Όταν η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη νησίδα του Σαρκ -το τελευταίο προπύργιο της φεουδαρχίας στον δυτικό κόσμο- η Dame (Λαίδη) Sibyl Hathaway προστάτεψε τον λαό της με τα πιο απίθανα όπλα: την φεουδαρχική εθιμοτυπία, τους τρόπους του παλιού κόσμου και με τον κλασικό σνομπισμό.
Η Λαίδη Sibyl Hathaway είχε στα χέρια της 275 κρατούμενους Ναζί και ήξερε ακριβώς τι ήθελε να κάνει μαζί τους.
Εδώ το πρώτο μέρος
Ο πλήρης έλεγχος της Λαίδη στα τεκταινόμενα στο Σαρκ δεν ήταν η μόνη της δύναμη πάνω στους Ναζί. Το όνομά της βρισκόταν στον "Almanach de Gotha", έναν γερμανικό κατάλογο που απαριθμούσε όλους τους σημαντικότερους βασιλικούς και ευγενείς της Ευρώπης.
"Ήταν αριστοκρατική και κατάλαβε ότι οι Γερμανοί που διοικούσαν ήταν επίσης αριστοκράτες", λέει ο σημερινός Κύριος του Σαρκ, Christopher Beaumont. Από την αρχική της αλληλεπίδραση, η Λαίδη συνειδητοποίησε αμέσως ότι κάθε φαντασίωση για ένοπλη εξέγερση ήταν άχρηστη. Αντίθετα, το μεγαλύτερο όπλο της ήταν η ευπρέπεια. Για το υπόλοιπο του πολέμου, δεν πλησίασε ποτέ κανέναν Γερμανό, αλλά περίμενε εκείνος να την πλησιάσει. Πριν επιτρέψει σε έναν Ναζί να καθίσει στο σπίτι της, απαιτούσε να της υποκλιθεί και να της φιλήσει το χέρι.
Όπως έγραψε η ίδια στο The Dame of Sark, "Η σκληρή γερμανική επισημότητα λειτούργησε υπέρ μου γιατί έδειξε στους Γερμανούς ότι περίμενα να αντιμετωπίζονται στο σπίτι μου με την αυστηρή εθιμοτυπία που είχαν συνηθίσει στη χώρα τους". Αυτές οι κοινωνικές συμβάσεις διέβρωσαν την εμπιστοσύνη των νέων επισκεπτών της και της έδωσαν το πάνω χέρι όταν άρχισαν να εξετάζουν πολιτικές που απειλούσαν τις ζωές των υπηκόων της.
Στην αρχή, η Λαίδη έκανε μικρά πράγματα για να μπει στη μύτη των κατακτητών. Στο καθιστικό της, τοποθέτησε αντιφασιστικά βιβλία επίτηδες στο ύψος των ματιών. Μερικές φορές, τους ρωτούσε -αθώα- γιατί άργησαν τόσο πολύ να κατακτήσουν τη Ρωσία. Συχνά-πυκνά, έθιγε την ναζιστική ανωτερότητα με ακραίες φιλοφρονήσεις -όταν για παράδειγμα έμαθε ότι στο Γκέρνζι οι Ναζί είχαν αγοράσει όλο το ύφασμα τουίντ και σχεδίαζαν να το στείλουν σε ράφτες στην Βρετανία, τους είπε, "Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα αγγλικά και τα σκωτσέζικα τουίντ είναι τα καλύτερα στον κόσμο… ή ότι οι ράφτες του Λονδίνου είναι πολύ ανώτεροι από οποιονδήποτε άλλο".
Η Λαίδη ήξερε ότι, στους αριστοκρατικούς κύκλους, η τέχνη της ευγενικής συνομιλίας σήμαινε τα πάντα -και τα λόγια της θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ένα ψυχολογικό πείραμα βασανιστηρίων. Κάθε μικρή δήλωση ήταν ακίνδυνη από μόνη της, αλλά στο πέρασμα των εβδομάδων και των μηνών, αυτές οι συνεχείς σταγόνες ρητορικού οξέος την βοήθησαν να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της και ανάγκασαν πολλούς Ναζί αξιωματικούς να εγκαταλείψουν το νησί. Όπως έγραψε, "Κατά τη διάρκεια μιας ευγενικής συνομιλίας, μπορούσα να αποκτήσω χρήσιμες πληροφορίες που διαφορετικά δε θα ήταν διαθέσιμες".
Οι κάτοικοι του Σαρκ ακολούθησαν το παράδειγμα της Λαίδη. Όταν οι Ναζί προσπάθησαν να εφαρμόσουν μια γραφειοκρατία που απειλούσε τη φεουδαρχική αυτάρκεια του νησιού -απαιτώντας από τους ψαράδες να βγαίνουν στη θάλασσα μόνο από τις 10 το πρωί έως τις 3 το μεσημέρι, συνοδευόμενοι από ένοπλη φρουρά- απάντησαν με τις δικές τους ανεπαίσθητες εκδηλώσεις ασέβειας. Κάποιες φορές, οι ψαράδες "ξεχνούσαν" να εμφανιστούν στις αποβάθρες τις συγκεκριμένες ώρες, αφήνοντας τους Ναζί συνοδούς τους να περιμένουν. Άλλες φορές, οι ψαράδες κατευθύνονταν σκόπιμα σε γιγάντια κύματα, τα οποία σόκαραν τους Ναζί και τους έκαναν να αρρωσταίνουν. Ακόμη και τα παιδιά έκαναν κόλπα. Για παράδειγμα, στο δρόμο, περνούσαν αόρατα καλώδια για να ρίξουν τους Ναζί που έκαναν ποδήλατο.
Ο πόλεμος όμως είναι κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι με φάρσες. Τελικά, όλα τα ραδιόφωνα στο Σαρκ κατασχέθηκαν, αφήνοντας τους περισσότερους κατοίκους να μην έχουν ιδέα για το τι συνέβαινε έξω από το νησί. Για παράδειγμα, η Λαίδη είχε μια αμυδρή ιδέα ότι η Luftwaffe βομβάρδιζε το Λονδίνο, αλλά δεν ήξερε για τους βομβαρδισμούς στο Μπρίστολ, στο Μπέρμιγχαμ ή στο Μπέλφαστ, όπως και δεν ήξερε επίσης ότι, ο μεγαλύτερος γιος της, ο Buster, είχε σκοτωθεί, εδώ και καιρό, κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του Λίβερπουλ.
"Ήταν αριστοκρατική και κατάλαβε ότι οι Γερμανοί που διοικούσαν ήταν επίσης αριστοκράτες", λέει ο σημερινός Κύριος του Σαρκ, Christopher Beaumont. Από την αρχική της αλληλεπίδραση, η Λαίδη συνειδητοποίησε αμέσως ότι κάθε φαντασίωση για ένοπλη εξέγερση ήταν άχρηστη. Αντίθετα, το μεγαλύτερο όπλο της ήταν η ευπρέπεια. Για το υπόλοιπο του πολέμου, δεν πλησίασε ποτέ κανέναν Γερμανό, αλλά περίμενε εκείνος να την πλησιάσει. Πριν επιτρέψει σε έναν Ναζί να καθίσει στο σπίτι της, απαιτούσε να της υποκλιθεί και να της φιλήσει το χέρι.
Όπως έγραψε η ίδια στο The Dame of Sark, "Η σκληρή γερμανική επισημότητα λειτούργησε υπέρ μου γιατί έδειξε στους Γερμανούς ότι περίμενα να αντιμετωπίζονται στο σπίτι μου με την αυστηρή εθιμοτυπία που είχαν συνηθίσει στη χώρα τους". Αυτές οι κοινωνικές συμβάσεις διέβρωσαν την εμπιστοσύνη των νέων επισκεπτών της και της έδωσαν το πάνω χέρι όταν άρχισαν να εξετάζουν πολιτικές που απειλούσαν τις ζωές των υπηκόων της.
Στην αρχή, η Λαίδη έκανε μικρά πράγματα για να μπει στη μύτη των κατακτητών. Στο καθιστικό της, τοποθέτησε αντιφασιστικά βιβλία επίτηδες στο ύψος των ματιών. Μερικές φορές, τους ρωτούσε -αθώα- γιατί άργησαν τόσο πολύ να κατακτήσουν τη Ρωσία. Συχνά-πυκνά, έθιγε την ναζιστική ανωτερότητα με ακραίες φιλοφρονήσεις -όταν για παράδειγμα έμαθε ότι στο Γκέρνζι οι Ναζί είχαν αγοράσει όλο το ύφασμα τουίντ και σχεδίαζαν να το στείλουν σε ράφτες στην Βρετανία, τους είπε, "Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα αγγλικά και τα σκωτσέζικα τουίντ είναι τα καλύτερα στον κόσμο… ή ότι οι ράφτες του Λονδίνου είναι πολύ ανώτεροι από οποιονδήποτε άλλο".
Η Λαίδη ήξερε ότι, στους αριστοκρατικούς κύκλους, η τέχνη της ευγενικής συνομιλίας σήμαινε τα πάντα -και τα λόγια της θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ένα ψυχολογικό πείραμα βασανιστηρίων. Κάθε μικρή δήλωση ήταν ακίνδυνη από μόνη της, αλλά στο πέρασμα των εβδομάδων και των μηνών, αυτές οι συνεχείς σταγόνες ρητορικού οξέος την βοήθησαν να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της και ανάγκασαν πολλούς Ναζί αξιωματικούς να εγκαταλείψουν το νησί. Όπως έγραψε, "Κατά τη διάρκεια μιας ευγενικής συνομιλίας, μπορούσα να αποκτήσω χρήσιμες πληροφορίες που διαφορετικά δε θα ήταν διαθέσιμες".
Οι κάτοικοι του Σαρκ ακολούθησαν το παράδειγμα της Λαίδη. Όταν οι Ναζί προσπάθησαν να εφαρμόσουν μια γραφειοκρατία που απειλούσε τη φεουδαρχική αυτάρκεια του νησιού -απαιτώντας από τους ψαράδες να βγαίνουν στη θάλασσα μόνο από τις 10 το πρωί έως τις 3 το μεσημέρι, συνοδευόμενοι από ένοπλη φρουρά- απάντησαν με τις δικές τους ανεπαίσθητες εκδηλώσεις ασέβειας. Κάποιες φορές, οι ψαράδες "ξεχνούσαν" να εμφανιστούν στις αποβάθρες τις συγκεκριμένες ώρες, αφήνοντας τους Ναζί συνοδούς τους να περιμένουν. Άλλες φορές, οι ψαράδες κατευθύνονταν σκόπιμα σε γιγάντια κύματα, τα οποία σόκαραν τους Ναζί και τους έκαναν να αρρωσταίνουν. Ακόμη και τα παιδιά έκαναν κόλπα. Για παράδειγμα, στο δρόμο, περνούσαν αόρατα καλώδια για να ρίξουν τους Ναζί που έκαναν ποδήλατο.
Ο πόλεμος όμως είναι κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι με φάρσες. Τελικά, όλα τα ραδιόφωνα στο Σαρκ κατασχέθηκαν, αφήνοντας τους περισσότερους κατοίκους να μην έχουν ιδέα για το τι συνέβαινε έξω από το νησί. Για παράδειγμα, η Λαίδη είχε μια αμυδρή ιδέα ότι η Luftwaffe βομβάρδιζε το Λονδίνο, αλλά δεν ήξερε για τους βομβαρδισμούς στο Μπρίστολ, στο Μπέρμιγχαμ ή στο Μπέλφαστ, όπως και δεν ήξερε επίσης ότι, ο μεγαλύτερος γιος της, ο Buster, είχε σκοτωθεί, εδώ και καιρό, κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του Λίβερπουλ.
Μέχρι το καλοκαίρι του '41, καθώς περισσότερα εχθρικά στρατεύματα κινούνταν στα Νησιά της Μάγχης, οι Ναζί άρχισαν να συγκεντρώνουν ποσότητες από την παραγωγή του νησιού. Οι νησιώτες του Σαρκ άρχισαν να υποφέρουν. Άρχισαν να φτιάχνουν "καπνό" από αποξηραμένα φύλλα τριφυλλιού και φρούτων, "τσάι" με αποξηραμένα κελύφη μπιζελιών βουτηγμένα σε ζεστό νερό, "καφέ" με τριμμένο κριθάρι, αποξηραμένα ζαχαρότευτλα και παστινάκη (ριζώδες λαχανικό στενά συνδεδεμένο με το καρότο και το μαϊντανό). Κάθε γεύμα περιελάμβανε αστακό. "Όταν ο αστακός είναι το κύριο πιάτο μέρα με τη μέρα, επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω ότι σιχαίνεστε και μόνο να τον βλέπετε", έγραψε η Λαίδη.
Η Λαίδη καταπολέμησε αυτούς τους περιορισμούς με μια υγιή δόση "ξέρεις ποιος είμαι εγώ;". Για να πετύχει αυτό που ήθελε, συνομιλούσε με αριστοκράτες αξιωματικούς, τον συνταγματάρχη Graf von Schmettow -Ανώτατο Διοικητή των Νήσων της Μάγχης, ο οποίος ήταν φίλος με τον εξόριστο Κάιζερ της Γερμανίας-, τον Freiherr von Aufsess -Αρχηγό της Πολιτικής Διοίκησης, ο οποίος συνδεόταν έμμεσα με την Λαίδη μέσω ενός γάμου ξαδέλφων- και τον πρίγκιπα Oettingen -Διοικητή της Πολιτικής Διοίκησης, που είχε κοινούς φίλους με την Λαίδη στη Γερμανία. Κάθε φορά που τα στρατεύματα στο Σαρκ αγρίευαν, εκείνη τους υπερέβαινε και μιλούσε απευθείας με αυτούς τους "φίλους".
"Αν οι κατώτεροι έκαναν οποιαδήποτε απόπειρα να εκφοβίσουν εμένα ή τους ανθρώπους μου, ήξερα πολύ καλά ότι δε θα δείχναμε κανένα σημάδι δουλοπρέπειας", έγραψε. Τα πάντα σταματούσαν όταν ρωτούσε απλά "Ποιος είναι ο ανώτερός σου;".
"Επειδή οι κοινωνικές συμβάσεις ήταν τόσο ισχυρές, την αντιμετώπισαν με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ό,τι θα μας φέρονταν σήμερα", λέει ο Κύριος Beaumont.
Η εθιμοτυπία είχε πραγματικά τη γοητεία της. Όταν για παράδειγμα ο γιος του von Schmettow πέθανε στο ρωσικό μέτωπο, η Λαίδη του έστειλε μια κάρτα συμπάθειας, μια χειρονομία που ο Von Schmettow δεν ξέχασε ποτέ. Έτσι αργότερα, όταν το Σαρκ κινδύνευσε με σκληρότερους περιορισμούς, ο von Schmettow αντιτάχθηκε σε αυτούς για λογαριασμό της. Και όταν ο Γερμανός γιατρός του Σαρκ δολοφονήθηκε από έναν Ναζί στρατιώτη, η σχέση της Λαίδη με τον πρίγκιπα Oettingen εξασφάλισε ότι το νησί θα είχε αμέσως νέο γιατρό.
Ωστόσο, ορισμένα πράγματα ήταν πέρα από τον έλεγχό της. "Οι φυσικοί παράγοντες περιορίζουν τον αριθμό των ανθρώπων που μπορούν να ζήσουν στο Σαρκ", λέει ο Κύριος Beaumont. "Αν ζούσαν 1.000 άνθρωποι εδώ, θα αρχίζαμε να ξεμένουμε από νερό". Τον Οκτώβριο του '41, 300 Ναζί στρατιώτες στάλθηκαν στο νησί, επιβαρύνοντας σημαντικά τους πόρους του. Τα πράγματα χειροτέρεψαν καθώς ο πόλεμος άναβε. Τον επόμενο χρόνο, Βρετανοί κομάντος επιτέθηκαν στο Σαρκ, σκοτώνοντας δύο Ναζί αξιωματικούς και αιχμαλωτίζοντας έναν. Οι Ναζί αντεπιτέθηκαν, τοποθετώντας συρματοπλέγματα στην περίμετρο του Σαρκ και περισσότερες από 13.000 νάρκες, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο για τους νησιώτες να βγουν με τα ψαροκάικά τους, να συλλέξουν ένα φυτό που χρειάζονταν για καύσιμα ή να μαζέψουν φύκια που χρησιμοποιούσαν για τη λίπανση των χωραφιών. Σύντομα, οι λαγοί ανακάλυψαν ότι τα ναρκοπέδια ήταν ένα εξαιρετικό μέρος για αναπαραγωγή, και οι καλλιέργειες του νησιού αποδεκατίστηκαν από την έκρηξη του πληθυσμού τους που ακολούθησε.
Τότε η Γερμανία αποφάσισε να απελάσει όλους τους Βρετανούς πολίτες του Σαρκ.
Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, η Λαίδη έπεισε τους Γερμανούς ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους του νησιού δεν ήταν στην πραγματικότητα Βρετανοί, αλλά κάτοικοι της Μάγχης. Αυτό το μικρό κόλπο σημασιολογίας φαίνεται να λειτούργησε και, από τους 400 νησιώτες, ο κατάλογος των προς απέλαση μειώθηκε σε μόλις 11 άτομα.
Τον Φεβρουάριο του '43, το Βερολίνο διέταξε νέο γύρο απελάσεων, με στόχο 50 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του συζύγου της Λαίδη, τον Bob, Αμερικανού υπηκόου, ο οποίος στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Βαυαρία. Εκεί, ο Bob συνέχισε την αντίστασή του -κάπνιζε πίπα κατά τη διάρκεια της καθημερινής παρέλασης, έμενε σε στάση ανάπαυσης όταν τον διέταζαν να σταθεί προσοχή και έβγαζε κρυφά ποτό.
Είναι δύσκολο να ειπωθεί πόσο βοήθησαν οι σχέσεις της Λαίδη στη μείωση των απελάσεων. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ο πρίγκιπας Oettingen, ο οποίος την θεωρούσε φίλη του, ήταν τόσο αντίθετος στις απελάσεις, που τελικά απομακρύνθηκε από τη θέση του.
Μόνη της πλέον, η Λαίδη διπλασίασε τις προσπάθειές της ώστε να κάνει τους κατακτητές να αισθάνονται ανίκανα ανόητοι. Μια από τις πιο διασκεδαστικές ιστορίες συνέβη την άνοιξη του '43. Εκείνη την εποχή, τα βοοειδή του Σαρκ παρήγαγαν ακόμη μια ικανοποιητική ποσότητα γάλακτος, το οποίο οι αγρότες του νησιού, πριν το παραδώσουν στους κατακτητές, αποβουτύρωναν κρυφά. Όταν οι Ναζί παραπονέθηκαν στην Λαίδη ότι δεν μπορούσαν να φτιάξουν βούτυρο με το γάλα, εκείνη εμφανίστηκε ντυμένη με την παραδοσιακή φόρμα την οποία φορούσαν για να βγάζουν βούτυρο και έκανε μια διάλεξη για την τέχνη της βουτυροποιίας, κάτι που τους ντρόπιασε και δεν παραπονέθηκαν ξανά. Για το υπόλοιπο του πολέμου, οι Ναζί ήταν σαστισμένοι καθώς προσπαθούσαν να φτιάξουν βούτυρο από άπαχο γάλα.
Η Λαίδη καταπολέμησε αυτούς τους περιορισμούς με μια υγιή δόση "ξέρεις ποιος είμαι εγώ;". Για να πετύχει αυτό που ήθελε, συνομιλούσε με αριστοκράτες αξιωματικούς, τον συνταγματάρχη Graf von Schmettow -Ανώτατο Διοικητή των Νήσων της Μάγχης, ο οποίος ήταν φίλος με τον εξόριστο Κάιζερ της Γερμανίας-, τον Freiherr von Aufsess -Αρχηγό της Πολιτικής Διοίκησης, ο οποίος συνδεόταν έμμεσα με την Λαίδη μέσω ενός γάμου ξαδέλφων- και τον πρίγκιπα Oettingen -Διοικητή της Πολιτικής Διοίκησης, που είχε κοινούς φίλους με την Λαίδη στη Γερμανία. Κάθε φορά που τα στρατεύματα στο Σαρκ αγρίευαν, εκείνη τους υπερέβαινε και μιλούσε απευθείας με αυτούς τους "φίλους".
"Αν οι κατώτεροι έκαναν οποιαδήποτε απόπειρα να εκφοβίσουν εμένα ή τους ανθρώπους μου, ήξερα πολύ καλά ότι δε θα δείχναμε κανένα σημάδι δουλοπρέπειας", έγραψε. Τα πάντα σταματούσαν όταν ρωτούσε απλά "Ποιος είναι ο ανώτερός σου;".
"Επειδή οι κοινωνικές συμβάσεις ήταν τόσο ισχυρές, την αντιμετώπισαν με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ό,τι θα μας φέρονταν σήμερα", λέει ο Κύριος Beaumont.
Η εθιμοτυπία είχε πραγματικά τη γοητεία της. Όταν για παράδειγμα ο γιος του von Schmettow πέθανε στο ρωσικό μέτωπο, η Λαίδη του έστειλε μια κάρτα συμπάθειας, μια χειρονομία που ο Von Schmettow δεν ξέχασε ποτέ. Έτσι αργότερα, όταν το Σαρκ κινδύνευσε με σκληρότερους περιορισμούς, ο von Schmettow αντιτάχθηκε σε αυτούς για λογαριασμό της. Και όταν ο Γερμανός γιατρός του Σαρκ δολοφονήθηκε από έναν Ναζί στρατιώτη, η σχέση της Λαίδη με τον πρίγκιπα Oettingen εξασφάλισε ότι το νησί θα είχε αμέσως νέο γιατρό.
Ωστόσο, ορισμένα πράγματα ήταν πέρα από τον έλεγχό της. "Οι φυσικοί παράγοντες περιορίζουν τον αριθμό των ανθρώπων που μπορούν να ζήσουν στο Σαρκ", λέει ο Κύριος Beaumont. "Αν ζούσαν 1.000 άνθρωποι εδώ, θα αρχίζαμε να ξεμένουμε από νερό". Τον Οκτώβριο του '41, 300 Ναζί στρατιώτες στάλθηκαν στο νησί, επιβαρύνοντας σημαντικά τους πόρους του. Τα πράγματα χειροτέρεψαν καθώς ο πόλεμος άναβε. Τον επόμενο χρόνο, Βρετανοί κομάντος επιτέθηκαν στο Σαρκ, σκοτώνοντας δύο Ναζί αξιωματικούς και αιχμαλωτίζοντας έναν. Οι Ναζί αντεπιτέθηκαν, τοποθετώντας συρματοπλέγματα στην περίμετρο του Σαρκ και περισσότερες από 13.000 νάρκες, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο για τους νησιώτες να βγουν με τα ψαροκάικά τους, να συλλέξουν ένα φυτό που χρειάζονταν για καύσιμα ή να μαζέψουν φύκια που χρησιμοποιούσαν για τη λίπανση των χωραφιών. Σύντομα, οι λαγοί ανακάλυψαν ότι τα ναρκοπέδια ήταν ένα εξαιρετικό μέρος για αναπαραγωγή, και οι καλλιέργειες του νησιού αποδεκατίστηκαν από την έκρηξη του πληθυσμού τους που ακολούθησε.
Τότε η Γερμανία αποφάσισε να απελάσει όλους τους Βρετανούς πολίτες του Σαρκ.
Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, η Λαίδη έπεισε τους Γερμανούς ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους του νησιού δεν ήταν στην πραγματικότητα Βρετανοί, αλλά κάτοικοι της Μάγχης. Αυτό το μικρό κόλπο σημασιολογίας φαίνεται να λειτούργησε και, από τους 400 νησιώτες, ο κατάλογος των προς απέλαση μειώθηκε σε μόλις 11 άτομα.
Τον Φεβρουάριο του '43, το Βερολίνο διέταξε νέο γύρο απελάσεων, με στόχο 50 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του συζύγου της Λαίδη, τον Bob, Αμερικανού υπηκόου, ο οποίος στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Βαυαρία. Εκεί, ο Bob συνέχισε την αντίστασή του -κάπνιζε πίπα κατά τη διάρκεια της καθημερινής παρέλασης, έμενε σε στάση ανάπαυσης όταν τον διέταζαν να σταθεί προσοχή και έβγαζε κρυφά ποτό.
Είναι δύσκολο να ειπωθεί πόσο βοήθησαν οι σχέσεις της Λαίδη στη μείωση των απελάσεων. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ο πρίγκιπας Oettingen, ο οποίος την θεωρούσε φίλη του, ήταν τόσο αντίθετος στις απελάσεις, που τελικά απομακρύνθηκε από τη θέση του.
Μόνη της πλέον, η Λαίδη διπλασίασε τις προσπάθειές της ώστε να κάνει τους κατακτητές να αισθάνονται ανίκανα ανόητοι. Μια από τις πιο διασκεδαστικές ιστορίες συνέβη την άνοιξη του '43. Εκείνη την εποχή, τα βοοειδή του Σαρκ παρήγαγαν ακόμη μια ικανοποιητική ποσότητα γάλακτος, το οποίο οι αγρότες του νησιού, πριν το παραδώσουν στους κατακτητές, αποβουτύρωναν κρυφά. Όταν οι Ναζί παραπονέθηκαν στην Λαίδη ότι δεν μπορούσαν να φτιάξουν βούτυρο με το γάλα, εκείνη εμφανίστηκε ντυμένη με την παραδοσιακή φόρμα την οποία φορούσαν για να βγάζουν βούτυρο και έκανε μια διάλεξη για την τέχνη της βουτυροποιίας, κάτι που τους ντρόπιασε και δεν παραπονέθηκαν ξανά. Για το υπόλοιπο του πολέμου, οι Ναζί ήταν σαστισμένοι καθώς προσπαθούσαν να φτιάξουν βούτυρο από άπαχο γάλα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Ιουνίου του '44, η Λαίδη ξύπνησε από τον θόρυβο των βομβαρδιστικών που πετούσαν πάνω από το νησί και τις βροντές βαριών όπλων στα ανοιχτά της γαλλικής ακτής. Αργότερα το ίδιο πρωί, καθώς έπινε ένα φλιτζάνι από αυτό που μπορούσε κατ’ ευφημισμό να ονομαστεί "καφές", την επισκέφτηκε ο γιατρός του νησιού και, με ήρεμο τόνο, της είπε ότι οι Σύμμαχοι είχαν εισβάλει στη Νορμανδία.
Τα πλοία και τα αεροπλάνα είχαν παρακάμψει τα Νησιά της Μάγχης.
Καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα πίεζαν στη Γαλλία, η ζωή στο νησί έγινε ζοφερή. Ο Τσόρτσιλ αρνήθηκε να στείλει φαγητό στα Νησιά, επιμένοντας ότι η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για την παροχή τροφής στα εδάφη που κατείχε. Όμως οι Ναζί δεν προμήθευσαν τον λαό του Σαρκ, αλλά γινόταν το αντίθετο. Η φεουδαρχία, έμαθε η Λαίδη, δε λειτουργούσε ομαλά όταν εκατοντάδες τρακαδόροι μάζευαν όλες τις προμήθειες.
Πράγματι, μέχρι τον χειμώνα, ακόμη και οι Ναζί ένιωθαν παγιδευμένοι. Τα κοτόπουλα, τα γουρούνια, οι γάτες και τα σκυλιά άρχισαν να εξαφανίζονται. Οι κατακτητές απαίτησαν όλα τα αποθηκευμένα σιτηρά του νησιού, συν το 90% όλων των πατατών.
Για την Λαίδη, αυτό ξεπέρασε τα όρια. Αντί να συμμορφωθεί, βοήθησε να ξεκινήσει μια μυστική επιχείρηση για να πάρουν πίσω ό,τι, σύμφωνα με τον φεουδαρχικό νόμο, ήταν δικαιωματικά δικό της. Ένα βράδυ, καθώς οι Ναζί ήταν απασχολημένοι με το δείπνο τους, η Λαίδη και μια ομάδα από τους κατοίκους έκλεψαν μισό τόνο σιτάρι από το μέγαρο του χωριού, το οποίο έκρυψαν στον αχυρώνα της. Εν τω μεταξύ, συγκέντρωναν κρυφά πατάτες κάτω από μια καταπακτή στο σαλόνι της. Τα κλοπιμαία μοιράστηκαν κρυφά στους κατοίκους σε μερίδες.
Οι μήνες πέρασαν μέχρι που τελικά ο Χίτλερ αυτοκτόνησε. Στις 8 Μαΐου του '45, οι διοικητές των Ναζί της ζήτησαν να παραδώσει τα βοοειδή του Σαρκ και 200 τόνους ξυλείας για καύσιμα. Αντ’ αυτού, εκείνη έβαλε την βρετανική και την αμερικανική σημαία στον πύργο της και ενώθηκε με τους κατοίκους του νησιού όταν εκείνοι άναψαν μια γιορτινή φωτιά.
Εκείνη τη στιγμή, στο Σαρκ υπήρχαν 275 Γερμανοί στρατιώτες. Μετά όμως από την άφιξη -και αναχώρηση- της βρετανικής ομάδας, η Λαίδη είχε γίνει διοικητής τους. Καθώς άρχισε να δίνει διαταγές, ένας Βρετανός αξιωματικός παρατήρησε ότι ενεργούσε "πιο δυναμικά από οποιονδήποτε αξιωματικό του στρατού και περισσότερο από ίση με οποιονδήποτε Γερμανό διοικητή".
Αρχικά, απαίτησε να στήσουν μια τηλεφωνική γραμμή που θα συνέδεε το σπίτι της με το Γκέρνζι. Στη συνέχεια, διέταξε τους Ναζί να επιστρέψουν όλα τα κατασχεθέντα ραδιόφωνα και να αφαιρέσουν και τις 13.500 νάρκες. Επέμενε να επαναλαμβάνει κάθε ένας από αυτούς τις εντολές της και χάρηκε ακούγοντας τους στρατιώτες να λένε, "Zu Befehl, Gnädige Frau" (Όπως διατάξτε, κυρία).
Τους επόμενους μήνες, οι Ναζί ολοκλήρωσαν μια σειρά κατασκευαστικών έργων. Έχτισαν ένα τσιμεντένιο μονοπάτι πάνω από έναν στενό ισθμό που συνέδεε το νότιο μισό του νησιού, επισκεύασαν και αναδόμησαν τα σπίτια που είχαν καταλάβει, άνοιξαν τους δρόμους του νησιού και αφαίρεσαν σκουριασμένες βόμβες που κρέμονταν πάνω από τα λιμάνια του Σαρκ. Μια μέρα, έλαβε μια κλήση από τον πρώην διοικητή του Σαρκ με την οποία την ενημέρωνε ότι μια από αυτές τις βόμβες είχε εκραγεί. Δύο Γερμανοί αιχμάλωτοι σκοτώθηκαν.
Εκείνη τη στιγμή, οι καλοί της τρόποι, που είχε διατηρήσει τόσο σταθερά για πέντε χρόνια, τελικά κατέρρευσαν. Είπε αυτό ακριβώς που είχε στο μυαλό της. "Αλήθεια; Και;".
Τα πλοία και τα αεροπλάνα είχαν παρακάμψει τα Νησιά της Μάγχης.
Καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα πίεζαν στη Γαλλία, η ζωή στο νησί έγινε ζοφερή. Ο Τσόρτσιλ αρνήθηκε να στείλει φαγητό στα Νησιά, επιμένοντας ότι η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για την παροχή τροφής στα εδάφη που κατείχε. Όμως οι Ναζί δεν προμήθευσαν τον λαό του Σαρκ, αλλά γινόταν το αντίθετο. Η φεουδαρχία, έμαθε η Λαίδη, δε λειτουργούσε ομαλά όταν εκατοντάδες τρακαδόροι μάζευαν όλες τις προμήθειες.
Πράγματι, μέχρι τον χειμώνα, ακόμη και οι Ναζί ένιωθαν παγιδευμένοι. Τα κοτόπουλα, τα γουρούνια, οι γάτες και τα σκυλιά άρχισαν να εξαφανίζονται. Οι κατακτητές απαίτησαν όλα τα αποθηκευμένα σιτηρά του νησιού, συν το 90% όλων των πατατών.
Για την Λαίδη, αυτό ξεπέρασε τα όρια. Αντί να συμμορφωθεί, βοήθησε να ξεκινήσει μια μυστική επιχείρηση για να πάρουν πίσω ό,τι, σύμφωνα με τον φεουδαρχικό νόμο, ήταν δικαιωματικά δικό της. Ένα βράδυ, καθώς οι Ναζί ήταν απασχολημένοι με το δείπνο τους, η Λαίδη και μια ομάδα από τους κατοίκους έκλεψαν μισό τόνο σιτάρι από το μέγαρο του χωριού, το οποίο έκρυψαν στον αχυρώνα της. Εν τω μεταξύ, συγκέντρωναν κρυφά πατάτες κάτω από μια καταπακτή στο σαλόνι της. Τα κλοπιμαία μοιράστηκαν κρυφά στους κατοίκους σε μερίδες.
Οι μήνες πέρασαν μέχρι που τελικά ο Χίτλερ αυτοκτόνησε. Στις 8 Μαΐου του '45, οι διοικητές των Ναζί της ζήτησαν να παραδώσει τα βοοειδή του Σαρκ και 200 τόνους ξυλείας για καύσιμα. Αντ’ αυτού, εκείνη έβαλε την βρετανική και την αμερικανική σημαία στον πύργο της και ενώθηκε με τους κατοίκους του νησιού όταν εκείνοι άναψαν μια γιορτινή φωτιά.
Εκείνη τη στιγμή, στο Σαρκ υπήρχαν 275 Γερμανοί στρατιώτες. Μετά όμως από την άφιξη -και αναχώρηση- της βρετανικής ομάδας, η Λαίδη είχε γίνει διοικητής τους. Καθώς άρχισε να δίνει διαταγές, ένας Βρετανός αξιωματικός παρατήρησε ότι ενεργούσε "πιο δυναμικά από οποιονδήποτε αξιωματικό του στρατού και περισσότερο από ίση με οποιονδήποτε Γερμανό διοικητή".
Αρχικά, απαίτησε να στήσουν μια τηλεφωνική γραμμή που θα συνέδεε το σπίτι της με το Γκέρνζι. Στη συνέχεια, διέταξε τους Ναζί να επιστρέψουν όλα τα κατασχεθέντα ραδιόφωνα και να αφαιρέσουν και τις 13.500 νάρκες. Επέμενε να επαναλαμβάνει κάθε ένας από αυτούς τις εντολές της και χάρηκε ακούγοντας τους στρατιώτες να λένε, "Zu Befehl, Gnädige Frau" (Όπως διατάξτε, κυρία).
Τους επόμενους μήνες, οι Ναζί ολοκλήρωσαν μια σειρά κατασκευαστικών έργων. Έχτισαν ένα τσιμεντένιο μονοπάτι πάνω από έναν στενό ισθμό που συνέδεε το νότιο μισό του νησιού, επισκεύασαν και αναδόμησαν τα σπίτια που είχαν καταλάβει, άνοιξαν τους δρόμους του νησιού και αφαίρεσαν σκουριασμένες βόμβες που κρέμονταν πάνω από τα λιμάνια του Σαρκ. Μια μέρα, έλαβε μια κλήση από τον πρώην διοικητή του Σαρκ με την οποία την ενημέρωνε ότι μια από αυτές τις βόμβες είχε εκραγεί. Δύο Γερμανοί αιχμάλωτοι σκοτώθηκαν.
Εκείνη τη στιγμή, οι καλοί της τρόποι, που είχε διατηρήσει τόσο σταθερά για πέντε χρόνια, τελικά κατέρρευσαν. Είπε αυτό ακριβώς που είχε στο μυαλό της. "Αλήθεια; Και;".
Για μεγάλο μέρος του πολέμου, οι άνθρωποι του Σαρκ μισούσαν την Λαίδη που τους ζήτησε να μείνουν. Αυτό όμως άλλαξε όταν έμαθαν τι συνέβη στο γειτονικό νησί Άλντερνεϊ.
Λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό του Γκέρνζι, το Άλντερνεϊ -που ήταν παρόμοιο με το Σαρκ- εκκενώθηκε πλήρως και οι Ναζί το κατέστρεψαν εντελώς. Διέλυσαν τα σπίτια του νησιού για καυσόξυλα, κατασκεύασαν τσιμεντένιες οχυρώσεις, αποθήκες, καταφύγια αεροπορικών επιδρομών και θέσεις όπλων και έχτισαν δύο στρατόπεδα εργασίας και δύο στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σκότωσαν την τελευταία αγελάδα του νησιού, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η μοναδική ράτσα -που ζούσε μόνο εκεί. Η κατοχή είχε παρόμοια επίδραση στη μοναδική διάλεκτο του νησιού, την Auregnais, καθώς, η γλώσσα εξαφανίστηκε μετά τον εκτοπισμό των κατοίκων του νησιού.
Μετά τον πόλεμο, το Άλντερνεϊ ξαναχτίστηκε από την αρχή και οι περισσότεροι κάτοικοι που επέστρεφαν εγκατέλειψαν τα λείψανα της παλιάς νορμανδικής πολιτικής. Σήμερα, το νησί έχει ανακάμψει, αλλά πλέον έχει περισσότερο πληθυσμό και αυτοκίνητα. Παρόλο που έχει το ίδιο μέγεθος με το Σαρκ, φιλοξενεί πέντε φορές περισσότερους ανθρώπους. Το νησί εξακολουθεί να είναι όμορφο, αλλά η κουλτούρα και η ατμόσφαιρα του παλιού κόσμου που το έκαναν μοναδικό έχουν εξαφανιστεί.
Λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό του Γκέρνζι, το Άλντερνεϊ -που ήταν παρόμοιο με το Σαρκ- εκκενώθηκε πλήρως και οι Ναζί το κατέστρεψαν εντελώς. Διέλυσαν τα σπίτια του νησιού για καυσόξυλα, κατασκεύασαν τσιμεντένιες οχυρώσεις, αποθήκες, καταφύγια αεροπορικών επιδρομών και θέσεις όπλων και έχτισαν δύο στρατόπεδα εργασίας και δύο στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σκότωσαν την τελευταία αγελάδα του νησιού, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η μοναδική ράτσα -που ζούσε μόνο εκεί. Η κατοχή είχε παρόμοια επίδραση στη μοναδική διάλεκτο του νησιού, την Auregnais, καθώς, η γλώσσα εξαφανίστηκε μετά τον εκτοπισμό των κατοίκων του νησιού.
Μετά τον πόλεμο, το Άλντερνεϊ ξαναχτίστηκε από την αρχή και οι περισσότεροι κάτοικοι που επέστρεφαν εγκατέλειψαν τα λείψανα της παλιάς νορμανδικής πολιτικής. Σήμερα, το νησί έχει ανακάμψει, αλλά πλέον έχει περισσότερο πληθυσμό και αυτοκίνητα. Παρόλο που έχει το ίδιο μέγεθος με το Σαρκ, φιλοξενεί πέντε φορές περισσότερους ανθρώπους. Το νησί εξακολουθεί να είναι όμορφο, αλλά η κουλτούρα και η ατμόσφαιρα του παλιού κόσμου που το έκαναν μοναδικό έχουν εξαφανιστεί.
Αν οι άνθρωποι του Σαρκ είχαν φύγει, το νησί ίσως είχε παρόμοια μοίρα.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι και το Σαρκ δεν έχει αλλάξει. Σήμερα, ο φόρος της καμινάδας έχει χαθεί (η Λαίδη εκνευρίστηκε όταν οι νησιώτες άρχισαν να πληρώνουν με τα πιο άγρια κοτόπουλα τους). Συλλέγονται λίγα από τα παλιά δέκατα με βάση τα σιτηρά και η γεωργική βιομηχανία του νησιού έχει μειωθεί για να ευνοήσει τον τουρισμό. Οι αυστηροί κανόνες για το διαζύγιο έχουν εκσυγχρονιστεί και την γλώσσα του νησιού, την Serquais, την μιλούν μόλις πέντε κάτοικοι. Το πιο δραστικό είναι ότι το 2008, η φεουδαρχική πολιτική του Σαρκ καταργήθηκε υπέρ της δημοκρατίας, μια απόφαση που αφαίρεσε την τάξη των γαιοκτημόνων -και όλους τους μελλοντικούς ηγέτες και κυρίες- από την εξουσία τους.
Ωστόσο, το φεουδαρχικό σύστημα κατοχής της γης παραμένει άθικτο. Δεν υπάρχει καμία ιδιοκτησία στο Σαρκ, κάτι που διασφαλίζει ότι τα 40 αγροτεμάχια διατηρούν την γραφική, αγροτική γοητεία τους. Ο Κύριος, ο οποίος κατέχει έναν πιο τελετουργικό ρόλο, παραμένει ο κύριος ενοικιαστής του νησιού, με το αιώνιο φέουδο να ανήκει στην Βασίλισσα. Ωστόσο, ο τρόπος πληρωμής έχει εκσυγχρονιστεί (σήμερα, ο Κύριος Beaumont -δισέγγονος της Λαίδη Sibyl- πληρώνει στην Ελισάβετ Β' 1,79 λίρες μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής μεταφοράς). Επίσης, μερικοί από τους παλιούς νόμους της Νορμανδίας εξακολουθούν να εφαρμόζονται -για παράδειγμα, όλα τα περιστέρια του νησιού ανήκουν ακόμα στον Κύριο.
Όποια και αν είναι η γοητεία που έχει διατηρήσει το Σαρκ, μεγάλο μέρος αυτής οφείλεται στην Λαίδη. Αυτό που ίσχυε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, παρέμεινε αληθινό και αργότερα. Όπως το έθεσε η ίδια, "Συνήθως γινόταν το δικό μου".
Ωστόσο, το φεουδαρχικό σύστημα κατοχής της γης παραμένει άθικτο. Δεν υπάρχει καμία ιδιοκτησία στο Σαρκ, κάτι που διασφαλίζει ότι τα 40 αγροτεμάχια διατηρούν την γραφική, αγροτική γοητεία τους. Ο Κύριος, ο οποίος κατέχει έναν πιο τελετουργικό ρόλο, παραμένει ο κύριος ενοικιαστής του νησιού, με το αιώνιο φέουδο να ανήκει στην Βασίλισσα. Ωστόσο, ο τρόπος πληρωμής έχει εκσυγχρονιστεί (σήμερα, ο Κύριος Beaumont -δισέγγονος της Λαίδη Sibyl- πληρώνει στην Ελισάβετ Β' 1,79 λίρες μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής μεταφοράς). Επίσης, μερικοί από τους παλιούς νόμους της Νορμανδίας εξακολουθούν να εφαρμόζονται -για παράδειγμα, όλα τα περιστέρια του νησιού ανήκουν ακόμα στον Κύριο.
Όποια και αν είναι η γοητεία που έχει διατηρήσει το Σαρκ, μεγάλο μέρος αυτής οφείλεται στην Λαίδη. Αυτό που ίσχυε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, παρέμεινε αληθινό και αργότερα. Όπως το έθεσε η ίδια, "Συνήθως γινόταν το δικό μου".
από: mental floss
Από το 3otiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου