Επιστέγασμα των μέτρων αυτών του Πορθητή υπήρξε η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής διοίκησης και του Πατριαρχείου. Άλλωστε, σύμφωνα με το Κοράνι, οι μουσουλμάνοι έπρεπε να κρατούν στάση ανοχής απέναντι στους λαούς της Βίβλου, δηλαδή τους Εβραίους και τους χριστιανούς. Έτσι ο Μωάμεθ φρόντισε για την πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου, που ήταν κενός από το 1451. Πού να φανταζόμασταν, λοιπόν, ότι σήμερα, εν σωτηρίω έτει 2019, 566 χρόνια αργότερα, η ελληνική πολιτεία,
αντί να λαμβάνει μέτρα υπέρ της Εκκλησίας, κάνει τα πάντα για να την διαχωρίσει από το Κράτος!..
ΕΑΝ ανοίξει κάποιος μία τυχαία εγκυκλοπαίδεια, θα διαβάσει μερικά πράγματα που είναι πολύ χρήσιμα στον αναγνώστη. Ας γίνουμε, όμως, κοινωνοί αυτών των μηνυμάτων και θα επανέλθουμε:
"Η βυζαντινή πρωτεύουσα παρουσίαζε αμέσως μετά την άλωση την εικόνα έρημης πόλης. Ο Μωάμεθ, ο πορθητής σουλτάνος, θέλησε να την επαναφέρει στους προηγούμενους ρυθμούς της παίρνοντας μέτρα για τον επανοικισμό της. Κάλεσε όσους κρύβονταν ή είχαν καταφύγει στα γύρω χωριά να επιστρέψουν, βεβαιώνοντάς τους ότι θα ήταν ασφαλείς. Απελευθέρωσε επίσης αρκετούς αιχμαλώτους και υποσχέθηκε φορολογική ατέλεια για ορισμένα χρόνια. Το μέτρο της φορολογικής ατέλειας και η απόδοση ή η παραχώρηση σπιτιών σ’ όσους επέστρεφαν, έφερε αποτέλεσμα. Σε μικρό χρονικό διάστημα Έλληνες και Τούρκοι, αλλά και Εβραίοι και άλλοι αποτέλεσαν το νέο πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, που άρχισε μια νέα μορφή ζωής ως πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επιστέγασμα των μέτρων αυτών του Πορθητή υπήρξε η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής διοίκησης και του Πατριαρχείου. Άλλωστε, σύμφωνα με το Κοράνι, οι μουσουλμάνοι έπρεπε να κρατούν στάση ανοχής απέναντι στους λαούς της Βίβλου, δηλαδή τους Εβραίους και τους χριστιανούς. Έτσι ο Μωάμεθ φρόντισε για την πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου, που ήταν κενός από το 1451.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1454 μια σύνοδος επισκόπων, που συγκροτήθηκε με εντολή του σουλτάνου, εξέλεξε πρώτο πατριάρχη μετά την άλωση το Γεώργιο Σχολάριο, που είχε διακριθεί για τους αγώνες του εναντίον της ένωσης των Εκκλησιών. Στην Εκκλησία αναγνωρίστηκε και δικαστική εξουσία, αρχικά για διαφορές χριστιανών σχετικές με την τήρηση εκκλησιαστικών νόμων και αργότερα και για υποθέσεις αστικού δικαίου (διαζύγια, επιτροπεία και κηδεμονία ανηλίκων, κτηματικές διαφορές, οικονομικές δοσοληψίες κ.ά.). Το συνοδικό δικαστήριο των μητροπόλεων, και, φυσικά, του Πατριαρχείου, μπορούσε να εκδικάζει διαφορές μεταξύ λαϊκών και κληρικών και όχι σπάνια μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, όταν οι τελευταίοι έκαναν καταγγελίες στον πατριάρχη. Μπορούσε επίσης η Εκκλησία να επιβάλλει φορολογία όχι μόνο σε κληρικούς αλλά και σε λαϊκούς για την αντιμετώπιση αναγκών της Εκκλησίας ή για την κάλυψη ποσού που έπρεπε να συγκεντρωθεί για οποιονδήποτε λόγο. Ωστόσο, σ’ όλο τη μακραίωνη διαδρομή της υποδούλωσης, ο ελληνικός λαός δεν έμεινε εντελώς αβοήθητος και ακαθοδήγητος. Συσπειρώθηκε στα πλαίσια που όριζαν η Εκκλησία και η Κοινότητα, δύο θεσμοί τους οποίους ο κατακτητής δεν τους εξαφάνισε, γιατί θέλησε να τους χρησιμοποιήσει ως όργανα που θα τον διευκόλυναν να διοικήσει τα εκατομμύρια των υποταγμένων. Περιοριστικά μέτρα κατά των ελληνικών πληθυσμών είχαν πάρει αρχικά και οι Βενετοί, στα λιμάνια-φρούρια και στα νησιά του ελληνικού χώρου που κατείχαν. Τα μέτρα αυτά σταδιακά χαλάρωσαν, γεγονός που οφειλόταν στην οικονομική και στρατιωτική κάμψη της Βενετικής δημοκρατίας αλλά και στην εξοικείωση των Βενετών με το ελληνικό περιβάλλον καθώς και στην αντιμετώπιση των Τούρκων ως κοινών εχθρών, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των βενετοτουρκικών πολέμων.
Στην παραχώρηση προνομίων προς την Εκκλησία ώθησαν το σουλτάνο και πολιτικοί λόγοι, καθώς η αναγνώριση του Πατριαρχείου και η εκχώρηση σ’ αυτό ορισμένων προνομίων και αρμοδιοτήτων έδινε στους κατακτητές τη δυνατότητα να διοικούν με μεγαλύτερη ευχέρεια τα εκατομμύρια των υπόδουλων χριστιανών: ο πατριάρχης γινόταν «εθνάρχης» και αποτελούσε την ανώτατη πολιτική, και όχι μόνο θρησκευτική, αρχή των ορθόδοξων χριστιανών, τους οποίους εκπροσωπούσε και για τους οποίους ήταν, κατά κάποιο τρόπο, υπεύθυνος απέναντι στο σουλτάνο. Εξάλλου, η διοικητική ιεραρχία της ορθοδοξίας, με το δίκτυο των μητροπόλεων, των αρχιεπισκοπών, των μοναστηριών, αποτελούσε οργανισμό χρήσιμο για τη διοίκηση των υποταγμένων. Από την άλλη η Εκκλησία αποτέλεσε ανάχωμα στον κίνδυνο του εξισλαμισμού και αναδείχτηκε σε «λιμάνι» σωτηρίας των χριστιανών. Κι ακόμη, το γεγονός ότι οι υπόδουλοι βρέθηκαν μετά το 1453 με κάποια οργανωμένη δικαστική εξουσία και δε χρειαζόταν να καταφεύγουν για τις διαφορές τους στα τουρκικά δικαστήρια, είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη διατήρηση της συνοχής τους.
«Προνόμια», τέλος, παραχωρήθηκαν από τους, για διάφορους λόγους, και σε ορισμένες περιοχές του κατακτημένου χώρου Ανάμεσά τους στη Χίο, παραγωγό της μαστίχας (απαλλαγή από παιδομάζωμα, οικονομικά προνόμια), στις Κυκλάδες (μείωση φορολογίας ή απαλλαγή, μορφή αυτονομίας), στην Αθήνα, στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής κ.α.
αντί να λαμβάνει μέτρα υπέρ της Εκκλησίας, κάνει τα πάντα για να την διαχωρίσει από το Κράτος!..
ΕΑΝ ανοίξει κάποιος μία τυχαία εγκυκλοπαίδεια, θα διαβάσει μερικά πράγματα που είναι πολύ χρήσιμα στον αναγνώστη. Ας γίνουμε, όμως, κοινωνοί αυτών των μηνυμάτων και θα επανέλθουμε:
"Η βυζαντινή πρωτεύουσα παρουσίαζε αμέσως μετά την άλωση την εικόνα έρημης πόλης. Ο Μωάμεθ, ο πορθητής σουλτάνος, θέλησε να την επαναφέρει στους προηγούμενους ρυθμούς της παίρνοντας μέτρα για τον επανοικισμό της. Κάλεσε όσους κρύβονταν ή είχαν καταφύγει στα γύρω χωριά να επιστρέψουν, βεβαιώνοντάς τους ότι θα ήταν ασφαλείς. Απελευθέρωσε επίσης αρκετούς αιχμαλώτους και υποσχέθηκε φορολογική ατέλεια για ορισμένα χρόνια. Το μέτρο της φορολογικής ατέλειας και η απόδοση ή η παραχώρηση σπιτιών σ’ όσους επέστρεφαν, έφερε αποτέλεσμα. Σε μικρό χρονικό διάστημα Έλληνες και Τούρκοι, αλλά και Εβραίοι και άλλοι αποτέλεσαν το νέο πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, που άρχισε μια νέα μορφή ζωής ως πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επιστέγασμα των μέτρων αυτών του Πορθητή υπήρξε η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής διοίκησης και του Πατριαρχείου. Άλλωστε, σύμφωνα με το Κοράνι, οι μουσουλμάνοι έπρεπε να κρατούν στάση ανοχής απέναντι στους λαούς της Βίβλου, δηλαδή τους Εβραίους και τους χριστιανούς. Έτσι ο Μωάμεθ φρόντισε για την πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου, που ήταν κενός από το 1451.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1454 μια σύνοδος επισκόπων, που συγκροτήθηκε με εντολή του σουλτάνου, εξέλεξε πρώτο πατριάρχη μετά την άλωση το Γεώργιο Σχολάριο, που είχε διακριθεί για τους αγώνες του εναντίον της ένωσης των Εκκλησιών. Στην Εκκλησία αναγνωρίστηκε και δικαστική εξουσία, αρχικά για διαφορές χριστιανών σχετικές με την τήρηση εκκλησιαστικών νόμων και αργότερα και για υποθέσεις αστικού δικαίου (διαζύγια, επιτροπεία και κηδεμονία ανηλίκων, κτηματικές διαφορές, οικονομικές δοσοληψίες κ.ά.). Το συνοδικό δικαστήριο των μητροπόλεων, και, φυσικά, του Πατριαρχείου, μπορούσε να εκδικάζει διαφορές μεταξύ λαϊκών και κληρικών και όχι σπάνια μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, όταν οι τελευταίοι έκαναν καταγγελίες στον πατριάρχη. Μπορούσε επίσης η Εκκλησία να επιβάλλει φορολογία όχι μόνο σε κληρικούς αλλά και σε λαϊκούς για την αντιμετώπιση αναγκών της Εκκλησίας ή για την κάλυψη ποσού που έπρεπε να συγκεντρωθεί για οποιονδήποτε λόγο. Ωστόσο, σ’ όλο τη μακραίωνη διαδρομή της υποδούλωσης, ο ελληνικός λαός δεν έμεινε εντελώς αβοήθητος και ακαθοδήγητος. Συσπειρώθηκε στα πλαίσια που όριζαν η Εκκλησία και η Κοινότητα, δύο θεσμοί τους οποίους ο κατακτητής δεν τους εξαφάνισε, γιατί θέλησε να τους χρησιμοποιήσει ως όργανα που θα τον διευκόλυναν να διοικήσει τα εκατομμύρια των υποταγμένων. Περιοριστικά μέτρα κατά των ελληνικών πληθυσμών είχαν πάρει αρχικά και οι Βενετοί, στα λιμάνια-φρούρια και στα νησιά του ελληνικού χώρου που κατείχαν. Τα μέτρα αυτά σταδιακά χαλάρωσαν, γεγονός που οφειλόταν στην οικονομική και στρατιωτική κάμψη της Βενετικής δημοκρατίας αλλά και στην εξοικείωση των Βενετών με το ελληνικό περιβάλλον καθώς και στην αντιμετώπιση των Τούρκων ως κοινών εχθρών, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των βενετοτουρκικών πολέμων.
Στην παραχώρηση προνομίων προς την Εκκλησία ώθησαν το σουλτάνο και πολιτικοί λόγοι, καθώς η αναγνώριση του Πατριαρχείου και η εκχώρηση σ’ αυτό ορισμένων προνομίων και αρμοδιοτήτων έδινε στους κατακτητές τη δυνατότητα να διοικούν με μεγαλύτερη ευχέρεια τα εκατομμύρια των υπόδουλων χριστιανών: ο πατριάρχης γινόταν «εθνάρχης» και αποτελούσε την ανώτατη πολιτική, και όχι μόνο θρησκευτική, αρχή των ορθόδοξων χριστιανών, τους οποίους εκπροσωπούσε και για τους οποίους ήταν, κατά κάποιο τρόπο, υπεύθυνος απέναντι στο σουλτάνο. Εξάλλου, η διοικητική ιεραρχία της ορθοδοξίας, με το δίκτυο των μητροπόλεων, των αρχιεπισκοπών, των μοναστηριών, αποτελούσε οργανισμό χρήσιμο για τη διοίκηση των υποταγμένων. Από την άλλη η Εκκλησία αποτέλεσε ανάχωμα στον κίνδυνο του εξισλαμισμού και αναδείχτηκε σε «λιμάνι» σωτηρίας των χριστιανών. Κι ακόμη, το γεγονός ότι οι υπόδουλοι βρέθηκαν μετά το 1453 με κάποια οργανωμένη δικαστική εξουσία και δε χρειαζόταν να καταφεύγουν για τις διαφορές τους στα τουρκικά δικαστήρια, είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη διατήρηση της συνοχής τους.
«Προνόμια», τέλος, παραχωρήθηκαν από τους, για διάφορους λόγους, και σε ορισμένες περιοχές του κατακτημένου χώρου Ανάμεσά τους στη Χίο, παραγωγό της μαστίχας (απαλλαγή από παιδομάζωμα, οικονομικά προνόμια), στις Κυκλάδες (μείωση φορολογίας ή απαλλαγή, μορφή αυτονομίας), στην Αθήνα, στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής κ.α.
Μετά την άλωση ο Μωάμεθ Β’ φρόντισε να συγκεντρώσει στην ερημωμένη Κωνσταντινούπολη πληθυσμό και πρόσφερε ευνοϊκούς όρους για την εγκατάστασή του. Έτσι η ζωή ξανάρχισε και πάλι στην πρωτεύουσα των σουλτάνων, ενώ ένα νέο αρχιτεκτονικό στοιχείο, οι μιναρέδες των τζαμιών, προστέθηκε στην εμφάνισή της…» (1)
Πού να φανταζόμασταν, λοιπόν, ότι σήμερα, εν σωτηρίω έτει 2019, 566 χρόνια αργότερα, η ελληνική πολιτεία, αντί να λαμβάνει μέτρα υπέρ της Εκκλησίας, κάνει τα πάντα για να την διαχωρίσει από το Κράτος!..
Με σεβασμό και τιμή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου