Η πρώτη αναφορά στο «Δαίμονα της Λαγκάδας» έγινε στην «Αναγγελία» της 8ης Ιανουαρίου 2004 (φ. 52), όπου είχε δημοσιευτεί ο θρύλος της Λεπενού. Η Λεπενού είναι κωμόπολη του Νομού Αιτωλοακαρνανίας με ιστορικό παρελθόν. Ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός του πρώην καποδιστριακού Δήμου Στράτου.
Η Λεπενού σήμερα ανήκει στο Δήμο Αγρινίου. Στο δημοτικό διαμέρισμα Λεπενούς ανήκει και η συνοικία Λαγκάδα (ή Λαγκάδι). Η συνοικία Λαγκάδι είχε 41 κατοίκους στην απογραφή του 2011. Το θέμα αναδημοσιεύτηκε στο 16ο τεύχος του «ΑγοράΖην» (Ιούλιος 2006), ενώ την ιστορία κατέγραψε
σε ένα εκτενές άρθρο το περιοδικό «Ανεξήγητο» (τεύχος 209, Μάρτιος 2006) που αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για το «Δαίμονα της Λαγκάδας». Ολοκληρωμένο το θέμα αναρτάται για πρώτη φορά στο Διαδίκτυο στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 από την ιστοσελίδα agriniovoice.gr.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ:
Παρουσιάστηκε καθαρά πριν οχτώ – εννιά χρόνια, δώδεκα ώρα τη νύχτα, στον Δημήτρη Κακαβούλα. Με το μηχανάκι του ερχόταν από τη Λεπενού προς το σπίτι του στη Λαγκάδα. Το είδε στη μέση του δρόμου. Σε απόσταση τριάντα, σαράντα μέτρα. Τόσο κοντά. Είχε ύψος στο ένα μέτρο, μεγάλα μαύρα γένια και μακριά μαύρα μαλλιά. Έπεσε πάνω του το φως από το μηχανάκι. Φρενάρισε. Σταμάτησε το παιδί. Κι από το φόβο του έσβησε το μηχανάκι. Γύρισε και πήγε στο χωριό. Δεν πήγε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Και οι παλιότεροι έλεγαν για το πλάσμα.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες αφηγήσεις. Αλλά ο τριανταεξάχρονος σήμερα κτηνοτρόφος Αντώνης Βαμβακάς στηρίζεται στις μαρτυρίες των πέντε φίλων του, που συζήτησε ο ίδιος μαζί τους. Προτιμάει να μιλάει για «σίγουρα πράματα», λέει ο Αντώνης. «Εμείς ξέραμε από πριν ότι βγαίνει, αλλά δεν ήταν τεκμηριωμένο. Δεν ήταν σίγουρο. Στο παιδί, βγήκε ακριβώς μπροστά του».
Η πρώτη μαρτυρία καταγράφεται είκοσι χρόνια πριν. Πάντα βγαίνει μετά τις δώδεκα τη νύχτα. Όλες οι μαρτυρίες λένε αυτό. Όπως επίσης λένε, ότι βγαίνει ανήμερα μεγάλων εορτών. Δεν βγήκε ποτέ τις καθημερινές. Βγαίνει πάντα στην ίδια μεριά. Σ’ αυτό το μέρος.
Πάλι το είδε ο Αθανασάκης, πριν από τον Δημήτρη Κακαβούλα. Κι αυτός κάτοικος της Λαγκάδας. Το είδε στο φως του αγροτικού του αυτοκινήτου. Πήγαινε να πάρει νερό και καθώς κατέβαινε το δρόμο, πήγε να στρίψει και το είδε στην αριστερή του μεριά. Με το που γύρισε τ’ αμάξι, το πλάσμα εξαφανίστηκε. Αυτός το είδε σα μαύρη σκιά. Δεν το είδε τόσο καθαρά, όσο ο Δημήτρης Κακαβούλας.
Άλλη μαρτυρία έρχεται από τον σαραντάχρονο σήμερα Αποστόλη Κοντό. Ήταν των Αγίων Θεοδώρων. Ένα χρόνο πριν από σήμερα. Το 2002. Ερχόταν από τη Λεπενού κατά τις δωδεκάμισι η ώρα τη νύχτα. Το είδε στα πενήντα μέτρα, μπροστά στα φανάρια του αυτοκινήτου. Από τη μέση κι απάνω άλογο, αλογίσιο κεφάλι, μακριά μαύρα μαλλιά, χαίτη αλόγου πίσω και, μπροστά, γένια μακριά. Με δύο πόδια. Σταμάτησε και κοίταγε το αυτοκίνητο, έκοψε ταχύτητα, πήγαινε σιγά.
Όταν ζύγωσε, στα δεκαπέντε μέτρα, είδε τα μάτια του, λέει, να πετάνε φωτιά. Όπως τα μάτια της αλεπούς ή της γάτας τη νύχτα, όταν πέφτει πάνω τους το φως. Τότε αυτό γύρισε απότομα και καθώς γύρισε να φύγει, τα πόδια του κάτω στο χώμα πέταξαν μια φωτιά, βγήκε μια λάμψη. Μπήκε μέσα σ’ ένα στάβλο με γελάδια. Φορούσε ρούχα; «Όχι, δεν φοράει ρούχα, είναι τριχωτό». Κρατάει τίποτα στα χέρια; «Όχι. Τίποτα». Ο Τόλια Κοντός αρρώστησε.
Έπαθε σοκ. Είχε τρεις μέρες στο κρεβάτι. Αλλά και μετά, όταν συνήλθε κάπως, ήταν αγριεμένος για πολύν καιρό.
Ρωτάμε τον Αντώνη πώς ήταν τα πόδια του, αν ήταν τράγινα πόδια, όπως ακούσαμε να λένε άλλες πληροφορίες από άλλους Λεπενιώτες. Δεν το επιβεβαιώνει, ούτε το αποκλείει. «Δεν είδε τα πόδια του. Αυτός τώρα, από το φόβο του, θα κοίταγε τα πόδια του πώς ήταν κάτω;»
Κι άλλη μαρτυρία έρχεται από τον Σπύρο Φλούδα. Στο ίδιο μέρος, πάλι στο φως του αυτοκινήτου.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ της Χρύσως, που έφτιαχνε τέλεια τα σπασμένα πόδια και τα χέρια, με το ανακόλι (ασπράδι αβγού, με σαπούνι, που το άπλωνε σ’ ένα πανί ή σ’ ένα χαρτόνι και μετά το τύλιγε γύρω από το σπασμένο σημείο. Το ανακόλι γινόταν ένας δυνατός νάρθηκας). Η Χρύσω πίστευε, ότι η ρίζα από το πουρνάρι είναι το φάρμακο για την παλιαρρώστια, δηλαδή τον καρκίνο.
Δεν το έχει δει ο ίδιος, αλλά θεωρεί σημαδιακό, ότι πήρε ένα εικόνισμα και πήγε να το βάλει στο μέρος του δρόμου που εμφανίζεται. Για να το ξορκίσει. Σε καμιά δεκαριά μέρες, πέρασε μια μπουλντόζα και πήρε σβάρνα το εικόνισμα. «Κάτι γίνεται εδώ»λέει ο Αντώνης. «Αυτό να βγαίνει, το εικόνισμα να το χαλάσει, δηλαδή, είναι η μεριά του εκεί. Πήρα κι εγώ το εικόνισμα και το έβαλα στην αρχική του θέση». Τη μέρα της κουβέντας μας έφτιαχναν με το Θύμιο ένα νέο εικόνισμα, εκεί που ήταν από το 1955, όπως γράφει μια η πλάκα του παλιού, που είχε χαλάσει. Πείραζε ο Αντώνης το Θύμιο, που έχτιζε χωρίς μαστοριά. «Θα σε φωνάξουν εκεί στα Ζαγοροχώρια…».
Το βράδυ που το είδε ο Τόλια Κοντός, ο Αντώνης πήγε στον στάβλο του το πρωί και βρήκε τη σκύλα του αναστατωμένη. «Λες και το χτύπαγα όλη τη νύχτα το σκυλί, λασπωμένο, πολύ ταλαιπωρημένο. Δεν ήξερα ότι το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στον Κοντό. Λέω της γυναίκας μου, καλά τι έπαθε σήμερα εκείνη η σκύλα και είναι τόσο ταλαιπωρημένη. Το βλέπω κι εγώ, είπε. Μετά κατέβηκα στο χωριό κι έμαθα τα καθέκαστα». Πιστεύει, ότι έγινε σκηνικό τη νύχτα με το σκυλί. Εννοεί, ότι ήρθαν σε αντιπαράθεση το πλάσμα και το σκυλί. Πάλεψαν. Αλλιώς δε μπορούσε να είναι λασπωμένο το σκυλί.
Ο Αντώνης συμφωνεί με την παρατήρηση, ότι η ιστορία του πλάσματος αυτού δεν ομοιάζει με τις συνήθεις ιστορίες για φαντάσματα. Συνδέει όμως το πλάσμα με τον καλόγερο που έζησε μοναχικός στο μέρος αυτό πριν διακόσια χρόνια. Διευκρινίζει όμως ότι ο καλόγερος δεν βρέθηκε ποτέ πεθαμένος. Είπαν ότι πέθανε, αλλά δεν τον βρήκε κανείς. Συμφωνεί επίσης ότι το πλάσμα δεν είναι αερικό. Είναι κάτι ζωντανό, κάτι χειροπιαστό. Είναι γήινο. «Εγώ εδώ μεγάλωσα.
Το ίδιο και η βάβω μου που ήταν εκατό χρονών γριά. Και μου έλεγε, πριν από τις μαρτυρίες αυτές, πολύ πριν, ότι, εάν πέθανε ο καλόγερος και δεν τον έθαψαν, εάν τον έφαγαν σκυλιά ή τον μάδησαν αλεπούδες ή τον δρασκέλισαν άλογα, δεν είναι καλό αυτό. Μπορεί να βρικολάκιασε. Κι εγώ λέω με το νου μου, ότι δεν ήταν ο δρόμος παλιά, εδώ ήταν το χωράφι του κι αυτό βγαίνει πάντα στο χωράφι του καλόγερου, ούτε παραπέρα, ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Εγώ ξέρω τα πράματα από πρώτο χέρι, δηλαδή από τον κόσμο που κατοικούσε εδώ».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ότι το πλάσμα μεταμορφώνεται. Τη μία φορά εμφανίστηκε καθαρά με ανθρώπινο και την άλλη φοράμε αλογίσιο πρόσωπο. «Μπορεί να εμφανιστεί σα να βλέπεις ένα γίδι πάνω κει» λέει ο Αντώνης. «Αλλά εγώ πιστεύω, ότι δεν είναι σαϊτανικό αυτό. Δεν πρέπει νά ‘ναι. Δεν το βλέπεις στημένο εκεί και μετά να χάνεται. Το βλέπεις να στέκεται και να σε κοιτά, μετά να περπατά πέρα. Αν ήταν σαϊτανικό θα έκανε ζημιά».
Ο παπάς που ρωτήθηκε είπε, ότι, «αν ήταν περίπτωση αγίου, δεν θα έπαιρνε μορφή αλόγου, δεν θα είχαμε κάτι που μεταμορφώνεται. Μόνο ο Δαίμονας μεταμορφώνεται. Ο σατανάς». Ο Αντώνης είναι ευχαριστημένος που δεν έχει κάνει κακό μέχρι σήμερα. «Βγαίνει τις γιορτές και μετά τις δώδεκα τη νύχτα, όλες οι περιπτώσεις έτσι λένε. Αλλά μπορεί να βγαίνει και τις καθημερινές ή την ημέρα. Ποιος το είδε όμως;». Τον ρωτήσαμε, αν κοίταξε κανένας για ίχνη. Κοίταξε ο Αντώνης ο ίδιος, αλλά δε μπόρεσε να βρει τίποτα. Βέβαια ο τόπος είναι κακοτράχαλος και στεγνός. Πήγε κι έψαξε σε μαλακό και υγρό μέρος. Δεν βρήκε τίποτα.
Οι παλιοί που έλεγαν γι’ αυτό το πλάσμα, «δεν έδιναν σημασία τότε» παρατηρεί ο Αντώνης. Από την κουβέντα του αυτή συμπεραίνουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε για τους παλιούς, ότι ήξεραν, αλλά δε μαρτυρούσαν ή τα θεωρούσαν φυσικά πράγματα. Για μας τώρα είναι αλλιώς. Είναι έξω από τη λογική και τα αποδεκτά όρια της εποχής. «Παλιά, είχαμε πολλά τέτοια περιστατικά» συνεχίζει. «Ενώ τώρα, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι κι ο κόσμος που ήταν κάποτε. Εδώ είναι λίγος ο κόσμος πλέον. Παλιά όμως έλεγαν πολλές ιστορίες για τούτα τα τόπια εδώ μέσα. Αποδείχτηκε, ότι αυτό, θέλει να το βλέπουν. Άμα δεν ήθελε, δεν θα εμφανιζόταν. Κλείνει το δρόμο. Μπορούσε να κρυφτεί ακούγοντας το θόρυβο του αυτοκινήτου ή βλέποντας τα φώτα. Δεν είναι τυχαίο ότι το είδανε πεντέξι φορές μέσα στο δρόμο».
Επιχειρούμε μια κουβέντα γύρω από αυτά τα θέματα, όπως έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των παλιών. Ότι δηλαδή, το σαϊτανικό δεν πλησιάζει σε μηχανοκίνητο όχημα, αλλά μόνο σε ζωντανό πλάσμα. Ούτε πλησιάζει τη φωτιά. Οι παλιοί, που περπατούσαν τις νύχτες, κρατούσαν στην τσέπη τους πάντα τσιγάρο, ακόμα και αν δεν ήταν καπνιστές. Είχαν σπίρτα ή, ακόμα παλιότερα, τον πριόβολο. Το αναμμένο τσιγάρο διώχνει το σαϊτανικό κι ελευθερώνεται ο δρόμος. Το επιβεβαιώνουν όλοι αυτό. Έτσι είναι. Μόνο που τούτο εδώ το πράμα, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Στέκεται μπροστά στο αυτοκίνητο και αντικρίζει τα φώτα. Το μόνο συμπέρασμα που μένει, είναι ότι πρόκειται για ένα ζωντανό, για ένα φυσικό και όχι για ένα υπερφυσικό ον. Ο Αντώνης λέει ότι «όχι, δεν είναι σαϊτανικό, είναι ο καλόγερος».
Δεν ξέρουμε αν εννοεί ότι ο καλόγερος πέρασε στην αθανασία, αφού δεν τον βρήκανε ποτέ πεθαμένο. Μάλλον θεωρεί ότι βρικολάκιασε, όπως έλεγε η βάβα του. Αν όμως ήταν βρικόλακας, θα συμπεριφερόταν αλλιώς και στο φως και στη μηχανή του αυτοκινήτου ή του μοτοσακού. Βάζουμε το ερώτημα«αν υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για κάποια τερατογένεση, που κατάφερε να επιβιώσει». Οι μεταμορφώσεις βέβαια του όντος δεν συνηγορούν σε αυτό, γιατί η μεταμόρφωση προϋποθέτει μιαν εξωκοσμική γνώση, που συναντάει κανείς μόνο στους αρχαίους θεούς. Η μεταμόρφωση πάντως μπορεί να οφείλεται στην τρομάρα και τον πανικό, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι καλοί σύμβουλοι, όσον αφορά την ακρίβεια της περιγραφής. Άλλωστε η διόγκωση των γεγονότων είναι συνήθης πρακτική των βοσκών και κυρίως των κυνηγών.
Η συμπεριφορά του πλάσματος θυμίζει τον αρχαίο ποιμενικό θεό Πάνα, αν και δεν επιβεβαιώσαμε τις μαρτυρίες για τα τράγινα πόδια, που πάντως υπάρχουν σε άλλες αναφορές, που ακούσαμε από τον Κώστα. Σήμερα δεν είναι στην παρέα μας ο Κώστας, όμως αυτός μας έδωσε την πρώτη πληροφορία. Από θεολογική άποψη, την οποία συνεισφέρει ο καθηγητής θεολογίας της παρέας μας, ο Βασίλης Μυλωνάς, «Ο δαίμονας δεν ενδιαφέρεται πάντα να κάνει κακό, αλλά θέλει να προκαλεί τρόμο και πανικό στους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να κάνει και το πλάσμα αυτό με τις εμφανίσεις του». Τον πανικό όμως ήθελε να προκαλεί και ο τραγοπόδαρος θεός Παν, η μορφή του οποίου έδωσε αργότερα την εικόνα του Σατανά στους Χριστιανούς. Άλλωστε, ακριβώς από το όνομα του Πάνα βγήκε η λέξη πανικός.
Αλλά θέλουμε ν’ ακούσουμε τη γνώμη του συνομιλητή μας για την εκδοχή της τερατογένεσης. «Μπορεί», λέει ο Αντώνης. «Όλες οι περιπτώσεις κάλιασαν καλοκαίρι. Δεν κάλιασαν (έτυχαν, δηλαδή) χειμώνα». Αυτό το δικαιολογεί ο Αντώνης με το νερό των πηγών. Το χειμώνα έχει νερό ψηλά, ενώ το καλοκαίρι οι πηγές στερεύουν. Όπως και τ’ άγρια άλογα του Πεταλά, που κατεβαίνουν από τα υψώματα σε αναζήτηση νερού. Αυτό το μέρος εδώ είναι το μόνο που έχει πηγή με νερό, σε μεγάλη ακτίνα γύρω. «Έρχεται το βράδυ, πίνει νερό και από σύμπτωση έπεσε πάνω σε ανθρώπους που περνούσαν».
Μπορεί να είναι κανένα αγρίμι; Έχει νοημοσύνη; «Τι να σου πω; Αυτό στέκεται εκεί πέρα και σε κοιτάει. Δεν είναι αγρίμι. Τ’ αγρίμια φεύγουν. Αυτό θέλει να το δεις. Μπορεί να θέλει κάτι άλλο. Δεν ξέρω τι. Φεύγει, όταν το ζυγώσεις στα δέκα μέτρα.
Αν το πλάσμα μένει στις απρόσιτες σπηλιές που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, ακριβώς απέναντι, στις πλαγιές του Πεταλά, τότε εξηγείται. Ο Αντώνης διηγείται μάλιστα, ότι μια φορά, στη Βελαώρα, ήταν καλοκαίρι, Ιούνιος, Ιούλιος, ερχόταν με τα γίδια, «είχε μια ζέστα και μπήκα μέσα σε μια τρύπα, σε μια σπηλιά, για δροσιά. Μεγάλο άνοιγμα. Καμιά τριανταριά μέτρα μέσα. Σκοτάδι στο βάθος. Ακούω έναν θόρυβο μέσα. Πώς να σου πω τώρα, σα να πήρε κάποιος μια πέτρα μεγάλη και να τη χτύπησε κάτω. Ένα πράμα, μέσα, βαθιά. Σάλεψε το μυαλό μου. Εκείνο τι ήτανε πάλι; Στη δική μου γνώση, δεν ήταν πράμα εκείνο». Εννοεί ότι δεν ήταν ζώο. «Είχες την αίσθηση μιας ζωντανής παρουσίας;». «Κάτι ήταν μέσα εκεί. Ζώο δεν ήταν πάντως. Δεν ήταν γίδα που μπήκε μέσα εκεί. Ο θόρυβος αυτός ήταν από κάτι άλλο. Τι ήτανε, δεν ξέρω». Ο Αντώνης ξέρει τι λέει γι’ αυτά. Γνωρίζει τους ήχους της λαγκαδιάς και του αέρα, όπως ο μουσικός γνωρίζει τις νότες του.
Οι παλιοί δεν το θεωρούσαν άξιο είδησης, το είχαν σαν ένα οικείο θέμα, δικό τους θέμα. Ήταν ένα με τη φύση και τα καπρίτσια της, ήταν ένα με το φυσικό και το υπερφυσικό. Δεν ήταν σαν εμάς που είμαστε διαχωρισμένοι απ’ αυτήν, κόψαμε τον ομφάλιο λώρο που μας συνέδεε με τη γη και τ’ ακούμε αυτά σαν υπερφυσικά πράματα. Η ιστορία που μας λέει ο Αντώνης, μιλάει για ένα φίδι«τόσο χοντρό, είκοσι πόντους διάμετρο, δύο μέτρα μάκρος, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια κοιμόταν στα μαδέρια του σπιτιού του παππούλη του. Το έβλεπε η μάνα μου, κοπέλα, μέχρι που παντρεύτηκε.
Δεν είχαν κεραμίδια τότε στη στέγη, πλάκες (πέτρινες) είχαν. Αυτό πέρναγε πέρα – πέρα, μα δεν το πείραζαν. Το είχανε σαν φύλακα του σπιτιού. Σα δροσιά. Απαγορεύεται να τα πειράζεις αυτά. Είναι ιερά πράματα. Και το φίδι αυτό, χάθηκε, όταν πέθανε ο παππούλης μου. Γι’ αυτό δεν τα πείραζαν οι παλιοί.
Πολλές φορές, έλεγε η μάνα μου, το έβλεπες να κρέμεται στον τοίχο κάτω. Ούτε πείραζε ποτέ κανέναν, το είχαν όπως έχεις σήμερα στο σπίτι ένα σκυλί. Πήγαινε, πού πήγαινε, τι έτρωγε και γύριζε. Ήξεραν όλοι ότι αυτή εκεί ήταν η μεριά του. Αλλά δεν το μαρτύραγαν στον υπόλοιπο τον κόσμο. Το ήξεραν μόνο οι οικιακοί». Αυτά λέει ο Αντώνης και στοιχειοθετεί έτσι την στάση του, ότι απέναντι στα παράξενα στέκεται σεβαστικά. «Και να ιδώ και κάτι, δεν το πειράζω». Βρίσκουμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε, αν θα πείραζε το πλάσμα ή ό,τι άλλο είναι τελοσπάντων αυτό το πράμα.
Η Λεπενού σήμερα ανήκει στο Δήμο Αγρινίου. Στο δημοτικό διαμέρισμα Λεπενούς ανήκει και η συνοικία Λαγκάδα (ή Λαγκάδι). Η συνοικία Λαγκάδι είχε 41 κατοίκους στην απογραφή του 2011. Το θέμα αναδημοσιεύτηκε στο 16ο τεύχος του «ΑγοράΖην» (Ιούλιος 2006), ενώ την ιστορία κατέγραψε
σε ένα εκτενές άρθρο το περιοδικό «Ανεξήγητο» (τεύχος 209, Μάρτιος 2006) που αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για το «Δαίμονα της Λαγκάδας». Ολοκληρωμένο το θέμα αναρτάται για πρώτη φορά στο Διαδίκτυο στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 από την ιστοσελίδα agriniovoice.gr.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ:
Παρουσιάστηκε καθαρά πριν οχτώ – εννιά χρόνια, δώδεκα ώρα τη νύχτα, στον Δημήτρη Κακαβούλα. Με το μηχανάκι του ερχόταν από τη Λεπενού προς το σπίτι του στη Λαγκάδα. Το είδε στη μέση του δρόμου. Σε απόσταση τριάντα, σαράντα μέτρα. Τόσο κοντά. Είχε ύψος στο ένα μέτρο, μεγάλα μαύρα γένια και μακριά μαύρα μαλλιά. Έπεσε πάνω του το φως από το μηχανάκι. Φρενάρισε. Σταμάτησε το παιδί. Κι από το φόβο του έσβησε το μηχανάκι. Γύρισε και πήγε στο χωριό. Δεν πήγε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Και οι παλιότεροι έλεγαν για το πλάσμα.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες αφηγήσεις. Αλλά ο τριανταεξάχρονος σήμερα κτηνοτρόφος Αντώνης Βαμβακάς στηρίζεται στις μαρτυρίες των πέντε φίλων του, που συζήτησε ο ίδιος μαζί τους. Προτιμάει να μιλάει για «σίγουρα πράματα», λέει ο Αντώνης. «Εμείς ξέραμε από πριν ότι βγαίνει, αλλά δεν ήταν τεκμηριωμένο. Δεν ήταν σίγουρο. Στο παιδί, βγήκε ακριβώς μπροστά του».
Η πρώτη μαρτυρία καταγράφεται είκοσι χρόνια πριν. Πάντα βγαίνει μετά τις δώδεκα τη νύχτα. Όλες οι μαρτυρίες λένε αυτό. Όπως επίσης λένε, ότι βγαίνει ανήμερα μεγάλων εορτών. Δεν βγήκε ποτέ τις καθημερινές. Βγαίνει πάντα στην ίδια μεριά. Σ’ αυτό το μέρος.
Πάλι το είδε ο Αθανασάκης, πριν από τον Δημήτρη Κακαβούλα. Κι αυτός κάτοικος της Λαγκάδας. Το είδε στο φως του αγροτικού του αυτοκινήτου. Πήγαινε να πάρει νερό και καθώς κατέβαινε το δρόμο, πήγε να στρίψει και το είδε στην αριστερή του μεριά. Με το που γύρισε τ’ αμάξι, το πλάσμα εξαφανίστηκε. Αυτός το είδε σα μαύρη σκιά. Δεν το είδε τόσο καθαρά, όσο ο Δημήτρης Κακαβούλας.
Άλλη μαρτυρία έρχεται από τον σαραντάχρονο σήμερα Αποστόλη Κοντό. Ήταν των Αγίων Θεοδώρων. Ένα χρόνο πριν από σήμερα. Το 2002. Ερχόταν από τη Λεπενού κατά τις δωδεκάμισι η ώρα τη νύχτα. Το είδε στα πενήντα μέτρα, μπροστά στα φανάρια του αυτοκινήτου. Από τη μέση κι απάνω άλογο, αλογίσιο κεφάλι, μακριά μαύρα μαλλιά, χαίτη αλόγου πίσω και, μπροστά, γένια μακριά. Με δύο πόδια. Σταμάτησε και κοίταγε το αυτοκίνητο, έκοψε ταχύτητα, πήγαινε σιγά.
Όταν ζύγωσε, στα δεκαπέντε μέτρα, είδε τα μάτια του, λέει, να πετάνε φωτιά. Όπως τα μάτια της αλεπούς ή της γάτας τη νύχτα, όταν πέφτει πάνω τους το φως. Τότε αυτό γύρισε απότομα και καθώς γύρισε να φύγει, τα πόδια του κάτω στο χώμα πέταξαν μια φωτιά, βγήκε μια λάμψη. Μπήκε μέσα σ’ ένα στάβλο με γελάδια. Φορούσε ρούχα; «Όχι, δεν φοράει ρούχα, είναι τριχωτό». Κρατάει τίποτα στα χέρια; «Όχι. Τίποτα». Ο Τόλια Κοντός αρρώστησε.
Έπαθε σοκ. Είχε τρεις μέρες στο κρεβάτι. Αλλά και μετά, όταν συνήλθε κάπως, ήταν αγριεμένος για πολύν καιρό.
Ρωτάμε τον Αντώνη πώς ήταν τα πόδια του, αν ήταν τράγινα πόδια, όπως ακούσαμε να λένε άλλες πληροφορίες από άλλους Λεπενιώτες. Δεν το επιβεβαιώνει, ούτε το αποκλείει. «Δεν είδε τα πόδια του. Αυτός τώρα, από το φόβο του, θα κοίταγε τα πόδια του πώς ήταν κάτω;»
Κι άλλη μαρτυρία έρχεται από τον Σπύρο Φλούδα. Στο ίδιο μέρος, πάλι στο φως του αυτοκινήτου.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ της Χρύσως, που έφτιαχνε τέλεια τα σπασμένα πόδια και τα χέρια, με το ανακόλι (ασπράδι αβγού, με σαπούνι, που το άπλωνε σ’ ένα πανί ή σ’ ένα χαρτόνι και μετά το τύλιγε γύρω από το σπασμένο σημείο. Το ανακόλι γινόταν ένας δυνατός νάρθηκας). Η Χρύσω πίστευε, ότι η ρίζα από το πουρνάρι είναι το φάρμακο για την παλιαρρώστια, δηλαδή τον καρκίνο.
Δεν το έχει δει ο ίδιος, αλλά θεωρεί σημαδιακό, ότι πήρε ένα εικόνισμα και πήγε να το βάλει στο μέρος του δρόμου που εμφανίζεται. Για να το ξορκίσει. Σε καμιά δεκαριά μέρες, πέρασε μια μπουλντόζα και πήρε σβάρνα το εικόνισμα. «Κάτι γίνεται εδώ»λέει ο Αντώνης. «Αυτό να βγαίνει, το εικόνισμα να το χαλάσει, δηλαδή, είναι η μεριά του εκεί. Πήρα κι εγώ το εικόνισμα και το έβαλα στην αρχική του θέση». Τη μέρα της κουβέντας μας έφτιαχναν με το Θύμιο ένα νέο εικόνισμα, εκεί που ήταν από το 1955, όπως γράφει μια η πλάκα του παλιού, που είχε χαλάσει. Πείραζε ο Αντώνης το Θύμιο, που έχτιζε χωρίς μαστοριά. «Θα σε φωνάξουν εκεί στα Ζαγοροχώρια…».
Το βράδυ που το είδε ο Τόλια Κοντός, ο Αντώνης πήγε στον στάβλο του το πρωί και βρήκε τη σκύλα του αναστατωμένη. «Λες και το χτύπαγα όλη τη νύχτα το σκυλί, λασπωμένο, πολύ ταλαιπωρημένο. Δεν ήξερα ότι το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στον Κοντό. Λέω της γυναίκας μου, καλά τι έπαθε σήμερα εκείνη η σκύλα και είναι τόσο ταλαιπωρημένη. Το βλέπω κι εγώ, είπε. Μετά κατέβηκα στο χωριό κι έμαθα τα καθέκαστα». Πιστεύει, ότι έγινε σκηνικό τη νύχτα με το σκυλί. Εννοεί, ότι ήρθαν σε αντιπαράθεση το πλάσμα και το σκυλί. Πάλεψαν. Αλλιώς δε μπορούσε να είναι λασπωμένο το σκυλί.
Ο Αντώνης συμφωνεί με την παρατήρηση, ότι η ιστορία του πλάσματος αυτού δεν ομοιάζει με τις συνήθεις ιστορίες για φαντάσματα. Συνδέει όμως το πλάσμα με τον καλόγερο που έζησε μοναχικός στο μέρος αυτό πριν διακόσια χρόνια. Διευκρινίζει όμως ότι ο καλόγερος δεν βρέθηκε ποτέ πεθαμένος. Είπαν ότι πέθανε, αλλά δεν τον βρήκε κανείς. Συμφωνεί επίσης ότι το πλάσμα δεν είναι αερικό. Είναι κάτι ζωντανό, κάτι χειροπιαστό. Είναι γήινο. «Εγώ εδώ μεγάλωσα.
Το ίδιο και η βάβω μου που ήταν εκατό χρονών γριά. Και μου έλεγε, πριν από τις μαρτυρίες αυτές, πολύ πριν, ότι, εάν πέθανε ο καλόγερος και δεν τον έθαψαν, εάν τον έφαγαν σκυλιά ή τον μάδησαν αλεπούδες ή τον δρασκέλισαν άλογα, δεν είναι καλό αυτό. Μπορεί να βρικολάκιασε. Κι εγώ λέω με το νου μου, ότι δεν ήταν ο δρόμος παλιά, εδώ ήταν το χωράφι του κι αυτό βγαίνει πάντα στο χωράφι του καλόγερου, ούτε παραπέρα, ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Εγώ ξέρω τα πράματα από πρώτο χέρι, δηλαδή από τον κόσμο που κατοικούσε εδώ».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ότι το πλάσμα μεταμορφώνεται. Τη μία φορά εμφανίστηκε καθαρά με ανθρώπινο και την άλλη φοράμε αλογίσιο πρόσωπο. «Μπορεί να εμφανιστεί σα να βλέπεις ένα γίδι πάνω κει» λέει ο Αντώνης. «Αλλά εγώ πιστεύω, ότι δεν είναι σαϊτανικό αυτό. Δεν πρέπει νά ‘ναι. Δεν το βλέπεις στημένο εκεί και μετά να χάνεται. Το βλέπεις να στέκεται και να σε κοιτά, μετά να περπατά πέρα. Αν ήταν σαϊτανικό θα έκανε ζημιά».
Ο παπάς που ρωτήθηκε είπε, ότι, «αν ήταν περίπτωση αγίου, δεν θα έπαιρνε μορφή αλόγου, δεν θα είχαμε κάτι που μεταμορφώνεται. Μόνο ο Δαίμονας μεταμορφώνεται. Ο σατανάς». Ο Αντώνης είναι ευχαριστημένος που δεν έχει κάνει κακό μέχρι σήμερα. «Βγαίνει τις γιορτές και μετά τις δώδεκα τη νύχτα, όλες οι περιπτώσεις έτσι λένε. Αλλά μπορεί να βγαίνει και τις καθημερινές ή την ημέρα. Ποιος το είδε όμως;». Τον ρωτήσαμε, αν κοίταξε κανένας για ίχνη. Κοίταξε ο Αντώνης ο ίδιος, αλλά δε μπόρεσε να βρει τίποτα. Βέβαια ο τόπος είναι κακοτράχαλος και στεγνός. Πήγε κι έψαξε σε μαλακό και υγρό μέρος. Δεν βρήκε τίποτα.
Οι παλιοί που έλεγαν γι’ αυτό το πλάσμα, «δεν έδιναν σημασία τότε» παρατηρεί ο Αντώνης. Από την κουβέντα του αυτή συμπεραίνουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε για τους παλιούς, ότι ήξεραν, αλλά δε μαρτυρούσαν ή τα θεωρούσαν φυσικά πράγματα. Για μας τώρα είναι αλλιώς. Είναι έξω από τη λογική και τα αποδεκτά όρια της εποχής. «Παλιά, είχαμε πολλά τέτοια περιστατικά» συνεχίζει. «Ενώ τώρα, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι κι ο κόσμος που ήταν κάποτε. Εδώ είναι λίγος ο κόσμος πλέον. Παλιά όμως έλεγαν πολλές ιστορίες για τούτα τα τόπια εδώ μέσα. Αποδείχτηκε, ότι αυτό, θέλει να το βλέπουν. Άμα δεν ήθελε, δεν θα εμφανιζόταν. Κλείνει το δρόμο. Μπορούσε να κρυφτεί ακούγοντας το θόρυβο του αυτοκινήτου ή βλέποντας τα φώτα. Δεν είναι τυχαίο ότι το είδανε πεντέξι φορές μέσα στο δρόμο».
Επιχειρούμε μια κουβέντα γύρω από αυτά τα θέματα, όπως έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των παλιών. Ότι δηλαδή, το σαϊτανικό δεν πλησιάζει σε μηχανοκίνητο όχημα, αλλά μόνο σε ζωντανό πλάσμα. Ούτε πλησιάζει τη φωτιά. Οι παλιοί, που περπατούσαν τις νύχτες, κρατούσαν στην τσέπη τους πάντα τσιγάρο, ακόμα και αν δεν ήταν καπνιστές. Είχαν σπίρτα ή, ακόμα παλιότερα, τον πριόβολο. Το αναμμένο τσιγάρο διώχνει το σαϊτανικό κι ελευθερώνεται ο δρόμος. Το επιβεβαιώνουν όλοι αυτό. Έτσι είναι. Μόνο που τούτο εδώ το πράμα, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Στέκεται μπροστά στο αυτοκίνητο και αντικρίζει τα φώτα. Το μόνο συμπέρασμα που μένει, είναι ότι πρόκειται για ένα ζωντανό, για ένα φυσικό και όχι για ένα υπερφυσικό ον. Ο Αντώνης λέει ότι «όχι, δεν είναι σαϊτανικό, είναι ο καλόγερος».
Δεν ξέρουμε αν εννοεί ότι ο καλόγερος πέρασε στην αθανασία, αφού δεν τον βρήκανε ποτέ πεθαμένο. Μάλλον θεωρεί ότι βρικολάκιασε, όπως έλεγε η βάβα του. Αν όμως ήταν βρικόλακας, θα συμπεριφερόταν αλλιώς και στο φως και στη μηχανή του αυτοκινήτου ή του μοτοσακού. Βάζουμε το ερώτημα«αν υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για κάποια τερατογένεση, που κατάφερε να επιβιώσει». Οι μεταμορφώσεις βέβαια του όντος δεν συνηγορούν σε αυτό, γιατί η μεταμόρφωση προϋποθέτει μιαν εξωκοσμική γνώση, που συναντάει κανείς μόνο στους αρχαίους θεούς. Η μεταμόρφωση πάντως μπορεί να οφείλεται στην τρομάρα και τον πανικό, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι καλοί σύμβουλοι, όσον αφορά την ακρίβεια της περιγραφής. Άλλωστε η διόγκωση των γεγονότων είναι συνήθης πρακτική των βοσκών και κυρίως των κυνηγών.
Η συμπεριφορά του πλάσματος θυμίζει τον αρχαίο ποιμενικό θεό Πάνα, αν και δεν επιβεβαιώσαμε τις μαρτυρίες για τα τράγινα πόδια, που πάντως υπάρχουν σε άλλες αναφορές, που ακούσαμε από τον Κώστα. Σήμερα δεν είναι στην παρέα μας ο Κώστας, όμως αυτός μας έδωσε την πρώτη πληροφορία. Από θεολογική άποψη, την οποία συνεισφέρει ο καθηγητής θεολογίας της παρέας μας, ο Βασίλης Μυλωνάς, «Ο δαίμονας δεν ενδιαφέρεται πάντα να κάνει κακό, αλλά θέλει να προκαλεί τρόμο και πανικό στους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να κάνει και το πλάσμα αυτό με τις εμφανίσεις του». Τον πανικό όμως ήθελε να προκαλεί και ο τραγοπόδαρος θεός Παν, η μορφή του οποίου έδωσε αργότερα την εικόνα του Σατανά στους Χριστιανούς. Άλλωστε, ακριβώς από το όνομα του Πάνα βγήκε η λέξη πανικός.
Αλλά θέλουμε ν’ ακούσουμε τη γνώμη του συνομιλητή μας για την εκδοχή της τερατογένεσης. «Μπορεί», λέει ο Αντώνης. «Όλες οι περιπτώσεις κάλιασαν καλοκαίρι. Δεν κάλιασαν (έτυχαν, δηλαδή) χειμώνα». Αυτό το δικαιολογεί ο Αντώνης με το νερό των πηγών. Το χειμώνα έχει νερό ψηλά, ενώ το καλοκαίρι οι πηγές στερεύουν. Όπως και τ’ άγρια άλογα του Πεταλά, που κατεβαίνουν από τα υψώματα σε αναζήτηση νερού. Αυτό το μέρος εδώ είναι το μόνο που έχει πηγή με νερό, σε μεγάλη ακτίνα γύρω. «Έρχεται το βράδυ, πίνει νερό και από σύμπτωση έπεσε πάνω σε ανθρώπους που περνούσαν».
Μπορεί να είναι κανένα αγρίμι; Έχει νοημοσύνη; «Τι να σου πω; Αυτό στέκεται εκεί πέρα και σε κοιτάει. Δεν είναι αγρίμι. Τ’ αγρίμια φεύγουν. Αυτό θέλει να το δεις. Μπορεί να θέλει κάτι άλλο. Δεν ξέρω τι. Φεύγει, όταν το ζυγώσεις στα δέκα μέτρα.
Αν το πλάσμα μένει στις απρόσιτες σπηλιές που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, ακριβώς απέναντι, στις πλαγιές του Πεταλά, τότε εξηγείται. Ο Αντώνης διηγείται μάλιστα, ότι μια φορά, στη Βελαώρα, ήταν καλοκαίρι, Ιούνιος, Ιούλιος, ερχόταν με τα γίδια, «είχε μια ζέστα και μπήκα μέσα σε μια τρύπα, σε μια σπηλιά, για δροσιά. Μεγάλο άνοιγμα. Καμιά τριανταριά μέτρα μέσα. Σκοτάδι στο βάθος. Ακούω έναν θόρυβο μέσα. Πώς να σου πω τώρα, σα να πήρε κάποιος μια πέτρα μεγάλη και να τη χτύπησε κάτω. Ένα πράμα, μέσα, βαθιά. Σάλεψε το μυαλό μου. Εκείνο τι ήτανε πάλι; Στη δική μου γνώση, δεν ήταν πράμα εκείνο». Εννοεί ότι δεν ήταν ζώο. «Είχες την αίσθηση μιας ζωντανής παρουσίας;». «Κάτι ήταν μέσα εκεί. Ζώο δεν ήταν πάντως. Δεν ήταν γίδα που μπήκε μέσα εκεί. Ο θόρυβος αυτός ήταν από κάτι άλλο. Τι ήτανε, δεν ξέρω». Ο Αντώνης ξέρει τι λέει γι’ αυτά. Γνωρίζει τους ήχους της λαγκαδιάς και του αέρα, όπως ο μουσικός γνωρίζει τις νότες του.
Οι παλιοί δεν το θεωρούσαν άξιο είδησης, το είχαν σαν ένα οικείο θέμα, δικό τους θέμα. Ήταν ένα με τη φύση και τα καπρίτσια της, ήταν ένα με το φυσικό και το υπερφυσικό. Δεν ήταν σαν εμάς που είμαστε διαχωρισμένοι απ’ αυτήν, κόψαμε τον ομφάλιο λώρο που μας συνέδεε με τη γη και τ’ ακούμε αυτά σαν υπερφυσικά πράματα. Η ιστορία που μας λέει ο Αντώνης, μιλάει για ένα φίδι«τόσο χοντρό, είκοσι πόντους διάμετρο, δύο μέτρα μάκρος, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια κοιμόταν στα μαδέρια του σπιτιού του παππούλη του. Το έβλεπε η μάνα μου, κοπέλα, μέχρι που παντρεύτηκε.
Δεν είχαν κεραμίδια τότε στη στέγη, πλάκες (πέτρινες) είχαν. Αυτό πέρναγε πέρα – πέρα, μα δεν το πείραζαν. Το είχανε σαν φύλακα του σπιτιού. Σα δροσιά. Απαγορεύεται να τα πειράζεις αυτά. Είναι ιερά πράματα. Και το φίδι αυτό, χάθηκε, όταν πέθανε ο παππούλης μου. Γι’ αυτό δεν τα πείραζαν οι παλιοί.
Πολλές φορές, έλεγε η μάνα μου, το έβλεπες να κρέμεται στον τοίχο κάτω. Ούτε πείραζε ποτέ κανέναν, το είχαν όπως έχεις σήμερα στο σπίτι ένα σκυλί. Πήγαινε, πού πήγαινε, τι έτρωγε και γύριζε. Ήξεραν όλοι ότι αυτή εκεί ήταν η μεριά του. Αλλά δεν το μαρτύραγαν στον υπόλοιπο τον κόσμο. Το ήξεραν μόνο οι οικιακοί». Αυτά λέει ο Αντώνης και στοιχειοθετεί έτσι την στάση του, ότι απέναντι στα παράξενα στέκεται σεβαστικά. «Και να ιδώ και κάτι, δεν το πειράζω». Βρίσκουμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε, αν θα πείραζε το πλάσμα ή ό,τι άλλο είναι τελοσπάντων αυτό το πράμα.
Η απάντησή του ήταν εκπληκτική: «Δεν το θεωρώ ένα κακό πράμα. Από τη στιγμή που δε μου έχει κάνει τίποτα, τόσα χρόνια, δεν έχω δικαίωμα να κάμω κι εγώ τίποτα. Ετούτο έχει μεγαλύτερη δύναμη από μένανε. Αν ήταν να μου κάνει, θα μου έκανε. Εγώ θα πάω να του κάμω κακό; Όχι». «Θα το πυροβολούσες, αν σου δινόταν η ευκαιρία;». Είναι κατηγορηματικός: «Όχι. Ας το έβλεπα μπροστά μου και ας είχα έτοιμη την καραμπίνα. Δεν μ’ έχει βλάψει».
Ο Βασίλης παρατηρεί ότι «εσένα δεν πρόκειται να σε βλάψει, ούτε να εμφανιστεί». «Μπορεί να εμφανιστεί» αντιτείνει ο Αντώνης, «αλλά όχι με κακή πρόθεση. Πιστεύω. Ένα πράμα που βγαίνει μέσα στο μαντρί σου, γύρω απ’ το σπίτι σου και δεν έχεις πάθει κακό και δεν σου έχει κάμει τίποτα, δε μπορείς να γίνεις κατώτερος εσύ απ’ αυτό. Γιατί αυτό μπορεί να είναι καλύτερο από σένανε. Έτσι δεν είναι; Δεν ξέρεις με τι έννοια βγαίνει. Μπορεί να βγαίνει με καλή έννοια. Δεν το ξέρω. Εγώ δεν θα πάω κόντρα στο σύστημα».
Αυτή η τελευταία κουβέντα του Αντώνη είναι εκπληκτική. Εννοεί το σύστημα των δικών του αξιών και της οικογενειακής του παράδοσης. Κλείνει μέσα της ολόκληρη την φιλοσοφική θεωρία των ποιμένων και του παγανισμού. Εκτείνεται στο χρόνο και στον τόπο, στο παρελθόν και το μέλλον. Όλα είναι αδιάσπαστα. Και αυτά που καταλαβαίνουμε και αυτά που δεν καταλαβαίνουμε.
Η ΚΡΙΣΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ
πηγές:
agriniovoice.gr, Παντολέων Φλωρόπουλος
«Αναγγελία» 8 Ιανουαρίου 2004 (φ. 52)
16ο τεύχος «ΑγοράΖην» (Ιούλιος 2006)
περ. «Ανεξήγητο» (τεύχος 209, Μάρτιος 2006)
el.wikipedia.org
«Αναγγελία» 8 Ιανουαρίου 2004 (φ. 52)
16ο τεύχος «ΑγοράΖην» (Ιούλιος 2006)
περ. «Ανεξήγητο» (τεύχος 209, Μάρτιος 2006)
el.wikipedia.org
Από το diadrastika
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου