Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ξημερώνει για τον Χορτιάτη ένα συνηθισμένο Σάββατο. Οι κάτοικοί του ξυπνούν ξεκινώντας τις δουλειές της καθημερινότητάς τους. Πολλοί φεύγουν έξω από το χωριό για τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες.
Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή που έμελλε να ακολουθήσει, αν και οι γερμανικές δυνάμεις είχαν τελευταία σκληρύνει τη στάση τους μπροστά και στη διαφαινόμενη κατάρρευσή τους.
Όπως κάθε Σάββατο, ένα φορτηγάκι της υπηρεσίας ύδρευσης Θεσσαλονίκης με δύο υπαλλήλους, συνοδευόμενο, ως συνήθως, από
ένα στρατιωτικό όχημα της γερμανικής φρουράς, στο οποίο επέβαιναν ένας γιατρός, ένας αξιωματικός και ένας υπαξιωματικός, ξεκινάει από την πόλη με προορισμό τις πηγές της Αγίας Παρασκευής στο Χορτιάτη για την απολύμανση με χλώριο του νερού, από το οποίο υδροδοτούταν μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης.
Την ίδια ώρα μια ομάδα ανταρτών από το λόχο του καπετάν Φλουριά (Αντ, Καζάκου) υπό τον Βάιο Ρικούδη έχει κατέβει από το βουνό, το οποίο αποτελεί καταφύγιο τους, και βρίσκεται κρυμμένη στην περιοχή Καμάρα, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Γύρω στις 8:30 το πρωί το προπορευόμενο όχημα της εταιρείας ύδρευσης, κινούμενο στο δημόσιο δρόμο του Χορτιάτη, πλησιάζει στο σημείο όπου παραφυλάει η αντάρτικη ομάδα. Το όχημα δεν σταματά στο σήμα των ανταρτών, οι οποίοι ανοίγουν πυρ εναντίον του. Από τους πυροβολισμούς σκοτώνεται ο υπάλληλος του δήμου Σιδερίδης και τραυματίζεται ο συνάδελφός του. Σε κοντινή απόσταση ακολουθεί το γερμανικό στρατιωτικό όχημα, που δέχεται και αυτό πυρά. Σκοτώνεται ένας λοχίας, που δέχεται σφαίρα στο κεφάλι, και τραυματίζεται ένας υπολοχαγός.
Ο γιατρός οδηγός του οχήματος, αν και αιφνιδιασμένος, καταφέρνει να ξεφύγει και κατευθύνεται στο Ασβεστοχώρι, όπου στρατοπέδευαν γερμανικές δυνάμεις, απ’ όπου και ενημερώνονται για το συμβάν τα ηγετικά κλιμάκια στο Αρσακλί (Πανόραμα) και τη Θεσσαλονίκη.
Η αντάρτικη ομάδα μετά το επεισόδιο αποσύρεται στο βουνό και στην περιοχή Λιβάδι, όπου βρίσκεται ο υπόλοιπος λόχος.
Στο μεταξύ, στο χωριό, στο οποίο έχει φθάσει ο αχός των πυροβολισμών, επικρατεί ανησυχία και αναταραχή υπό το φόβο αντιποίνων. Ο κόσμος βρίσκεται σε σύγχυση μην ξέροντας τι πρόκειται να επακολουθήσει και το τι πρέπει να κάνει. Οι περισσότεροι τελικά αποφασίζουν να φύγουν προς το βουνό, ώστε να κρυφτούν, αλλά αρκετές δεκάδες άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία, παραμένουν. Μαζί και ο πρόεδρος Χρήστος Μπατάτσιος, που εκτιμά ότι μετά από τις εξηγήσεις που θα έδινε δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις για το χωριό, στηριζόμενος στην πεποίθησή του πως θα βοηθούσε η καλή σχέση που είχε οικοδομήσει με τον Γερμανό διοικητή, τον οποίο συστηματικά προμήθευε με καυσόξυλα, ζωντανά κλπ.
Το απομεσήμερο το χωριό σκεπάζει μια βαριά συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει προς το Χορτιάτη μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της εκεί φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη αλλά και ταγματασφαλίτες. Σκοπός τους τα αντίποινα για την αντάρτικη πράξη και το θάνατο του Γερμανού λοχία.
Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για την βιαιότητά του και τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας λοχίας Σούμπερτ. Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού, οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια, λεηλατούν ό,τι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους.
Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού παριστάνοντας τους αντάρτες είτε καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους, δίνοντας τους διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους, είτε πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι (στην συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά) έχουν μαζευτεί, υπό τις γερμανικές απειλές, στα δύο σημεία συγκέντρωσης.
Οι Γερμανοί δε δείχνουν καμία διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται αποφασισμένοι για την αποτρόπαιη συνέχεια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύσει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο αργότερα ο μακεδονομάχος παπάς αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται. Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη.
Το χωριό καίγεται και οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει τον διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό «παλούκωμα») της νεαρής κόρης της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. Σε μια άκρη του χωριού μια μητέρα που είναι κρυμμένη, για να μην ακουστεί το κλάμα του βρέφους που έχει στην αγκαλιά της και προδώσει την κρυψώνα τους, αναγκάζεται να κλείσει με το χέρι της το στόμα του, έως ότου άθελά της το πνίξει. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά.
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο- δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια. Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή, μιλάνε οι ματιές, υγρές, βαθιές. Όμως και μια σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου, η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Σύντομα οι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν.
Στην είσοδό του στήνουν ένα πολυβόλο και ξεκινούν να «γαζώνουν» το φούρνο. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός. Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα. Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν, δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος, «ηρωική», δίχως λογική -πού να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα. Σώζονται βγαίνοντας από τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα πίσω από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων. Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων να σωθούν από τις φλόγες και την βουλή της Ατρόπου Μοίρας.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν.
Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, όπου είχε επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν αναίτια και εν ψυχρώ.
Αφήνουν πίσω τους καταστροφή. Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες), πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας διάχυτη.
Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί, από τους οποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36 κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί.
Από το φούρνο του Γκουραμάνη, το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα γλιτώσουν ελάχιστοι. Η Μαρία Αγγελινούδη, ο Πέτρος Τσαγγαλής, η Ίρις Ζέκκα, ο Τάσος, η Ελένη και η Ειρήνη Ρωμούδη, η Βασιλική και η Ελένη Γκουραμάνη, η Αναστασία και ο Κώστας Αγγελινούδης, ο Παύλος Ζέκκας, ο Γιώργος Γκουραμάνης, ο Παναγιώτης και Θανάσης Γαλητσιάνος, ο Παναγιώτης Σαρβάνης, η Ελένη Χαρατσή, η Χρυσή Αγοραστού κ.ά.
Η επόμενη ημέρα
Ένας μανιασμένος αέρας σηκώνεται κατά την ώρα της γερμανικής αποχώρησης. Ο άνεμος μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη, που από νωρίς στέκεται και κοιτά αμήχανη τον καπνό που ολοένα υψώνεται πάνω από το Χορτιάτη, τα θλιβερά μαντάτα. Τη σιωπή των ερειπίων, την κραυγή των διασωθέντων, την αιματοβαμμένη τέφρα από τα αποκαΐδια του χωριού, τη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Το ίδιο μήνυμα μεταφέρουν και οι ελάχιστοι επιζώντες στους Χορτιατινούς που δεν βρίσκονταν την ώρα της καταστροφής στο χωριό.
Το επόμενο πρωινό οι Χορτιατινοί θάβουν τους νεκρούς, αλλά θα αποφύγουν έως την απελευθέρωση να επιστρέψουν στον τόπο τους. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες θα συνεχίσουν τις λεηλασίες στον κατεστραμμένο Χορτιάτη, ενώ περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα και λίγο πριν την οριστική αποχώρησή τους από την Ελλάδα επιστρέφουν στο Χορτιάτη, για να ολοκληρώσουν την καταστροφή –καίγοντας για δεύτερη φορά το χωριό, μαζί και το δημοτικό σχολείο.
Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου θα συλληφθεί στην Καλαμαριά από αντάρτες ο ταγματασφαλίτης Κυζερίδης, ένας από τους «πρωταγωνιστές», και θα λιντσαριστεί από τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Η απελευθέρωση βρίσκει το Χορτιάτη να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του και να σταθεί ξανά στα πόδια του. Δύο χρόνια μετά την καταστροφή το κράτος θα αναστυλώσει το δημοτικό σχολείο και θα στήσει περίπου 220 μικρά σπίτια για τη στέγαση των κατοίκων του.
Μεσούντος του εμφυλίου πολέμου –κατά τη διάρκεια του οποίου ο Χορτιάτης θα πληρώσει και πάλι βαρύ τίμημα και από τις δύο πλευρές- το 1946 ο Φριτς Σούμπερτ επιστρέφει στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο και ψεύτικο όνομα (Κωνσταντινίδης) και εισέρχεται στη χώρα προσποιούμενος τον μηχανικό. Όμως αναγνωρίζεται, συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας και δικάζεται από το Δικαστήριο Δοσίλογων Αθηνών.
Στην δίκη μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας -οι περισσότεροι από την Κρήτη που υπέστη τα πάνδεινα από τον Σούμπερτ και την ομάδα του- και οι Χορτιατινοί Τάσος Ζέκκας και Γιάννης Γαλητσιάνος και ο Μιχάλης Μάνος από το Ασβεστοχώρι.
Καταδικάζεται 27 φορές εις θάνατο και εκτελείται δια τουφεκισμού στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, στις 22 Οκτωβρίου 1947. «Η Γερμανία ζει και δεν πεθαίνει» είναι οι τελευταίες του κουβέντες, ενώ αρνείται ότι διέπραξε τα εγκλήματα που τον βαραίνουν. Στον τόπο της εκτέλεσης βρίσκονται συγκεντρωμένοι συγγενείς θυμάτων του, η οργή των οποίων είναι τόσο μεγάλη, ώστε κάποιοι από αυτούς ζητούν να του δώσουν τη χαριστική βολή, ενώ άλλοι εκδηλώνουν διάθεση λιθοβολισμού, όπως περιγράφουν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1960, 16 χρόνια μετά, γίνονται τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Ολοκαυτώματος, που δεσπόζει μέχρι και σήμερα στο κέντρο του χωριού, για να θυμίζει όλους αυτούς που με τη θυσία τους κατέστησαν το Χορτιάτη σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης. Το ψηφιδωτό που αναπαριστά τα γεγονότα φιλοτέχνησε η κ.Γέτη Κρεμύδα, ενώ μέρος των μαρμάρων που χρησιμοποιήθηκαν για το μνημείο προήλθε από τα απομεινάρια της ιστορικής Μονής Χορταΐτου. Το 1988 συστάθηκε ο σύλλογος οικογενειών θυμάτων Ολοκαυτώματος Χορτιάτη.
Κάθε χρόνο στη μνήμη των θυμάτων του ολοκαυτώματος διοργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης και πολιτισμού. Σε αυτές έχουν παραστεί κορυφαίες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής του τόπου, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Κωστής Στεφανόπουλος, το 2002, και ο σημερινός πρωθυπουργός κ.Κώστας Καραμανλής, το 2003.
Ο Χορτιάτης, για τα δεινά που υπέστη την περίοδο της κατοχής, το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρικός» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα. (ΦΕΚ 27716-12-98)
Προσωπικές μαρτυρίες
Ελάχιστοι ήταν αυτοί που σώθηκαν από το Ολοκαύτωμα. Έκτοτε κουβαλούν μέσα τους βαρύ φορτίο, μνήμες τραγικές και αναπάντητα ερωτήματα. Τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου 1944 σημάδεψαν για πάντα τις ζωές τους και η μοίρα τους επέλεξε να μεταφέρουν τα διαχρονικά μηνύματα και τους συμβολισμούς του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη στις επόμενες γενιές.
«Δεν ξέρουμε αν ήμασταν τυχεροί ή άτυχοι που σωθήκαμε», λένε. Τα λόγια τους βγαίνουν δύσκολα, οι λέξεις λίγες, βαριές, μα γεμάτες συγκίνηση, πλούσιες σε νοήματα. Το βλέμμα θολό και σταθερό, το μυαλό ταξιδεύει στο χθες, τα μάτια υγραίνονται, η φωνή γίνεται βραχνή. «Τι άλλο να πω, τι; Κανείς ποτέ να μη ζήσει ό,τι ζήσαμε».
Τα αποτρόπαια γεγονότα ζωντανεύουν ξανά μέσα από τις μαρτυρίες δύο γυναικών, που κατάφεραν να γλιτώσουν της γερμανικής θηριωδίας, της Ελένης Νανακούδη-Γκουραμάνη και της Βασιλικής Γκουραμάνη, ζωντανές μάρτυρες του Ολοκαυτώματος και πρόσωπα-σύμβολα της ελπίδας, της ζωής και του αγώνα για ελευθερία.
Ελένη Νανακούδη-Γκουραμάνη:
Οι Γερμανοί μας συγκέντρωσαν στην πλατεία και στο κέντρο «Κήπος». Δεν ξέραμε τι γίνεται και τι μας περιμένει. Την ίδια ώρα το χωριό καιγόταν και λεηλατούταν. Από εκεί μας έβαλαν δυο-δυο, τρεις-τρεις στη σειρά και, αν και στην αρχή είπαν ότι θα μας πάνε στα νεκροταφεία, μας οδήγησαν στο φούρνο του Γκουραμάνη. Μας έβαλαν μέσα στο φούρνο και έστησαν έξω ένα πολυβόλο. Πριν αρχίσουν να πυροβολούν, εγώ, που είχα μπει από τους πρώτους, ανέβηκα ψηλά στο ζυμωτήριο μαζί με τους δικούς μου. Μετά άρχισαν να πυροβολούν. Από τα πυρά σκοτώθηκαν πρώτα η μητέρα μου και αμέσως μετά η αδελφή μου, προλαβαίνοντας να φωνάξει μόνο «μητέρα σε σκότωσαν».
Εγώ τραυματίστηκα στα γόνατα και την παλάμη. Μετά έριξαν πάνω μας χόρτα και έβαλαν φωτιά. Ο καπνός άρχισε να μας πνίγει. Κατέβηκα κάτω, είδα μια κυρία που με ένα μωρό στην αγκαλιά έκανε να βγει από την πόρτα και πήγα από πίσω της. Δεν πρόλαβε να την ανοίξει και την μαχαίρωσαν. Μετά έπεσα κάτω, δίπλα σε έναν σωρό από νεκρούς, κάνοντας και εγώ την πεθαμένη.
Δεν κουνήθηκα παρά μετά από ώρες και όταν ήδη είχε άρχισε να σουρουπώνει. Είχα παντού αίματα, δικά μου και άλλων. Χαραγμένη στη μνήμη μου έχει μείνει μια σκηνή. Μια νεκρή μητέρα πεσμένη στο έδαφος κρατώντας στην αγκαλιά το μωρό της, που ακόμη θήλαζε, και δίπλα οι Γερμανοί να γελούν. Μετά ξεκίνησα για τα χωράφια να συναντήσω τον πατέρα μου.
Στο δρόμο συνάντησα δύο ταγματασφαλίτες. Ο ένας με το που με βλέπει οπλίζει και ετοιμάζεται να με πυροβολήσει, ο άλλος τον αποτρέπει: «άσ’ το να ζήσει. Δεν χόρτασες να σκοτώνεις»; «Όχι», του απάντησε. Κάποια στιγμή έφθασα στο χωράφι που ήταν ο πατέρας μου. Με είδε βουτηγμένη στο αίμα και άρχισε τις ερωτήσεις για το τι είχε συμβεί. Μετά περιποιήθηκε τα τραύματά μου, δένοντάς τα με το πουκάμισό του και βάζοντας ούζο και καπνό. Ο Γολγοθάς μας άρχισε μετά. Ειλικρινά θεωρώ τον εαυτό μου και τυχερό και άτυχο».
Βασιλική Γκουραμάνη:
Το πρωί στο χωριό υπήρχε ησυχία. Ο κόσμος άρχισε να φοβάται, αφότου χτυπήθηκαν τα αυτοκίνητα και μετά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και μετά ήρθαν οι Γερμανοί και μας συγκέντρωσαν. Και εμείς στεκόμασταν βουβοί, περιμένοντας το τι θα μας έκαναν. Τους βλέπαμε από τα παράθυρα να πλησιάζουν στα σπίτια μας. Δεν ξέραμε, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μας περίμενε.
Μετά μας έκλεισαν στο φούρνο. Όπως καθόμασταν ξαφνικά άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μας με πολυβόλο, ενώ μετά έριξαν πάνω μας άχυρα και μια σκόνη που με μια ριπή πήραν φωτιά. Οι καπνοί άρχισαν να μας πνίγουν. Ο κόσμος προσπαθούσε να βγει έξω αλλά εκεί περίμεναν οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες με όπλα και μαχαίρια. Τους σκότωναν επί τόπου ή τους έσπρωχναν ξανά μέσα.
Ο φούρνος ήταν δικός μας και γνώριζα τα κατατόπια του. Πήρα την τραυματισμένη μητέρα μου και την ανέβασα στο ζυμωτήριο. Όμως μέσα δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Η μητέρα μου προσπάθησε να βγει από μπροστά, όπου αμέσως τη σκότωσαν, ενώ εγώ έφυγα από μια άλλη πόρτα. Παντού υπήρχαν σωροί από πτώματα. Έπεσε πάνω σε έναν και έκανα και εγώ την πεθαμένη.
Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να σηκωθώ. Μέσα στη σκόνη που σήκωσε ο αέρας και τους καπνούς συνάντησα την Ίρις Ζέκκα και μαζί κρυφτήκαμε σε έναν μπαχτσέ έξω από το χωριό, όπου μας βρήκαν συγχωριανοί που κατέβαιναν από το βουνό. Οι εικόνες αυτές δεν ξεχνιούνται. Σήμερα κάθε φορά που ακούμε τη λέξη πόλεμος μας έρχονται αυτές οι εικόνες φρίκης. Όχι πια πόλεμοι.
Χορτιάτης, 2 Σεπτεμβρίου 1944
Από το olympia
Follow @tiniosΤίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή που έμελλε να ακολουθήσει, αν και οι γερμανικές δυνάμεις είχαν τελευταία σκληρύνει τη στάση τους μπροστά και στη διαφαινόμενη κατάρρευσή τους.
Όπως κάθε Σάββατο, ένα φορτηγάκι της υπηρεσίας ύδρευσης Θεσσαλονίκης με δύο υπαλλήλους, συνοδευόμενο, ως συνήθως, από
ένα στρατιωτικό όχημα της γερμανικής φρουράς, στο οποίο επέβαιναν ένας γιατρός, ένας αξιωματικός και ένας υπαξιωματικός, ξεκινάει από την πόλη με προορισμό τις πηγές της Αγίας Παρασκευής στο Χορτιάτη για την απολύμανση με χλώριο του νερού, από το οποίο υδροδοτούταν μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης.
Την ίδια ώρα μια ομάδα ανταρτών από το λόχο του καπετάν Φλουριά (Αντ, Καζάκου) υπό τον Βάιο Ρικούδη έχει κατέβει από το βουνό, το οποίο αποτελεί καταφύγιο τους, και βρίσκεται κρυμμένη στην περιοχή Καμάρα, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Γύρω στις 8:30 το πρωί το προπορευόμενο όχημα της εταιρείας ύδρευσης, κινούμενο στο δημόσιο δρόμο του Χορτιάτη, πλησιάζει στο σημείο όπου παραφυλάει η αντάρτικη ομάδα. Το όχημα δεν σταματά στο σήμα των ανταρτών, οι οποίοι ανοίγουν πυρ εναντίον του. Από τους πυροβολισμούς σκοτώνεται ο υπάλληλος του δήμου Σιδερίδης και τραυματίζεται ο συνάδελφός του. Σε κοντινή απόσταση ακολουθεί το γερμανικό στρατιωτικό όχημα, που δέχεται και αυτό πυρά. Σκοτώνεται ένας λοχίας, που δέχεται σφαίρα στο κεφάλι, και τραυματίζεται ένας υπολοχαγός.
Ο γιατρός οδηγός του οχήματος, αν και αιφνιδιασμένος, καταφέρνει να ξεφύγει και κατευθύνεται στο Ασβεστοχώρι, όπου στρατοπέδευαν γερμανικές δυνάμεις, απ’ όπου και ενημερώνονται για το συμβάν τα ηγετικά κλιμάκια στο Αρσακλί (Πανόραμα) και τη Θεσσαλονίκη.
Η αντάρτικη ομάδα μετά το επεισόδιο αποσύρεται στο βουνό και στην περιοχή Λιβάδι, όπου βρίσκεται ο υπόλοιπος λόχος.
Στο μεταξύ, στο χωριό, στο οποίο έχει φθάσει ο αχός των πυροβολισμών, επικρατεί ανησυχία και αναταραχή υπό το φόβο αντιποίνων. Ο κόσμος βρίσκεται σε σύγχυση μην ξέροντας τι πρόκειται να επακολουθήσει και το τι πρέπει να κάνει. Οι περισσότεροι τελικά αποφασίζουν να φύγουν προς το βουνό, ώστε να κρυφτούν, αλλά αρκετές δεκάδες άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία, παραμένουν. Μαζί και ο πρόεδρος Χρήστος Μπατάτσιος, που εκτιμά ότι μετά από τις εξηγήσεις που θα έδινε δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις για το χωριό, στηριζόμενος στην πεποίθησή του πως θα βοηθούσε η καλή σχέση που είχε οικοδομήσει με τον Γερμανό διοικητή, τον οποίο συστηματικά προμήθευε με καυσόξυλα, ζωντανά κλπ.
Το απομεσήμερο το χωριό σκεπάζει μια βαριά συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει προς το Χορτιάτη μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της εκεί φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη αλλά και ταγματασφαλίτες. Σκοπός τους τα αντίποινα για την αντάρτικη πράξη και το θάνατο του Γερμανού λοχία.
Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για την βιαιότητά του και τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας λοχίας Σούμπερτ. Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού, οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια, λεηλατούν ό,τι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους.
Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού παριστάνοντας τους αντάρτες είτε καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους, δίνοντας τους διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους, είτε πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι (στην συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά) έχουν μαζευτεί, υπό τις γερμανικές απειλές, στα δύο σημεία συγκέντρωσης.
Οι Γερμανοί δε δείχνουν καμία διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται αποφασισμένοι για την αποτρόπαιη συνέχεια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύσει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο αργότερα ο μακεδονομάχος παπάς αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται. Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη.
Το χωριό καίγεται και οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει τον διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό «παλούκωμα») της νεαρής κόρης της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. Σε μια άκρη του χωριού μια μητέρα που είναι κρυμμένη, για να μην ακουστεί το κλάμα του βρέφους που έχει στην αγκαλιά της και προδώσει την κρυψώνα τους, αναγκάζεται να κλείσει με το χέρι της το στόμα του, έως ότου άθελά της το πνίξει. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά.
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο- δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια. Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή, μιλάνε οι ματιές, υγρές, βαθιές. Όμως και μια σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου, η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Σύντομα οι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν.
Στην είσοδό του στήνουν ένα πολυβόλο και ξεκινούν να «γαζώνουν» το φούρνο. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός. Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα. Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν, δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος, «ηρωική», δίχως λογική -πού να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα. Σώζονται βγαίνοντας από τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα πίσω από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων. Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων να σωθούν από τις φλόγες και την βουλή της Ατρόπου Μοίρας.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν.
Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, όπου είχε επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν αναίτια και εν ψυχρώ.
Αφήνουν πίσω τους καταστροφή. Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες), πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας διάχυτη.
Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί, από τους οποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36 κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί.
Από το φούρνο του Γκουραμάνη, το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα γλιτώσουν ελάχιστοι. Η Μαρία Αγγελινούδη, ο Πέτρος Τσαγγαλής, η Ίρις Ζέκκα, ο Τάσος, η Ελένη και η Ειρήνη Ρωμούδη, η Βασιλική και η Ελένη Γκουραμάνη, η Αναστασία και ο Κώστας Αγγελινούδης, ο Παύλος Ζέκκας, ο Γιώργος Γκουραμάνης, ο Παναγιώτης και Θανάσης Γαλητσιάνος, ο Παναγιώτης Σαρβάνης, η Ελένη Χαρατσή, η Χρυσή Αγοραστού κ.ά.
Η επόμενη ημέρα
Ένας μανιασμένος αέρας σηκώνεται κατά την ώρα της γερμανικής αποχώρησης. Ο άνεμος μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη, που από νωρίς στέκεται και κοιτά αμήχανη τον καπνό που ολοένα υψώνεται πάνω από το Χορτιάτη, τα θλιβερά μαντάτα. Τη σιωπή των ερειπίων, την κραυγή των διασωθέντων, την αιματοβαμμένη τέφρα από τα αποκαΐδια του χωριού, τη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Το ίδιο μήνυμα μεταφέρουν και οι ελάχιστοι επιζώντες στους Χορτιατινούς που δεν βρίσκονταν την ώρα της καταστροφής στο χωριό.
Το επόμενο πρωινό οι Χορτιατινοί θάβουν τους νεκρούς, αλλά θα αποφύγουν έως την απελευθέρωση να επιστρέψουν στον τόπο τους. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες θα συνεχίσουν τις λεηλασίες στον κατεστραμμένο Χορτιάτη, ενώ περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα και λίγο πριν την οριστική αποχώρησή τους από την Ελλάδα επιστρέφουν στο Χορτιάτη, για να ολοκληρώσουν την καταστροφή –καίγοντας για δεύτερη φορά το χωριό, μαζί και το δημοτικό σχολείο.
Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου θα συλληφθεί στην Καλαμαριά από αντάρτες ο ταγματασφαλίτης Κυζερίδης, ένας από τους «πρωταγωνιστές», και θα λιντσαριστεί από τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Η απελευθέρωση βρίσκει το Χορτιάτη να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του και να σταθεί ξανά στα πόδια του. Δύο χρόνια μετά την καταστροφή το κράτος θα αναστυλώσει το δημοτικό σχολείο και θα στήσει περίπου 220 μικρά σπίτια για τη στέγαση των κατοίκων του.
Μεσούντος του εμφυλίου πολέμου –κατά τη διάρκεια του οποίου ο Χορτιάτης θα πληρώσει και πάλι βαρύ τίμημα και από τις δύο πλευρές- το 1946 ο Φριτς Σούμπερτ επιστρέφει στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο και ψεύτικο όνομα (Κωνσταντινίδης) και εισέρχεται στη χώρα προσποιούμενος τον μηχανικό. Όμως αναγνωρίζεται, συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας και δικάζεται από το Δικαστήριο Δοσίλογων Αθηνών.
Στην δίκη μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας -οι περισσότεροι από την Κρήτη που υπέστη τα πάνδεινα από τον Σούμπερτ και την ομάδα του- και οι Χορτιατινοί Τάσος Ζέκκας και Γιάννης Γαλητσιάνος και ο Μιχάλης Μάνος από το Ασβεστοχώρι.
Καταδικάζεται 27 φορές εις θάνατο και εκτελείται δια τουφεκισμού στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, στις 22 Οκτωβρίου 1947. «Η Γερμανία ζει και δεν πεθαίνει» είναι οι τελευταίες του κουβέντες, ενώ αρνείται ότι διέπραξε τα εγκλήματα που τον βαραίνουν. Στον τόπο της εκτέλεσης βρίσκονται συγκεντρωμένοι συγγενείς θυμάτων του, η οργή των οποίων είναι τόσο μεγάλη, ώστε κάποιοι από αυτούς ζητούν να του δώσουν τη χαριστική βολή, ενώ άλλοι εκδηλώνουν διάθεση λιθοβολισμού, όπως περιγράφουν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1960, 16 χρόνια μετά, γίνονται τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Ολοκαυτώματος, που δεσπόζει μέχρι και σήμερα στο κέντρο του χωριού, για να θυμίζει όλους αυτούς που με τη θυσία τους κατέστησαν το Χορτιάτη σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης. Το ψηφιδωτό που αναπαριστά τα γεγονότα φιλοτέχνησε η κ.Γέτη Κρεμύδα, ενώ μέρος των μαρμάρων που χρησιμοποιήθηκαν για το μνημείο προήλθε από τα απομεινάρια της ιστορικής Μονής Χορταΐτου. Το 1988 συστάθηκε ο σύλλογος οικογενειών θυμάτων Ολοκαυτώματος Χορτιάτη.
Κάθε χρόνο στη μνήμη των θυμάτων του ολοκαυτώματος διοργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης και πολιτισμού. Σε αυτές έχουν παραστεί κορυφαίες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής του τόπου, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Κωστής Στεφανόπουλος, το 2002, και ο σημερινός πρωθυπουργός κ.Κώστας Καραμανλής, το 2003.
Ο Χορτιάτης, για τα δεινά που υπέστη την περίοδο της κατοχής, το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρικός» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα. (ΦΕΚ 27716-12-98)
Προσωπικές μαρτυρίες
Ελάχιστοι ήταν αυτοί που σώθηκαν από το Ολοκαύτωμα. Έκτοτε κουβαλούν μέσα τους βαρύ φορτίο, μνήμες τραγικές και αναπάντητα ερωτήματα. Τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου 1944 σημάδεψαν για πάντα τις ζωές τους και η μοίρα τους επέλεξε να μεταφέρουν τα διαχρονικά μηνύματα και τους συμβολισμούς του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη στις επόμενες γενιές.
«Δεν ξέρουμε αν ήμασταν τυχεροί ή άτυχοι που σωθήκαμε», λένε. Τα λόγια τους βγαίνουν δύσκολα, οι λέξεις λίγες, βαριές, μα γεμάτες συγκίνηση, πλούσιες σε νοήματα. Το βλέμμα θολό και σταθερό, το μυαλό ταξιδεύει στο χθες, τα μάτια υγραίνονται, η φωνή γίνεται βραχνή. «Τι άλλο να πω, τι; Κανείς ποτέ να μη ζήσει ό,τι ζήσαμε».
Τα αποτρόπαια γεγονότα ζωντανεύουν ξανά μέσα από τις μαρτυρίες δύο γυναικών, που κατάφεραν να γλιτώσουν της γερμανικής θηριωδίας, της Ελένης Νανακούδη-Γκουραμάνη και της Βασιλικής Γκουραμάνη, ζωντανές μάρτυρες του Ολοκαυτώματος και πρόσωπα-σύμβολα της ελπίδας, της ζωής και του αγώνα για ελευθερία.
Ελένη Νανακούδη-Γκουραμάνη:
Οι Γερμανοί μας συγκέντρωσαν στην πλατεία και στο κέντρο «Κήπος». Δεν ξέραμε τι γίνεται και τι μας περιμένει. Την ίδια ώρα το χωριό καιγόταν και λεηλατούταν. Από εκεί μας έβαλαν δυο-δυο, τρεις-τρεις στη σειρά και, αν και στην αρχή είπαν ότι θα μας πάνε στα νεκροταφεία, μας οδήγησαν στο φούρνο του Γκουραμάνη. Μας έβαλαν μέσα στο φούρνο και έστησαν έξω ένα πολυβόλο. Πριν αρχίσουν να πυροβολούν, εγώ, που είχα μπει από τους πρώτους, ανέβηκα ψηλά στο ζυμωτήριο μαζί με τους δικούς μου. Μετά άρχισαν να πυροβολούν. Από τα πυρά σκοτώθηκαν πρώτα η μητέρα μου και αμέσως μετά η αδελφή μου, προλαβαίνοντας να φωνάξει μόνο «μητέρα σε σκότωσαν».
Εγώ τραυματίστηκα στα γόνατα και την παλάμη. Μετά έριξαν πάνω μας χόρτα και έβαλαν φωτιά. Ο καπνός άρχισε να μας πνίγει. Κατέβηκα κάτω, είδα μια κυρία που με ένα μωρό στην αγκαλιά έκανε να βγει από την πόρτα και πήγα από πίσω της. Δεν πρόλαβε να την ανοίξει και την μαχαίρωσαν. Μετά έπεσα κάτω, δίπλα σε έναν σωρό από νεκρούς, κάνοντας και εγώ την πεθαμένη.
Δεν κουνήθηκα παρά μετά από ώρες και όταν ήδη είχε άρχισε να σουρουπώνει. Είχα παντού αίματα, δικά μου και άλλων. Χαραγμένη στη μνήμη μου έχει μείνει μια σκηνή. Μια νεκρή μητέρα πεσμένη στο έδαφος κρατώντας στην αγκαλιά το μωρό της, που ακόμη θήλαζε, και δίπλα οι Γερμανοί να γελούν. Μετά ξεκίνησα για τα χωράφια να συναντήσω τον πατέρα μου.
Στο δρόμο συνάντησα δύο ταγματασφαλίτες. Ο ένας με το που με βλέπει οπλίζει και ετοιμάζεται να με πυροβολήσει, ο άλλος τον αποτρέπει: «άσ’ το να ζήσει. Δεν χόρτασες να σκοτώνεις»; «Όχι», του απάντησε. Κάποια στιγμή έφθασα στο χωράφι που ήταν ο πατέρας μου. Με είδε βουτηγμένη στο αίμα και άρχισε τις ερωτήσεις για το τι είχε συμβεί. Μετά περιποιήθηκε τα τραύματά μου, δένοντάς τα με το πουκάμισό του και βάζοντας ούζο και καπνό. Ο Γολγοθάς μας άρχισε μετά. Ειλικρινά θεωρώ τον εαυτό μου και τυχερό και άτυχο».
Βασιλική Γκουραμάνη:
Το πρωί στο χωριό υπήρχε ησυχία. Ο κόσμος άρχισε να φοβάται, αφότου χτυπήθηκαν τα αυτοκίνητα και μετά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και μετά ήρθαν οι Γερμανοί και μας συγκέντρωσαν. Και εμείς στεκόμασταν βουβοί, περιμένοντας το τι θα μας έκαναν. Τους βλέπαμε από τα παράθυρα να πλησιάζουν στα σπίτια μας. Δεν ξέραμε, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μας περίμενε.
Μετά μας έκλεισαν στο φούρνο. Όπως καθόμασταν ξαφνικά άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μας με πολυβόλο, ενώ μετά έριξαν πάνω μας άχυρα και μια σκόνη που με μια ριπή πήραν φωτιά. Οι καπνοί άρχισαν να μας πνίγουν. Ο κόσμος προσπαθούσε να βγει έξω αλλά εκεί περίμεναν οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες με όπλα και μαχαίρια. Τους σκότωναν επί τόπου ή τους έσπρωχναν ξανά μέσα.
Ο φούρνος ήταν δικός μας και γνώριζα τα κατατόπια του. Πήρα την τραυματισμένη μητέρα μου και την ανέβασα στο ζυμωτήριο. Όμως μέσα δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Η μητέρα μου προσπάθησε να βγει από μπροστά, όπου αμέσως τη σκότωσαν, ενώ εγώ έφυγα από μια άλλη πόρτα. Παντού υπήρχαν σωροί από πτώματα. Έπεσε πάνω σε έναν και έκανα και εγώ την πεθαμένη.
Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να σηκωθώ. Μέσα στη σκόνη που σήκωσε ο αέρας και τους καπνούς συνάντησα την Ίρις Ζέκκα και μαζί κρυφτήκαμε σε έναν μπαχτσέ έξω από το χωριό, όπου μας βρήκαν συγχωριανοί που κατέβαιναν από το βουνό. Οι εικόνες αυτές δεν ξεχνιούνται. Σήμερα κάθε φορά που ακούμε τη λέξη πόλεμος μας έρχονται αυτές οι εικόνες φρίκης. Όχι πια πόλεμοι.
Χορτιάτης, 2 Σεπτεμβρίου 1944
Από το olympia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου