Το 1928, οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της γαλλικής πρωτεύουσας, καθώς επίσης και οι κύκλοι των διανοούμενων, βρίσκονταν σε αναστάτωση, εξαιτίας των ανακοινώσεων του “Μεταψυχικού Ινστιτούτου των Παρισίων” σχετικά με τις ζωγραφικές ικανότητες, που παρουσίασε εντελώς ξαφνικά το μέντιουμ August Lesseps.
O August γεννήθηκε και έζησε στο Pas de Calais της Γαλλίας, όπου από 14 ετών εργαζόταν ως μεταλλωρύχος στα περίφημα
ορυχεία της περιοχής. Αφού ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην πόλη Lille, επέστρεψε στη γενέτειρά του και συνέχισε την κοπιώδη εργασία του. Αργότερα, παντρεύτηκε και απέκτησε πέντε παιδιά. Ζούσε μια ήσυχη ζωή μέχρι το 1911, οπότε και εκδηλώθηκε το πρώτο του ψυχοφυσιολογικό φαινόμενο.
Μια μέρα εκείνης της χρονιάς, είχε κατέλθει σε μια υπόγεια στοά του ορυχείου, όπου έσκαβε, όπως συνήθως. Σιγά – σιγά, ο μονότονος ήχος της σκαπάνης του τον απορρόφησε και βυθισμένος στις σκέψεις του, άκουσε μια παράξενη φωνή να του λέει: “August, είσαι ένας μεγάλος ζωγράφος!”
Ο August Lesseps, γνωρίζοντας ότι ήταν απολύτως μόνος του στη στοά, τρόμαξε και έσπευσε να απομακρυνθεί από το σημείο. Έτρεξε στο σπίτι του, χωρίς να εκμυστηρευτεί σε κανέναν τι του είχε συμβεί, επειδή πίστευε ότι θα τον περνούσαν για παράφρονα.
Ανθρακωρυχεία στο Pas de Calais, δεκαετία 1930
Την επόμενη ημέρα ξαναπήγε στη δουλειά του, αλλά δεν άκουσε τίποτα περίεργο. Μετά από λίγες μέρες είχε πλέον ηρεμήσει και είχε σχεδόν ξεχάσει το ανεξήγητο περιστατικό, όταν ξανάκουσε την ίδια φωνή να του επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λόγια. Τότε, ο φόβος που τον κυρίευσε ήταν καθηλωτικός. Μάλιστα, χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια, ώστε να επιστρέψει τελικά στο ορυχείο, μετά από αρκετές ημέρες αναίτιας απουσίας του και να πείσει τον εαυτό του ότι όλο αυτό ήταν κάποιο παιχνίδι, που του είχε σκαρώσει η φαντασία του και η απομόνωση των στοών.
Λίγο καιρό αργότερα, έτυχε να βρεθεί σε κάποια συζήτηση, όπου γινόταν λόγος περί πνευματισμού και ο August αναρωτήθηκε μήπως η φωνή που άκουγε, ήταν πιθανό να προερχόταν από κάποιο πνεύμα, που προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του.
Έτσι, ο August μοιράστηκε τελικά τους προβληματισμούς του με τον καλύτερό του φίλο, που πίστευε βαθιά στον πνευματισμό και εκείνος, αφού πείστηκε από τα λεγόμενά του, κανόνισε να διοργανώσει μια πνευματιστική συνεδρίαση, ώστε να διαλευκανθεί το ζήτημα και να απαντηθούν οι απορίες του August.
Στη συνεδρίαση αυτή, συμμετείχαν ο August Lesseps, ο φίλος του και τρεις ακόμη γνωστοί τους. Έκατσαν γύρω από ένα τραπεζάκι, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου, όπως συνηθιζόταν. Περίμεναν για δέκα λεπτά, όταν το τραπεζάκι αιφνιδίως απέκτησε μια απότομη κλίση προς το μέρος του Lesseps τόσο ξαφνικά, ώστε τον χτύπησε αρκετά δυνατά.
Σε λίγο, το χέρι του άρχισε να συσπάται και να τρέμει. Αμέσως, του έδωσαν ένα κομμάτι χαρτί και μολύβι. Ο August, σαν να ήξερε από πάντα τι έπρεπε να κάνει, άρπαξε το μολύβι και άρχισε να σχηματίζει αρχικά μερικούς ακανόνιστους κύκλους επάνω στο χαρτί. Τέλος, έγραψε ολοκάθαρα τις εξής λέξεις: “Μη φοβάσαι, August, είσαι ένας μεγάλος ζωγράφος. Προσπάθησε να ζωγραφίσεις! Εμείς θα οδηγούμε το χέρι σου. Είμαι η Μαρία”.
Σημειωτέον ότι Μαρία ήταν το όνομα μιας αδελφής του Lesseps, η οποία είχε πεθάνει, όταν ήταν μόλις τριών ετών.
Την επόμενη ημέρα, ο έκπληκτος μεταλλωρύχος δοκίμασε να σχεδιάσει κάτι απλό μ’ ένα μολύβι, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από τις ζωγραφικές του ικανότητες και παραιτήθηκε της προσπάθειας.
Οι πνευματιστικές συνεδριάσεις συνεχίζονταν. Ένα απόγευμα συγκεντρώθηκαν εκ νέου οι πέντε φίλοι και πάλι το χέρι του August άρχισε να τρέμει. Αφού του έδωσαν ξανά μολύβι και χαρτί, σχηματίστηκαν οι παρακάτω λέξεις: “Δε σου είπα να ιχνογραφήσεις, αλλά να ζωγραφίσεις. Πήγαινε να αγοράσεις χρώματα και πινέλα και θα ζωγραφίσεις!”
Έτσι, οι φίλοι του τον οδήγησαν σχεδόν με το ζόρι σ’ ένα κατάστημα ειδών ζωγραφικής, αλλά ο August δεν ήξερε τι έπρεπε να αγοράσει. Ο έμπορος, λοιπόν, παρέταξε μπροστά του διάφορα σύνεργα και χρώματα και ο απαίδευτος μεταλλωρύχος επέλεξε τις προμήθειές του με εκλεκτικότητα ειδικού, εκπλήσσοντας τους πάντες.
Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, επιδόθηκε στη ζωγραφική με πάθος πρωτόγνωρο. Σε δύο μήνες είχε έτοιμο κιόλας τον πρώτο του πίνακα, που ήταν ένα έργο κοσμηματογραφικής μικρογραφίας, τόσο υπέροχο και από άποψη σχεδίων, αλλά και χρωμάτων, ενδεδυμένο με αναπαραστάσεις αρχαϊκών σχημάτων. Το έργο αυτό εκτέθηκε στο Παρίσι στο συνέδριο των πνευματιστών το 1918, προξενώντας τον απόλυτο θαυμασμό.
O August γεννήθηκε και έζησε στο Pas de Calais της Γαλλίας, όπου από 14 ετών εργαζόταν ως μεταλλωρύχος στα περίφημα
ορυχεία της περιοχής. Αφού ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην πόλη Lille, επέστρεψε στη γενέτειρά του και συνέχισε την κοπιώδη εργασία του. Αργότερα, παντρεύτηκε και απέκτησε πέντε παιδιά. Ζούσε μια ήσυχη ζωή μέχρι το 1911, οπότε και εκδηλώθηκε το πρώτο του ψυχοφυσιολογικό φαινόμενο.
Μια μέρα εκείνης της χρονιάς, είχε κατέλθει σε μια υπόγεια στοά του ορυχείου, όπου έσκαβε, όπως συνήθως. Σιγά – σιγά, ο μονότονος ήχος της σκαπάνης του τον απορρόφησε και βυθισμένος στις σκέψεις του, άκουσε μια παράξενη φωνή να του λέει: “August, είσαι ένας μεγάλος ζωγράφος!”
Ο August Lesseps, γνωρίζοντας ότι ήταν απολύτως μόνος του στη στοά, τρόμαξε και έσπευσε να απομακρυνθεί από το σημείο. Έτρεξε στο σπίτι του, χωρίς να εκμυστηρευτεί σε κανέναν τι του είχε συμβεί, επειδή πίστευε ότι θα τον περνούσαν για παράφρονα.
Ανθρακωρυχεία στο Pas de Calais, δεκαετία 1930
Την επόμενη ημέρα ξαναπήγε στη δουλειά του, αλλά δεν άκουσε τίποτα περίεργο. Μετά από λίγες μέρες είχε πλέον ηρεμήσει και είχε σχεδόν ξεχάσει το ανεξήγητο περιστατικό, όταν ξανάκουσε την ίδια φωνή να του επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λόγια. Τότε, ο φόβος που τον κυρίευσε ήταν καθηλωτικός. Μάλιστα, χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια, ώστε να επιστρέψει τελικά στο ορυχείο, μετά από αρκετές ημέρες αναίτιας απουσίας του και να πείσει τον εαυτό του ότι όλο αυτό ήταν κάποιο παιχνίδι, που του είχε σκαρώσει η φαντασία του και η απομόνωση των στοών.
Λίγο καιρό αργότερα, έτυχε να βρεθεί σε κάποια συζήτηση, όπου γινόταν λόγος περί πνευματισμού και ο August αναρωτήθηκε μήπως η φωνή που άκουγε, ήταν πιθανό να προερχόταν από κάποιο πνεύμα, που προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του.
Έτσι, ο August μοιράστηκε τελικά τους προβληματισμούς του με τον καλύτερό του φίλο, που πίστευε βαθιά στον πνευματισμό και εκείνος, αφού πείστηκε από τα λεγόμενά του, κανόνισε να διοργανώσει μια πνευματιστική συνεδρίαση, ώστε να διαλευκανθεί το ζήτημα και να απαντηθούν οι απορίες του August.
Στη συνεδρίαση αυτή, συμμετείχαν ο August Lesseps, ο φίλος του και τρεις ακόμη γνωστοί τους. Έκατσαν γύρω από ένα τραπεζάκι, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου, όπως συνηθιζόταν. Περίμεναν για δέκα λεπτά, όταν το τραπεζάκι αιφνιδίως απέκτησε μια απότομη κλίση προς το μέρος του Lesseps τόσο ξαφνικά, ώστε τον χτύπησε αρκετά δυνατά.
Σε λίγο, το χέρι του άρχισε να συσπάται και να τρέμει. Αμέσως, του έδωσαν ένα κομμάτι χαρτί και μολύβι. Ο August, σαν να ήξερε από πάντα τι έπρεπε να κάνει, άρπαξε το μολύβι και άρχισε να σχηματίζει αρχικά μερικούς ακανόνιστους κύκλους επάνω στο χαρτί. Τέλος, έγραψε ολοκάθαρα τις εξής λέξεις: “Μη φοβάσαι, August, είσαι ένας μεγάλος ζωγράφος. Προσπάθησε να ζωγραφίσεις! Εμείς θα οδηγούμε το χέρι σου. Είμαι η Μαρία”.
Σημειωτέον ότι Μαρία ήταν το όνομα μιας αδελφής του Lesseps, η οποία είχε πεθάνει, όταν ήταν μόλις τριών ετών.
Την επόμενη ημέρα, ο έκπληκτος μεταλλωρύχος δοκίμασε να σχεδιάσει κάτι απλό μ’ ένα μολύβι, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από τις ζωγραφικές του ικανότητες και παραιτήθηκε της προσπάθειας.
Οι πνευματιστικές συνεδριάσεις συνεχίζονταν. Ένα απόγευμα συγκεντρώθηκαν εκ νέου οι πέντε φίλοι και πάλι το χέρι του August άρχισε να τρέμει. Αφού του έδωσαν ξανά μολύβι και χαρτί, σχηματίστηκαν οι παρακάτω λέξεις: “Δε σου είπα να ιχνογραφήσεις, αλλά να ζωγραφίσεις. Πήγαινε να αγοράσεις χρώματα και πινέλα και θα ζωγραφίσεις!”
Έτσι, οι φίλοι του τον οδήγησαν σχεδόν με το ζόρι σ’ ένα κατάστημα ειδών ζωγραφικής, αλλά ο August δεν ήξερε τι έπρεπε να αγοράσει. Ο έμπορος, λοιπόν, παρέταξε μπροστά του διάφορα σύνεργα και χρώματα και ο απαίδευτος μεταλλωρύχος επέλεξε τις προμήθειές του με εκλεκτικότητα ειδικού, εκπλήσσοντας τους πάντες.
Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, επιδόθηκε στη ζωγραφική με πάθος πρωτόγνωρο. Σε δύο μήνες είχε έτοιμο κιόλας τον πρώτο του πίνακα, που ήταν ένα έργο κοσμηματογραφικής μικρογραφίας, τόσο υπέροχο και από άποψη σχεδίων, αλλά και χρωμάτων, ενδεδυμένο με αναπαραστάσεις αρχαϊκών σχημάτων. Το έργο αυτό εκτέθηκε στο Παρίσι στο συνέδριο των πνευματιστών το 1918, προξενώντας τον απόλυτο θαυμασμό.
Στην αρχή, υπέγραφε τα έργα του με διάφορα ψευδώνυμα, αλλά από το 1927 και έπειτα, τα υπέγραφε ως “Lesseps το μέντιουμ”.
Οι οπαδοί του Πνευματισμού πίστευαν ακράδαντα ότι ο August Lesseps αποτελούσε ενσάρκωση κάποιου αρχαίου Ινδού ζωγράφου, αλλά οι ψυχοφυσιολόγοι πίστευαν ότι ήταν ένα ικανότατο μέντιουμ.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 21/05/1928…
Από το strangepress
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου