Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας – Το Κάστρο του Ρίου (Μέρος Β)…

Τα παλιά και λησμονημένα κάστρα της Ελλάδας έχουν τη δική τους περίεργη και συνάμα ενδιαφέρουσα ιστορία, που ελάχιστοι Έλληνες τη γνωρίζουν.
Το Μπούρτζι, το Παλαμήδι, το Κάστρο της Καλαμάτας, του Άργους και ένα σωρό άλλα, συνδέονται με τους ωραιότερους θρύλους και τις αιματηρότερες παραδόσεις, που άκουσε επί τόπου ο έγκριτος συγγραφέας και δημοσιογράφος της
εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, Χρήστος Αγγελομάτης, ο οποίος επιμελήθηκε την ιστορία των “Στοιχειωμένων Κάστρων της Ελλάδας”.
Χρήστος Αγγελομάτης (1903 – 1979)

Πρώτο, λοιπόν, στη σειρά έρχεται το Κάστρο του Ρίου, που παλαιότερα χρησίμευε ως φυλακή των βαρυποινιτών. Τα τείχη του, οι επάλξεις του, οι προμαχώνες του συνδέονται με συγκλονιστικές ιστορίες, όπως η ιστορία του Πύργου του Αράπη, για την οποία ήδη ξεκινήσαμε να την ξετυλίγουμε στο προηγούμενο άρθρο μας.
Ο πύργος αυτός ήταν ένα τρομακτικό απομονωμένο κτίσμα, μέσα στα άλλα κτίσματα του κάστρου, στον οποίο για να εισέλθει κάποιος, θα έπρεπε να συρθεί στα γόνατα. Στον Πύργο του Αράπη ζούσε, κατά τους θρύλους, ένα αόρατο πλάσμα, ένα θανατερό στοιχειό, που εξαφάνιζε κάθε άνθρωπο, που θα τολμούσε να παραβιάσει το άσυλό του. Και ήταν, πράγματι, πολλοί εκείνοι, τους οποίους εξαφάνισε και ανάμεσά τους μια κοπέλα είκοσι χρόνων, την ιστορία της οποίας αφηγήθηκε, εντός του πύργου, στον Χρήστο Αγγελομάτη, ένας γέρος τσομπάνος. Ο υπέργηρος αυτός Πελοποννήσιος, αφού ζωγράφισε την ομορφιά της κοπέλας με τα πλέον φωτεινά χρώματα, συνέχισε τη μοναδική ιστορία του.
Στους τοίχους του ολοστρόγγυλου πύργου, η φλόγα του κεριού εξακολουθούσε να γράφει τα πιο παράξενα σχήματα, την ώρα που τρεμουλιάρικη και βαριά η φωνή του γέρου βοσκού δεν έπαυε, μέσα στη σιγαλιά, να λέει την ιστορία της εύμορφης κοπέλας, που θάρρεψε να μπει στον πύργο, για να μην ξαναβγεί ποτέ της.

Τα μάτια της αλλόκοτης αυτής ομήγυρις, του δημοσιογράφου, των συνεργατών του και του τσομπάνη δηλαδή, είχαν πια συνηθίσει στο μισοσκόταδο και δεν έμενε καμιά λεπτομέρεια, που να μην τη διακρίνουν πλέον. Οι πελώριες τετράγωνες πέτρες ήταν τόσο καλά συνταιριασμένες, που ούτε έστω και μια αχτίδα του ήλιου δεν εισέβαλε ποτέ εκεί μέσα. Στην οροφή, ένας σιδερένιος κρίκος χρησίμευε για να κρεμιέται το φανάρι, ώστε να εξορίζει το σκοτάδι και την αγριάδα των δέσμιων ψυχών. Δύο άλλοι κρίκοι, οι οποίοι κρέμονταν χαμηλότερα, είχαν άλλη χρήση, καταραμένη. Σ’ αυτούς δένονταν οι δυστυχισμένοι κατάδικοι ή οι αιχμάλωτοι, προτού τουφεκιστούν. Ποιος μπορεί να ξέρει την πικρή τους ιστορία;

Ο γέρος βοσκός συνέχιζε να αφηγείται:
Εδώ κοντά ζούσε ένας αφέντης, πλούσιος όσο και ο βασιλιάς που εξουσίαζε τον τόπο και καλός, όσο και οι Μοίρες που μας παραστέκουν, όταν γεννιόμαστε. Κανέναν δεν είχε άλλον στον κόσμο, εκτός από τη μονάκριβη κόρη του, την Αρετή και γι’ αυτήν θα μπορούσε και την ψυχή του να δώσει ακόμα, για να μην πέσει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της καταγής.
Ο τσομπάνος στάθηκε για λίγο αμίλητος. Η φαντασία του θα του έφερνε σίγουρα στα μάτια την εικόνα της όμορφης Αρετής, όπως του τη ζωγράφισαν άλλοι και τα βλέμματα όλων ταυτοχρόνως καρφώθηκαν πάνω στο γυναικείο πάτημα, απομεινάρι χρόνων ολάκερων, ολόγυρα από το οποίο κάθονταν μουδιασμένοι και το κοίταζαν άφωνοι και σκεπτικοί. Ήταν ένα τόσο δα μικρούλικο πάτημα και από αυτό μπορούσε εύκολα ο καθένας τους να φανταστεί το λεπτό πόδι της ωραιότατης κόρης, που δεν ξαναείδε το φως του ήλιου και δε χάρηκε ποτέ τη νιότη της.
Ο Πύργος του Αράπη, στο Κάστρο του Ρίου, το 1932

Όλη η συντροφιά κατακλύστηκε από το δέος, που νιώθει κανείς μέσα στα παλιά κάστρα, αλλά ακόμη περισσότερο στον ζοφερό Πύργο του Αράπη, όπου δεν μπορούσε να δει κανείς τίποτε άλλο πέρα από τα τεράστια αγκωνάρια των τοίχων, τους τρεις σκουριασμένους σιδερένιους κρίκους και τον γέρο τσομπάνο, που, ωχρός και τρεμάμενος, εξακολουθούσε να λέει συνεπαρμένος την ιστορία του. Το ανοιχτό πουκάμισο της φουστανέλας που φορούσε, άφηνε να φαίνεται ο δυνατός του θώρακας και από τον σκούφο του έπεφταν πυκνά στον τράχηλό του τα κάτασπρα μακριά μαλλιά του. Τα μάτια του, που είχαν αποτραβηχτεί μέσα στις κόγχες τους με το πέρασμα των χρόνων, εξέπεμπαν, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, περίεργες αναλαμπές, ενώ τα δάχτυλα των χεριών του χώνονταν άτσαλα και νευρικά στο σιλέφι του, τη δερμάτινη ζώνη του, που συγκρατούσε τη φουστανέλα του. Οι λέξεις του έπεφταν βαριά, μια-μια μέσα στη σιγή και ηχολογούσαν αλλόκοτα:

Μα, αν ο γέρος αφέντης αγαπούσε την κόρη του κι αυτή, με τη σειρά της, αγαπούσε ένα παλικάρι. Ο έρωτας δεν κατέχει χρόνια και εμπόδια. Αγαπούσε ένα φτωχό τσομπανόπουλο, που έβοσκε τα πρόβατά του γύρω από το αρχοντικό του πατέρα της και που ερχόταν καμιά φορά και μέσα στα υποστατικά του. Πώς κατόρθωσαν να συναντώνται, πώς πρωτομίλησαν, κανείς δεν το ξεύρει. Όμως, η αλήθεια είναι ότι βλέπονταν τακτικά και κάποτε έφτασαν και ως το κάστρο, που τότε το είχαν πια εγκαταλείψει οι Βενετσιάνοι. Δεν έμενε άνθρωπος σ’ αυτό και όταν πλησίασαν και πέρασαν την τάφρο από το γεφύρι, που σήμερα είναι καταγκρεμισμένο, βρέθηκαν μέσα στα τείχη του και περιπλανιόνταν βουβοί από θαυμασμό. Έφτασαν, τέλος, και στον Πύργο του Αράπη και τότε, σκέφτηκαν ότι μέσα σ’ αυτόν θα μπορούσαν να έχουν ένα ασφαλισμένο καταφύγιο για τον απαγορευμένο έρωτά τους. Εκείνη την περίοδο ακόμα, τα χώματα δεν είχαν αποκλείσει την υψηλή του είσοδο και δεν χρειαζόταν να συρθούν στα γόνατα, για να τρυπώσουν. Μα, αίφνης κατάλαβαν πως η ώρα ήταν περασμένη και αποφάσισαν την επόμενη φορά που θα αντάμωναν, θα συζητούσαν πώς θα προστάτευαν την αγάπη τους μέσα στην απομόνωση και στη σιγή του πύργου.

Ο τσομπάνος σώπασε και πάλι. Πλησίαζε να πει πώς χάθηκε η όμορφη κοπέλα, μα ένας ελαφρύς τρόμος έκανε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει γοργά και τα χείλη του απέκτησαν την ασπράδα του χαρτιού. Μια ανάερη πνοή συνέχιζε να παιχνιδίζει με τη φλόγα του κεριού κι εκείνος κίνησε και πάλι να λέγει:
Την ημέρα που θα αντάμωναν, το τσομπανόπουλο έφτασε πρώτο στον Πύργο του Αράπη, κάθισε και περίμενε γεμάτος περιχαρή αδημονία. Σε λίγο, να σου και η Αρετή. Ντυμένη κατάλευκα, φάνηκε σαν μια νεράιδα στη γέφυρα της τάφρου κι από εκεί προχώρησε προς τον Πύργο του Αράπη, ανάλαφρη σαν την αγνή νιφάδα του χιονιού. Αστραφτοκοπούσε από χαρά και τα μάτια της ήταν δυο ήλιοι, που θάμπωναν με το φως τους εκείνον που τα αντίκριζε. Μέσα στον πύργο μπήκε πρώτη η Αρετή και ευθύς κατόπιν, το τσομπανόπουλο. Μα, τότε…
Το χέρι του γέρου βοσκού ανέβηκε και σχημάτισε το σημείο του σταυρού, η φωνή του γίνηκε βραχνή και η συντροφιά, που κρεμόταν από τα πανιασμένα χείλη του, γυρνούσε και κοιτούσε τους άψυχους και βλοσυρούς εκείνους τοίχους, σαν να περίμεναν πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετιόταν το φοβερό στοιχειό του αιματοκυλισμένου πύργου, έτοιμο να τους καθηλώσει μονάχα με μια απειλητική του ματιά. Το βλέμμα τους καρφώθηκε και πάλι σε εκείνο το παλιό ίχνος της ντελικάτης γυναικείας πατημασιάς.

Ο γέρος βοσκός, αφού τράβηξε μια γερή ρουφηξιά αέρα, για να καθαρίσει τον λαιμό του, που του είχε κατακαθίσει ένας λυγμός συγκίνησης, εξακολούθησε:
Και τότε, εκείνο που έγινε στον Πύργο του Αράπη, εδώ στο Κάστρο του Ρίου, είναι αφάνταστο και τρομερό! Ο πύργος πλημμύρισε από απόκοσμους σκοπούς, από σφυρίγματα σαν της οχιάς, από βουητά σαν της κόλασης, από ουρλιαχτά σαν του δαίμονα, σαν να θρασομανούσαν όλοι οι άνεμοι μαζί ανταριασμένοι. Και η βοή, που στην αρχή φαινόταν να έρχεται από πολύ μακριά, ολοένα και σίμωνε, ως ότου ξέσπασε ακέραια μέσα στον πύργο. Εκείνη τη στιγμή, έσκασε μια αστραπή, ικανή να τυφλώσει κάθε άνθρωπο κι αμέσως μετά, μια ανατριχιαστική σιωπή σκέπασε, σαν νεκρικό σάβανο, όλα τα βουητά κι όλα τα ουρλιαχτά, που αλυχτούσαν μανιασμένα.

Η Αρετή στεκόταν σε τούτη τη γωνιά, που καθόμαστε εμείς τώρα, με κομμένη την ανάσα από τον φόβο. Πλάι της ήταν και ο αγαπημένος της, που μούγκριζε από τον πόνο που ένιωσε στα μάτια, μόλις έσκασε σαν οβίδα η αστραπή.
Μες στη σιγαλιά, μια φωνή ορθώθηκε: “Αυτόν τον πύργο δε βρέθηκε άνθρωπος να τον πατήσει, δίχως να τιμωρηθεί. Το ίδιο θα τιμωρηθείτε και εσείς!”
Η φωνή τούτη δε θύμιζε ανθρώπινη λαλιά, αλλά μουγκρητό θηρίου. “Προχωρήστε στην πόρτα αμέσως!” τους ούρλιαξε προστακτικά. Ευθύς η Αρετή και το τσομπανόπουλο προχώρησαν προς την πόρτα, χωρίς, όμως, να ορίζουν τα ίδια τους τα πόδια. Υπάκουσαν στη θέληση του άγριου εκείνου πλάσματος, που είχε στην απόλυτη κατοχή του τον πύργο.

Τότε, ο γέρο βοσκός πρότεινε στη συντροφιά του, που κρέμονταν από τα χείλη του περιμένοντας εναγωνίως τη συνέχεια της εξιστόρησης, να βγουν έξω από τον πύργο, για να πάνε στα ίδια μέρη, όπου εξαφανίστηκε η όμορφη Αρετή. Έπρεπε να συνεχίσουν, ενόσω ήταν ακόμη μέρα.
Βρέθηκαν και πάλι στα γόνατα και σε λίγα δευτερόλεπτα έπεσε πάνω τους ζεστό το ευοίωνο φως του ήλιου. Ένας ήλιος ολόλαμπρος ξόδευε σπάταλα το πλέριο χρυσάφι του και από τις λεύκες της αυλής του Κάστρου του Ρίου περνούσε ελπιδοφόρα το πιο γλυκό φθινοπωρινό τραγούδι.
Ο γέρος βοσκός γνώριζε καλά τα κατατόπια του κάστρου και οδήγησε τη συντροφιά του δημοσιογράφου Χρήστου Αγγελομάτη ανάμεσα στα τείχη, στα χαλάσματα, στους προμαχώνες, έως ότου έφτασαν σε αυτό καθ’ εαυτό το κυρίως κάστρο. Θεόρατοι σε ύψος ορθώνονταν οι τοίχοι, που είχαν τριών μέτρων πάχος και τους κάλυπταν οροφές, επάνω από τις οποίες στέκονταν οι επάλξεις και οι ντάπιες. Το βήματά τους στο αποσκληρυμένο χώμα ανέδιδαν βαρείς ήχους, που γέμιζαν τους θαλάμους και τους διαδρόμους, που διέσχιζαν.


Έτσι, έφτασαν και σ’ έναν θάλαμο με φοβερά μπουντρούμια ολόγυρα στους τοίχους. Και το αντίκρισμά τους μόνο δάμαζε την καρδιά. Από τους στενούς φεγγίτες των τοίχων, ένα ανήμπορο φως ξεχυνόταν δειλά και μια οξεία απόπνοια πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολυκαιρίας και της εγκατάλειψης.
Ο γέρος βοσκός είπε ξέπνοα, ψιθυριστά:
Εδώ οδήγησε ο Αράπης του Πύργου την Αρετή και τον αγαπημένο της κι εδώ χορεύθηκε ο χορός εκείνος της Κόλασης, ο Εφταπάρθενος χορός…
Συνεχίζεται…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 30/09/1932…
Από το strangepress
                                    ΕΞΥΠΝΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου