Ένα από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής τέχνης, ένα αληθινό καύχημα της ελληνικής Ορθοδοξίας, είναι και η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Γύρω από την αρχαιότατη αυτή εκκλησία πλέκονται διάφορες δοξασίες και θρύλοι.
Στον καιρό του Βασιλέως Λέοντος, Άραβες πειρατές, με ορμητήριο την Κρήτη, πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές στα παράλια και κυρίως, στα νησιά του Αιγαίου. Ο Βασιλιάς, τότε, έστειλε τον Στρατηγό Ημέριο, για να καταδιώξει τους
επιδρομείς και να απαλλάξει τους υπηκόους του από την τυραννία τους.
Μα, ο σφοδρός άνεμος ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξει άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε για αρκετές ημέρες. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχε κι ένας λόγιος της εποχής, ο Συμεών ο Σοφός, ο οποίος βγήκε στο νησί, το μελέτησε και κατέγραψε παράξενες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό αυτό μνημείο και για ό,τι άλλο αξιοπερίεργο είδε.
Την εποχή εκείνη, ο Ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ομορφιά της μαρμαρένιας λευκότητάς του. Το μακρύ περιστύλιό του, τα λεπτοσκαλισμένα κεντίδια του, ο πλούτος των πολυελαίων και των αφιερωμάτων του, επέσυραν τον θαυμασμό των προσκυνητών, που συνέρρεαν από παντού.
Μέσα στο Ιερό του ναού υπήρχε ένα είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου κάθονταν οι Αρχιερείς και οι ιερείς στις μεγάλες λειτουργίες. Καταμεσής του Ιερού, πάνω από την Αγία Τράπεζα, δέσποζε ένα αριστοτεχνικό μονόλιθο κιβούρι, στηριζόμενο σε τέσσερις γρανιτένιες στήλες. Ήταν φανερό πως είχε παρθεί από αρχαίο ναό, ίσως από τη Δήλο.
Το κιβούρι αυτό ήθελε να το αρπάξει ο αρχηγός των Αράβων, ο Νίσσυρις, για να το αφιερώσει στο Τέμενος της Αγάρ. Αλλά, ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί, το κιβούρι ολοένα και μεγάλωνε και δε χωρούσε να περάσει. Τέλος, οι πειρατές κουράστηκαν, το παράτησαν χάμω και έφυγαν απορημένοι.
Δεξιά, σ’ ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, σώζεται ακόμη η Κολυμπήθρα, που έχει σχήμα σταυρού. Σε αυτήν κατεβαίνει κανείς με τρία σκαλοπάτια. Στη μέση της υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά Νησίδα”, όπου στεκόταν ο ιερέας και βάπτιζε. Στην κολυμπήθρα αυτή έλαβαν το βάπτισμα οι τελευταίοι Έλληνες ειδωλολάτρες.
Αριστερά, στην άλλη πτέρυγα, υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθει ποιον κρύβει ο τάφος αυτός.
Κάποιος καλόγερος της Μονής διηγήθηκε πως εκεί μέσα είναι θαμμένη μια γυναίκα. Θεοκτίστη το όνομά της και δραματική η ιστορία της…
Στα παλιά χρόνια, λοιπόν, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια κι άλλα άγρια ζώα. Ένας από αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάει στην Εκατονταπυλιανή να προσκυνήσει.
Έφτασε στη μεγαλοπρεπή εκκλησιά κατά το μούχρωμα, μπήκε μέσα και είδε στα δεξιά της Αγίας Τράπεζας κάτι αεροσάλευτο, σαν λευκό πανί ή σαν ιστό αράχνης, που το έσειε ο άνεμος. Ο κυνηγός πλησίασε δειλά, όταν έξαφνα άκουσε μια φωνή που έβγαινε από το διάφανο μαγνάδι κι έλεγε τρομαγμένη:
-Μην πλησιάζεις άλλο! Είμαι γυναίκα γυμνή! Ρίξε μου, σε παρακαλώ, ρούχα για να σκεπαστώ και θα σου πω ποια είμαι!
Ο κυνηγός της έριξε τον μανδύα του, η γυναίκα τον φόρεσε και αφού έκαμε τον σταυρό της, άρχισε τη διήγησή της.
Ήταν, λοιπόν, μοναχή από τη Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή ήταν ταγμένη στα θεία κι έτσι, μπήκε σ’ ένα μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφτεί μια αδελφή της, που είχε παντρευτεί στη Μεθύμνη και κίνησε κατά κει. Στον δρόμο, όμως, ένα μπουλούκι πειρατών του Νίσσυρι τη σκλάβωσε, την ανέβασε στο καράβι τους και μαζί με άλλες γυναίκες, κατέληξαν στην Πάρο, όπου σκόπευαν να μείνουν για λίγο καιρό οι πειρατές, έως ότου ανοίξουν πανιά για το Αλγέρι.
Μα, μια νύχτα, η μοναχή κατόρθωσε να ξεφύγει από τα αρπακτικά χέρια των πειρατών και
τρέχοντας, χώθηκε μέσα στο δάσος. Και εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ’ αγκωνάρια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος, δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο από την κούραση κι έπεσε χάμω, σαν νεκρή.
Την άλλη μέρα το πρωί, οι ακτίνες του ήλιου τη συνέφεραν. Η μοναχή ανασηκώθηκε, έριξε μια ματιά γύρω της και αλάργα, κατά τη θάλασσα, είδε με χαρά και περισσή ανακούφιση τα καράβια των πειρατών να αρμενίζουν μακριά, πέρα από την Πάρο.
Όπως είπε στον κυνηγό, από τότε είχαν περάσει τριάντα χρόνια. Και κατοικούσε πια μες στον ναό και τρεφόταν με άγρια χόρτα και ξεδιψούσε με το νερό της πηγής, “βοηθούμενη από τη χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της πάλιωναν και χαλούσαν, τη σκέπαζε η δύναμη του Θεού προστατευτικά, που σκεπάζει και προστατεύει τα πάντα.
Αφού είπε αυτά, η μοναχή έπεσε στα γόνατα και ευχαρίστησε τον Κύριο με όλη τη θέρμη της ψυχής της. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό, όταν θα ξαναγυρνούσε, να της έφερνε μέσα σε καθαρό κουτί ένα άγιο αντίδωρο και του ζήτησε να μην πει σε κανέναν για την ύπαρξή της. Πράγματι, ο κυνηγός της το υποσχέθηκε και έφυγε απ’ τον τόπο.
Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας, έπειτα από καιρό, ο κυνηγός επέστρεψε στην Πάρο και κίνησε κατά τον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής.
Στην αρχή, δε βρήκε εκεί τη μοναχή, γιατί φαίνεται κρυβόταν από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου. Αφού, όμως, οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεοκτίστη παρουσιάστηκε ντυμένη με τον μανδύα του. Αυτός, μόλις αντίκρισε την ερημίτισσα, θέλησε να πέσει στα γόνατά της και να την προσκυνήσει, μα εκείνη του φώναξε δυνατά:
-Μην κάνεις τη μετάνοια! Σκέψου ότι βαστάς τα Θεία Μυστήρια!
Ο θηρευτής, συγκινημένος, πλησίασε αργά και η Θεοκτίστη, κλαίγοντας από χαρά, πήρε από τα χέρια του το αντίδωρο, το Τίμιο Σώμα που της είχε φέρει μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο από πυξό.
Η μοναχή άνοιξε ευλαβικά το κουτί, κοινώνησε με το αντίδωρο και είπε:
-Νυν απολύοις τη δούλη σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου! Τώρα, λοιπόν, που έλαβα την άφεση των αμαρτιών μου, θα πάω όπου προστάζει το Κράτος Σου!
Κατόπιν, σήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της για ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά και αφού αποχαιρέτησε τον κυνηγό, χάθηκε απ’ τα μάτια του.
Όταν ύστερα από λίγες μέρες, ο θηρευτής, γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να δει και να λάβει την ευλογία της Θεοκτίστης για βοήθεια στο ταξίδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη στον μανδύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 14/02/1929…
ΠΗΓΗ
Από το periergaa
Στον καιρό του Βασιλέως Λέοντος, Άραβες πειρατές, με ορμητήριο την Κρήτη, πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές στα παράλια και κυρίως, στα νησιά του Αιγαίου. Ο Βασιλιάς, τότε, έστειλε τον Στρατηγό Ημέριο, για να καταδιώξει τους
επιδρομείς και να απαλλάξει τους υπηκόους του από την τυραννία τους.
Μα, ο σφοδρός άνεμος ανάγκασε τον Ημέριο να ρίξει άγκυρα στην Πάρο, όπου έμεινε για αρκετές ημέρες. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχε κι ένας λόγιος της εποχής, ο Συμεών ο Σοφός, ο οποίος βγήκε στο νησί, το μελέτησε και κατέγραψε παράξενες πληροφορίες για το εκκλησιαστικό αυτό μνημείο και για ό,τι άλλο αξιοπερίεργο είδε.
Την εποχή εκείνη, ο Ναός της Εκατονταπυλιανής ήταν ακόμη σε όλη την ομορφιά της μαρμαρένιας λευκότητάς του. Το μακρύ περιστύλιό του, τα λεπτοσκαλισμένα κεντίδια του, ο πλούτος των πολυελαίων και των αφιερωμάτων του, επέσυραν τον θαυμασμό των προσκυνητών, που συνέρρεαν από παντού.
Μέσα στο Ιερό του ναού υπήρχε ένα είδος αμφιθεάτρου, ένα μεγαλοπρεπές Δωδεκάθρονο, όπου κάθονταν οι Αρχιερείς και οι ιερείς στις μεγάλες λειτουργίες. Καταμεσής του Ιερού, πάνω από την Αγία Τράπεζα, δέσποζε ένα αριστοτεχνικό μονόλιθο κιβούρι, στηριζόμενο σε τέσσερις γρανιτένιες στήλες. Ήταν φανερό πως είχε παρθεί από αρχαίο ναό, ίσως από τη Δήλο.
Το κιβούρι αυτό ήθελε να το αρπάξει ο αρχηγός των Αράβων, ο Νίσσυρις, για να το αφιερώσει στο Τέμενος της Αγάρ. Αλλά, ενώ η πύλη του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρη για να το βγάλουν έξω, όταν έφταναν εκεί, το κιβούρι ολοένα και μεγάλωνε και δε χωρούσε να περάσει. Τέλος, οι πειρατές κουράστηκαν, το παράτησαν χάμω και έφυγαν απορημένοι.
Δεξιά, σ’ ένα ξεχωριστό διαμέρισμα του ναού, σώζεται ακόμη η Κολυμπήθρα, που έχει σχήμα σταυρού. Σε αυτήν κατεβαίνει κανείς με τρία σκαλοπάτια. Στη μέση της υψώνεται η λεγόμενη “Ιερά Νησίδα”, όπου στεκόταν ο ιερέας και βάπτιζε. Στην κολυμπήθρα αυτή έλαβαν το βάπτισμα οι τελευταίοι Έλληνες ειδωλολάτρες.
Αριστερά, στην άλλη πτέρυγα, υπάρχει μια επιτάφια πλάκα. Και ο προσκυνητής σταματά φιλοπερίεργος να μάθει ποιον κρύβει ο τάφος αυτός.
Κάποιος καλόγερος της Μονής διηγήθηκε πως εκεί μέσα είναι θαμμένη μια γυναίκα. Θεοκτίστη το όνομά της και δραματική η ιστορία της…
Στα παλιά χρόνια, λοιπόν, ξένοι κυνηγοί βγήκαν στην Πάρο, για να κυνηγήσουν ελάφια κι άλλα άγρια ζώα. Ένας από αυτούς ξέκοψε από τους άλλους, για να πάει στην Εκατονταπυλιανή να προσκυνήσει.
Έφτασε στη μεγαλοπρεπή εκκλησιά κατά το μούχρωμα, μπήκε μέσα και είδε στα δεξιά της Αγίας Τράπεζας κάτι αεροσάλευτο, σαν λευκό πανί ή σαν ιστό αράχνης, που το έσειε ο άνεμος. Ο κυνηγός πλησίασε δειλά, όταν έξαφνα άκουσε μια φωνή που έβγαινε από το διάφανο μαγνάδι κι έλεγε τρομαγμένη:
-Μην πλησιάζεις άλλο! Είμαι γυναίκα γυμνή! Ρίξε μου, σε παρακαλώ, ρούχα για να σκεπαστώ και θα σου πω ποια είμαι!
Ο κυνηγός της έριξε τον μανδύα του, η γυναίκα τον φόρεσε και αφού έκαμε τον σταυρό της, άρχισε τη διήγησή της.
Ήταν, λοιπόν, μοναχή από τη Μεθύμνη της Λέσβου. Από μικρή ήταν ταγμένη στα θεία κι έτσι, μπήκε σ’ ένα μοναστήρι γυναικών. Σε ηλικία 18 ετών θέλησε να επισκεφτεί μια αδελφή της, που είχε παντρευτεί στη Μεθύμνη και κίνησε κατά κει. Στον δρόμο, όμως, ένα μπουλούκι πειρατών του Νίσσυρι τη σκλάβωσε, την ανέβασε στο καράβι τους και μαζί με άλλες γυναίκες, κατέληξαν στην Πάρο, όπου σκόπευαν να μείνουν για λίγο καιρό οι πειρατές, έως ότου ανοίξουν πανιά για το Αλγέρι.
Μα, μια νύχτα, η μοναχή κατόρθωσε να ξεφύγει από τα αρπακτικά χέρια των πειρατών και
τρέχοντας, χώθηκε μέσα στο δάσος. Και εξακολουθούσε να τρέχει ολοένα, αψηφώντας τα λιθάρια και τ’ αγκωνάρια, ξεσκίζοντας τα πόδια της, περίτρομη, λαχανιασμένη. Τέλος, δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο από την κούραση κι έπεσε χάμω, σαν νεκρή.
Την άλλη μέρα το πρωί, οι ακτίνες του ήλιου τη συνέφεραν. Η μοναχή ανασηκώθηκε, έριξε μια ματιά γύρω της και αλάργα, κατά τη θάλασσα, είδε με χαρά και περισσή ανακούφιση τα καράβια των πειρατών να αρμενίζουν μακριά, πέρα από την Πάρο.
Όπως είπε στον κυνηγό, από τότε είχαν περάσει τριάντα χρόνια. Και κατοικούσε πια μες στον ναό και τρεφόταν με άγρια χόρτα και ξεδιψούσε με το νερό της πηγής, “βοηθούμενη από τη χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου”. Και όταν τα ρούχα της πάλιωναν και χαλούσαν, τη σκέπαζε η δύναμη του Θεού προστατευτικά, που σκεπάζει και προστατεύει τα πάντα.
Αφού είπε αυτά, η μοναχή έπεσε στα γόνατα και ευχαρίστησε τον Κύριο με όλη τη θέρμη της ψυχής της. Έπειτα, παρακάλεσε τον κυνηγό, όταν θα ξαναγυρνούσε, να της έφερνε μέσα σε καθαρό κουτί ένα άγιο αντίδωρο και του ζήτησε να μην πει σε κανέναν για την ύπαρξή της. Πράγματι, ο κυνηγός της το υποσχέθηκε και έφυγε απ’ τον τόπο.
Σύμφωνα με την επιθυμία της Αγίας, έπειτα από καιρό, ο κυνηγός επέστρεψε στην Πάρο και κίνησε κατά τον έρημο ναό της Εκατονταπυλιανής.
Στην αρχή, δε βρήκε εκεί τη μοναχή, γιατί φαίνεται κρυβόταν από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου. Αφού, όμως, οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, η Θεοκτίστη παρουσιάστηκε ντυμένη με τον μανδύα του. Αυτός, μόλις αντίκρισε την ερημίτισσα, θέλησε να πέσει στα γόνατά της και να την προσκυνήσει, μα εκείνη του φώναξε δυνατά:
-Μην κάνεις τη μετάνοια! Σκέψου ότι βαστάς τα Θεία Μυστήρια!
Ο θηρευτής, συγκινημένος, πλησίασε αργά και η Θεοκτίστη, κλαίγοντας από χαρά, πήρε από τα χέρια του το αντίδωρο, το Τίμιο Σώμα που της είχε φέρει μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί, ευωδιασμένο από πυξό.
Η μοναχή άνοιξε ευλαβικά το κουτί, κοινώνησε με το αντίδωρο και είπε:
-Νυν απολύοις τη δούλη σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου! Τώρα, λοιπόν, που έλαβα την άφεση των αμαρτιών μου, θα πάω όπου προστάζει το Κράτος Σου!
Κατόπιν, σήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια της για ώρα πολλή, προσευχήθηκε σιωπηλά και αφού αποχαιρέτησε τον κυνηγό, χάθηκε απ’ τα μάτια του.
Όταν ύστερα από λίγες μέρες, ο θηρευτής, γυρίζοντας από την εκδρομή του στα βόρεια του νησιού, θέλησε να δει και να λάβει την ευλογία της Θεοκτίστης για βοήθεια στο ταξίδι του, τη βρήκε νεκρή μέσα στο Ιερό της Εκατονταπυλιανής, τυλιγμένη στον μανδύα του, με τα χέρια σταυρωμένα και τη γαλήνη στο θείο της πρόσωπο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 14/02/1929…
ΠΗΓΗ
Από το periergaa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου