Το 1603, όταν ο 15χρονος Αχμέτ Α’ έγινε σουλτάνος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, είχε να αντιμετωπίσει μία τεράστια κρίση.
Η αυτοκρατορία έχανε εδάφη από παντού, ενώ η ηγεσία της είχε πνιγεί στο αίμα και τις προδοσίες. Οι Γενίτσαροι ήλεγχαν τα πάντα, ενθρόνιζαν και εκθρόνιζαν σουλτάνους, ενώ επηρέαζαν κάθε πολιτική απόφαση.
Ο Αχμέτ ξεχώρισε την πανέμορφη Κιοσέμ απ’ όλες τις
γυναίκες του χαρεμιού.
Την αποκαλούσε “Φεγγαροπρόσωπη” και την ερωτεύτηκε παράφορα. Το παρελθόν της κοπέλας περιβάλλεται με μυστήριο.
Η καταγωγή της ήταν σίγουρα ελληνική, αλλά ενώ οι περισσότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Χίο, άλλοι αναφέρουν την Τήνο ως ιδιαίτερη πατρίδα της.
Ούτε το ελληνικό της όνομα έχει εξακριβωθεί, αν και επικρατέστερα είναι τα ονόματα Αναστασία και Μαρία.
Όταν εξισλαμίστηκε, της έδωσαν το όνομα Κιοσέμ, με το οποίο έμεινε στην ιστορία. Πάντως όλοι συμφωνούν ότι ήταν κόρη παπά, που κατέληξε στο οθωμανικό χαρέμι και γοήτευσε τον νεαρό σουλτάνο απ’ την πρώτη στιγμή.
Έξυπνη και φιλόδοξη, η Κιοσέμ επιδίωξε να συγκεντρώσει πραγματική πολιτική εξουσία στα χέρια της. Δεν συντρόφευε τον σουλτάνο μόνο τις νύχτες, αλλά και στα πολιτικά συμβούλια τα οποία παρακολουθούσε πίσω από κουρτίνες. Ήταν δυναμική και ραδιούργα, αλλά οι ιστορικοί της εποχής τη χαρακτήριζαν εξαιρετικά γενναιόδωρη και φιλάνθρωπο.
Το Μπλε Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη
Πάντρευε φτωχές, ορφανές κοπέλες και πλήρωνε τα χαράτσια Ελλήνων φυλακισμένων. Επισκεπτόταν νοσοκομεία και συζητούσε με τους ετοιμοθάνατους. Με δικά της χρήματα, έχτισε ένα μεγάλο υγδραγωγείο στο Κάιρο και συνέβαλε στην κατασκευή του Μπλε Τζαμιού, που θεωρείται ένα απ’ τα αριστουργήματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Το τέλος της αδελφοκτονίας
Υπό την καθοδήγησή της, ο Αχμέτ Α’ έκανε κάτι πρωτόγνορο για την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Επέτρεψε στον αδελφό του, Μουσταφά Α’, να ζήσει. Οι σουλτάνοι συνήθιζαν να εκτελούν οποιονδήποτε απειλούσε τη θέση τους στον θρόνο και ασφαλώς, η μεγαλύτερη απειλή ήταν τα ίδια τους τα αδέρφια, αφού δεν υπήρχε γραμμή διαδοχής, αλλά υπερίσχυε ο πιο δυνατός Οθωμανός της δυναστείας. Έτσι, όταν ο Αχμέτ ανέβηκε στο θρόνο το 1603, ετοιμάστηκε να δώσει τη διαταγή εκτέλεσης.
Σουλτάνος Αχμέτ Α’
Όμως, η Κιοσέμ είχε άλλα σχέδια. Αν ο Αχμέτ πέθαινε, θα τον διαδεχόταν ο πρωτότοκος γιος του, Οσμάν, μητέρα του οποίου ήταν μια άλλη παλλακίδα. Η Κιοσέμ δεν ήθελε έναν σουλτάνο που δεν μπορούσε να ελέγξει, γι’ αυτό και επέμεινε να μείνει ζωντανός ο Μουσταφά για να διαδεχτεί τον αδελφό του. Ο Αχμέτ συμφώνησε, καθώς ο Μουσταφά έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα, ήταν ανίκανος να κυβερνήσει και δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή. Πράγματι το 1617, όταν πέθανε ο 29χρονος πια Αχμέτ, τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Μουσταφά Α’. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι ο σουλτάνος ήταν τρελός. Τραβούσε τα γένια των βεζίρηδων, έπαιζε με τα καπέλα τους και συνομιλούσε με πουλιά και ψάρια.
Η εκτέλεση του σουλτάνου Οσμάν Β’
Μετά από ένα χρόνο, εκθρόνισαν τον Μουσταφά και τη θέση του πήρε ο ανιψιός του, Οσμάν Β’. Μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες, διάβαζε μανιωδώς ποίηση, αλλά δεν κατάφερε να επιβληθεί στους Γενίτσαρους. Το 1621, ύστερα από μια συντριπτική ήττα των Οθωμανών, αναγκάστηκε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με τους Πολωνούς.
Σουλτάνος Οσμάν Β’
Για την ήττα αυτή, κατηγόρησε του Γενίτσαρους και προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμή τους, όπως το είχαν προσπαθήσει και άλλοι σουλτάνοι. Ασφαλώς απέτυχε. Οι Γενίτσαροι εξεγέρθηκαν, τον φυλάκισαν και τον εκτέλεσαν το 1622.
Σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή, Φρανσουά Πουκεβίλ, οι Γενίτσαροι προσπάθησαν να τον στραγγαλίσουν με ένα κορδόνι, αλλά ο Οσμάν αντιστάθηκε σθεναρά.
Ο αρχιβεζίρης αναγκάστηκε να σφίξει τα γεννητικά του όργανα με τεράστια δύναμη, μέχρι που ο Οσμάν έχασε τις αισθήσεις του από τον πόνο και μόνο τότε κατάφεραν να τον σκοτώσουν.
Τον διαδέχτηκε ο Μουσταφά Α’, που για ακόμα μία φορά έγινε το υποχείριο των Γενίτσαρων. Έχασε οριστικά την εξουσία το 1623, ύστερα από εξέγερση που απαιτούσε την εκθρόνισή του.
Τον διαδέχτηκε ο δευτερότοκος γιος του Αχμέτ και γιος της Κιοσέμ, Μουράτ Δ’.
Ο αιμοσταγής σουλτάνος Μουράτ Δ’
Ο Μουράτ ανέβηκε στον θρόνο όταν ήταν 11 χρονών και τη διακυβέρνηση ανέλαβε η μητέρα του, Κιοσέμ, ως αντιβασιλέας. Ήταν η πρώτη γυναίκα που πραγματικά κυβέρνησε την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Η περίοδος ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη, καθώς ξέσπασαν ταυτόχρονα επαναστάσεις σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και οι Γενίτσαροι είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η Κιοσέμ, αν και πανέξυπνη, αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη και επικρατούσε απόλυτη αναρχία.
Σουλτάνος Μουράτ Δ’
Όταν ενηλικιώθηκε, ο Μουράτ πήρε τα ηνία στα χέρια του και κυβέρνησε με τρομαχτική αυστηρότητα.
Αποφασισμένος να καθαρίσει την ηγεσία από τη διαφθορά, διέταξε δεκάδες εκτελέσεις συμβούλων και οποιουδήποτε άλλου, θεωρούσε ότι αποτελούσε απειλή.
Απαγόρευσε το αλκοόλ, τον καφέ και τον καπνό για κάθε πολίτη της Κωνσταντινούπολης και κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο ίδιος περπατούσε τα βράδια στην πόλη και εκτελούσε όποιον παρέβαινε τις εντολές του. Ο ίδιος βέβαια ήταν λάτρης του αλκοόλ και μάλιστα πέθανε από κίρρωση του ύπατος το 1640, όταν ήταν μόλις 28 ετών.
Αν και ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στον λαό, ο οποίος τον αντιμετώπιζε ως έναν αδίστακτο και αιμοσταγή τύραννο, ο Μουράτ αποδείχτηκε εξαιρετικός στρατηγός.
Το 1638 εκστράτευσε στην Περσία, πολιόρκησε και κατέλαβε τη Βαγδάτη και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, ενίσχυσε την οθωμανική αυτοκρατορία.
Μεγαλόσωμος, δυνατός και πολεμοχαρής, ο Μουράτ απολάμβανε την αγριότητα της μάχης και διέταξε να αποκεφαλίσουν χίλιους αιχμαλώτους μπροστά στα μάτια του.
Πέθανε ξαφνικά το 1640 και τελευταία επιθυμία του ήταν να εκτελεστεί ο μικρότερος αδελφός του, Ιμπραήμ. Η Κιοσέμ επενέβη για ακόμα μία φορά και έσωσε τον δεύτερο γιο της, με το επιχείρημα ότι χωρίς τον Ιμπραήμ, η δυναστεία των Οσμάν θα έφτανε στο τέλος της.
Ο σπάταλος βίος του σουλτάνου Ιμπραήμ
Ο Ιμπραήμ, όπως και ο θείος του Μουσταφά, ήταν ψυχολογικά ασταθής. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, συνεργαζόταν στενά με τη μητέρα του και προσπαθούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Η Oθωμανική Aυτοκρατορία φάνηκε να ανακάμπτει με τις εδαφικές επεκτάσεις του αδερφού του και την συνετή οικονομική πολιτική της μητέρας του και του αρχιβεζίρη Καρά Μουσταφά Πασά.
Όμως η κατάσταση της υγείας του άρχισε να χειροτερεύει μετά από λίγα χρόνια και ο Μουράτ παρασύρθηκε από τις πολυτέλειες και τις απολαύσεις του παλατιού.
Σπαταλούσε τεράστια ποσά για να αγοράσει πλούσια δώρα και περνούσε όλο τον χρόνο του με τις πανέμορφες παλλακίδες του χαρεμιού. Σταμάτησε να ασχολείται με τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας και έχασε κάθε επαφή με τον κόσμο εκτός του παλατιού. Βρισκόταν στο έλεος συκοφαντών, οι οποίοι πλούτισαν με τα δώρα του και τον ωθούσαν σε λανθασμένες πολιτικές και στρατηγικές ενέργειες.
Μία από αυτές ήταν η εκτέλεση του αρχιβεζίρη Καρά Μουσταφά Πασά, χωρίς τον οποίο ο Μουράτ ήταν απροστάτευτος.
Αποφάσισε να επιτεθεί στην βενετοκρατούμενη Κρήτη και ξεκίνησε ένα μακρύ, πολυδάπανο και αιματηρό πόλεμο με τη Βενετία. Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, ο Μουράτ αύξησε τους φόρους, προκαλώντας την οργή του λαού.
Οι κοντινότεροι του Μουράτ, ανάμεσα τους και η μητέρα του, σχεδίασαν να τον δολοφονήσουν και να τον αντικαταστήσουν με τον 7χρονο γιο του, Μεχμέτ Δ’. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και η Κιοσέμ εκδιώχθηκε απ’ το παλάτι.
Τον επόμενο χρόνο, ήταν οι Γενίτσαροι αυτοί που ξεσηκώθηκαν και φυλάκισαν τον σουλτάνο.
Τον εκτέλεσαν τον Αύγουστο του 1648, με τη συγκατάθεση και της μητέρας του, η οποία αποφάσισε να συνεχίσει την έμμεση διακυβέρνησή της μέσω του εγγονού της, Μεχμέτ Δ’.
Το τέλος της Κιοσέμ
Το 1648, η Κιοσέμ επέστρεψε στο παλάτι ως μία απ’ τις βασικές συμβούλους του νέου σουλτάνου και εγγονού της, του 7χρονου Μεχμέτ Δ’. Εμπόδιο στον δρόμο της στάθηκε η φιλόδοξη μητέρα του Μεχμέτ, Ταρχάν, η οποία ήθελε να τη διώξει πάση θυσία για να πάρει την εξουσία. Τα πρώτα χρόνια ήταν αδύνατον να βρει το τρωτό σημείο της πανίσχυρης Κιοσέμ. Όμως, η Κιοσέμ προδόθηκε απ’ την υπέρμετρη φιλοδοξία της.
Η αυτοκρατορία έχανε εδάφη από παντού, ενώ η ηγεσία της είχε πνιγεί στο αίμα και τις προδοσίες. Οι Γενίτσαροι ήλεγχαν τα πάντα, ενθρόνιζαν και εκθρόνιζαν σουλτάνους, ενώ επηρέαζαν κάθε πολιτική απόφαση.
Ο Αχμέτ ξεχώρισε την πανέμορφη Κιοσέμ απ’ όλες τις
γυναίκες του χαρεμιού.
Την αποκαλούσε “Φεγγαροπρόσωπη” και την ερωτεύτηκε παράφορα. Το παρελθόν της κοπέλας περιβάλλεται με μυστήριο.
Η καταγωγή της ήταν σίγουρα ελληνική, αλλά ενώ οι περισσότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Χίο, άλλοι αναφέρουν την Τήνο ως ιδιαίτερη πατρίδα της.
Ούτε το ελληνικό της όνομα έχει εξακριβωθεί, αν και επικρατέστερα είναι τα ονόματα Αναστασία και Μαρία.
Όταν εξισλαμίστηκε, της έδωσαν το όνομα Κιοσέμ, με το οποίο έμεινε στην ιστορία. Πάντως όλοι συμφωνούν ότι ήταν κόρη παπά, που κατέληξε στο οθωμανικό χαρέμι και γοήτευσε τον νεαρό σουλτάνο απ’ την πρώτη στιγμή.
Έξυπνη και φιλόδοξη, η Κιοσέμ επιδίωξε να συγκεντρώσει πραγματική πολιτική εξουσία στα χέρια της. Δεν συντρόφευε τον σουλτάνο μόνο τις νύχτες, αλλά και στα πολιτικά συμβούλια τα οποία παρακολουθούσε πίσω από κουρτίνες. Ήταν δυναμική και ραδιούργα, αλλά οι ιστορικοί της εποχής τη χαρακτήριζαν εξαιρετικά γενναιόδωρη και φιλάνθρωπο.
Το Μπλε Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη
Πάντρευε φτωχές, ορφανές κοπέλες και πλήρωνε τα χαράτσια Ελλήνων φυλακισμένων. Επισκεπτόταν νοσοκομεία και συζητούσε με τους ετοιμοθάνατους. Με δικά της χρήματα, έχτισε ένα μεγάλο υγδραγωγείο στο Κάιρο και συνέβαλε στην κατασκευή του Μπλε Τζαμιού, που θεωρείται ένα απ’ τα αριστουργήματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Το τέλος της αδελφοκτονίας
Υπό την καθοδήγησή της, ο Αχμέτ Α’ έκανε κάτι πρωτόγνορο για την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Επέτρεψε στον αδελφό του, Μουσταφά Α’, να ζήσει. Οι σουλτάνοι συνήθιζαν να εκτελούν οποιονδήποτε απειλούσε τη θέση τους στον θρόνο και ασφαλώς, η μεγαλύτερη απειλή ήταν τα ίδια τους τα αδέρφια, αφού δεν υπήρχε γραμμή διαδοχής, αλλά υπερίσχυε ο πιο δυνατός Οθωμανός της δυναστείας. Έτσι, όταν ο Αχμέτ ανέβηκε στο θρόνο το 1603, ετοιμάστηκε να δώσει τη διαταγή εκτέλεσης.
Σουλτάνος Αχμέτ Α’
Όμως, η Κιοσέμ είχε άλλα σχέδια. Αν ο Αχμέτ πέθαινε, θα τον διαδεχόταν ο πρωτότοκος γιος του, Οσμάν, μητέρα του οποίου ήταν μια άλλη παλλακίδα. Η Κιοσέμ δεν ήθελε έναν σουλτάνο που δεν μπορούσε να ελέγξει, γι’ αυτό και επέμεινε να μείνει ζωντανός ο Μουσταφά για να διαδεχτεί τον αδελφό του. Ο Αχμέτ συμφώνησε, καθώς ο Μουσταφά έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα, ήταν ανίκανος να κυβερνήσει και δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή. Πράγματι το 1617, όταν πέθανε ο 29χρονος πια Αχμέτ, τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Μουσταφά Α’. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι ο σουλτάνος ήταν τρελός. Τραβούσε τα γένια των βεζίρηδων, έπαιζε με τα καπέλα τους και συνομιλούσε με πουλιά και ψάρια.
Η εκτέλεση του σουλτάνου Οσμάν Β’
Μετά από ένα χρόνο, εκθρόνισαν τον Μουσταφά και τη θέση του πήρε ο ανιψιός του, Οσμάν Β’. Μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες, διάβαζε μανιωδώς ποίηση, αλλά δεν κατάφερε να επιβληθεί στους Γενίτσαρους. Το 1621, ύστερα από μια συντριπτική ήττα των Οθωμανών, αναγκάστηκε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με τους Πολωνούς.
Σουλτάνος Οσμάν Β’
Για την ήττα αυτή, κατηγόρησε του Γενίτσαρους και προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμή τους, όπως το είχαν προσπαθήσει και άλλοι σουλτάνοι. Ασφαλώς απέτυχε. Οι Γενίτσαροι εξεγέρθηκαν, τον φυλάκισαν και τον εκτέλεσαν το 1622.
Σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή, Φρανσουά Πουκεβίλ, οι Γενίτσαροι προσπάθησαν να τον στραγγαλίσουν με ένα κορδόνι, αλλά ο Οσμάν αντιστάθηκε σθεναρά.
Ο αρχιβεζίρης αναγκάστηκε να σφίξει τα γεννητικά του όργανα με τεράστια δύναμη, μέχρι που ο Οσμάν έχασε τις αισθήσεις του από τον πόνο και μόνο τότε κατάφεραν να τον σκοτώσουν.
Τον διαδέχτηκε ο Μουσταφά Α’, που για ακόμα μία φορά έγινε το υποχείριο των Γενίτσαρων. Έχασε οριστικά την εξουσία το 1623, ύστερα από εξέγερση που απαιτούσε την εκθρόνισή του.
Τον διαδέχτηκε ο δευτερότοκος γιος του Αχμέτ και γιος της Κιοσέμ, Μουράτ Δ’.
Ο αιμοσταγής σουλτάνος Μουράτ Δ’
Ο Μουράτ ανέβηκε στον θρόνο όταν ήταν 11 χρονών και τη διακυβέρνηση ανέλαβε η μητέρα του, Κιοσέμ, ως αντιβασιλέας. Ήταν η πρώτη γυναίκα που πραγματικά κυβέρνησε την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Η περίοδος ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη, καθώς ξέσπασαν ταυτόχρονα επαναστάσεις σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και οι Γενίτσαροι είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η Κιοσέμ, αν και πανέξυπνη, αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη και επικρατούσε απόλυτη αναρχία.
Σουλτάνος Μουράτ Δ’
Όταν ενηλικιώθηκε, ο Μουράτ πήρε τα ηνία στα χέρια του και κυβέρνησε με τρομαχτική αυστηρότητα.
Αποφασισμένος να καθαρίσει την ηγεσία από τη διαφθορά, διέταξε δεκάδες εκτελέσεις συμβούλων και οποιουδήποτε άλλου, θεωρούσε ότι αποτελούσε απειλή.
Απαγόρευσε το αλκοόλ, τον καφέ και τον καπνό για κάθε πολίτη της Κωνσταντινούπολης και κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο ίδιος περπατούσε τα βράδια στην πόλη και εκτελούσε όποιον παρέβαινε τις εντολές του. Ο ίδιος βέβαια ήταν λάτρης του αλκοόλ και μάλιστα πέθανε από κίρρωση του ύπατος το 1640, όταν ήταν μόλις 28 ετών.
Αν και ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στον λαό, ο οποίος τον αντιμετώπιζε ως έναν αδίστακτο και αιμοσταγή τύραννο, ο Μουράτ αποδείχτηκε εξαιρετικός στρατηγός.
Το 1638 εκστράτευσε στην Περσία, πολιόρκησε και κατέλαβε τη Βαγδάτη και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, ενίσχυσε την οθωμανική αυτοκρατορία.
Μεγαλόσωμος, δυνατός και πολεμοχαρής, ο Μουράτ απολάμβανε την αγριότητα της μάχης και διέταξε να αποκεφαλίσουν χίλιους αιχμαλώτους μπροστά στα μάτια του.
Πέθανε ξαφνικά το 1640 και τελευταία επιθυμία του ήταν να εκτελεστεί ο μικρότερος αδελφός του, Ιμπραήμ. Η Κιοσέμ επενέβη για ακόμα μία φορά και έσωσε τον δεύτερο γιο της, με το επιχείρημα ότι χωρίς τον Ιμπραήμ, η δυναστεία των Οσμάν θα έφτανε στο τέλος της.
Ο σπάταλος βίος του σουλτάνου Ιμπραήμ
Ο Ιμπραήμ, όπως και ο θείος του Μουσταφά, ήταν ψυχολογικά ασταθής. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, συνεργαζόταν στενά με τη μητέρα του και προσπαθούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Η Oθωμανική Aυτοκρατορία φάνηκε να ανακάμπτει με τις εδαφικές επεκτάσεις του αδερφού του και την συνετή οικονομική πολιτική της μητέρας του και του αρχιβεζίρη Καρά Μουσταφά Πασά.
Όμως η κατάσταση της υγείας του άρχισε να χειροτερεύει μετά από λίγα χρόνια και ο Μουράτ παρασύρθηκε από τις πολυτέλειες και τις απολαύσεις του παλατιού.
Σπαταλούσε τεράστια ποσά για να αγοράσει πλούσια δώρα και περνούσε όλο τον χρόνο του με τις πανέμορφες παλλακίδες του χαρεμιού. Σταμάτησε να ασχολείται με τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας και έχασε κάθε επαφή με τον κόσμο εκτός του παλατιού. Βρισκόταν στο έλεος συκοφαντών, οι οποίοι πλούτισαν με τα δώρα του και τον ωθούσαν σε λανθασμένες πολιτικές και στρατηγικές ενέργειες.
Μία από αυτές ήταν η εκτέλεση του αρχιβεζίρη Καρά Μουσταφά Πασά, χωρίς τον οποίο ο Μουράτ ήταν απροστάτευτος.
Αποφάσισε να επιτεθεί στην βενετοκρατούμενη Κρήτη και ξεκίνησε ένα μακρύ, πολυδάπανο και αιματηρό πόλεμο με τη Βενετία. Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, ο Μουράτ αύξησε τους φόρους, προκαλώντας την οργή του λαού.
Οι κοντινότεροι του Μουράτ, ανάμεσα τους και η μητέρα του, σχεδίασαν να τον δολοφονήσουν και να τον αντικαταστήσουν με τον 7χρονο γιο του, Μεχμέτ Δ’. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και η Κιοσέμ εκδιώχθηκε απ’ το παλάτι.
Τον επόμενο χρόνο, ήταν οι Γενίτσαροι αυτοί που ξεσηκώθηκαν και φυλάκισαν τον σουλτάνο.
Τον εκτέλεσαν τον Αύγουστο του 1648, με τη συγκατάθεση και της μητέρας του, η οποία αποφάσισε να συνεχίσει την έμμεση διακυβέρνησή της μέσω του εγγονού της, Μεχμέτ Δ’.
Το τέλος της Κιοσέμ
Το 1648, η Κιοσέμ επέστρεψε στο παλάτι ως μία απ’ τις βασικές συμβούλους του νέου σουλτάνου και εγγονού της, του 7χρονου Μεχμέτ Δ’. Εμπόδιο στον δρόμο της στάθηκε η φιλόδοξη μητέρα του Μεχμέτ, Ταρχάν, η οποία ήθελε να τη διώξει πάση θυσία για να πάρει την εξουσία. Τα πρώτα χρόνια ήταν αδύνατον να βρει το τρωτό σημείο της πανίσχυρης Κιοσέμ. Όμως, η Κιοσέμ προδόθηκε απ’ την υπέρμετρη φιλοδοξία της.
Επειδή γνώριζε ότι η Ταρχάν δεν θα εγκατέλειπε εύκολα την προσπάθεια, σχεδίαζε να αντικαταστήσει τον Μεχμέτ με κάποιον άλλο εγγονό της, τον οποίο θα μπορούσε να ελέγχει απόλυτα.
Τα σχέδια της αποκαλύφθηκαν από την Ταρχάν, η οποία την κατηγόρησε για προδοσία και διέταξε τους έμπιστούς της να τη δολοφονήσουν. Ο Κιοσέμ, η ελληνίδα σουλτάνα, πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1651.
Την στραγγάλισαν με το σχοινί της κουρτίνας στο ίδιο της το υπνοδωμάτιο.
Ο Μεχμέτ κυβέρνησε σχεδόν 40 χρόνια. Ολοκλήρωσε τον πόλεμο με τη Βενετία που ξεκίνησε ο προκάτοχός του, με την κατάληψη της Κρήτης το 1669. Όμως, ηττήθηκε από τους Ευρωπαίους το 1687 και ως τιμωρία για την αποτυχία του, εκθρονίστηκε.
Οι σουλτάνοι άλλαζαν αλλά ένα παρέμενε σταθερό.
Όλοι οι σουλτάνοι ήταν από την οικογένεια των Οθωμανών.
mixanitouxronou.gr
Από το amfipolinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου