντας στο κάθε τι καλό.
Μια απ’ τις εγκυκλίους του που διαβάστηκε σ’ όλες τις εκκλησιές της πόλης είναι και η παρακάτω:
«Ευλαβέστατοι ιερείς, εντόπιοι και ξένοι, ιερομόναχοι, μοναχοί, ευλογημένοι χριστιανοί της Θεοσώστου ταύτης πόλεως, χάρις είη πάσιν υμίν και ειρήνη από Θεού: παρ’ ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρησις!
Όλοι κοινώς γνωρίζετε ότι εις την κατάστασιν όπου είναι το φρούριόν μας, κατά το παρόν, δεν ημπορεί ν’ αντιπαραταχθή και ν’ ανθέξη εις πρώτην και μόνην ορμήν του εχθρού, όστις εδυναμώθη πολύ τώρα με τον ερχομόν των Αράβων και μολονότι όλον το στρατιωτικόν μας από μεγάλου έως μικρόν είναι πρόθυμον να πολεμήση και τώρα καθώς και προτήτερα, με πατριωτισμόν μέγαν, δια το σεσαθρωμένον φρούριόν μας, έχει υποψίαν μην εισχώρηση ο εχθρός από κανέν των κρημνισθέντων μερών του φρουρίου, και έσται η εσχάτη πλάνη χειρών της πρώτης. «Όθεν ως αρχιερεύς ταπεινός, οπού ευρέθην εδώ και κινδύνευσα μαζί σας, ως το ηξεύρετε, κατά το χρέος σας συμβουλεύω, αύριον, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, οι μεν ιερείς, ιερομόναχοι και μοναχοί να συνταχθήτε εις την κατοικίαν μου, δια να πηγαίνωμεν εις την μεγάλην τάμπιαν, οι δε Πρόκριτοι, εντόπιοι και ξένοι, με όλον τον λαόν, χωρίς να φροντίσουν καφέδες και ρακία, να τρέξουν εις την ιδίαν τάμπιαν με όλην την προθυμίαν, ο μεν με τσαπίο, ο δε με φτυάρι, και άλλος με καλάθι, όποιος έχει, και να δουλεύσωμεν όλοι με πατριωτισμόν καθώς και άλλοτε, διορθώνοντας αυτήν την τάμπιαν, ή την άλλην κρημνισμένην, δια να ιδή το στρατιωτικόν μας και την από μέρους μας δυνατήν προθυμίαν και δούλευσιν, και διπλασιάση τον πατριωτισμόν και ηρωισμόν του, όστις θέλει μας απαλλάξει και από τούτον τον κίνδυνον, ως και από πολλούς άλλους, με την δύναμιν του τιμίου και ζωοποιού σταυρού.
Αν όμως δεν ακούσετε την αρχιερατικήν συμβουλήν μου, και μερικοί πηγαίνουν μεν εις την τάμπιαν χωρίς όρεξιν, ως εις αγγαρείαν, άλλοι δε κρυφθούν εις τα σπίτια των και άλλοι πηγαίνουν εις ιδικά των ιντερέσια, μηδέν λογιζόμενοι τον προφανή της Πατρίδος κίνδυνον, εκείνους οπού άκουσαν την συμβουλήν μου ο Θεός να ευλόγηση αυτούς τε και τας οικογένειας των, εκείνους δε οπού κάμουν παρακοήν και δεν πηγαίνουν εις την μεγάλην τάμπιαν, ευθύς μετά την λειτουργίαν, τους καταρώμαι εκ βάθους ψυχής αυτούς και τας οικογενείας των – εκτός γερόντων, γραιών, γυναικών αδυνάτων, παρθένων και ανηλίκων παίδων – ως αναξίους της ελπιζομένης ελευθερίας και αναίσθητους της περιστάσεως αυτής της φρικώδους.
Ακούσατε, λοιπόν, άπαντες την συμβουλήν μου την Αρχιερατικήν, δια να λάβητε ευλογίαν και όχι κατάραν, να λάβητε τον έπαινον παρά των ανθρώπων.
1825 Δεκεμβρίου 19, Μεσολόγγιον
Ο Ρωγών Ιωσήφ και εν Χριστώ ευχέτης πάντων υμών».
Κόντευε το Μεσολόγγι να φτάσει στις τελευταίες του μέρες και ο σεπτός ιεράρχης Ιωσήφ στις δικές του. Το Βασιλάδι, ο Ντολμάς, και το Αιτωλικό, προγεφυρώματα του Μεσολογγίου, έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Και ο Ιμπραήμ στέλνει νέους ανθρώπους του στη φρουρά και της προτείνει να παραδοθεί. Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχοντες ρωτούν τον επίσκοπο Ιωσήφ, τι να κάμουν. Και κείνος τους απαντά:
«Θάνατον (προτιμείστε) με τα όπλα ανά χείρας».
Και οι αρχηγοί απάντησαν στον Ιμπραήμ:
«Αποθνήσκομεν, αλλά δεν προσκυνούμεν. Οχτώ χιλιάδες αιματοβαμμένα άρματα δεν παραδίδονται. Θα γίνη ό,τι απεφάσισεν ο Θεός, τον οποίον δεν ηξεύρετε ούτε η υψηλότης σας, ούτε εμείς».
Η πείνα όμως και η φρίκη οργιάζει. «Οι στρατιώται αυθαδίαζαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόμον» και την μαγείρευαν, γράφει ο Κασομούλης. Και συνεχίζει ο ίδιος: «Άλογα δεν είχαν μείνει άλλα παρά εν άτι, του στρατηγού Γεωργάκη Κίτζιου, ο περίφημος Αλαμπάτζιας, κι εν σαμαριάρικον, το οποίον είχε ο Ν. Στορνάρης… Αρχίσαμεν τις πικραλήθρες, χορτάρι της θαλάσσης- το βράζαμεν πέντε φορές, έως ότου έβγαινεν η πικράδα και ετρώγαμεν με ξίδιν ωσάν σαλάτα, αλλά και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο. Εδόθηκαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτο ευτυχής όστις εδύνατο να
πιάση έναν. Βατράχους δενείχαμεν, κατά δυστυχίαν…».
Και ο Ιωσήφ «με μεγάλην καρτερίαν και γενναιότητα υπέφερεν όλα της πολιορκίας τα δεινά, χάριν του Μεσολογγίου και της πατρίδος». Βασανίζεται από την πείνα αλλά δε λυγίζει.
Κρατώντας στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό, τρέχει «με τη ρακώδη ενδυμασίαν του, εμψυχώνων και παρήγορων άπασαν την εν Μεσολογγίω φρουράν, και εν γένει τους εν εσχάτη πολιορκίαν διαμένοντας».
Και μόνο όταν η δρεπάνη του λιμού και των νόσων εθέριζε νυχτόημερα τους κλεισμένους και μόνον όταν, όπως γράφει ο Τρικούπης, «οι πολιορκούμενοι ρακοφορούντες, τετραχηλισμένοι, αυχμηροί και υπό της πείνης και της κακουχίας κατασκελετευμένοι, δισδιάγνωστοι και φασματώδεις… έπιπταν κατά γης λιποθυμούντες, ασθενείς και τραυματίαι, εστερούντο πάσης θεραπείας, πτώματα έκειντο εν τοις οδοίς και οι ζώντες ανάπνεαν την αποφοράν των» και κάθε ελπίδα βοηθείας χάθηκε, ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Δείτε περισσότερα στο proskynitis
Follow @tiniosΟ μαρτυρικός θάνατος του συμπατριώτη του Ρήγα του ταρακούνησε όλη του την ύπαρξη, όπως ταρακουνά η ανεμοθύελλα το δέντρο. Η θυσία του Ρήγα κατέκλυσε κυριολεκτικά τη συνείδηση του. Και αυτό τον βοήθησε να ιδεί γρήγορα πως
ο προορισμός του ιερωμένου στην τουρκοκρατία δεν περιορίζεται στην άσκηση των ιερατικών καθηκόντων. Και χρησιμοποιούσε τον άμβωνα και ως ορμητήριο του υπόδουλου Γένους, απ’ όπου θα ξεκινούσε ο ζωογόνος άνεμος του μεγάλου Αγώνα.
Σωστή κιβωτός γεμάτη απαρασάλευτη πίστη και μεστός πατριωτικών φρονημάτων που του χάριζε η κατά καιρούς συντροφιά του με τον Θύμιο Παπαβλαχάβα και άλλους αρματολούς και κλέφτες, έγινε πρώτα ιερέας στην Τσαρίτσανη. Και ύστερα, με το τέλος του 1820, χειροτονιέται επίσκοπος Ρωγών (Αμβρακίας).
Γεμάτος αρετές, από κείνες που κοσμούν τους άξιους επισκόπους «νηφάλιος, σώφρων , φιλάνθρωπος, σοφός, διδακτικός, μη πάροινος, μη πλήκτης, μη αισχροκερδής- αλλ’ επιεικής, αφιλάργυρος, αντεχόμενος του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή», όπως γράφει ο βιογράφος του Ν. Αφεντάκης, ανέβηκε στο υψηλό αξίωμα του επισκόπου. Και γυρίζει σ’ όλα τ’ απόμακρα χωριά του Βάλτου και του Ξηρόμερου για να σπείρει το σπόρο του Ευαγγελίου, αλλά και να στρατολογήσει νέους άνδρες για τον Αγώνα.
Τα εχθρικά κανονιοστάσια ρίχνουν βροχή τις βόμπες στο Μεσολόγγι και ο επίσκοπος Ιωσήφ εκτελεί χωρίς διακοπή τα αρχιερατικά του καθήκοντα. Μαζί του και όλος ο κλήρος. Τον σταυρό Τον υψώνει στην Ωραία Πύλη και στους προμαχώνες και το ξίφος ζώνεται, όταν υπάρχει ανάγκη.
Ζει στο Μεσολόγγι ως ο φτωχότερος ίσως όλων των κατοίκων. Τα ρακένδυτα ιμάτια του είναι σε όλους η γνωστή μαρτυρία της μεγάλης του φτώχειας. Αλλά κανέναν δεν κατηγορεί γι’ αυτό και σε κανέναν δεν παραπονιέται. Μένει απ’ τα πρώτα βήματα του μέχρι την τελευτή του ο ταπεινός και φτωχός ιερέας του Χριστού. Και μόλις λίγο πριν απ’ το μαρτυρικό του θάνατο, η κυβέρνηση «πληροφορηθείσα τας απ’ αρχής προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του και τους ακάματους κόπους του εις την παρούσαν και τας προλαβούσας πολιορκίας του Μεσολογγίου, επαινούσα τον ένθερμον πατριωτισμόν και τα γενναία φρονήματα του επισκόπου Ιωσήφ, θα του χορηγήσει «διακόσια γρόσια μηνιαίως».
Ήρθε στο μεταξύ και ο Ιμπραήμ με τ’ ασκέρια του στο Μεσολόγγι. Η Ιερή Πόλη κλείστηκε στενότερα και οι βομβαρδισμοί έγιναν πιο επικίνδυνοι. Η μοίρα της αφρούρητης πόλης διαγραφόταν πια ζοφερή. Θα άρχιζε σε λίγο το ψυχομαχητό της. Μα οι κλεισμένοι δεν το βάζουν κάτω. Και ανάμεσα στους πρώτους που τους δίνει κουράγιο είναι ο επίσκοπος Ιωσήφ. Την ομόνοια και την ενότητα βλέπει σαν ασπίδα και ψυχή της άμυνας. Και εργάζεται νυχτόημερα συμβουλεύοντας και παρακινώντας, αλλά και πρωτοστατώντας στο κάθε τι καλό.
Μια απ’ τις εγκυκλίους του που διαβάστηκε σ’ όλες τις εκκλησιές της πόλης είναι και η παρακάτω:
«Ευλαβέστατοι ιερείς, εντόπιοι και ξένοι, ιερομόναχοι, μοναχοί, ευλογημένοι χριστιανοί της Θεοσώστου ταύτης πόλεως, χάρις είη πάσιν υμίν και ειρήνη από Θεού: παρ’ ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρησις!
Όλοι κοινώς γνωρίζετε ότι εις την κατάστασιν όπου είναι το φρούριόν μας, κατά το παρόν, δεν ημπορεί ν’ αντιπαραταχθή και ν’ ανθέξη εις πρώτην και μόνην ορμήν του εχθρού, όστις εδυναμώθη πολύ τώρα με τον ερχομόν των Αράβων και μολονότι όλον το στρατιωτικόν μας από μεγάλου έως μικρόν είναι πρόθυμον να πολεμήση και τώρα καθώς και προτήτερα, με πατριωτισμόν μέγαν, δια το σεσαθρωμένον φρούριόν μας, έχει υποψίαν μην εισχώρηση ο εχθρός από κανέν των κρημνισθέντων μερών του φρουρίου, και έσται η εσχάτη πλάνη χειρών της πρώτης. «Όθεν ως αρχιερεύς ταπεινός, οπού ευρέθην εδώ και κινδύνευσα μαζί σας, ως το ηξεύρετε, κατά το χρέος σας συμβουλεύω, αύριον, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, οι μεν ιερείς, ιερομόναχοι και μοναχοί να συνταχθήτε εις την κατοικίαν μου, δια να πηγαίνωμεν εις την μεγάλην τάμπιαν, οι δε Πρόκριτοι, εντόπιοι και ξένοι, με όλον τον λαόν, χωρίς να φροντίσουν καφέδες και ρακία, να τρέξουν εις την ιδίαν τάμπιαν με όλην την προθυμίαν, ο μεν με τσαπίο, ο δε με φτυάρι, και άλλος με καλάθι, όποιος έχει, και να δουλεύσωμεν όλοι με πατριωτισμόν καθώς και άλλοτε, διορθώνοντας αυτήν την τάμπιαν, ή την άλλην κρημνισμένην, δια να ιδή το στρατιωτικόν μας και την από μέρους μας δυνατήν προθυμίαν και δούλευσιν, και διπλασιάση τον πατριωτισμόν και ηρωισμόν του, όστις θέλει μας απαλλάξει και από τούτον τον κίνδυνον, ως και από πολλούς άλλους, με την δύναμιν του τιμίου και ζωοποιού σταυρού.
Αν όμως δεν ακούσετε την αρχιερατικήν συμβουλήν μου, και μερικοί πηγαίνουν μεν εις την τάμπιαν χωρίς όρεξιν, ως εις αγγαρείαν, άλλοι δε κρυφθούν εις τα σπίτια των και άλλοι πηγαίνουν εις ιδικά των ιντερέσια, μηδέν λογιζόμενοι τον προφανή της Πατρίδος κίνδυνον, εκείνους οπού άκουσαν την συμβουλήν μου ο Θεός να ευλόγηση αυτούς τε και τας οικογένειας των, εκείνους δε οπού κάμουν παρακοήν και δεν πηγαίνουν εις την μεγάλην τάμπιαν, ευθύς μετά την λειτουργίαν, τους καταρώμαι εκ βάθους ψυχής αυτούς και τας οικογενείας των – εκτός γερόντων, γραιών, γυναικών αδυνάτων, παρθένων και ανηλίκων παίδων – ως αναξίους της ελπιζομένης ελευθερίας και αναίσθητους της περιστάσεως αυτής της φρικώδους.
Ακούσατε, λοιπόν, άπαντες την συμβουλήν μου την Αρχιερατικήν, δια να λάβητε ευλογίαν και όχι κατάραν, να λάβητε τον έπαινον παρά των ανθρώπων.
1825 Δεκεμβρίου 19, Μεσολόγγιον
Ο Ρωγών Ιωσήφ και εν Χριστώ ευχέτης πάντων υμών».
Κόντευε το Μεσολόγγι να φτάσει στις τελευταίες του μέρες και ο σεπτός ιεράρχης Ιωσήφ στις δικές του. Το Βασιλάδι, ο Ντολμάς, και το Αιτωλικό, προγεφυρώματα του Μεσολογγίου, έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Και ο Ιμπραήμ στέλνει νέους ανθρώπους του στη φρουρά και της προτείνει να παραδοθεί. Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχοντες ρωτούν τον επίσκοπο Ιωσήφ, τι να κάμουν. Και κείνος τους απαντά:
«Θάνατον (προτιμείστε) με τα όπλα ανά χείρας».
Και οι αρχηγοί απάντησαν στον Ιμπραήμ:
«Αποθνήσκομεν, αλλά δεν προσκυνούμεν. Οχτώ χιλιάδες αιματοβαμμένα άρματα δεν παραδίδονται. Θα γίνη ό,τι απεφάσισεν ο Θεός, τον οποίον δεν ηξεύρετε ούτε η υψηλότης σας, ούτε εμείς».
Η πείνα όμως και η φρίκη οργιάζει. «Οι στρατιώται αυθαδίαζαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόμον» και την μαγείρευαν, γράφει ο Κασομούλης. Και συνεχίζει ο ίδιος: «Άλογα δεν είχαν μείνει άλλα παρά εν άτι, του στρατηγού Γεωργάκη Κίτζιου, ο περίφημος Αλαμπάτζιας, κι εν σαμαριάρικον, το οποίον είχε ο Ν. Στορνάρης… Αρχίσαμεν τις πικραλήθρες, χορτάρι της θαλάσσης- το βράζαμεν πέντε φορές, έως ότου έβγαινεν η πικράδα και ετρώγαμεν με ξίδιν ωσάν σαλάτα, αλλά και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο. Εδόθηκαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτο ευτυχής όστις εδύνατο να
πιάση έναν. Βατράχους δενείχαμεν, κατά δυστυχίαν…».
Και ο Ιωσήφ «με μεγάλην καρτερίαν και γενναιότητα υπέφερεν όλα της πολιορκίας τα δεινά, χάριν του Μεσολογγίου και της πατρίδος». Βασανίζεται από την πείνα αλλά δε λυγίζει.
Κρατώντας στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό, τρέχει «με τη ρακώδη ενδυμασίαν του, εμψυχώνων και παρήγορων άπασαν την εν Μεσολογγίω φρουράν, και εν γένει τους εν εσχάτη πολιορκίαν διαμένοντας».
Και μόνο όταν η δρεπάνη του λιμού και των νόσων εθέριζε νυχτόημερα τους κλεισμένους και μόνον όταν, όπως γράφει ο Τρικούπης, «οι πολιορκούμενοι ρακοφορούντες, τετραχηλισμένοι, αυχμηροί και υπό της πείνης και της κακουχίας κατασκελετευμένοι, δισδιάγνωστοι και φασματώδεις… έπιπταν κατά γης λιποθυμούντες, ασθενείς και τραυματίαι, εστερούντο πάσης θεραπείας, πτώματα έκειντο εν τοις οδοίς και οι ζώντες ανάπνεαν την αποφοράν των» και κάθε ελπίδα βοηθείας χάθηκε, ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Δείτε περισσότερα στο proskynitis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου