Το 1936, στη σειρά των εκδόσεων του Νεοελληνικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Παρισιού είχε εκδοθεί και η “Εκδρομή στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, κατά το 1858” του Γάλλου περιηγητή, ιστορικού και αρχαιολόγου, Λέων Εζέ.
Ο σπουδαίος αυτός Γάλλος, αφού είχε περιηγηθεί στην αλύτρωτη τότε εκείνη επαρχία της Ελλάδας, άκουσε από τους χωρικούς, τους παπάδες και τους αγωγιάτες διάφορες τοπικές παραδόσεις και τις παρέθεσε γλαφυρά μέσα στο αξιόλογο τούτο
βιβλίο του.Σταχυολογώντας μερικές σελίδες, συναντούμε και ορισμένους ποιητικούς θρύλους, εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Στο σύγγραμμά του, που είχε τη μορφή ημερολογίου, με ημερομηνία 7 Ιουλίου του 1858, αναφέρονταν τα εξής:
…Την ημέρα αυτή, επρόκειτο να επισκεφτώ την πλαγιά μιας ορεινής περιοχής, στην τοποθεσία Γαρδίκι (του νομού Τρικάλων), όπου λεγόταν πως ήταν η θέση της αρχαίας πόλης με το όνομα Πέλιννα.
Καθώς έπεφταν λοξά οι αχτίδες του ήλιου που ανέτελλε, η πεδιάδα, που χανόταν στα βάθη του ορίζοντα, έμοιαζε με γαληνεμένη θάλασσα. Για να προσδιορίσει κανείς τις αυλακώσεις του εδάφους, τα βραχώδη βουναλάκια που εξέχουν από την ομαλή επιφάνεια των κάμπων, όπως τα νησιά στα πελάγη, είναι αναγκασμένος, δίχως να το θέλει, να μεταχειριστεί όρους ναυτικούς.
Να η τοποθεσία του Βοστιδιού έξαφνα, που θα την ονομάσω ακρωτήριο. Πιο πέρα από αυτό, δύο άλλες τοποθεσίες θυμίζουν μικροσκοπικές νησίδες, απομονωμένες μέσα στη θάλασσα. Η μια από αυτές είναι το χωριό Κλοκοτό, όπου μια φορά τον χρόνο γίνεται μεγάλη εμποροπανήγυρις, η πιο ονομαστή και πολυσύχναστη σε ολάκερη τη Θεσσαλία.
Έπειτα, διασχίζουμε το Νεοχώρι, που μοιάζει με απάνεμο κόλπο και στρίβουμε μια πετρώδη άκρη, που οι ντόπιοι τη λένε πολύ χαρακτηριστικά Μύτικα, δηλαδή μύτη, προεξοχή, ακρωτήριο. Ο θεσσαλικός κάμπος μοιάζει σε όλα του σίγουρα με θάλασσα κι έτσι, πιστοποιεί το μακρινό γεωλογικό παρελθόν του.
Πίσω από τη θέση Μύτικα, αρχίζει ο εκτεταμένος βάλτος του Γαρδικίου, που τροφοδοτείται από πηγές, γιομάτες ψάρια, από τα οποία τρέφονται λογής-λογής άσχημα και φλύαρα νεροπούλια. Καθώς πάμε κοντά τους, τα πουλιά αυτά τινάζονται και φεύγουν τρομαγμένα.
Λίγο παρακάτω, στον κάμπο που απλώνεται έπειτα από τη βαλτώδη περιοχή, διακρίνονται μεγάλες πέτρες, κανονικά λαξευμένες και βαλμένες προσεχτικά στη σειρά. Είναι τα ερείπια ενός τείχους ελληνικού, που διακόπτεται από τετράγωνους πυργίσκους. Το σύνολο σχηματίζει ένα πελώριο ορθογώνιο, στραμμένο προς τα νοτιοδυτικά, ενώ στο βάθος φαίνονται ίχνη εσωτερικών οικοδομών και ανατολικά, τα χαλάσματα ενός δεύτερου λίθινου περιφράγματος.
Η πλατιά περιοχή αυτών των ερειπίων είναι παντελώς έρημη. Ούτε ένα χωριουδάκι δεν υπάρχει κοντά σ’ αυτά ούτε μια καλύβα. Στην κορυφή μονάχα υψώνεται η ταπεινή εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας. Καμιά επιγραφή δε στέκει εκεί που να δείχνει από πότε χρονολογείται αυτό το στολιδάκι της Ορθόδοξης πίστης.
Σε μικρή απόσταση από αυτό, σταματώ κατάπληκτος, επειδή βρίσκομαι στο χείλος μιας αβύσσου, που δεν περίμενα να συναντήσω εκεί. Κοιτώ έκθαμβος! Προς τη μεριά αυτή, η ακρόπολη δεν είχε ανάγκη από καμιά οχύρωση. Την προστάτευε αρκετά αυτή η εδαφική ανωμαλία, που ήταν μια απλή ιδιοτροπία της φύσης.
Ο απότομος γκρεμός κερνάει ίλιγγο κι έχει σχήμα χωνιού, που σφραγίζεται από βράχους κοκκινωπούς. Αν υπήρχε ίχνος λάβας ή φωτιάς, θα νόμιζε κανείς πως θωρούσε κρατήρα ηφαιστείου.
Σκύβω πάνω από την άβυσσο κι ακούω έναν υπόκωφο κρότο, σαν να κυλούσε ποταμός στα βάθη της. Κι όμως, κανένα ρυάκι δεν κυλάει κάτω, αλλά μονάχα στο βάθος υπάρχουν μαύρα, στάσιμα νερά, ένα τέλμα μαυριδερό με πυκνές συστάδες από καλάμια να το περιφρουρούν.
Ο αχός που ακούγεται δεν είναι από νερά, αλλά από χιλιάδες, αρίφνητα ίσως, τζιτζίκια, ακουμπισμένα νωχελικά στους ατροφικούς θάμνους, που πυρώνονται ανηλεώς από τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο της ηλιοφώτιστης τούτης χώρας, που θαρρείς πως γεννήθηκε για να έχει πάντα καλοκαίρι. Πουθενά σκιά και τα τζιτζίκια κάνουν εκκωφαντικό τραγούδι τον παροξυσμό τους.
Η παράξενη αυτή τοποθεσία μου κάνει ζωηρή εντύπωση. Ο νους μου πάει στο σχήμα του χωνιού που έδωσε στην Κόλασή του ο Δάντης. Το μέρος αυτό, όπως μου λέγει ο οδηγός μου, λέγεται “Φταίος”, όνομα που προέρχεται από το ρήμα “φταίω” και που σημαίνει “σφάλμα”, αμάρτημα και πτώση. Το λένε ακόμα και “Ζουρλόπαπα” και “Ζούρπαπα”.
Πασάδες και δεσποτάδες δοκίμασαν να βυθομετρήσουν το ερεβώδες τέλμα, με μεγάλα, χοντρά σκοινιά, αλλά δεν το κατόρθωσαν κι αυτό ερχόταν να ενισχύσει έτι περαιτέρω τον θρύλο των μαύρων και απύθμενων νερών. Τότε, ο βοσκός που ήταν οδηγός μου, μου εξήγησε πως “μέσα στο νερό αυτό υπάρχουν κάτι ψάρια τριχωτά με κάτι τρίχες τεράστιες!”
Ευθύς κατάλαβα πως σίγουρα κάποιος θρύλος θα υπήρχε για τούτη εδώ την επιβλητική τοποθεσία. Αλλά μονάχα αργότερα, όταν ξανακατεβήκαμε στον κάμπο και φτάσαμε στο Κλοκοτό, άκουσα από το στόμα του παπά του χωριού τον τραγικό θρύλο του Γαρδικίου.
Άλλοτε το Γαρδίκι, λοιπόν, σύμφωνα με τον θρύλο, ήταν μια πόλη σημαντική, μια έδρα Επισκοπής. Στη θέση που σήμερα ανοίγεται η αχανής άβυσσος, βρισκόταν κάποτε η δημόσια πλατεία, η αγορά. Εκεί μαζευόταν όλος ο πληθυσμός τις μέρες των σημαντικών εορτών. Οι γυναίκες χόρευαν, πιασμένες χέρι-χέρι, σχηματίζοντας έναν μεγάλο κύκλο, όπως είναι η συνήθεια του τόπου.
Ένας από τους παπάδες είχε μια κόρη εξαίσιας ομορφιάς. Καθώς την είδε να λικνίζεται στην πλατεία με τις άλλες κοπέλες, ντυμένες στα φλουριά, άναψε μέσα στον τερατώδη πατέρα άσβεστος πόθος για το ίδιο του το παιδί. Πάει τότε ίσα στον Δεσπότη και του λέει πως ήθελε να τον ρωτήσει για κάποιο πράγμα που τον τυραννούσε:
-Κάποιος που έχει μέσα στο δικό του περιβόλι μια όμορφη μηλιά, που κάνει μήλα νόστιμα, γλυκά κι αφράτα, δεν έχει το δικαίωμα να τα μαζεύει μόνος και να τα απολαμβάνει πρώτος αυτός; Ή πρέπει, τάχα, να τ’ αφήνει να δοκιμάζουν τη γλύκα τους οι ξένοι; ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο κολασμένος ιερωμένος τον Δεσπότη.
Ο Δεσπότης, ανυποψίαστος, του αποκρίθηκε πως ασφαλώς ο νοικοκύρης έχει το δικαίωμα να δοκιμάζει πρώτος τα ωραία φρούτα της μηλιάς του.
Τότε, ο διαβολόπαπας δεν έχασε καιρό. Πήγε στην πλατεία, άρπαξε την κόρη του από τον χορό, την πήγε σπίτι και έπραξε το φοβερότερο από όλα τα εγκλήματα…
Αμέσως, όμως, την ίδια εκείνη στιγμή, όλη η πλατεία, μαζί με τον χορό κι ολόκληρη την πόλη, βούλιαξαν και θάφτηκαν βαθιά στη γη και μια γιγάντια άβυσσος άνοιξε στη θέση τους! Μονάχα η ταπεινή εκκλησούλα έμεινε ατράνταχτη στα χείλη του τρομακτικού γκρεμού.
Όσο για τα μαύρα τα νερά, μαύρα σαν τα ράσα και την ψυχή του αμαρτωλού παπά, πολλές προσπάθειες έγιναν εκ μέρους των κατοίκων, για να τα βυθομετρήσουν και για να τα σκεπάσουν με χώματα, αλλά όλες έγιναν του κάκου! Οι ντόπιοι πιστεύουν πως ετούτα τα ερεβώδη τα νερά είναι δίχως πάτο και ίσως φτάνουν και μέχρι την Κόλαση.
Ο σκοτεινός θρύλος της καταστροφής του Γαρδικίου αναφέρει επίσης πως κάποτε οι άνθρωποι φώναξαν έναν ονομαστό βουτηχτή κι ότι εκείνος έπεσε δύο φορές μέσα στο μαύρο τέλμα. Αλλά κι αυτός δεν μπόρεσε να κάνει το παραμικρό, γιατί άγγιξε τα τριχωτά και τερατόμορφα ψάρια και παραλίγο να τον φάνε.
Κι αυτά τα ψάρια, με τις φοβερές τρίχες, σύμφωνα με τους ντόπιους, είναι οι παλιοί εκείνοι κάτοικοι του Γαρδικίου, οι αφανισμένοι Γαρδικιώτες,…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 03/09/1936…
strangepressΑπό το el.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου