Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Αμμιανός Μαρκελλίνος. Δεν ήταν χριστιανός, μιλάει όμως για τον χριστιανισμό με σεβασμό και ψέγει μόνον τις μηχανορραφίες του κλήρου της Ρώμης. Προς τη φιλοσοφία δεν είχε ιδιαίτερη κλίση, ωστόσο αποδεικνύεται προικισμένος με ψυχολογική διαίσθηση και ψυχολογική δύναμη στην περιγραφή. Ολόκληρο το έργο του, που είναι και το τελευταίο μεγάλο ιστορικό έργο της αρχαιότητας, διαπνέεται από μια ισχυρή πίστη στην
αιωνιότητα της Ρώμης.
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus) ήταν ένας Ρωμαίος ιστορικός καταγόμενος, όμως, από επιφανή ελληνική οικογένεια. Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας [σήμερα Antakya της νότιας Τουρκίας] και πέθανε το 400 μ.Χ. περίπου. Εισήλθε στον ρωμαϊκό στρατό και από το 353 έλαβε μέρος ως επιτελικός του ιππάρχου (magister equitum) Ursicinus σε αρκετές εκστρατείες: εναντίον των Γαλατών το 354, των Περσών το 357-360 και αργότερα πάλι εναντίον των Περσών με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (363), τον οποίο ετίμησε ιδιαίτερα.
Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού ιδιώτευσε στην Αντιόχεια, όπου και ασχολήθηκε με την επιστήμη, ταξιδεύοντας γι' αυτό τον σκοπό στην Αίγυπτο και τη Θράκη. Περί το 378 μ.Χ. μετοίκησε στη Ρώμη, όπου πολύ γρήγορα έγινε δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους (σχέσεις με τον Q. Aurelius Symmachus). To έτος θανάτου του παραμένει άγνωστο.
Ο Αμμιανός ανέλαβε να εκθέσει τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν από την εποχή του θανάτου του Νέρβα μέχρι τον θάνατο του Valens (96 μ.Χ.- 378 μ.Χ.). Με το έργο αυτό (τίτλος: Res gestae, σε 31 βιβλία) σκόπευε να συνεχίσει την Ιστορία του Τάκιτου μέχρι τις δικές του ημέρες. Αρχικά ίσως είχε σχεδιάσει να κλείσει το έργο του με τον θάνατο του Ιουλιανού, το 363 (25ο βιβλίο). Αφότου όμως πραγματοποίησε με επιτυχία την πρώτη του δημόσια ανάγνωση το 391-92, αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του τονίζοντας την απόφαση του με έναν νέο πρόλογο στην αρχή του 26ου βιβλίου (394 μ.Χ.;). Από το συνολικό έργο σώζονται μόνον τα βιβλία 14-31, τα οποία περιλαμβάνουν γεγονότα από το 353 μέχρι το 378, τα οποία έζησε ο ίδιος ο Αμμιανός. Επομένως, η ιστορία των ετών 96-353 πρέπει να ήταν πολύ συνοπτική.
Ο Αμμιανός συνδυάζει στο έργο του τη χρονογραφία για την πόλη της Ρώμης με την ιστορία της αυτοκρατορίας. Το σωζόμενο μέρος αρχίζει με τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β', στη συνέχεια κυριαρχεί η θαυμαστή προσωπικότητα του Ιουλιανού, και ακολουθούν οι αυτοκράτορες Ιοβιανός, Βαλεντινιανός και Βάλης (Valens), με τον θάνατο του οποίου το 378 κατά τον πόλεμο εναντίον των Γότθων κλείνει το έργο.
Γενικά ο Αμμιανός μένει πιστός στη χρονολογική διάταξη των γεγονότων, κατά τον τρόπο των χρονογράφων, προβαίνει όμως συχνά σε κάποιες παρεκβάσεις και προσφέρει με τον θάνατο κάθε αυτοκράτορα μια βιογραφικού τύπου αναδρομή. Εκτός από τις λογοτεχνικές πηγές που χρησιμοποιεί (Ηρωδιανός από τη Συρία, Μάγνος από τις Κάρρες κ. ά.), εμπιστεύεται προφανώς μόνον την προσωπική του γνώση ή ελεγμένες πληροφορίες μαρτύρων πρέπει όμως να άντλησε και από τα επίσημα αρχεία της Ρώμης.
Μια παράξενη φιλοδοξία οδήγησε τον Αμμιανό σε μια πολυάριθμη σειρά παρεκβάσεων, στις οποίες θίγονται εξειδικευμένες επιστημονικές περιοχές, και στις οποίες εκτυλίσσει ολόκληρη την παιδεία του, κάνοντας φανερή την έντονη εξάρτηση από τις πηγές του. Υπάρχουν παρεκβάσεις για ξένους λαούς και χώρες (Ούννοι, Αλανοί, Θράκες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Γαλάτες), για φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, εκλείψεις ηλίου, κομήτες, μετεωρίτες) και άλλα θέματα, μεταξύ των οποίων και μια σατιρική απεικόνιση της καθημερινής ζωής στη Ρώμη.
Από την άλλη όμως ο Αμμιανός κατά την παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων κατάφερε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες απέκτησε στα πεδία των μαχών ή τις πληροφορίες που συνέλεξε στη διάρκεια των ταξιδιών του. Η εξειδικευμένη γνώση τον ενδυναμώνει εδώ να αποδώσει αντικειμενικά και πιστά την πραγματικότητα.
Οι αφηγήσεις του είναι αμερόληπτες, απονέμει τον έπαινο ή τον ψόγο βασισμένος στην άριστη γνώση" ακόμα και για προσωπικότητες θαυμαστές δεν αποσιωπά τη σκοτεινή τους πλευρά ή τα λάθη τους (περίπτωση Ιουλιανού) και αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις να φτάσει το ιδανικό του, τον Τάκιτο.
αιωνιότητα της Ρώμης.
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus) ήταν ένας Ρωμαίος ιστορικός καταγόμενος, όμως, από επιφανή ελληνική οικογένεια. Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας [σήμερα Antakya της νότιας Τουρκίας] και πέθανε το 400 μ.Χ. περίπου. Εισήλθε στον ρωμαϊκό στρατό και από το 353 έλαβε μέρος ως επιτελικός του ιππάρχου (magister equitum) Ursicinus σε αρκετές εκστρατείες: εναντίον των Γαλατών το 354, των Περσών το 357-360 και αργότερα πάλι εναντίον των Περσών με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (363), τον οποίο ετίμησε ιδιαίτερα.
Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού ιδιώτευσε στην Αντιόχεια, όπου και ασχολήθηκε με την επιστήμη, ταξιδεύοντας γι' αυτό τον σκοπό στην Αίγυπτο και τη Θράκη. Περί το 378 μ.Χ. μετοίκησε στη Ρώμη, όπου πολύ γρήγορα έγινε δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους (σχέσεις με τον Q. Aurelius Symmachus). To έτος θανάτου του παραμένει άγνωστο.
Ο Αμμιανός ανέλαβε να εκθέσει τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν από την εποχή του θανάτου του Νέρβα μέχρι τον θάνατο του Valens (96 μ.Χ.- 378 μ.Χ.). Με το έργο αυτό (τίτλος: Res gestae, σε 31 βιβλία) σκόπευε να συνεχίσει την Ιστορία του Τάκιτου μέχρι τις δικές του ημέρες. Αρχικά ίσως είχε σχεδιάσει να κλείσει το έργο του με τον θάνατο του Ιουλιανού, το 363 (25ο βιβλίο). Αφότου όμως πραγματοποίησε με επιτυχία την πρώτη του δημόσια ανάγνωση το 391-92, αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του τονίζοντας την απόφαση του με έναν νέο πρόλογο στην αρχή του 26ου βιβλίου (394 μ.Χ.;). Από το συνολικό έργο σώζονται μόνον τα βιβλία 14-31, τα οποία περιλαμβάνουν γεγονότα από το 353 μέχρι το 378, τα οποία έζησε ο ίδιος ο Αμμιανός. Επομένως, η ιστορία των ετών 96-353 πρέπει να ήταν πολύ συνοπτική.
Ο Αμμιανός συνδυάζει στο έργο του τη χρονογραφία για την πόλη της Ρώμης με την ιστορία της αυτοκρατορίας. Το σωζόμενο μέρος αρχίζει με τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β', στη συνέχεια κυριαρχεί η θαυμαστή προσωπικότητα του Ιουλιανού, και ακολουθούν οι αυτοκράτορες Ιοβιανός, Βαλεντινιανός και Βάλης (Valens), με τον θάνατο του οποίου το 378 κατά τον πόλεμο εναντίον των Γότθων κλείνει το έργο.
Γενικά ο Αμμιανός μένει πιστός στη χρονολογική διάταξη των γεγονότων, κατά τον τρόπο των χρονογράφων, προβαίνει όμως συχνά σε κάποιες παρεκβάσεις και προσφέρει με τον θάνατο κάθε αυτοκράτορα μια βιογραφικού τύπου αναδρομή. Εκτός από τις λογοτεχνικές πηγές που χρησιμοποιεί (Ηρωδιανός από τη Συρία, Μάγνος από τις Κάρρες κ. ά.), εμπιστεύεται προφανώς μόνον την προσωπική του γνώση ή ελεγμένες πληροφορίες μαρτύρων πρέπει όμως να άντλησε και από τα επίσημα αρχεία της Ρώμης.
Μια παράξενη φιλοδοξία οδήγησε τον Αμμιανό σε μια πολυάριθμη σειρά παρεκβάσεων, στις οποίες θίγονται εξειδικευμένες επιστημονικές περιοχές, και στις οποίες εκτυλίσσει ολόκληρη την παιδεία του, κάνοντας φανερή την έντονη εξάρτηση από τις πηγές του. Υπάρχουν παρεκβάσεις για ξένους λαούς και χώρες (Ούννοι, Αλανοί, Θράκες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Γαλάτες), για φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, εκλείψεις ηλίου, κομήτες, μετεωρίτες) και άλλα θέματα, μεταξύ των οποίων και μια σατιρική απεικόνιση της καθημερινής ζωής στη Ρώμη.
Από την άλλη όμως ο Αμμιανός κατά την παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων κατάφερε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες απέκτησε στα πεδία των μαχών ή τις πληροφορίες που συνέλεξε στη διάρκεια των ταξιδιών του. Η εξειδικευμένη γνώση τον ενδυναμώνει εδώ να αποδώσει αντικειμενικά και πιστά την πραγματικότητα.
Οι αφηγήσεις του είναι αμερόληπτες, απονέμει τον έπαινο ή τον ψόγο βασισμένος στην άριστη γνώση" ακόμα και για προσωπικότητες θαυμαστές δεν αποσιωπά τη σκοτεινή τους πλευρά ή τα λάθη τους (περίπτωση Ιουλιανού) και αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις να φτάσει το ιδανικό του, τον Τάκιτο.
Ο Αμμιανός δεν ήταν χριστιανός, μιλάει όμως για τον χριστιανισμό με σεβασμό και ψέγει μόνον τις μηχανορραφίες του κλήρου της Ρώμης. Προς τη φιλοσοφία δεν είχε ιδιαίτερη κλίση, ωστόσο αποδεικνύεται προικισμένος με ψυχολογική διαίσθηση και ψυχολογική δύναμη στην περιγραφή. Ολόκληρο το έργο του, που είναι και το τελευταίο μεγάλο ιστορικό έργο της αρχαιότητας, διαπνέεται από μια ισχυρή πίστη στην αιωνιότητα της Ρώμης.
Ο Έλληνας Αμμιανός είχε εξοικειωθεί βεβαίως με τη λατινική γλώσσα κάνοντας επισταμένη και επιμελή μελέτη· ωστόσο το επιτηδευμένο του ύφος προδίδει τις λογοτεχνικές του σπουδές και στερείται επιδεξιότητας. Χρησιμοποιεί αφειδώς όλα τα ρητορικά τεχνικά μέσα, για να προσδώσει στο κείμενο του κατά την ώρα της δημόσιας ανάγνωσης μια αποτελεσματική λάμψη· στην πραγματικότητα όμως είναι αυτά που το κάνουν παραφορτωμένο και παραστολισμένο.
Με σεβασμό και τιμή
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου