Η Κυριακή Προσευχή (το “Πάτερ ἡμῶν”) υπάρχει σε δύο από τα τέσσερα Ευαγγέλια: το Κατά Ματθαίον (Ματθ. 6:9-13) και το Κατά Λουκάν (Λουκ. 11:2-4). (Στις εκκλησιαστικές ακολουθίες έχει υιοθετηθεί η εκδοχή τού Κατά Ματθαίον). Οι δύο εκδοχές έχουν μικρές διαφορές.
Μία από αυτές έχει να κάνει με το αίτημα “τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον” (Ματθ. 6:11), το οποίο στο Κατά Λουκάν έχει “τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ᾿ ἡμέραν” (Λουκ. 11:3). Παρατηρούμε ότι η Προστακτική Αορίστου “δὸς” ( = “δώσε”) τού Κατά Ματθαίον έχει
δώσει τη θέση της στο Κατά Λουκάν σε Προστακτική Ενεστώτα: “δίδου” ( = “δίνε”). Η εξακολουθητικότητα/επαναληπτικότητα του Ενεστώτα μετέβαλε εκ των πραγμάτων και το “σήμερον” τού Κατά Ματθαίον σε “τὸ καθ᾿ ἡμέραν” ( = “καθημερινά” / “κάθε μέρα”) στο Κατά Λουκάν.Κεντρική θέση στο συγκεκριμένο αίτημα (αλλά και σε όλη την Κυριακή Προσευχή) έχει η λέξη “ἐπιούσιος” (το μοναδικό επίθετο που υπάρχει στην Κυριακή Προσευχή!). Πρόκειται για λέξη που παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά στην αρχαιοελληνική Γραμματεία!
Το γεγονός αυτό, ότι δηλ. δεν προϋπάρχει στον αρχαιοελληνικό λόγο, ώστε να δούμε ποιες χρήσεις και σημασίες θα μπορούσε να έχει πριν, καθώς και σε ποια συμφραζόμενα θα μπορούσε να παρουσιαστεί, μαζί με την αβεβαιότητα ως προς την ετυμολογία της, ανοίγει ένα πολύ ενδιαφέρον φιλολογικά και θεολογικά πεδίο διερεύνησης.
Καθαρά φιλολογικά μιλώντας, τρεις είναι οι δυνατές ετυμολογήσεις του επιθέτου “ἐπιούσιος” (και στις τρεις, το πρώτο συνθετικό αποτελεί η πρόθεση “ἐπί”). -Σύμφωνα με την πρώτη, το β΄ συνθετικό της λέξης “ἐπιούσιος” είναι η λέξη “οὐσία”, οπότε προκύπτει η σημασία “(ο άρτος) ο ουσιαστικός / ο εντελώς απαραίτητος για την ουσία μας, για την ύπαρξή μας, για τη διατήρησή μας στη ζωή”. Η κατανόηση αυτή επικράτησε και στον καθημερινό λόγο (π.χ. “Παλεύω σκληρά για να εξασφαλίσω τον επιούσιο”).
-Σύμφωνα με τη δεύτερη ετυμολόγηση, το β΄ συνθετικό της λέξης “ἐπιούσιος” αποτελεί η λέξη “oὖσα”, που είναι η θηλυκή μετοχή Ενεστώτα του ρήματος “εἰμί” ( = “είμαι” ) (από τη μετοχή αυτή παράγεται και η λέξη “οὐσία”, την οποία είδαμε παραπάνω). Στην περίπτωση αυτή, το επίθετο “ἐπιούσιος” σημαίνει “(ο άρτος) της παρούσας ημέρας, ο σημερινός άρτος”, και κατ’ επέκταση “ο καθημερινός (άρτος), (ο άρτος) τής κάθε ημέρας”.
-Στην τρίτη ετυμολόγηση, φεύγουμε από το ρήμα “εἰμί” (το οποίο, υπενθυμίζουμε, έχει θηλυκή μετοχή “[ἡ] oὖσα”) και πηγαίνουμε στο ρήμα “ἔρχομαι” (!), το οποίο κάνει στον Μέλλοντα “εἶμι”, με θηλυκή μετοχή “ἰοῦσα”. Παράγεται έτσι η σύνθετη μετοχή “ἐπιοῦσα”, που σημαίνει “(η) (επ)ερχόμενη”, και, προκειμένου για ημέρα, “(η) αυριανή” (με τη σημασία αυτή, στη γνωστή φράση “τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα” = “τι θα φέρει [κατά λέξη: “τι θα γεννήσει”] η επόμενη μέρα / η αυριανή μέρα”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη φράση υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα στο βιβλίο των Παροιμιών: “οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα”, Παροιμ. 3:28). Η λέξη “ἐπιοῦσα” υπάρχει επίσης πέντε φορές και στην Καινή Διαθήκη (και τις πέντε, στις Πράξεις των Αποστόλων).
Η τρίτη αυτή ετυμολόγηση παράγει την (παράδοξη καταρχήν) απόδοση της φράσης που εξετάζουμε από την Κυριακή Προσευχή ως εξής: “τον αυριανό μας άρτο δώσ’ τον μας σήμερα”. Η παραδοξότητα να ζητάμε από τον Θεό Πατέρα να μας δώσει σήμερα κάτι που θα μας χρειαστεί αύριο επιτείνεται από το γεγονός ότι στο ίδιο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον (!), λίγους στίχους παρακάτω (Ματθ. 6:34) ο Χριστός παραγγέλλει σαφώς: “Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς”. Πώς μπορεί λοιπόν να δικαιολογηθεί η τρίτη ετυμολόγηση, το να ζητάμε δηλ. να μας δοθεί ο αυριανός άρτος από σήμερα, όταν ο Χριστός παραγγέλλει να μη μεριμνούμε για “τὴν αὔριον”;
Εδώ, ό,τι είχε να δώσει η Φιλολογία το έδωσε, δεν έχει να δώσει κάτι παραπάνω.
Την ερμηνευτική σκυτάλη την παραλαμβάνει εκ των πραγμάτων η Θεολογία, καθώς, αν μείνουμε στο γράμμα του κειμένου, η αντίφαση είναι προφανής. Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί για ποιαν “αὔριον” πρόκειται. Πρόκειται άραγε για τη συνήθη αυριανή μέρα “τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος”(που δεν γνωρίζουμε καν αν θα μας δοθεί να τη ζήσουμε…), ή μήπως πρέπει να εννοήσουμε κάποιαν άλλην “αὔριον”, δηλ. τη μέλλουσα Ζωή και Βασιλεία, μετά την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, οπότε μιλάμε για άλλη “τάξη χρόνου”; (Υπενθυμίζουμε, μεταξύ άλλων, τη γνωστή φράση από την Ακολουθία [προ] της Θείας Μεταλήψεως “[εἰς] ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας”, όπου ο Άρτος και ο Οίνος της Θείας Κοινωνίας νοούνται ως “αρραβώνας” [κατά τον χρόνο της παρούσας ζωής μας] με τον Νυμφίο Χριστό, με την έννοια ότι ο “γάμος” με τον Νυμφίο Χριστό θα λάβει χώρα κατά την ένδοξη Δεύτερη Παρουσία Του). Στην περίπτωση αυτή, ο “ἐπιούσιος ( = αυριανός) ἄρτος” δεν είναι άλλος από τον Άρτο (και, συνεκδοχικά, τον Οίνο) της Θείας Κοινωνίας, δηλ. τον Ίδιο τον Χριστό. Σύμφωνα με την ετυμολογική αυτή πρόταση, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στη Θεία Λειτουργία η Κυριακή Προσευχή εκφωνείται ακριβώς πριν τη Θεία Μετάληψη (οι κληρικοί κοινωνούν αμέσως μετά την εκφώνηση της Κυριακής Προσευχής, και ακολουθούν οι λαϊκοί).
Κάθε ετυμολογική πρόταση που παραθέσαμε προσκομίζει τα υπέρ της φιλολογικά επιχειρήματα, τα οποία δεν θα παραθέσουμε εδώ, λόγω χώρου. Σίγουρα, πάντως, η στενή σχέση μεταξύ άρτου και Άρτου ( = Χριστού ) βιώνεται καθημερινά στην εκκλησιαστική ζωή: ο άρτος προσφέρεται (ως πρόσφορο) για να μεταβληθεί σε Άρτο από το Άγιο Πνεύμα (“μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί Σου τῷ ῾Αγίῳ” λέγεται από τον ιερέα στη Θεία Λειτουργία). Η στενή αυτή σχέση μεταξύ άρτου και Άρτου φαίνεται και από την ετυμολογία του χωριού στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός: Βηθλεέμ (“Μπεθ λέχεμ” στα εβραϊκά) σημαίνει “οίκος άρτου” (δηλ. τόπος όπου αφθονεί ο άρτος). Ο “οίκος άρτου” έγινε και “οίκος (του) Άρτου”.
Συμπερασματικά, κατά τη γνώμη μας, οι τρεις ετυμολογικές προτάσεις για τη λέξη “ἐπιούσιος”, όχι μόνο δεν πρέπει να τεθούν σε “αντιπαράθεση”, αλλά –το εντελώς αντίθετο– μπορούν και πρέπει να συνδυαστούν, καθώς η μία “συμπληρώνει” την άλλη.
Δεν μπορούμε, στο σημείο αυτό, να μη μνημονεύσουμε και κάτι εντυπωσιακό – εκπληκτικό, θα λέγαμε. Αλλά προτού το δούμε αυτό, θα πρέπει να αναφέρουμε κάποια “προαπαιτούμενα”, για να “μπούμε στο κλίμα”.
Ο άγ. Ιερώνυμος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του θεωρούμενου ως “χρυσού αιώνα” της Εκκλησίας, του 4ου αι. (πέθανε τον 5ο αι., το 420). (Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 15 Ιουνίου). Αν και γεννήθηκε σε ευρωπαϊκό έδαφος, μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στη Μέση Ανατολή (π.χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Συρία!), ενώ πέθανε στη Βηθλεέμ, έχοντας ζήσει τις πολλές τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στην Παλαιστίνη, μαθαίνοντας και εβραϊκά, ώστε να εκπονήσει μια νέα μετάφραση της Αγίας Γραφής στα λατινικά (μέχρι τότε κυκλοφορούσαν κάποιες άλλες μεταφράσεις στα λατινικά, η γνωστότερη των οποίων λεγόταν Ίταλα). Η μετάφραση του αγ. Ιερωνύμου ονομάστηκε Βουλγκάτα (“Vulgata”, δηλ. “κοινή”).
Συμβαίνει λοιπόν το εξής εκπληκτικό με την απόδοση της λέξης “ἐπιούσιος” από τον άγ. Ιερώνυμο: Ενώ τη μεταφράζει στο Κατά Λουκάν με τη λατινική λέξη “quotidianus” ( = “καθημερινός” ) (προφέρεται “κβοτιντιάνους”), μετάφραση που υπάρχει ήδη στην Ίταλα, για το Κατά Ματθαίον επιφυλάσσει άλλη μετάφραση, την (πρωτοεμφανιζόμενη εδώ σε όλη τη λατινική Γραμματεία, άρα πλασμένη από αυτόν!) λέξη “supersubstantialis” ( = “ὑπερούσιος” ) (προφέρεται “σουπερ-σουμπ-σταντιάλις”)! Μια πρωτοεμφανιζόμενη στα λατινικά λέξη, για να αποδοθεί μια πρωτοεμφανιζόμενη στα ελληνικά λέξη! Ότι η λέξη “ὑπερούσιος” αναφέρεται στον Χριστό είναι, νομίζουμε, αυτονόητο (υπενθυμίζουμε πρόχειρα την αρχή του κοντακίου των Χριστουγέννων, του αγ. Ρωμανού του Μελωδού, της ίδιας πάνω-κάτω χρονικής περιόδου, του 4ου-5ου αι.: “Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει”).
Τώρα, το τι οδήγησε τον άγ. Ιερώνυμο σε αυτή τη διπλή απόδοση της λέξης “ἐπιούσιος” δεν το γνωρίζουμε, μπορούμε όμως βάσιμα να υποθέσουμε ότι η διπλή αυτή απόδοση αντανακλά ανάλογη διπλή κατανόηση της λέξης αυτής από τις διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες της εποχής, κάτι που ο άγ. Ιερώνυμος θέλησε να αναδείξει.
Andreas Moratos
Από το proskynitis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου