«200 χρόνια μετά μη με σκοτώνετε άλλο ωρέ. Μην πληγώνετε άλλο την καρδιά μου. Κάποτε με φυλάκισαν. Πληγώθηκα πολύ. Μα σαν με χρειάστηκε η πατρίδα τα ξέχασα όλα, τράβηξα πάλι το σπαθί μου και ρίχθηκα στη μάχη»
200 χρόνια μετά την Εθνεγερσία του ’21 η Ελλάδα βιώνει μια απ’ τις χειρότερες περιόδους της ιστορίας της. Παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οικονομική εισβολή της γερμανοκρατούμενης
Ευρώπης με μνημόνια, οσφυοκάμπτες πολιτικοί στα κελεύσματα της παγκόσμιας ελίτ και κάθε λογής ταγοί ταμπουρωμένοι πίσω απ’ τους τίτλους κάθε μορφής εξουσίας ν’ αδιαφορούν, αν δεν συμβάλουν, στην ισοπέδωση αξιών κι ιδανικών.Η Ελλάδα ψυχορραγεί. Μα οι πιο πολλοί Έλληνες ολοκληρωτικά δοσμένοι στον αγώνα για την απόκτηση υλικών αγαθών, ξεχνούν τον αγώνα για την σωτηρία της ψυχής λησμονώντας ταυτόχρονα πως είμαστε όλοι περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει όμως ο θάνατος ή μήπως πρόκειται για προσωρινή κοίμηση εφ’ όσον η Ανάσταση του Κυρίου μας δίνει το νόημα για την προσδοκία της αιωνίου ζωής;. «Ο πιστεύων εις εμέ καν’ αποθάνει ζήσεται».
Αν ο Κύριος διέκοπτε έστω για λίγο την κοίμηση του Κολοκοτρώνη προκειμένου να έλθει πάλι στην πατρίδα μας και να δει τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί, πως θα έκρινε πολιτικούς, κλήρο και λαό; Τι θα μας έλεγε άραγε;
«Τότε ωρέ η μεγαλύτερη αρρώστια μας ήταν η σκλαβιά μας. Αυτή η αρρώστια μας έκανε να πάρουμε τ’ άρματα και να αποφασίσουμε ν’ αγωνιστούμε υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος. Τι να την κάναμε τη ζωή όταν δεν ορίζαμε τίποτα; Όταν ανασαίναμε ότι οξυγόνο περίσσευε απ’ του τούρκου την ανάσα. Όταν ο τούρκος όριζε πόσο και πως θα ζήσουμε. Δεν πήγαινε άλλο. Σαν πήραμε την απόφαση ν’ αγωνιστούμε για τη λευτεριά μας, το πρώτο ντουφέκι το πρώτο σπαθί δεν το βάλαμε ούτε στον ώμο ούτε στο σιλάχι μας. Στην ψυχή το βάλαμε. Ήταν η πίστη μας στο Χριστό, η αγάπη μας στην Παναγία κι ο πόθος μας για λευτεριά. Με την πίστη αρματώσαμε ψυχή και σώμα κι ύστερα πήραμε τα όπλα.
Τον πρώτο καιρό σαν ήμασταν μονιασμένοι νικούσαμε. Μετά ήλθε η διχόνοια. Μια με τον τούρκο και μια με τον αδελφό πολεμούσαμε. Ο Θεός όμως κράτησε το λόγο Του και μας έδωσε τη λευτεριά μας. Χύθηκε αίμα. Πολύ αίμα. Πότισε το δένδρο της λευτεριάς για να μπορείτε εσείς να μην νιώθετε του τούρκου την ανάσα. Πήρατε τη λευτεριά χέρι με χέρι, γενιά τη γενιά. Σαν το μικρό παιδί που πρέπει να το μάθουμε να περπατάει, να μεγαλώσει κι ύστερα μεγάλος κι ώριμος άνθρωπος ν’ αναλάβει τις ευθύνες του υπερασπιζόμενος και τα δικαιώματα του.
Σήμερα όμως Έλληνες η Ελλάδα που βλέπω αν δεν μου λέγατε πως είναι η Ελλάδα δεν θα την γνώριζα!. Που είναι η πίστη σας ωρέ; Που είναι η αγάπη σας για την πατρίδα; Ξέφραγο αμπέλι την κάνατε. Εμείς δώσαμε το αίμα μας για να ζήσετε ελεύθεροι κι εσείς πουλήσατε τη λευτεριά σας. Βαφτίσατε ωρέ τη σκλαβιά πολιτισμό!. Βάλατε μέσα στην Ελλάδα κάθε καρυδιάς καρύδι ασυλλόγιστα. Τότε τα ελληνόπουλα μάθαιναν στο ψαλτήρι λίγα γράμματα, διατηρώντας τον πόθο της λευτεριάς στην ψυχή τους. Εσείς ξεφτίσατε τη γλώσσα πρώτα με το λόγο κι ύστερα με τη γραφή. Λυπάστε με τη χαρά του αδελφού και χαίρεστε με τη λύπη του. Καμαρώνετε για το βιος σας σκοτώνοντας την ψυχή σας. Δεν περνάει απ’ το μυαλό σας όμως ότι σαν σκοτώσετε την ψυχή το σώμα δεν υπάρχει. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε τον εθνικό μας ύμνο έχοντας τη σκέψη και το βλέμμα του στο Μεσολόγγι. Έχοντας στην καρδιά του τη θυσία και το αίμα αυτών που με την έξοδο τους απ’ την πόλη γύρεψαν τη συντροφιά των προγόνων τους, αγκάλιασαν την ιστορία κι έγιναν οι ίδιοι φωτεινό κομμάτι της. Αν ζούσε ο Διονύσιος Σολωμός σήμερα τι θα έγραφε για εσάς ωρέ; Θλιβερά απομεινάρια μιας πατρίδας που κρατιέται ακόμη από αγίους και ήρωες που εσείς ακόμη κι αν τους θυμάστε με λόγια ξερά, με τις πράξεις θάβετε κάθε μέρα τη θυσία τους.
Δεν έφταναν όλα αυτά ήλθε κι η αρρώστια να σας διχάσει. Μπλέξατε με εμβόλια, μάσκες και γιατρούς που άλλοι λένε τούτα κι άλλοι λένε τ’ άλλα. Από κοντά κι οι επίσκοποι να σιγοντάρουν γιατρούς και κυβερνήτες. Οι δημοσιογράφοι να σας ταράζουν το μυαλό κάθε μέρα κι ο φόβος να έχει γίνει αδελφός σας. Λυπάμαι ωρέ. Καίγεται η ψυχή μου. Μα οργίζομαι κιόλας. Θέλω να σας πιάσω έναν-έναν να σας κοιτάξω στα μάτια. Να σας θυμίσω ποιοι είστε. Έλληνες είστε γιατί λιγοψυχάτε; Σηκώστε κεφάλι. Ο Γέρος του Μοριά σας μιλάει. Πάρτε θάρρος. Στηριχθείτε στην πίστη σας. Ψυχή δεν έχετε; Να έχετε αγάπη μεταξύ σας. Μην επιτρέπετε σε κανέναν να σπέρνει τη διχόνοια. Αν κάποιος το κάνει να ξέρετε αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σας.
Αλήθεια σας λέω σαν βλέπω το χάλι σας για μια στιγμή θέλω να σας περάσω όλους απ’ το σπαθί μου!. Μα αμέσως το μετανιώνω. Γιατί πρέπει να ζήσετε και ν’ αγωνιστείτε. Να κρατήσετε την πατρίδα ζωντανή. Αφού δεν μας χαλάει ο Θεός να μην χαθούμε μοναχοί μας. Θεμελιώστε ξανά τη ζωή σας με πίστη κι αγάπη. Χάνεται η πατρίδα Έλληνες!. Ξυπνήστε!. Εσείς οι ρασοφόροι που έχετε τίτλους κι αξιώματα αφήστε τους πολιτικούς κι αρματώστε το λαό με του Θεού τη δύναμη. Η φουρτούνα είναι μεγάλη και μέχρι να γαληνέψει η θάλασσα έχουν πολλά να δουν τα μάτια μας. Στο κολύμπι της ζωής χωρίς Χριστό αργά ή γρήγορα θα πνιγείτε. Εγώ κάθε φορά που κινδύνευε η Επανάσταση έτρεχα στην Παναγιά για προσευχή κι εκείνη βλέποντας με γονατιστό στο εικόνισμα της δεν μου χαλούσε χατίρι.
200 χρόνια μετά και δεν μπορείτε να δείξετε το πρόσωπο σας στον συνάνθρωπο. Δεν θέλετε να του σφίξετε το χέρι. Όχι ωρέ. Δεν είναι η αιτία για όλα τούτα η αρρώστια που ήλθε τώρα. Η πληγή και η αιτία είναι βαθιά και είναι οι αμαρτίες σας. Για ποια λευτεριά να μιλήσετε εσείς; Φυλακισμένοι είσαστε μέσα στη σκλαβιά του πολιτισμού σας. Πώς να γιορτάσετε τη δική μας θυσία και τον αγώνα μας; Εμείς δεν είχαμε τίποτα απ’ αυτά που έχετε εσείς κι εσείς καταντήσατε να μην έχετε τα λίγα κι απλά που είχαμε εμείς. Κερδίζαμε τις μάχες κι αγκαλιαζόμασταν. Τους νεκρούς μας τους θάβαμε με δόξα και τιμή χωρίς περιορισμούς κι όταν απ’ τη χαρά της νίκης ξεσπαθώναμε με χορό και τραγούδι κανείς δεν τολμούσε να μας εμποδίσει.
Όσο ακόμη σας δίνει χρόνο ο Θεός μην τον αφήνεται να πάει χαμένος. Αν θέλετε να βγείτε απ’ σκλαβιά σας μπορείτε!. Φθάνει να το θέλετε. Μα θέλει πίστη, αγάπη κι αγώνα. Λυπηθείτε τα παιδιά σας. Μην τ’ αφήνετε να πέσουν σαν ξερόφυλλα τ’ ανέμου που τον προκαλούν όσοι θέλουν να ξεθεμελιώσουν τα ιερά και τα όσια της πατρίδας. Μάθετε στα ελληνόπουλα να ζουν περήφανοι κι ελεύθεροι ως Έλληνες. Δείξτε τους έστω και μια σταγόνα αίμα απ’ αυτό που πότισε το ελληνικό χώμα. Θα το βρείτε παντού. Στα βουνά, τους κάμπους σε κάθε χωριό και πόλη.
Εγώ πολλά σας είπα. Καιρός να γυρίσω στο κονάκι που μου ‘φτιαξε ο Θεός. Ένα θα σας παρακαλέσω. 200 χρόνια μετά μη με σκοτώνετε άλλο ωρέ. Μην πληγώνετε άλλο την καρδιά μου. Κάποτε με φυλάκισαν. Πληγώθηκα πολύ. Μα σαν με χρειάστηκε η πατρίδα τα ξέχασα όλα, τράβηξα πάλι το σπαθί μου και ρίχθηκα στη μάχη. Τα γρόσια της τσέπης κάποτε τελειώνουν, εγώ δεν είχα ποτέ πολλά, μα τα γρόσια της ψυχής δεν τελειώνουν ποτέ όσο υπάρχει αγάπη για Χριστό και πατρίδα. Σας στρώνω εγώ το τραπέζι να πιούμε πάλι απ’ τ’ αθάνατο κρασί του ’21. Ελάτε. Ο Γέρος του Μοριά σας περιμένει».
Για την Υπογραφή
Λόγια Θέλοντος Νου
Από το thesecretrealtruth
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου