Η νοτιοδυτική άκρη της Ιρλανδίας, με τα ατελείωτα φιόρδ, μοιάζει σαν χέρι, που με ανοιχτά τα δάχτυλα, απλώνεται βαθιά στον Ατλαντικό Ωκεανό. Πρόβατα βόσκουν στα πράσινα λιβάδια της, που διακόπτονται από βαλτώδεις εκτάσεις. Πέτρινοι τοίχοι, σκεπασμένοι από λογής-λογής φυτά, χωρίζουν τη γη σε τετράγωνους αγρούς κάτω από την πυκνή ομίχλη.
Στους λόφους και στα χαμηλά βουνά της Ιρλανδίας υπάρχουν υπόγεια
σπήλαια, αλλά και διάσπαρτα χαλάσματα από πύργους παλιούς και αλλοτινά αγέρωχα κτίσματα, ενώ όρθιες πελώριες πέτρες με παράδοξες επιγραφές ορθώνονται μέσα στη μελαγχολική ερημιά.
Ένας βράχος με προϊστορικές επιγραφές
Αυτό το αμέτρητο πλήθος των προϊστορικών μνημείων είναι σίγουρα μια από τις αφορμές, που οι Ιρλανδοί είναι ο πιο ευφάνταστος λαός της Ευρώπης και ο πιο δεισιδαίμων. Τρύπες καταμεσής των δρόμων, που έχουν σχήμα μισοφέγγαρου, θεωρούνται τα πατήματα της πολύτιμης αγελάδας ενός Αγίου, που έζησε πριν από χίλια χρόνια. Μάλιστα, το ασκητήριο εκείνου του Αγίου χτίστηκε κατά τον 14ο ή 15ο αιώνα και, καθώς φαίνεται, ήταν ο πύργος κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας.
Όταν ο δάσκαλος του χωριού έδειξε στη συντάκτρια του άρθρου, γνωστή Γερμανίδα εξερευνήτρια, Gulla Pfeffer, τον “φούρνο” του εν λόγω Αγίου, που επί της ουσίας ήταν η είσοδος μιας θολωτής σπηλιάς, τη ρώτησε:
Gulla Pfeffer
-Θα τολμούσατε να μπείτε εδώ τη νύχτα;
-Γιατί όχι; αντιτάχθηκε η Gulla Pfeffer.
-Η σπηλιά του Αγίου δεν είναι ασφαλής. Κανένας απ’ το χωριό δε θα τολμούσε να μπει. Είναι γεμάτη από βρυκόλακες! αποκρίθηκε ο δάσκαλος.
Το 1936, ο πληθυσμός του Ballydavid στη βορειοδυτική Ιρλανδία αποτελούνταν από αγρότες, οι οποίοι, όταν είχαν καιρό, πήγαιναν για ψάρεμα. Ήταν ένα μείγμα από Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, ένα κράμα λογικής και δεισιδαιμονίας, πραγματικότητας και μύθων.
Ballydavid, Ιρλανδία
Η Gulla συνομίλησε με κάποιον νέο, έξυπνο και μορφωμένο Ιρλανδό, που είχε ζήσει και μερικά χρόνια στην Αμερική, ο οποίος της είπε με μεγάλη φυσικότητα πως ο παππούς του είχε ζήσει αρκετό καιρό με μια… νεράιδα της θάλασσας! Μάλιστα, της έφερε να γνωρίσει έναν ηλικιωμένο, που ήταν φίλος του παππού του. Εκείνος της διηγήθηκε την εξής ιστορία:
Η νεράιδα με την ουρά ψαριού καθόταν σ’ έναν βράχο στην παραλία κοντά στις βάρκες, όταν την είδε ο παππούς του νεαρού Ιρλανδού. Μαγεμένος από την ομορφιά της, πήγε σιγά-σιγά πίσω της και της τράβηξε το πέπλο του φορούσε. Αυτό την υποχρέωσε να τον ακολουθήσει πειθήνια και η ουρά της μεταμορφώθηκε ευθύς σε δυο ανθρώπινα πόδια. Ο γέρος επέμενε πως είχε δει πολλές φορές εκείνη τη νεράιδα στο σπίτι του παππού. Καθόταν πάντοτε ήσυχη και σιωπηλή πλάι στη φωτιά.
Στην αρχή, οι άνθρωποι του χωριού δεν εμπιστεύονταν την ξένη. Μα, έπειτα, τη συνήθισαν. Ακόμα κι ο παπάς δεν είχε καμιά αντίρρηση, αν και, σαν υπερφυσική ύπαρξη που ήταν, δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Όμως, μια Κυριακή, ενώ ο παππούς και όλοι οι χωρικοί ήταν στη λειτουργία, η νεράιδα έγινε άφαντη. Φαίνεται πως ξαναβρήκε το πέπλο της, που μόνο αυτό της έδινε τη δύναμη να επιστρέψει πίσω στης θάλασσας τα βάθη.
Επίσης, οι Ιρλανδοί, ακόμα και σε περιόδους μεγάλου λιμού, δεν κατανάλωσαν ποτέ τους χέλια. Προτιμούσαν να πεθάνουν από ασιτία, παρά να φάνε αυτά τα ψάρια, που πίστευαν ότι ήταν τα καλά πνεύματα που τους έστελνε ο Θεός, για να τους προστατέψει.
Η Ιρλανδή χωρική, με άχυρα και άλλα μαγικά, προστατεύει την ανέμη της από την επιδρομή των νεράιδων
Στους λόφους και στα χαμηλά βουνά της Ιρλανδίας υπάρχουν υπόγεια
σπήλαια, αλλά και διάσπαρτα χαλάσματα από πύργους παλιούς και αλλοτινά αγέρωχα κτίσματα, ενώ όρθιες πελώριες πέτρες με παράδοξες επιγραφές ορθώνονται μέσα στη μελαγχολική ερημιά.
Ένας βράχος με προϊστορικές επιγραφές
Αυτό το αμέτρητο πλήθος των προϊστορικών μνημείων είναι σίγουρα μια από τις αφορμές, που οι Ιρλανδοί είναι ο πιο ευφάνταστος λαός της Ευρώπης και ο πιο δεισιδαίμων. Τρύπες καταμεσής των δρόμων, που έχουν σχήμα μισοφέγγαρου, θεωρούνται τα πατήματα της πολύτιμης αγελάδας ενός Αγίου, που έζησε πριν από χίλια χρόνια. Μάλιστα, το ασκητήριο εκείνου του Αγίου χτίστηκε κατά τον 14ο ή 15ο αιώνα και, καθώς φαίνεται, ήταν ο πύργος κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας.
Όταν ο δάσκαλος του χωριού έδειξε στη συντάκτρια του άρθρου, γνωστή Γερμανίδα εξερευνήτρια, Gulla Pfeffer, τον “φούρνο” του εν λόγω Αγίου, που επί της ουσίας ήταν η είσοδος μιας θολωτής σπηλιάς, τη ρώτησε:
Gulla Pfeffer
-Θα τολμούσατε να μπείτε εδώ τη νύχτα;
-Γιατί όχι; αντιτάχθηκε η Gulla Pfeffer.
-Η σπηλιά του Αγίου δεν είναι ασφαλής. Κανένας απ’ το χωριό δε θα τολμούσε να μπει. Είναι γεμάτη από βρυκόλακες! αποκρίθηκε ο δάσκαλος.
Το 1936, ο πληθυσμός του Ballydavid στη βορειοδυτική Ιρλανδία αποτελούνταν από αγρότες, οι οποίοι, όταν είχαν καιρό, πήγαιναν για ψάρεμα. Ήταν ένα μείγμα από Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, ένα κράμα λογικής και δεισιδαιμονίας, πραγματικότητας και μύθων.
Ballydavid, Ιρλανδία
Η Gulla συνομίλησε με κάποιον νέο, έξυπνο και μορφωμένο Ιρλανδό, που είχε ζήσει και μερικά χρόνια στην Αμερική, ο οποίος της είπε με μεγάλη φυσικότητα πως ο παππούς του είχε ζήσει αρκετό καιρό με μια… νεράιδα της θάλασσας! Μάλιστα, της έφερε να γνωρίσει έναν ηλικιωμένο, που ήταν φίλος του παππού του. Εκείνος της διηγήθηκε την εξής ιστορία:
Η νεράιδα με την ουρά ψαριού καθόταν σ’ έναν βράχο στην παραλία κοντά στις βάρκες, όταν την είδε ο παππούς του νεαρού Ιρλανδού. Μαγεμένος από την ομορφιά της, πήγε σιγά-σιγά πίσω της και της τράβηξε το πέπλο του φορούσε. Αυτό την υποχρέωσε να τον ακολουθήσει πειθήνια και η ουρά της μεταμορφώθηκε ευθύς σε δυο ανθρώπινα πόδια. Ο γέρος επέμενε πως είχε δει πολλές φορές εκείνη τη νεράιδα στο σπίτι του παππού. Καθόταν πάντοτε ήσυχη και σιωπηλή πλάι στη φωτιά.
Στην αρχή, οι άνθρωποι του χωριού δεν εμπιστεύονταν την ξένη. Μα, έπειτα, τη συνήθισαν. Ακόμα κι ο παπάς δεν είχε καμιά αντίρρηση, αν και, σαν υπερφυσική ύπαρξη που ήταν, δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Όμως, μια Κυριακή, ενώ ο παππούς και όλοι οι χωρικοί ήταν στη λειτουργία, η νεράιδα έγινε άφαντη. Φαίνεται πως ξαναβρήκε το πέπλο της, που μόνο αυτό της έδινε τη δύναμη να επιστρέψει πίσω στης θάλασσας τα βάθη.
Επίσης, οι Ιρλανδοί, ακόμα και σε περιόδους μεγάλου λιμού, δεν κατανάλωσαν ποτέ τους χέλια. Προτιμούσαν να πεθάνουν από ασιτία, παρά να φάνε αυτά τα ψάρια, που πίστευαν ότι ήταν τα καλά πνεύματα που τους έστελνε ο Θεός, για να τους προστατέψει.
Η Ιρλανδή χωρική, με άχυρα και άλλα μαγικά, προστατεύει την ανέμη της από την επιδρομή των νεράιδων
Κάθε λιθάρι της Ιρλανδίας κρύβει κι από έναν μύθο, ένα θρύλο, μια δοξασία, που στα μάτια των υπόλοιπων Ευρωπαίων φαντάζουν ανοησίες, αλλά, καταπώς φαίνεται, η φαντασία είναι ο δικός τους τρόπος να αντιλαμβάνονται τη ζωή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 07/04/1936…
Από το strangepress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου