Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Assata Shakur, η πρώτη γυναίκα που μπήκε στη λίστα με τους πιο καταζητούμενους του FBI


Η Ασάτα Σακούρ ήταν θεία και νονά του Αμερικανού ράπερ, μουσικού παραγωγού, ποιητή και ηθοποιού, Τούπακ Σακούρ, η οποία δραπέτευσε από τη φυλακή το 1979 και από τότε είναι ακόμα φυγάς. 
Όταν γεννήθηκε η JoAnne Deborah Byron στο Κουίνς της Νέας Υόρκης το 1947, ο κόσμος γύρω της ήταν αυστηρά χωρισμένος σύμφωνα με τις φυλετικές διακρίσεις και οι νόμοι Τζίμι Κρόου εξασφάλιζαν ότι ο διαχωρισμός ήταν κομμάτι της κουλτούρας της Νέας Υόρκης.

Αυτές οι πραγματικότητες διαμόρφωσαν τη ζωή της Byron, η οποία έγινε γνωστή ως Ασάτα Σακούρ, και αποτέλεσαν την ώθηση για τον κοινωνικό της ακτιβισμό και που τελικά την έφεραν στη λίστα των πιο καταζητούμενων του FBI ως εγχώρια τρομοκράτισσα.

Το 1973, η Σακούρ καταδικάστηκε για τη δολοφονία του πολιτοφύλακα Werner Foerster κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών στο New Jersey Turnpike, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και, από το 1979, ζει στην Κούβα. Έκτοτε, αντιπροσωπεύει τις πολιτικές διαφυλετικών απελευθερώσεων της ύστερης εποχής των Πολιτικών Δικαιωμάτων σε πολλούς. Ακόμη και σήμερα, πολλοί είναι αυτοί που εξακολουθούν να την υποστηρίζουν στις ΗΠΑ παρά -ή ίσως εξαιτίας- του ό,τι συνέβη εκείνη την ημέρα του 1973.

Το ταξίδι της προς τον ακτιβισμό
 
 
Η Νέα Υόρκη της παιδικής ηλικίας του Σακούρ ήταν ένα σκληρό μέρος για τα μαύρα κορίτσια. Οι φυλετικές ταραχές σκότωσαν την οικονομική και κοινωνική άνθηση γνωστή ως Αναγέννηση του Χάρλεμ και μια οικονομική ύφεση επικρατούσε στις κοινότητες των μαύρων σε κάθε δήμο της πόλης.

Γεννημένη στις 16 Ιουλίου του 1947, οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων χρόνων της ζωής της με την γιαγιά της σε ένα χωριό στην Βόρεια Καρολίνα, πριν επιστρέψει έφηβη στο Κουίνς. Εκεί, με το χάος να επικρατεί στο σπίτι και τις ατελείωτες προστριβές στο κυρίως λευκό σχολείο της, το έσκαγε συχνά από το σπίτι και μερικές φορές ζούσε με αγνώστους. Τελικά, την περιμάζεψε η θεία της Έβελιν. Αυτή η σχέση φαίνεται να ήταν το σημείο καμπής στη ζωή της. Σύμφωνα με την ίδια, η θεία της ενσάρκωσε όλα όσα ήθελε να είναι η ίδια: έξυπνη, μορφωμένη, ταξιδεμένη, εκλεπτυσμένη και γενναία.

Παρά τη σύνδεσή της με τη θεία της μέσω του θεάτρου και μιας τεράστιας βιβλιοθήκης, η Σακούρ παράτησε το γυμνάσιο αλλά κατάφερε να πάρει ένα πιστοποιητικό δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πριν ξεκινήσει για το Borough of Manhattan Community College, που το ακολούθησε το πιο διάσημο City College της Νέας Υόρκης (CCNY), όπου και ξεκίνησε την ζωή της ως ακτιβίστρια.

Στα μέσα της δεκαετίας του '60, η ζωή στο κολέγιο ήταν ταραχώδης κάτι που δεν αποτέλεσε εξαίρεση και για την ίδια. Μέχρι το '66, η Σακούρ συμμετείχε σε αντιπολεμικές φοιτητικές ομάδες και ασχολήθηκε με το αυξανόμενο κίνημα Black Power, το οποίο απέφευγε την προσέγγιση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ για τη φυλετική συμφιλίωση, προτιμώντας τη μαχητική γλώσσα του Έθνους του Ισλάμ και των Μαύρων Πανθήρων, τα οποία αγκάλιασαν τον μαύρο αυτονομισμό και την ταχύτερη αλλαγή. Αντί να ελπίζουν ότι θα προσέλκυαν την καλύτερη πλευρά της φύσης των κυρίαρχων λευκών, αυτοί οι ακτιβιστές πίστευαν στην άμεση δράση για την αναγκαστική αλλαγή θεσμών που πίστευαν ότι εμπόδιζαν την πρόοδο.
 
Το '67 ήρθε η πρώτη σύλληψή της ήρθε, όταν αλυσοδέθηκε σε ένα κτίριο της πανεπιστημιούπολης και πραγματοποίησε μια καθιστική διαμαρτυρία για να απαιτήσει περισσότερους μαύρους καθηγητές στο CCNY. Εκείνη την περίοδο, παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της και ακτιβιστή Louis Chesimard, αλλά μόλις τρία χρόνια αργότερα χώρισαν, όταν ταξίδεψε στο Όκλαντ της Καλιφόρνια για να ενταχθεί στους Μαύρους Πάνθηρες.

Η μεταμόρφωσή της στην Ασάτα Σακούρ
 
 
Η Σακούρ βοήθησε με ενθουσιασμό τους Μαύρους Πάνθηρες στην Ανατολική Ακτή και προσφέρθηκε εθελοντικά να διευθύνει το διάσημο δωρεάν πρωινό πρόγραμμά τους στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, πίστευε ότι οι Πάνθηρες ήταν καλοπροαίρετοι, αλλά αγνοούσαν τρομερά την αμερικανική ιστορία. Ήξεραν, ισχυρίστηκε, πολλά για τον σοσιαλισμό και τη ριζοσπαστική πολιτική, αλλά πολύ λίγοι είχαν ακούσει για τη Χάριετ Τάμπμαν ή τον Μάρκους Γκάρβεϊ, ονόματα που η Ασάτα είχε μάθει από την θεία της χρόνια πριν.

Η Σακούρ πίστευε ότι ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν την ιστορία του έθνους τους για να το καθαρίσουν και να ξεκινήσουν εκ νέου. Ένιωσε ότι όλη η ενέργεια του ακτιβιστή πρέπει να επικεντρωθεί στο να διδάξει στους καταπιεσμένους ότι το σύστημα στο οποίο ζουν δε θα είναι ποτέ δίκαιο απέναντί ​​τους και ότι πρέπει να αποχωριστούν από αυτό το σύστημα και να χτίσουν ένα νέο.

Αποχώρησε από τους Μαύρους Πάνθηρες και μέχρι το 1971 είχε ενταχθεί στον Μαύρο Απελευθερωτικό Στρατό (BLA) και στη Δημοκρατία της Νέας Αφρικής, δύο αδιάλλακτες, εξτρεμιστικές αυτονομιστικές ομάδες που, ουσιαστικά, σχεδίαζαν να κάνουν Εμφύλιο Πόλεμο διασπώντας τις πολιτείες της Αλαμπάμα, του Μισισιπή, της Λουιζιάνα, της Τζόρτζια και της Νότια Καρολίνα και να ανακηρύξουν ανεξάρτητο μαύρο έθνος.

Τότε ήταν που άλλαξε το όνομά της από JoAnne Chesimard σε Assata Shakur. Αποκαλούσε το όνομά της όνομα σκλάβου και επέλεξε το δυτικοαφρικανικό όνομα Assata, που σημαίνει "αυτή που αγωνίζεται", και Shakur, που στα αραβικά σημαίνει "ευγνώμων".

Ο πόλεμος για μια πατρίδα των Μαύρων της Βόρειας Αμερικής ξεκίνησε για την Σακούρ με μια σειρά από ληστείες στην Ανατολική Ακτή. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η ίδια και μερικοί φίλοι φέρεται να προσπάθησαν να ληστέψουν έναν άνδρα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, αλλά εκείνος ήταν οπλισμένος και ετοιμοπόλεμος. Η Σακούρ πυροβολήθηκε στο στομάχι και βρέθηκε αντιμέτωπη με κατηγορίες για απόπειρα ληστείας και απερίσκεπτο κίνδυνο.

Αποφυλακίστηκε με εγγύηση και φέρεται να διέπραξε ληστείες τραπεζών για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητες της ομάδας της. Μήνες μετά τη ληστεία του ξενοδοχείου, το όνομά της ενεπλάκη σε μια επίθεση με χειροβομβίδα σε αυτοκίνητο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης που τραυμάτισε δύο αστυνομικούς. Πιστεύεται ότι συνδέεται με τον πυροβολισμό ενός αστυνομικού στο Μπρούκλιν που παρέδιδε ένταλμα και με μια ληστεία τράπεζας με λεία 89.000 δολάρια στο Μπρούκλιν. Την ίδια εποχή, ίσως να λήστεψε και μια εκκλησία.

Η υπόθεση στο New Jersey Turnpike
 
Ο πολιτοφύλακας του New Jersey State, Werner Foerster 
 
Λίγο πριν από τη 1 μετά τα μεσάνυχτα της 2ας Μαΐου του '73, ο πολιτοφύλακας του Νιου Τζέρσι, Τζέιμς Χάρπερ, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με ταχύτητα με σπασμένο το πίσω φως στο New Jersey Turnpike (σύστημα αυτοκινητόδρομων ελεγχόμενης πρόσβασης στην πολιτεία του Νιου Τζέρσι). Ο Χάρπερ ζήτησε από τον άνδρα οδηγό του οχήματος να βγει έξω και, σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία άλλου πολιτοφύλακα που έφτασε εκεί, βρήκε ένα όπλο μέσα στο αυτοκίνητο.

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι αντικείμενο διαφωνίας, αλλά τελείωσε με ένα μέλος του BLA νεκρό, την Σακούρ τραυματισμένη και τον πολιτοφύλακα Werner Foerster να σκοτώνεται με δύο πυροβολισμούς στο κεφάλι από το όπλο του. Η ομάδα τράπηκε σε φυγή, αλλά η τραυματισμένη Σακούρ παραδόθηκε αμέσως. Το άλλο επιζών μέλος του BLA βρέθηκε 36 ώρες αργότερα μετά από ανθρωποκυνηγητό σε διάφορες πολιτείες.

Σύντομα, η Ασάτα Σακούρ βρέθηκε μπλεγμένη σε νομικές διαμάχες.

Οι δραστηριότητές της μετά την παράκαμψη της εγγύησης για τη ληστεία του '71 την είχαν βάλει σε λίστα παρακολούθησης τρομοκρατών και η αντιτρομοκρατική ομάδα εργασίας του FBI είχε καταστήσει την οργάνωσή της πρωταρχικό στόχο. Οι αρχές σε περισσότερες από 12 πολιτείες είχαν ενημερωθεί για τον BLA και οι εισαγγελείς είχαν έναν κατάλογο κατηγοριών εναντίον των μελών του.

Η ίδια η Σακούρ κατηγορήθηκε για 10 κακουργήματα, μεταξύ άλλων, τον πυροβολισμό στο Turnpike, πολλαπλές ληστείες, απαγωγή ενός εμπόρου ηρωίνης και απόπειρα δολοφονίας δύο αστυνομικών στο Κουίνς.

Τον Ιανουάριο του '74, η υπόθεση Turnpike έληξε με κακοδικία επειδή η Σακούρ ήταν έγκυος και υπήρχε ανησυχία ότι η δίκη θα μπορούσε να της προκαλέσει αποβολή, αν και, μερικούς μήνες αργότερα, κατηγορήθηκε για επίθεση με χειροβομβίδα. Οι κατηγορίες για το περιστατικό αποσύρθηκαν.

Έχοντας νικήσει τις περισσότερες από τις κατηγορίες εναντίον της, η Σακούρ και η νομική της ομάδα ξεκίνησαν έναν πόλεμο κατά του δικαστικού συστήματος. Για χρόνια, οι δικηγόροι της καθυστέρησαν την υπόθεση δολοφονίας Turnpike με ατελείωτα διαδικαστικά θέματα. Η Σακούρ προσπάθησε ανεπιτυχώς να οδηγήσει τη διαδικασία στο ομοσπονδιακό δικαστήριο. Όταν αυτό απέτυχε, ζήτησε να υποχρεωθεί το δικαστήριο να σταματήσει τις δραστηριότητες τις Παρασκευές ώστε να τηρήσει το μουσουλμανικό Σάββατο, κάτι που επίσης της αρνήθηκε. Μια δικηγόρος υπεράσπισης κατηγόρησε το δικαστήριο ότι διέπραξε "νομιμοποιημένο λιντσάρισμα" εναντίον της.

Μια νομική διαμάχη και η τολμηρή απόδραση στην Κούβα
 
 
Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης των εννέα εβδομάδων, το δικαστήριο ασφαλίστηκε από μια ομάδα αστυνομικών, οι οποίοι ήταν περικυκλωμένοι από "ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων", πολλοί από τους οποίους ήταν οπλισμένοι και διαμαρτύρονταν καθημερινά.


Τελικά, το δικαστήριο βρήκε την Σακούρ ένοχη για φόνο και για έξι κατηγορίες επίθεσης. Στο άκουσμα της ετυμηγορίας, η ίδια αποκάλεσε το δικαστήριο ρατσιστικό και ότι ντρεπόταν που ήταν μέρος της δίκης.

Σε μια συνέντευξη αμέσως μετά την ετυμηγορία, ο δικηγόρος της Σακούρ υποστήριξε ότι οι λευκοί ένορκοι είχαν επιλεγεί για να "καταστρέψουν" την πελάτισσά του και προσποιήθηκαν ότι το σκέφτηκαν όλο το βράδυ.


Λίγους μήνες αργότερα, το '74, η Σακούρ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία και σε συνεχόμενα 26 με 33 χρόνια για τις κατηγορίες της επίθεσης. Σύμφωνα με τους νόμους που είχε τότε το Νιου Τζέρσι, μπορούσε να αιτηθεί αποφυλάκιση υπό όρους το 2002.

Παρά την επιμονή του δικηγόρου της ότι η Σακούρ βρισκόταν υπό απάνθρωπης και ταπεινωτικής παρακολούθησης, η οποία προφανώς περιελάμβανε σωματικές έρευνες και παρακολούθηση ενώ έκανε την ανάγκη της, φάνηκε ότι το πολιτειακό Τμήμα Διορθώσεων δεν είχε κάνει έλεγχο ιστορικού στους επισκέπτες της.

Το '79, τρεις από αυτούς τους επισκέπτες αποδείχθηκε ότι ήταν μέλη του BLA με πλαστές ταυτότητες, όπλα και δυναμίτη. Οι εισβολείς πήραν ομήρους δύο φρουρούς και φόρτωσαν την Σακούρ σε ένα βαν που περίμενε.

Το FBI εξαπέλυσε μεγάλο ανθρωποκυνηγητό για να βρει την ίδια και τους συνεργάτες της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είχε ένα μεγάλο και απροσδόκητα καλά χρηματοδοτούμενο υπόγειο δίκτυο, το οποίο την έκρυβε για σχεδόν επτά χρόνια έως ότου, το 1984, της χορηγήθηκε άσυλο στην Κούβα.

Περιγράφοντας τον εαυτό της ως δραπέτη πολιτική κρατούμενη και ως μια σύγχρονη δραπέτη σκλάβα, η Ασάτα Σακούρ μετέδωσε προπαγάνδα από ραδιοφωνικό σταθμό της Αβάνας και έγραψε για τις εμπειρίες της, ενώ την συντηρεί η κουβανική κυβέρνηση με 13 δολάρια την ημέρα.

Μέχρι το 2005 ζούσε ανοιχτά στο νέο της σπίτι. Τότε ήταν που το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ αύξησε την επικήρυξή της στο 1 εκατομμύριο δολάρια και εξαφανίστηκε. Το 2013, η ανταμοιβή διπλασιάστηκε.
 
από: ati

Από το 3otiko

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου