Ο Γάλλος αρχαιολόγος και λογοτέχνης Edmond About, γράφει το 1853 σχετικά με τις άμαξες: “Οι άμαξες δεν σπανίζουν στην Αθήνα και βρίσκεις άφθονες για την πόλη και για την ύπαιθρο. Τίποτα δεν είναι πιο άχαρο απ’αυτά τα κακομοίρικα αμάξια της Αθήνας, τα μισοδιαλυμένα, κακοσυντηρημένα και ακάθαρτα. Σπάνια έχουν τζάμια και δεν ξαίρω αν έχουν πάντοτε τέσσερες ρόδες”
Μια από τις πιο επίπονες φροντίδες και έγνοιες των προγόνων μας τις δεκαετίες του 1830-1840 ήταν και η καθημερινή μετακίνηση. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το
χαώδες περιβάλλον, μέσα στο οποίο καλούνταν να αναπτυχθεί η συγκοινωνία, τουλάχιστον στα πρώτα οθωνικά χρόνια, ιδού 2 μαρτυρίες της εποχής:
“Αι καταπεσούσαι οικίαι είχον αποφράξει τας οδούς και επάνω από τα ερείπια, αποτελούντα αλλού μεν σωρούς λίθων και αλλού μικρούς γηλόφους, είχον σχηματιστεί μονοπάτια, τα οποία οι διαβάται διήρχοντο πηδώντες και τοποθετούντες σημεία δια να δυνηθούν να εύρουν, κατά την επιστροφήν των εις την κατοικίαν των”. (Δημήτρης Καμπούρογλου)
“Κυρίαι, διπλωμάται και στρατιωτικοί εν μεγάλη στολή, επορεύοντο πεζοί, πηδώντες από λίθου εις λίθον και φέροντες έκαστος ανά χείρας φανάριον ίνα μη καταπέσωσιν εις τους αναρίθμητους λάκκους, οίτινες εμποδίζουσιν την κυκλοφορία και ένθα κατασκευάζουσιν άσβεστον…”. (Βλαδίμηρος Νταβίντοφ)
Γαϊδουράκια, άλογα και “γκαμήλες” (!) λοιπόν ήταν τα πρώτα μεταφορικά μέσα σε μια Αθήνα όλο κακοτράχαλους, χωμάτινους δρόμους γεμάτους σκόνη, οι οποίοι με τα απόνερα και τις βροχές γινόντουσαν λασπότοποι.
Το 1833 ο Άγγλος ναύαρχος Malloy που έχτιζε τη βίλα του στα Πατήσια, έφερε τα πρώτα δύο κάρα για τη μεταφορά των υλικών, και οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με θαυμασμό τα πήγαιν’ έλα τους. Λίγο αργότερα προστέθηκαν μεγαλόπρεπα αμάξια λαντό, που τα έσερναν 2 άλογα. Οι Αθηναίοι τους κόλλησαν το παρατσούκλι “οι Βικτώριες”, ενώ τα μόνιππα, σαν πιο φτηνά μέσα, τα αποκαλούσαν απαξιωτικά “Μαρίκες”. Ήδη το 1840 κυκλοφορούσαν 40 άμαξες.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος και λογοτέχνης Edmond About, γράφει το 1853 σχετικά με τις άμαξες: “Οι άμαξες δεν σπανίζουν στην Αθήνα και βρίσκεις άφθονες για την πόλη και για την ύπαιθρο. Τίποτα δεν είναι πιο άχαρο απ’αυτά τα κακομοίρικα αμάξια της Αθήνας, τα μισοδιαλυμένα, κακοσυντηρημένα και ακάθαρτα. Σπάνια έχουν τζάμια και δεν ξαίρω αν έχουν πάντοτε τέσσερες ρόδες.
Τα βρίσκεις συγκεντρωμένα όλα σε μια λασπερή πλατεία που λέγεται Πλατεία των Αμαξών. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις αμάξι, τόσο πολύ σε τραβολογούνε και σε πολιορκούν οι αμαξάδες. Παζαρεύεις το αγώγι με αυτούς τους κυρίους: η αστυνομία δεν έχει ορίσει τιμολόγιο. Πας στον Πειραιά με μιάμιση δραχμή, ή με εξήντα δραχμές, κατά την περίσταση. Για ένα χορό στον Πειραιά είδα να νοικιάζονται οι άμαξες με εξήντα δραχμές οκτώ μέρες πρωτύτερα. Την ορισμένη μέρα υπήρχαν αμάξια να διαλέξεις για 2 δραχμές.
Τα αγώγια ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, όπως αλλού τα δημόσια έσοδα, χωρίς κανένας να ξαίρει πάντα το γιατί”.
Το 1836 άρχισε και η πρώτη ιππήλατος λεωφορειακή γραμμή με τα πολυφορεία ή παμφορεία, όπως τα αποκαλούσαν. Αυτά κουβαλούσαν εκτός από επιβάτες και δέματα “αντί λογικού ναύλου διδόμενου εις τον οδηγόν”. Η αφετηρία τους ήταν στη γωνία Ερμού και Αιόλου. Ο κόσμος αποκαλούσε την πιάτσα τους “στις καρότσες”. Διαμορφώθηκε επίσης και υπηρεσία με ιππήλατα ταξί, που οι Αθηναίοι ονόμαζαν “Βιζαβί”, αφού οι επιβάτες τους καθόντουσαν αντικριστά. Τα ταξί αυτά έκαναν πιάτσα σε νευραλγικά σημεία της Αθήνας.
Βέβαια ο πολύς κόσμος προτιμούσε για λόγους οικονομίας την “αποστολική” πεζοπορία, πράγμα που εξασφάλιζε εκτός της οικονομίας και ωραία (αδύνατη) εμφάνιση!
Να σημειώσουμε τέλος ότι τον Ιανουάριο του 1837 εκδόθηκε και το πρώτο τροχαίο διάταγμα “προς αποφυγήν συγκρούσεων ως εκ της καθ’ οδόν συναπαντήσεως των αμαξών, εφίππων κλπ. και δια να καταστή ούτως η διάβαση εύκολος και ακίνδυνος”!!!
Ας αφήσουμε όμως τα χρόνια του Όθωνα και ας μεταφερθούμε 80-90 χρόνια μετά. Είμαστε στο Mεσοπόλεμο, συγκεκριμένα στο 1922 και ο ρεπόρτερ της «Εφημερίδας» τραβά τα μαλλιά του, εξ’ ου και ο τίτλος του σημερινού μας σημειώματος…
«Χθες πάλιν, τρεις άνθρωποι εκινδύνευσαν να γίνουν εγγλέζικο μπιφτέκι μεταξύ δύο αυτοκινήτων διασταυρουμένων και ετέρων δύο, τα οποία ηκολούθουν ως είδος εφεδρείας του θανάτου. Οι άνθρωποι εσώθησαν, διότι φαίνεται ότι συμβαίνουν και εις τους καιρούς μας θαύματα. Παρόμοια θαύματα ακροβατικά συμβαίνουν πολλάκις της ημέρας ανά τη πόλιν, κατά τα οποία διαβάτες, ευρεθέντες αίφνης μεταξύ δύο εξ αυτών των θηρίων που εξαπέλυσεν εις την ζωήν ο πολιτισμός, κατορθώνουν να περνούν δια μέσου των όπως η Αργώ δια των συμπληγάδων.
Οι Αθηναίοι φαίνεται ότι εξεγυμνάσθησαν εις αυτό το αγώνισμα της σωτηρίας δια μέσου των αυτοκινήτων, όπως εξεγυμνάσθησαν εις την αντοχήν απέναντι της αισχροκέρδειας και απέναντι πολλών άλλων θηρίων, γεννημάτων του αιώνος τούτου της ακαθέκτου προόδου.
Αλλά το κακό προχωρεί. Τα αυτοκίνητα πληθύνονται όπως οι ιχθείς που ηυλόγησεν ο κύριος μετά την επί του όρους ομιλίαν. Βαδίζουν ήδη προς τον αριθμόν των πέντε χιλιάδων. Αναμένονται και άλλα, τα οποία δεν θα σταλούν βεβαίως ν’ ανέλθουν εις τον Υμηττόν, αλλά θα κυκλοφορούν εντός της πόλεως.
Τι θα κάμωμεν λοιπόν; Δεν θα έχομεν τίποτε άλλο στον νου μας, παρά πώς να σωζόμεθα από τ’ αυτοκίνητα. Αλλ’ αυτό πλέον καταντά επάγγελμα. Δεν είνε ζωή. Δεν μπορεί να κάμη πλέον κανείς τίποτε άλλο, παρά να προφυλάσεται από τ’ αυτοκίνητα.
Και τι ζητείτε από την αστυνομίαν; θα ειπήτε.
Ζητούμεν να επιβλέπη αυστηρότατα εις την εκτέλεσιν της διαταγής της περί της ταχύτητος των αυτοκινήτων. Αυτό είνε το κλειδί της ασφαλείας του κόσμου. Όταν το αυτοκίνητο κινείται βραδέως κατορθώνει και να σταματά και τότε οι κίνδυνοι και τα δυστυχήματα θα μειωθούν εις το ελάχιστον.
Μια από τις πιο επίπονες φροντίδες και έγνοιες των προγόνων μας τις δεκαετίες του 1830-1840 ήταν και η καθημερινή μετακίνηση. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το
χαώδες περιβάλλον, μέσα στο οποίο καλούνταν να αναπτυχθεί η συγκοινωνία, τουλάχιστον στα πρώτα οθωνικά χρόνια, ιδού 2 μαρτυρίες της εποχής:
“Αι καταπεσούσαι οικίαι είχον αποφράξει τας οδούς και επάνω από τα ερείπια, αποτελούντα αλλού μεν σωρούς λίθων και αλλού μικρούς γηλόφους, είχον σχηματιστεί μονοπάτια, τα οποία οι διαβάται διήρχοντο πηδώντες και τοποθετούντες σημεία δια να δυνηθούν να εύρουν, κατά την επιστροφήν των εις την κατοικίαν των”. (Δημήτρης Καμπούρογλου)
“Κυρίαι, διπλωμάται και στρατιωτικοί εν μεγάλη στολή, επορεύοντο πεζοί, πηδώντες από λίθου εις λίθον και φέροντες έκαστος ανά χείρας φανάριον ίνα μη καταπέσωσιν εις τους αναρίθμητους λάκκους, οίτινες εμποδίζουσιν την κυκλοφορία και ένθα κατασκευάζουσιν άσβεστον…”. (Βλαδίμηρος Νταβίντοφ)
Γαϊδουράκια, άλογα και “γκαμήλες” (!) λοιπόν ήταν τα πρώτα μεταφορικά μέσα σε μια Αθήνα όλο κακοτράχαλους, χωμάτινους δρόμους γεμάτους σκόνη, οι οποίοι με τα απόνερα και τις βροχές γινόντουσαν λασπότοποι.
Το 1833 ο Άγγλος ναύαρχος Malloy που έχτιζε τη βίλα του στα Πατήσια, έφερε τα πρώτα δύο κάρα για τη μεταφορά των υλικών, και οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με θαυμασμό τα πήγαιν’ έλα τους. Λίγο αργότερα προστέθηκαν μεγαλόπρεπα αμάξια λαντό, που τα έσερναν 2 άλογα. Οι Αθηναίοι τους κόλλησαν το παρατσούκλι “οι Βικτώριες”, ενώ τα μόνιππα, σαν πιο φτηνά μέσα, τα αποκαλούσαν απαξιωτικά “Μαρίκες”. Ήδη το 1840 κυκλοφορούσαν 40 άμαξες.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος και λογοτέχνης Edmond About, γράφει το 1853 σχετικά με τις άμαξες: “Οι άμαξες δεν σπανίζουν στην Αθήνα και βρίσκεις άφθονες για την πόλη και για την ύπαιθρο. Τίποτα δεν είναι πιο άχαρο απ’αυτά τα κακομοίρικα αμάξια της Αθήνας, τα μισοδιαλυμένα, κακοσυντηρημένα και ακάθαρτα. Σπάνια έχουν τζάμια και δεν ξαίρω αν έχουν πάντοτε τέσσερες ρόδες.
Τα βρίσκεις συγκεντρωμένα όλα σε μια λασπερή πλατεία που λέγεται Πλατεία των Αμαξών. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις αμάξι, τόσο πολύ σε τραβολογούνε και σε πολιορκούν οι αμαξάδες. Παζαρεύεις το αγώγι με αυτούς τους κυρίους: η αστυνομία δεν έχει ορίσει τιμολόγιο. Πας στον Πειραιά με μιάμιση δραχμή, ή με εξήντα δραχμές, κατά την περίσταση. Για ένα χορό στον Πειραιά είδα να νοικιάζονται οι άμαξες με εξήντα δραχμές οκτώ μέρες πρωτύτερα. Την ορισμένη μέρα υπήρχαν αμάξια να διαλέξεις για 2 δραχμές.
Τα αγώγια ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, όπως αλλού τα δημόσια έσοδα, χωρίς κανένας να ξαίρει πάντα το γιατί”.
Το 1836 άρχισε και η πρώτη ιππήλατος λεωφορειακή γραμμή με τα πολυφορεία ή παμφορεία, όπως τα αποκαλούσαν. Αυτά κουβαλούσαν εκτός από επιβάτες και δέματα “αντί λογικού ναύλου διδόμενου εις τον οδηγόν”. Η αφετηρία τους ήταν στη γωνία Ερμού και Αιόλου. Ο κόσμος αποκαλούσε την πιάτσα τους “στις καρότσες”. Διαμορφώθηκε επίσης και υπηρεσία με ιππήλατα ταξί, που οι Αθηναίοι ονόμαζαν “Βιζαβί”, αφού οι επιβάτες τους καθόντουσαν αντικριστά. Τα ταξί αυτά έκαναν πιάτσα σε νευραλγικά σημεία της Αθήνας.
Βέβαια ο πολύς κόσμος προτιμούσε για λόγους οικονομίας την “αποστολική” πεζοπορία, πράγμα που εξασφάλιζε εκτός της οικονομίας και ωραία (αδύνατη) εμφάνιση!
Να σημειώσουμε τέλος ότι τον Ιανουάριο του 1837 εκδόθηκε και το πρώτο τροχαίο διάταγμα “προς αποφυγήν συγκρούσεων ως εκ της καθ’ οδόν συναπαντήσεως των αμαξών, εφίππων κλπ. και δια να καταστή ούτως η διάβαση εύκολος και ακίνδυνος”!!!
Ας αφήσουμε όμως τα χρόνια του Όθωνα και ας μεταφερθούμε 80-90 χρόνια μετά. Είμαστε στο Mεσοπόλεμο, συγκεκριμένα στο 1922 και ο ρεπόρτερ της «Εφημερίδας» τραβά τα μαλλιά του, εξ’ ου και ο τίτλος του σημερινού μας σημειώματος…
«Χθες πάλιν, τρεις άνθρωποι εκινδύνευσαν να γίνουν εγγλέζικο μπιφτέκι μεταξύ δύο αυτοκινήτων διασταυρουμένων και ετέρων δύο, τα οποία ηκολούθουν ως είδος εφεδρείας του θανάτου. Οι άνθρωποι εσώθησαν, διότι φαίνεται ότι συμβαίνουν και εις τους καιρούς μας θαύματα. Παρόμοια θαύματα ακροβατικά συμβαίνουν πολλάκις της ημέρας ανά τη πόλιν, κατά τα οποία διαβάτες, ευρεθέντες αίφνης μεταξύ δύο εξ αυτών των θηρίων που εξαπέλυσεν εις την ζωήν ο πολιτισμός, κατορθώνουν να περνούν δια μέσου των όπως η Αργώ δια των συμπληγάδων.
Οι Αθηναίοι φαίνεται ότι εξεγυμνάσθησαν εις αυτό το αγώνισμα της σωτηρίας δια μέσου των αυτοκινήτων, όπως εξεγυμνάσθησαν εις την αντοχήν απέναντι της αισχροκέρδειας και απέναντι πολλών άλλων θηρίων, γεννημάτων του αιώνος τούτου της ακαθέκτου προόδου.
Αλλά το κακό προχωρεί. Τα αυτοκίνητα πληθύνονται όπως οι ιχθείς που ηυλόγησεν ο κύριος μετά την επί του όρους ομιλίαν. Βαδίζουν ήδη προς τον αριθμόν των πέντε χιλιάδων. Αναμένονται και άλλα, τα οποία δεν θα σταλούν βεβαίως ν’ ανέλθουν εις τον Υμηττόν, αλλά θα κυκλοφορούν εντός της πόλεως.
Τι θα κάμωμεν λοιπόν; Δεν θα έχομεν τίποτε άλλο στον νου μας, παρά πώς να σωζόμεθα από τ’ αυτοκίνητα. Αλλ’ αυτό πλέον καταντά επάγγελμα. Δεν είνε ζωή. Δεν μπορεί να κάμη πλέον κανείς τίποτε άλλο, παρά να προφυλάσεται από τ’ αυτοκίνητα.
Και τι ζητείτε από την αστυνομίαν; θα ειπήτε.
Ζητούμεν να επιβλέπη αυστηρότατα εις την εκτέλεσιν της διαταγής της περί της ταχύτητος των αυτοκινήτων. Αυτό είνε το κλειδί της ασφαλείας του κόσμου. Όταν το αυτοκίνητο κινείται βραδέως κατορθώνει και να σταματά και τότε οι κίνδυνοι και τα δυστυχήματα θα μειωθούν εις το ελάχιστον.
Γνωρίζω ότι η επιβολή της περί ηλαττωμένης ταχύτητος διαταγής είνε ηράκλειος άθλος δια τη αστυνομίαν. Οι σωφέρ και οι περισσότεροι ιδιοκτήται, δεν τα θέλουν παρά δια την ταχύτητα. Η γενική τάσις της εποχής να φθάση κανείς εις το τέρμα το ταχύτερον και αντί πάσης θυσίας… των άλλων, εκδηλούται περισσότερο εις την λειτουργίαν των αυτοκινήτων.
Μου έλεγε ένας πρώην περιβολάρης των Σεπολίων, ιδιοκτήτης ήδη μεγαλοπρεπούς Καντιλάκ:
-Τι να το κάνης τ’αυτοκίνητο χωρίς την ταχύτην; Προσβέλνεις και το φιλότιμο του σωφέρ να του λες να πηγαίνη σιγά και να τον προσπερνάη το ιποδήλατο με το αλάνι. Νομίζω;
Συνεννοηθήτε μαζύ του».
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου