Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

Ἡ ἀρίθμησις τῶν τριῶν ἡμερῶν τῆς Ταφῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, Τόμος Α΄ 

(«καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμὲρᾳ κατὰ τὰς γραφὰς» (Α΄ Κορινθ. 15, 4 ὑποσημ. 313) 

Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική 

Σάββας Ἠλιάδης 

Δάσκαλος, Κιλκίς

Τὴν ἀρίθμηση τῶν τριῶν ἡμερῶν τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου την ἀντιλήφθηκαν μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἄλλοι πατέρες. Ἡ καταμέτρηση ὅμως ποὺ κάνει ὁ θεῖος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, στὸ

βιβλίο τὸ ὀνομαζόμενο «Ὁδηγὸς» καὶ στὴν ἐρώτηση ρνβ΄(152), παρμένη ἀπὸ τὸν Σεβῆρο, εἶναι πιὸ ἐνδεδειγμένη καὶ πιὸ κατάλληλη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, διότι εἶναι σύμφωνη: α΄ μὲ τὴν Ἁγία Γραφή. β΄ μὲ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο γ΄ μὲ τὴν τάξη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ δ΄ μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ παράδοση τῶν ἀνθρώπων. 

Λέει λοιπὸν αὐτὸς ὅτι κάθε μέρα συνηθίζουμε νὰ ἀριθμοῦμε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας μέχρι τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπόμενης μέρας, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἡμέρα νὰ ἑνώνεται μὲ τὴν... προηγούμενη νύχτα καὶ ὄχι μὲ τὴν ἑπόμενη. Καὶ νὰ γίνονται ἡ προηγούμενη νύχτα καὶ ἡ ἀκολουθοῦσα ἡμέρα ἕνα ἡμερονύκτιο καὶ ἕνα σῶμα καὶ μιὰ ἡμέρα. Δηλαδή, οἱ εἴκοσι τέσσερις ὧρες της προηγούμενης νύχτας καὶ τῆς ἀκολουθούσης ἡμέρας, στὸ σύνολό τους, νὰ γίνονται καὶ νὰ ὀνομάζονται μία ἡμέρα. Ὁπότε, ὅποιος πρόκειται νὰ κάνει κάποιο ἔργο, σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτές τις εἴκοσι τέσσερις ὧρες, ὅποια κι ἂν τύχει νὰ εἶναι ἡ ὥρα, θεωρεῖται πὼς τὸ ἔκανε τὸ ἔργο μέσα σ΄ αὐτὴν τὴν ἡμέρα. 

Ἔχοντας λοιπὸν ὅλα αὐτὰ ὡς προϋποτιθέμενη γνώση, ἀφοῦ ὁ Κύριος ξεψύχησε κατὰ τὴν ἐνάτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς ἐπάνω στὸν Σταυρό, κατέβηκε στὴν καρδιὰ τῆς γῆς μαζὶ μὲ τὴν θεοϋπόστατη ψυχή του, καθὼς ὁ ἴδιος προεῖπε, καὶ στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπὸ τότε μετριοῦνται τα τρία ἡμερονύκτια τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄρα, ἐπειδὴ ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ἡ ὁποία ἀκόμη κρατοῦσε, ὅταν ὁ Κύριος ἐξέπνευσε, καὶ δὲν ἦταν ἀκόμη ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἦταν ἐνάτη ἡ ὥρα, ἐπειδή, λέω, ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ ἑνώνεται μὲ τὴν προηγούμενη νύχτα, ἄρα, οἱ δυὸ μαζί, ἡ προλαβοῦσα νύχτα καὶ ἡ ἑπόμενη ἡμέρα, εἶναι μιὰ εἰκοσιτετράωρη ἡμέρα. Γι΄ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ Κύριος ἔμεινε στὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ὅλη τὴν ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς καὶ ὅλη την προηγούμενη νύχτα, ποὺ ἑνώνεται μὲ τὴν Παρασκευή, δημιουργῶντας ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ὅλον. 

Τώρα πάλι, μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, ἀρχίζει τὸ Σάββατο καὶ ἡ νύχτα τοῦ Σαββάτου. Καθ΄ ὅλη τὴν διάρκεια αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκολουθούσης καὶ ἑνωθείσας μαζὶ μὲ αὐτὴν ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, ὁ Κύριος παρέμεινε κάτω ἀπὸ τὴν γῆ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Ἀφοῦ δὲ τελείωσε τὸ Σάββατο, μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, ἄρχισε ἡ νύχτα τῆς Κυριακῆς. Μετὰ τὴν νύχτα δὲ πάλι ἑνώνεται καὶ ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, σὰν ἕνα σῶμα καὶ ὄντας μιὰ ἡμέρα, ὅπως εἴδαμε τὴν καταμέτρηση τοῦ ἡμερονυκτίου καὶ προηγουμένως. 


Σ΄ αὐτὸ λοιπὸν τὸ τρίτο ἡμερονύκτιο ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μὲν τῆς Παρασκευῆς, κατέβηκε στὴν καρδιὰ τῆς γῆς γιὰ τὸ δεύτερο μόνο μέρος τοῦ ἡμερονυκτίου, κατὰ δὲ τὴν Κυριακὴ βρισκόταν στὴν καρδιὰ τῆς γῆς μόνο κατὰ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἡμερονυκτίου. Κατὰ δὲ τὸ Σάββατο ὅμως, καθ΄ ὅλη τὴν διάρκειά του, καὶ τὶς εἴκοσι τέσσερις ὧρες, βρισκόταν ὁ Κύριος μέσα στὴν καρδιὰ τῆς γῆς, καθιστῶντας πένθιμη τὴν ἡμέρα καὶ τὸ ἡμερονύκτιο ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς. 

Ὁ ἴδιος δὲ πάλι ἅγιος, ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος ἔγινε καὶ ἱερομάρτυρας, (δὲς στὴν σελίδα 111 του α΄ τόμου Ἀδάμ του Ζοιρνακαβίου, στὶς ὑποσημειώσεις του κυροῦ Εὐγενίου, στὴν πζ΄ ἐρώτηση) ὅταν ρωτήθηκε ἂν εἶναι πρώτη στὸ εἰκοσιτετράωρο ἡ ἡμέρα ἢ ἡ νύχτα, αὐτὸς ἀπάντησε ὡς ἑξῆς΄ «Κατὰ μὲν τὴν δημιουργία, ὅπως γράφεται στὸν μωσαϊκὸ νόμο, εἶναι ἀδύνατο νὰ ποῦμε ὅτι ἡ νύχτα προηγεῖται τῆς ἡμέρας. Διότι ὁ Θεὸς δημιούργησε πρῶτα τὸ ἀληθινὸ φυσικὸ φῶς. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ἔφυγε το φῶς, ἔγινε ἑσπέρα, ἀκολούθησε ἡ νύχτα καὶ κατόπιν τὸ πρωὶ καὶ ὁλοκληρώθηκε ἡ μία ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως, καθὼς λέει ὁ ἀπόστολος, ὅταν κάποιος παραμένει ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, αὐτὸς ἀποτελεῖ πλέον καινούργιο δημιούργημα (Β΄ Κόρ. ἔ, 17), ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀκολουθεῖ πλέον τὴν μωσαϊκὴ θεωρία, διότι θὰ φαίνεται πὼς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τὸ Σάββατο, δηλαδὴ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Σαββάτου, γι΄ αὐτὸ οἰκονόμησε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀρχίζουν τὴν μέτρηση τοῦ Σαββάτου ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα, δηλαδή, ἀπὸ τὴν δύση τοῦ ἡλίου τῆς Παρασκευῆς, ὥστε νὰ μὴν ἔχουν πρόφαση ἐναντίον μας, ἀρχίζοντας δὲ τὴν Κυριακὴ ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι ἀπὸ τὸ σκοτάδι ἤρθαμε στὸ φῶς. Γι΄ αὐτὸ ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ τελειώνουμε μὲ τὸ φῶς τὴν ἡμέρα». 

Ἀλλὰ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν νβ΄ ἐρώτηση λέει: «Χωρὶς ἀμφιβολία, τὸ φῶς προηγεῖται τοῦ σκότους. Ὅμως, γιὰ νὰ μὴν βροῦν καὶ μᾶς λένε οἱ ἀπόγονοι τῶν Ἰουδαίων ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, χάριν αὐτοῦ τους ἔκλεισε τὸ στόμα ἀπὸ νωρὶς ὁ Θεός, βάζοντάς τους νόμο, νὰ ἀρχίζουν τὴν μέτρηση τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα». Καὶ στὴν νγ΄ ἐρώτηση λέει: «Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς κάλεσε τὰ ἔθνη ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καὶ ἀπὸ τὸν νόμο, στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, πρόσταξε, ἐμεῖς ἀναγκαστικὰ νὰ ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τὴν ἀναστάσιμή του ἡμέρα καὶ νὰ τὴν τελειώνουμε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φωτός. Διότι θὰ ἦταν ἀπρεπὲς καὶ ἀταίριαστο γιά μας, τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸ φῶς καὶ νὰ καταλήγουμε στὴν νύχτα». 

Αὐτὴ εἶναι, ἀληθινά, ἡ θαυμάσια καὶ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καταμέτρηση καὶ ἀρίθμηση τῶν τριῶν ἡμερονυκτίων τῆς τριημέρου Ταφῆς καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν ἅγιο Ἀναστάσιο. 


Τὸ ὅτι δὲ αὐτὴ ἡ καταμέτρηση εἶναι σύμφωνη: 

A΄. Μὲ τὶς θεῖες Γραφές, γίνεται φανερὸ ἀπὸ πολλά. Διότι προστάζει ἡ Ἁγία Γραφή, ὕστερα δὲ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Μωυσέως, νὰ γιορτάζουν οἱ Ἰουδαῖοι ὄχι μόνο τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία ἦταν τύπος καὶ εἰκόνα τοῦ δικοῦ μας ἀληθινοῦ Πάσχα καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὰ Σάββατα καὶ τὶς ἄλλες γιορτές τους ἀπὸ τὸ ἕνα ἀπόγευμα μέχρι τὸ ἄλλο καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ἕνα πρωὶ μέχρι τὸ ἄλλο πρωί. Καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα λέει ὡς ἑξῆς: «Θὰ ἀρχίσετε νὰ τρῶτε ἄζυμα ἀπὸ τὴν ἑσπέρα ποὺ ἀρχίζει ἡ δεκάτη τετάρτη τοῦ πρώτου μηνὸς μέχρι τῆς ἑσπέρας τῆς εἰκοστῆς πρώτης τοῦ αὐτοῦ μηνὸς» (Ἐξ. 12,18). Γιὰ τὸ θυσιαζόμενο δὲ πρόβατο κατὰ τὸ Πάσχα, λέει τὸ ἑξῆς: «Ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται θὰ σφάξουν αὐτὸ κατὰ τὴν ἑσπέρα τῆς ἡμέρας αὐτῆς» (Ἐξ. 12,6), ὅταν δηλαδὴ ἄρχιζε ἡ ἑπταήμερη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Γιὰ τὶς ἄλλες δὲ ἑορτὲς γράφεται ὡς ἑξῆς στὸ Λευϊτικό: «Ἀπὸ τὴν ἑσπέρα τῆς ἐνάτης τοῦ μηνὸς αὐτοῦ ἕως τὴν ἑσπέρα τῆς ἄλλης ἡμέρας θὰ ἔχετε πλήρη ἀνάπαυση καὶ ἀποχὴ ἀπὸ κάθε ἐργασία».(Λευιτ. 23,32) Εἶναι λοιπὸν φανερὸ πὼς ὁ Θεὸς μετράει τὴν ἀρχὴ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ἤτοι τοῦ ἡμερονυκτίου, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἑσπέρα. Ὁπότε καὶ τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀνεργία τοῦ Σαββάτου τὴν παρέδωσε ἀπὸ τὴν ἑσπέρα τῆς Παρασκευῆς. Καὶ τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ μέχρι σήμερα οἱ Ἰουδαῖοι, φυλάγοντάς το, διότι ὅταν ἔρθει τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς, ἀμέσως σταματοῦν τὸ κάθε ἔργο καὶ τὴν τιμοῦν μὲ τὴν ἀργία. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Ἀμάραντος ἐκεῖνος, ὁ Ἰουδαῖος, τιμῶντας τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, δὲν ἤθελε νὰ πιάσει τὸ τιμόνι τοῦ πλοίου κατὰ τὴν ἑσπέρα τῆς Παρασκευῆς, ὅπως γράφει ὁ Συνέσιος. 

Β΄. Ἡ ἀρίθμηση αὐτὴ τῶν τριῶν ἡμερονυκτίων τῆς Ταφῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ ΣΤ΄ Σύνοδο, διότι καὶ αὐτὴ ἀκολουθῶντας τὶς ἀνωτέρω ἐντολὲς τῶν θείων Γραφῶν, προστάζει νὰ πανηγυρίζεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν ἑσπέρα τοῦ Σαββάτου μέχρι τὴν ἑσπέρα τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ ἑνώνεται καὶ νὰ συνυπολογίζεται ἡ προηγούμενη νύχτα μὲ τὴν ἀκολουθοῦσα ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ὡς ἕνα ἡμερονύκτιο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίζουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ μὰ τελειώνουμε στὸ φῶς. 

«Καθιστοῦμε φανερὸ καὶ ξεκάθαρο στοὺς πιστούς, ὅτι τὸ Σάββατο, μετὰ τὴν ἑσπερινὴ εἴσοδο τῶν ἱερωμένων πρὸς τὸ θυσιαστήριο, σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα παράδοση, νὰ μὴν γονατίζει κανένας μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ἑσπέρα τῆς Κυριακῆς... Διότι παραλαμβάνοντας ὡς πρόδρομο τῆς ἐγέρσεως τοῦ Σωτῆρος μας τὴν νύχτα πρὸς τὸ τέλος τοῦ Σαββάτου, ἀρχίζουμε νὰ ψάλλουμε πνευματικὰ καὶ νὰ ὁλοκληρώνουμε τοὺς ὕμνους, τελειώνοντας τὴν ἑορτὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι μέχρι τὸ φωτός, ὥστε νὰ πανηγυρίσουμε τὴν Ἀνάσταση μιὰ ὁλόκληρη νύχτα καὶ μιὰ ἡμέρα». (Κἄν. η΄). 


Γ'. Ἡ ἀρίθμηση αὐτὴ τῶν τριῶν ἡμερῶν συμφωνεῖ μὲ τὴν τάξη ὅλης ἀπὸ κοινοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἀκολουθῶντας αὐτὴ τὶς ἐντολὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸν κανόνα τῆς ἀνωτέρω Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπὸ παλιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνηθίζει νὰ γιορτάζει ὅλες τὶς γιορτές της ἀπὸ τὸ ἕνα ἀπόγευμα μέχρι τὸ ἄλλο ἀπόγευμα. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ ἁπλά, τὸ κάθε ἡμερονύκτιο τὸ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα, παίρνοντας ὡς ἀρχὴ τῆς κάθε γιορτῆς καὶ ἡμέρας τὸ προηγούμενο ἀπόγευμα, ὅπως τὸ ἔχει θεσπίσει ἡ ἁγία Σύνοδος, ἀρχίζοντας δὲ τὸν Ὄρθρο τῆς κάθε γιορτῆς καὶ ἡμέρας ἀπὸ τὸ μεσονύκτιο. Ἂν δὲ κάποιος πεῖ ὅτι ὁ θεῖος Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἄλλοι ἀκόμη, ὀνομάζει νύχτα τοῦ Σαββάτου τὴν νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή, τοῦ ἀπαντᾶμε τὴν ὀνομάζει ἔτσι ἐπειδὴ τὴν κρατᾶμε νηστίσιμη μέχρι τὴν ἕκτη ὥρα. Μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα δὲ ἔγινε ἤδη καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Ὄρθρος τῆς Κυριακῆς ψάλλεται καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ λύνεται ἡ νηστεία. 

Δ'. Ἡ καταμέτρηση αὐτὴ εἶναι σύμφωνη καὶ μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ καὶ ἡ κοινὴ συνήθεια μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μετράει τὶς ἡμέρες. Καὶ ἂν ὑποθέσουμε πὼς κάποιος τυχαίνει νὰ πεθάνει σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας, ἑνώνουμε τὴν ἡμέρα ἐκείνη μὲ τὴν προηγούμενη νύχτα καὶ τὴν λογαριάζουμε ὡς μία ἡμέρα. Ὕστερα ἀφήνοντας ἐνδιάμεσα μιὰ ὁλόκληρη ἡμέρα, κάνουμε τὰ τριήμερά του. Τὸ ἴδιο κάνουμε καὶ ἂν τύχει νὰ γεννηθεῖ κάποιος σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς νύχτας. Ἑνώνουμε τὴν νύχτα ἐκείνη μὲ τὴν ἀκολουθοῦσα ἡμέρα καὶ θεωροῦμε αὐτὴν ὡς ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς του, καθὼς αὐτὰ τὰ λέει ὁ θεῖος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (Μάτθ. κέφ. κζ') 

Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ πολλὲς φορὲς τὸ ἡμερονύκτιο τὸ ἀρχίζει ὄχι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν νύχτα καὶ μαζὶ μὲ τὴν νύχτα ἑνώνει καὶ τὴν ἀκόλουθη ἡμέρα, σὲ πάρα πολλὰ σημεῖα. Διότι καὶ ὁ Ἠσαΐας λέει' "νυκτός τε καὶ ἡμέρας καὶ οὐ σβεσθήσεται" (Ἠσ. 34,10). Καὶ στὸ κατὰ Μάρκον ἔχει γραφεῖ' "καὶ ἐγείρεται νύκτα καὶ ἡμέραν" (Μάρκ. 4,27). Καὶ στὸν Λουκᾶ' ""λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν" (Λούκ. 2,37). Καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε' "νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην" (Πράξ. 20,31). Καὶ πάλι' "νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐργαζόμεθα" (Α' Θέσ. 2,9) καὶ ἄλλα πάμπολλα, γιὰ νὰ μὴν τὰ ἀπαριθμῶ ὅλα. 

Ἀλλὰ γιατί συνεχίζω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν πρώτη ἀρχὴ τῆς αἰσθητῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου φαίνεται μὲ τὸ παραπάνω ὅτι πρῶτο εἶναι τὸ σκοτάδι καὶ ἔπειτα το φῶς. Διότι διαβάζουμε στὴν ἀρχὴ τῆς Γενέσεως τὰ ἑξῆς:"Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θὲὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος" (Γέν. 1,1-2). Ἐξ αὐτοῦ λοιπὸν οἱ θεολόγοι πιστεύουν ὅτι τὸ πρωτόγονο ἐκεῖνο σκότος κράτησε ὡς τὴν ἕκτη ὥρα τῆς πρώτης ἐκείνης ἡμέρας, δηλαδή, μέχρι τὸ μεσημέρι συμπεραινοντὰς τὸ ἀπὸ τὴν λέξη ", ἐπεφέρετο", ἡ ὁποία εἶναι σὲ χρόνο παρατατικὸ καὶ τὸ ὁποῖο δὲν σημαίνει σύντομο καιρό, ἀλλὰ βραδύτητα καὶ ἀργοπορία καὶ παράταση τοῦ καιροῦ, ἀπὸ δὲ τὸ μεσημέρι, λένε, ὅτι ἄρχισε ἡ δημιουργία τοῦ φωτός. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεός, στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, τὸ σκοτάδι τὸ ὀνόμασε νύχτα καὶ τὸ φῶς ἡμέρα, γι' αὐτὸ καὶ ἡ νύχτα προηγεῖται τῆς ἡμέρας. 


Ἂν τώρα ἐξεναντίας ποῦμε ὅτι τὸ ἡμερονύκτιο ἀρχίζει ἀπὸ τὸ πρωὶ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα, προκύπτουν τὰ δύο παρακάτω μεγάλα παράδοξα. 

Πρῶτο, θὰ προκύψει τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε κατὰ τὸ Σάββατο, ὅπως εἶπε καὶ ὁ θεῖος Ἀναστάσιος, καὶ κατὰ συνέπεια ἡ Ἀνάσταση θὰ εἶναι διήμερη καὶ ἐπουδενὶ τριήμερη. Διότι, ἂν ποῦμε ὅτι τὸ ἡμερονύκτιο ἀρχίζει ἀπὸ τὸ πρωί, θὰ τότε θὰ πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ἀπὸ τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ κατὰ τὴν ἔνατη ὥρα τῆς ὁποίας πέθανε ὁ Κύριος μέχρι τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου εἶναι μία ἡμέρα. Ὁμοίως καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα εἶναι ἄλλη μία ἡμέρα. Νὰ λοιπὸν δύο ἡμέρες. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Κύριος ἀναστήθηκε μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα τῆς νύχτας, ἄρα ἀναστήθηκε τὴν δεύτερη ἡμέρα, παρ' ὅλο ποὺ καὶ ἐδῶ τὸ μέρος λαμβάνεται ὡς ὅλο, τόσο κατὰ τὴν πρώτη ὅσο καὶ κατὰ τὴν δεύτερη ἡμέρα, καὶ ἐπουδενὶ κατὰ τὴν τρίτη, ὅσο καὶ ἂν προσπαθήσει κάποιος νὰ βασανίσει τὸ μυαλό του. Ἂν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, τί ἀκολουθεῖ μετά; Ὅτι ψεύδεται ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ μετὰ τρεῖς ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος ἐδῶ, ποὺ εἶπε ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη ἡμέρα, καὶ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποὺ λέει "καὶ ἀναστάντα τὴ τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς". Ἀλήθεια, πόσο ἄτοπο εἶναι αὐτὸ καὶ ποιός δὲν τὸ βλέπει; 

Δεύτερο, ἂν συμφωνήσουμε ὅτι τὸ ἡμερονύκτιο ἀρχίζει ἀπὸ τὸ πρωί, ἀκολουθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀρχίζει, ἂς ὑποθέσουμε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ νὰ κάνει τὸ πρωὶ τὴν Λειτουργία τοῦ ἁγίου, τὸ ἀπόγευμα δὲ τῆς ἴδιας ἡμέρας νὰ ψάλει τὸν Ὄρθρο καὶ ἔτσι νὰ ὁλοκληρώσει τὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου, σὰν νὰ λέμε νὰ ἀρχίζει μὲν ἀπὸ τὸ φῶς, νὰ τελειώνει ζεστὸ σκοτάδι. 

Αὐτὸ βέβαια τὸ βλέπει ὁ καθένας, ὅτι εἶναι μία ἀνατροπὴ καὶ ἀναίρεση καὶ ἀναποδογύρισμα ὅλης τῆς τάξεως τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος θέλει, ἂς διαβάσει στὸν τέταρτο τόμο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του Μελετίου, ὅτι πίστη τῶν Ἀρμενίων εἶναι το νὰ λένε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τὸ Σάββατο καὶ ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι διήμερη. Διότι γράφεται ἐκεῖ αὐτολεξεί' "Ἔλεγαν (οἱ Ἀρμένιοι δηλ.) ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε τὴν Κυριακὴ ἀλλὰ τὸ Σάββατο. Συνεπῶς, ὄχι τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὴν Σταύρωση, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τὴν δεύτερη" (Τόμος δ' κέφ. 34 σελ. 516). 

 

Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική 

Σάββας Ἠλιάδης 

Δάσκαλος 

Κιλκίς, 1-7-2024 

Από το orthodoxia-ellhnismos


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου