Ο Έντουαρντ Μπάρνετ Τάιλορ (Edward Burnett Tylor, 2 Οκτωβρίου 1832 – 2 Ιανουαρίου 1917) ήταν Άγγλος ανθρωπολόγος, ο οποίος επινόησε τον όρο ανιμισμός* (η πίστη στην ατομική ψυχή ή anima όλων των πραγμάτων, ακόμη και των δέντρων και των βουνών), τον οποίο θεώρησε ως πρώτη φάση της εξέλιξης των θρησκειών.
Οι θέσεις του Βρετανού στην καταγωγή Ε. Μπ. Τέιλορ θεωρούνται η
πεμπτουσία του πολιτισμικού εξελικτισμού.
Σε έργα του όπως το Πρωτόγονος πολιτισμός και το Ανθρωπολογία ο Τέιλορ άρχισε να δημιουργεί το εννοιολογικό πλαίσιο της επιστημονικής σπουδής της ανθρωπολογίας, στηριζόμενος -και αναπτύσσοντας ταυτόχρονα- στις εξελικτικές θεωρίες του Δαρβίνου.
Πίστευε ότι η κοινωνία και η θρησκεία, αναπτύχθηκαν για μια λειτουργική αιτία και ότι αυτή η αιτία ήταν καθολική.
Πέρασε το μεγαλύτερο τμήμα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
* Με τον όρο ανιμισμός (από το λατινικό animus που σημαίνει ψυχή) στη θρησκειολογία και την ανθρωπολογία εννοείται η αρχέγονη ανθρώπινη θρησκεία, η οποία θεμελιώνεται στην πεποίθηση της ύπαρξης πνευματικών υπάρξεων που εμψυχώνουν κάθε μορφή και εκδήλωση του φυσικού κόσμου.
Πρόκειται για την αρχαιότερη λατρευτική πρακτική της ανθρωπότητας και τα χαρακτηριστικά της απαντώνται σε γηγενείς πολιτισμούς. Η βάση του ανιμισμού είναι η άποψη ότι υπάρχει ένα πνευματικό βασίλειο το οποίο μοιράζονται οι άνθρωποι με το σύμπαν. Η θεμελιώδης άποψη ότι οι άνθρωποι, τα φυτά, τα ζώα και τα ουράνια σώματα κατέχουν πνεύμα ανεξάρτητο από τη φυσική ύπαρξη είναι κεντρική στον Ανιμισμό.
Ο Μπάρνετ Τέιλορ στο έργο του Πρωτόγονος Πολιτισμός (Primitive Culture, 1871) όρισε τον ανιμισμό «ως γενική πίστη στις πνευματικές υπάρξεις» και την όρισε ως «ελάχιστο ορισμό της θρησκείας».
Για τον Taylor ανιμισμός είναι η πίστη του «πρωτόγονου» ανθρώπου σε ψυχές που εμψυχώνουν τη φύση. Ο Taylor διατύπωσε τον ανιμισμό ως μια θεωρία επί εθνολογικής και κοινωνικής βάσης για την προέλευση της θρησκείας. Θεώρησε ότι όλες οι θρησκείες από την απλούστερη έως την πλέον σύνθετη μοιράζονται κάποιου είδους ανιμιστικές πεποιθήσεις.
Κατά την άποψή του, ως πρωτόγονοι πολιτισμοί ορίζονται εκείνοι που δε διαθέτουν γραπτή παράδοση και πιστεύουν ότι πνεύματα ή ψυχές έδωσαν ζωή στις ανθρώπινες και τις υπόλοιπες υπάρξεις του φυσικού κόσμου. Ο Taylor χρησιμοποίησε τη θεωρία της εξέλιξης για να παρουσιάσει το πως η θρησκεία αποτελεί σταδιακή εξέλιξη από τον Ανιμισμό, ότι δηλαδή ο Ανιμισμός είναι η αρχαιότερη φάση της θρησκείας. Από αυτή την πίστη ο «πρωτόγονος» οδηγήθηκε ύστερα στην προγονολατρεία και στην πίστη της μετεμψύχωσης, και από εκεί στην πίστη σε θεούς. Από την πίστη σε θεούς οδηγούμαστε στον πολυθεϊσμό, κι έπειτα στον μονοθεϊσμό.
Παρ’ όλ’ αυτά η θεωρία του δεν ευσταθεί, καθώς η αντίληψη της ψυχής εκφράζει έναν μεταγενέστερο πολιτισμό, ο οποίος δεν μπορεί να είναι η πηγή της θρησκείας. Με άλλα λόγια για να βρούμε την πηγή της θρησκείας πρέπει να βρούμε την πρωτογενή αδιαφοροποίητη κοινωνία, η οποία δεν μπορεί να είναι μια κοινωνία που έχει αναπτύξει θεωρία περί ψυχών.
Σημειώνεται ότι παλαιότερα ο όρος αυτός αποδόθηκε στη ελληνική ως «ψυχολατρεία», ή «ψυχοκρατία», με βάση τη λατινική λέξη animus, anima που σημαίνει ψυχή. Πλην όμως ο εξελληνισμός αυτός δεν επικράτησε.
Οι θέσεις του Βρετανού στην καταγωγή Ε. Μπ. Τέιλορ θεωρούνται η
πεμπτουσία του πολιτισμικού εξελικτισμού.
Σε έργα του όπως το Πρωτόγονος πολιτισμός και το Ανθρωπολογία ο Τέιλορ άρχισε να δημιουργεί το εννοιολογικό πλαίσιο της επιστημονικής σπουδής της ανθρωπολογίας, στηριζόμενος -και αναπτύσσοντας ταυτόχρονα- στις εξελικτικές θεωρίες του Δαρβίνου.
Πίστευε ότι η κοινωνία και η θρησκεία, αναπτύχθηκαν για μια λειτουργική αιτία και ότι αυτή η αιτία ήταν καθολική.
Πέρασε το μεγαλύτερο τμήμα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
* Με τον όρο ανιμισμός (από το λατινικό animus που σημαίνει ψυχή) στη θρησκειολογία και την ανθρωπολογία εννοείται η αρχέγονη ανθρώπινη θρησκεία, η οποία θεμελιώνεται στην πεποίθηση της ύπαρξης πνευματικών υπάρξεων που εμψυχώνουν κάθε μορφή και εκδήλωση του φυσικού κόσμου.
Πρόκειται για την αρχαιότερη λατρευτική πρακτική της ανθρωπότητας και τα χαρακτηριστικά της απαντώνται σε γηγενείς πολιτισμούς. Η βάση του ανιμισμού είναι η άποψη ότι υπάρχει ένα πνευματικό βασίλειο το οποίο μοιράζονται οι άνθρωποι με το σύμπαν. Η θεμελιώδης άποψη ότι οι άνθρωποι, τα φυτά, τα ζώα και τα ουράνια σώματα κατέχουν πνεύμα ανεξάρτητο από τη φυσική ύπαρξη είναι κεντρική στον Ανιμισμό.
Ο Μπάρνετ Τέιλορ στο έργο του Πρωτόγονος Πολιτισμός (Primitive Culture, 1871) όρισε τον ανιμισμό «ως γενική πίστη στις πνευματικές υπάρξεις» και την όρισε ως «ελάχιστο ορισμό της θρησκείας».
Για τον Taylor ανιμισμός είναι η πίστη του «πρωτόγονου» ανθρώπου σε ψυχές που εμψυχώνουν τη φύση. Ο Taylor διατύπωσε τον ανιμισμό ως μια θεωρία επί εθνολογικής και κοινωνικής βάσης για την προέλευση της θρησκείας. Θεώρησε ότι όλες οι θρησκείες από την απλούστερη έως την πλέον σύνθετη μοιράζονται κάποιου είδους ανιμιστικές πεποιθήσεις.
Κατά την άποψή του, ως πρωτόγονοι πολιτισμοί ορίζονται εκείνοι που δε διαθέτουν γραπτή παράδοση και πιστεύουν ότι πνεύματα ή ψυχές έδωσαν ζωή στις ανθρώπινες και τις υπόλοιπες υπάρξεις του φυσικού κόσμου. Ο Taylor χρησιμοποίησε τη θεωρία της εξέλιξης για να παρουσιάσει το πως η θρησκεία αποτελεί σταδιακή εξέλιξη από τον Ανιμισμό, ότι δηλαδή ο Ανιμισμός είναι η αρχαιότερη φάση της θρησκείας. Από αυτή την πίστη ο «πρωτόγονος» οδηγήθηκε ύστερα στην προγονολατρεία και στην πίστη της μετεμψύχωσης, και από εκεί στην πίστη σε θεούς. Από την πίστη σε θεούς οδηγούμαστε στον πολυθεϊσμό, κι έπειτα στον μονοθεϊσμό.
Παρ’ όλ’ αυτά η θεωρία του δεν ευσταθεί, καθώς η αντίληψη της ψυχής εκφράζει έναν μεταγενέστερο πολιτισμό, ο οποίος δεν μπορεί να είναι η πηγή της θρησκείας. Με άλλα λόγια για να βρούμε την πηγή της θρησκείας πρέπει να βρούμε την πρωτογενή αδιαφοροποίητη κοινωνία, η οποία δεν μπορεί να είναι μια κοινωνία που έχει αναπτύξει θεωρία περί ψυχών.
Σημειώνεται ότι παλαιότερα ο όρος αυτός αποδόθηκε στη ελληνική ως «ψυχολατρεία», ή «ψυχοκρατία», με βάση τη λατινική λέξη animus, anima που σημαίνει ψυχή. Πλην όμως ο εξελληνισμός αυτός δεν επικράτησε.
Έργα
Anahuac (1861)
Researches into the Early History of Mankind (1865) – (Έρευνες στην πρώιμη ιστορία της ανθρωπότητας)
Primitive Culture (1871) – (Πρωτόγονος πολιτισμός)
Anthropology (1881) – (Ανθρωπολογία)
Από το olympia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου