Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Υπήρξαν άραγε επιφανείς Ρωμαίοι με ελληνική καταγωγή;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Αμμιανός Μαρκελλίνος. Δεν ήταν χρι­στιανός, μιλάει όμως για τον χριστιανισμό με σεβασμό και ψέγει μόνον τις μηχανορραφίες του κλήρου της Ρώμης. Προς τη φιλοσοφία δεν είχε ιδιαίτερη κλίση, ωστόσο αποδεικνύεται προικισμένος με ψυχολογική διαίσθηση και ψυ­χολογική δύναμη στην περιγραφή. Ολόκληρο το έργο του, που είναι και το τελευταίο μεγάλο ιστορικό έργο της αρχαιότητας, διαπνέεται από μια ισχυρή πίστη στην
αιωνιότητα της Ρώμης.
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus) ήταν ένας Ρωμαίος ιστορικός καταγόμενος, όμως, από επι­φανή ελληνική οικογένεια. Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας [σήμερα Antakya της νότιας Τουρκίας] και πέθανε το 400 μ.Χ. περίπου. Εισήλθε στον ρωμαϊκό στρατό και από το 353 έλαβε μέρος ως επιτελικός του ιππάρχου (magister equitum) Ursicinus σε αρκετές εκ­στρατείες: εναντίον των Γαλατών το 354, των Περσών το 357-360 και αργότερα πάλι εναντίον των Περσών με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (363), τον οποίο ετίμησε ιδιαίτερα.
Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού ιδιώτευσε στην Αντιό­χεια, όπου και ασχολήθηκε με την επιστήμη, τα­ξιδεύοντας γι' αυτό τον σκοπό στην Αίγυπτο και τη Θράκη. Περί το 378 μ.Χ. μετοίκησε στη Ρώ­μη, όπου πολύ γρήγορα έγινε δεκτός στους λο­γοτεχνικούς κύκλους (σχέσεις με τον Q. Aurelius Symmachus). To έτος θανάτου του παραμέ­νει άγνωστο.

Ο Αμμιανός ανέλαβε να εκθέσει τα ιστορι­κά γεγονότα που διαδραματίστηκαν από την εποχή του θανάτου του Νέρβα μέχρι τον θάνατο του Valens (96 μ.Χ.- 378 μ.Χ.). Με το έργο αυτό (τίτλος: Res gestae, σε 31 βιβλία) σκόπευε να συνεχίσει την Ιστορία του Τάκιτου μέχρι τις δι­κές του ημέρες. Αρχικά ίσως είχε σχεδιάσει να κλείσει το έργο του με τον θάνατο του Ιουλια­νού, το 363 (25ο βιβλίο). Αφότου όμως πραγμα­τοποίησε με επιτυχία την πρώτη του δημόσια ανάγνωση το 391-92, αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του τονίζοντας την απόφαση του με έναν νέο πρόλογο στην αρχή του 26ου βιβλίου (394 μ.Χ.;). Από το συνολικό έργο σώζονται μό­νον τα βιβλία 14-31, τα οποία περιλαμβάνουν γεγονότα από το 353 μέχρι το 378, τα οποία έζη­σε ο ίδιος ο Αμμιανός. Επομένως, η ιστορία των ετών 96-353 πρέπει να ήταν πολύ συνοπτική.

Ο Αμμιανός συνδυάζει στο έργο του τη χρονογραφία για την πόλη της Ρώμης με την ιστορία της αυτοκρατορίας. Το σωζόμενο μέρος αρχίζει με τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β', στη συνέχεια κυριαρχεί η θαυμαστή προσωπι­κότητα του Ιουλιανού, και ακολουθούν οι αυτο­κράτορες Ιοβιανός, Βαλεντινιανός και Βάλης (Valens), με τον θάνατο του οποίου το 378 κατά τον πόλεμο εναντίον των Γότθων κλείνει το έρ­γο.
Γενικά ο Αμμιανός μένει πιστός στη χρονολογική διάταξη των γεγονότων, κατά τον τρόπο των χρονογράφων, προβαίνει όμως συχνά σε κά­ποιες παρεκβάσεις και προσφέρει με τον θάνατο κάθε αυτοκράτορα μια βιογραφικού τύπου ανα­δρομή. Εκτός από τις λογοτεχνικές πηγές που χρησιμοποιεί (Ηρωδιανός από τη Συρία, Μάγνος από τις Κάρρες κ. ά.), εμπιστεύεται προφα­νώς μόνον την προσωπική του γνώση ή ελεγμέ­νες πληροφορίες μαρτύρων πρέπει όμως να άντλησε και από τα επίσημα αρχεία της Ρώμης.
Μια παράξενη φιλοδοξία οδήγησε τον Αμμιανό σε μια πολυάριθμη σειρά παρεκβάσεων, στις οποίες θί­γονται εξειδικευμένες επιστημονικές περιοχές, και στις οποίες εκτυλίσσει ολόκληρη την παι­δεία του, κάνοντας φανερή την έντονη εξάρτη­ση από τις πηγές του. Υπάρχουν παρεκβάσεις για ξένους λαούς και χώρες (Ούννοι, Αλανοί, Θράκες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Γαλάτες), για φυσι­κά φαινόμενα (σεισμοί, εκλείψεις ηλίου, κομή­τες, μετεωρίτες) και άλλα θέματα, μεταξύ των οποίων και μια σατιρική απεικόνιση της καθη­μερινής ζωής στη Ρώμη.
Από την άλλη όμως ο Αμμιανός κατά την παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων κατάφε­ρε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες απέκτησε στα πεδία των μαχών ή τις πληροφορίες που συνέλε­ξε στη διάρκεια των ταξιδιών του. Η εξειδικευ­μένη γνώση τον ενδυναμώνει εδώ να αποδώσει αντικειμενικά και πιστά την πραγματικότητα.
Οι αφηγήσεις του είναι αμερόληπτες, απονέμει τον έπαινο ή τον ψόγο βασισμένος στην άριστη γνώση" ακόμα και για προσωπικότητες θαυμα­στές δεν αποσιωπά τη σκοτεινή τους πλευρά ή τα λάθη τους (περίπτωση Ιουλιανού) και αγωνί­ζεται με όλες του τις δυνάμεις να φτάσει το ιδα­νικό του, τον Τάκιτο. 


Ο Αμμιανός δεν ήταν χρι­στιανός, μιλάει όμως για τον χριστιανισμό με σεβασμό και ψέγει μόνον τις μηχανορραφίες του κλήρου της Ρώμης. Προς τη φιλοσοφία δεν είχε ιδιαίτερη κλίση, ωστόσο αποδεικνύεται προικισμένος με ψυχολογική διαίσθηση και ψυ­χολογική δύναμη στην περιγραφή. Ολόκληρο το έργο του, που είναι και το τελευταίο μεγάλο ιστορικό έργο της αρχαιότητας, διαπνέεται από μια ισχυρή πίστη στην αιωνιότητα της Ρώμης.
Ο Έλληνας Αμμιανός είχε εξοικειωθεί βε­βαίως με τη λατινική γλώσσα κάνοντας επιστα­μένη και επιμελή μελέτη· ωστόσο το επιτηδευ­μένο του ύφος προδίδει τις λογοτεχνικές του σπουδές και στερείται επιδεξιότητας. Χρησιμο­ποιεί αφειδώς όλα τα ρητορικά τεχνικά μέσα, για να προσδώσει στο κείμενο του κατά την ώρα της δημόσιας ανάγνωσης μια αποτελεσματική λάμψη· στην πραγματικότητα όμως είναι αυτά που το κάνουν παραφορτωμένο και παραστολισμένο.

Με σεβασμό και τιμή
loading...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου