Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η οδός Ερμού, η Ερμαϊκή οδός των χρόνων του Όθωνα, είναι από τα αγαπημένα θέματα όσων ασχολούνται με την πρωτεύουσα. Λαμπερή, εκπρόσωπος της δημιουργίας και της προόδου, η αγαπημένη οδός του γυναικείου φύλου διατήρησε τη φρεσκάδα της στο πέρασμα των ετών. «Εις ημάς, οι οποίοι εγεννήθημεν εις τας Αθήνας και διήλθομεν ήδη τον ουδόν του γήρατος, η μεταμόρφωσις της πόλεως, μας προξενεί την εντύπωσιν μεταβολής
θεατρικής σκηνογραφίας», έγραφε πριν από 80 περίπου χρόνια ο Θεόδωρος Βελλιανίτης για την οδό Ερμού ξεδιπλώνοντας τις δικές του αναμνήσεις. Αναμνήσεις πολύτιμες για έναν από τους κεντρικότερους και πιο εμπορικούς δρόμους της πρωτεύουσας.
«Η μετριόφρων πρωτεύουσα της Ελλάδος ηύξησε και μεταβλήθη εντός ολίγων ετών τεραστίως. Αι συνοικίαι της τα κέντρα της, αι οδοί της, τα παληά της σπίτια ήλλαξαν όψιν, ώστε μας είναι άγνωστα πλέον. Συνέβη εις την πρωτεύουσά μας, ό,τι εις τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όστις από την πνοήν της Αθήνας γέρων και ρακενδύσης μετεμορφώθη εις περικαλλή ήρωα. Όταν διέρχομαι σήμερον τας οδούς της πόλεως τας πλήρεις ζωής, θορύβου και κινήσεως ενθυμούμαι αυτάς, όταν ήταν ήρεμοι με ελαχίστους διαβάτας και σπανίως διασχιζομένας από καμμίαν άμαξαν», έγραφε ο Βελλιανίτης στα τέλη της δεκαετίας 1920.
Άμαξες, λαντώ, «αντεροβγάλτες» και Μαρίκες…
Υπήρξε λοιπόν εποχή, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, που ο αριθμός των αμαξών οι οποίες κυκλοφορούσαν δεν υπερέβαιναν τις 240! Όλες λαντώ με δύο άλογα και μεγαλοπρεπείς αμαξηλάτες. Η κίνηση όμως αύξανε καθώς εισάγονταν τα τραμ, και εμφανίζονταν τα λεωφορεία που έμειναν γνωστά ως «αντεροβγάλτες». Τα πρώτα που κυκλοφόρησαν ονομάζονταν «πολυέδρια», δηλαδή άμαξες που είχαν πολλές έδρες και εκτελούσαν συγκοινωνία μεταξύ Ναυπλίου και Άργους. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης το όνομα «λεωφορείο» οφείλεται στον Χαντζερή. Προφανώς πρόκειται περί του στρατιωτικού και συγγραφέα Γρηγορίου Χαντζερή (1812-1870), γόνου φαναριώτικης οικογένειας, ο οποίος μετέφρασε γαλλικά λεξικά.
Εν πάση περιπτώσει, οι «αντεροβγάλτες» ήταν μικρά και πρόχειρα λεωφορεία με τέσσερις θέσεις και αποκλήθηκαν έτσι διότι «αναστάτωναν» τα σπλάχνα των επιβατών. Επίσης την ίδια εποχή διέπραττε τα στυγερά εγκλήματά του ο Τζάκ ο Αντεροβγάλτης, οπότε ο θυμόσοφος λαός κόλλησε το προσωνύμιο στα νέα μέσα. Έπειτα εμφανίσθηκαν και τα πρώτα μόνιππα, τα οποία για άγνωστους λόγους αποκλήθηκαν «Μαρίκες». Λαμπρά και φτηνά μέσα συγκοινωνίας, αφού η κούρσα στοίχιζε μόλις πενήντα λεπτά. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της Οθωνικής περιόδου, η οδός Ερμού αποκαλούνταν και «Μεγάλος Δρόμος». Ήταν η κεντρική εμπορική αρτηρία της πρωτεύουσας με πολλές κατοικίες γιατρών και δικηγόρων.
Εκεί όπου αργότερα ανεγέρθηκε το «Υπουργείον Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» βρισκόταν το κατάστημα των Αδελφών Φιλίππ, το αποκαλούμενο «Γαλλικόν» Κατάστημα. Κοντά του βρισκόταν η Τράπεζα Γεωργίου Σκουζέ, Παραπλεύρως βρισκόταν το Ζαχαροπλαστείο «Τζίτζικα», όπου αντί 25 λεπτών οι Αθηναίοι απολάμβαναν μία τεράστια πάστα «Κοπεγχάγη» ή έναν «εργολάβο». Την εποχή εκείνη ορισμένοι νέοι, που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ανεβοκατεβαίνουν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες που σύχναζαν στα εμπορικά καταστήματα, αποκαλούνταν «εργολάβοι». Προς τιμήν τους λοιπόν, ονομάστηκε το γλύκισμα. Το άλλο, η πάστα «Κοπεγχάγη», ήταν μια «γλυκιά» εκδήλωση τιμής προς την πατρίδα του Βασιλέως Γεωργίου.
Το Ζαχαροπλαστείο «Τζίτζικα», παρακάτω, ήταν πάντα πλήρες θαμώνων. Σε αυτό φύλαγαν καρτέρι οι νεαροί στις κυρίες, οι οποίες προκαλούσαν τους παλμούς της καρδιάς τους. Ήταν άψογα ντυμένοι και φορούσαν ένα άνθος στην «κομβιοδόχη» τους. Οπότε εκεί ήταν κατά κάποιον τρόπο, το «αισθηματικόν κέντρον» των Αθηνών και η δόξα της οδού Ερμού. Στον «Μεγάλο Δρόμο» ανοίχτηκαν τα πρώτα εμπορικά καταστήματα, στα οποία, όπως έγραφε η Κυρία επί των Τιμών της Αμαλίας, έβρισκε όποιος ήθελε «ό,τι και εις τα τοιούτου είδους καταστήματα των γερμανικών πόλεων».
Η πλατεία Καπνικαρέας και το καφενείο «Ωραία Ελλάς»
Στη μικρή πλατεία βρισκόταν το κατάστημα του Βουγά, με τη μεγαλόπρεπη επιγραφή «Εις την Αγίαν Σοφίαν». Έφερνε παιδικά παιχνίδια, ιδιαίτερα μολυβένια στρατιωτάκια, από τη Νυρεμβέργη. Επίσης, εκεί υπήρχε το κατάστημα της κυρίας Λιζιέ, της πρώτης μοδίστρας που έφτασε στην Αθήνα και προμήθευε τις κυρίες με την τελευταία λέξη της μόδας των Παρισίων. Ιδιαίτερα, τα πελώρια καπέλα που ονομάζονταν ρουί-βλάς. Από εκεί δινόταν ο ρυθμός της μόδας σε όλη την Ελλάδα. Από την Καπνικαρέα μέχρι την Αιόλου, το τμήμα της Ερμού κατεχόταν από περίφημα κουρεία. Αντί σημαιών οι κουρείς ύψωναν λευκές πετσέτες και χάλκινες λεκάνες, δηλαδή τα εργαλεία της τέχνης τους. Εκεί ξυριζόταν όλος ο ανδρικός πληθυσμός.
Στη συμβολή των οδών Ερμού και Αιόλου βρισκόταν το Καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος». Η αίθουσα μπιλιάρδου ήταν στολισμένη με εικόνες του Ιταλοαυστριακού πολέμου και χρησίμευσε ως το πρώτο Χρηματιστήριο των Αθηνών. Εκεί γινόντουσαν οι πρώτες χρηματιστικές πράξεις. Γύρω από το σφαιριστήριο της «Ωραίας Ελλάδος» έλαβαν χώρα ηρωικές μάχες ενώ δεν ήταν λίγες οι θρυλικές μαγκούρες που έσπασαν πολλά κεφάλια εκκολαπτόμενων χρηματιστών.
Η οδός Ερμού, η Ερμαϊκή οδός των χρόνων του Όθωνα, είναι από τα αγαπημένα θέματα όσων ασχολούνται με την πρωτεύουσα. Λαμπερή, εκπρόσωπος της δημιουργίας και της προόδου, η αγαπημένη οδός του γυναικείου φύλου διατήρησε τη φρεσκάδα της στο πέρασμα των ετών. «Εις ημάς, οι οποίοι εγεννήθημεν εις τας Αθήνας και διήλθομεν ήδη τον ουδόν του γήρατος, η μεταμόρφωσις της πόλεως, μας προξενεί την εντύπωσιν μεταβολής
θεατρικής σκηνογραφίας», έγραφε πριν από 80 περίπου χρόνια ο Θεόδωρος Βελλιανίτης για την οδό Ερμού ξεδιπλώνοντας τις δικές του αναμνήσεις. Αναμνήσεις πολύτιμες για έναν από τους κεντρικότερους και πιο εμπορικούς δρόμους της πρωτεύουσας.
«Η μετριόφρων πρωτεύουσα της Ελλάδος ηύξησε και μεταβλήθη εντός ολίγων ετών τεραστίως. Αι συνοικίαι της τα κέντρα της, αι οδοί της, τα παληά της σπίτια ήλλαξαν όψιν, ώστε μας είναι άγνωστα πλέον. Συνέβη εις την πρωτεύουσά μας, ό,τι εις τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όστις από την πνοήν της Αθήνας γέρων και ρακενδύσης μετεμορφώθη εις περικαλλή ήρωα. Όταν διέρχομαι σήμερον τας οδούς της πόλεως τας πλήρεις ζωής, θορύβου και κινήσεως ενθυμούμαι αυτάς, όταν ήταν ήρεμοι με ελαχίστους διαβάτας και σπανίως διασχιζομένας από καμμίαν άμαξαν», έγραφε ο Βελλιανίτης στα τέλη της δεκαετίας 1920.
Υπήρξε λοιπόν εποχή, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, που ο αριθμός των αμαξών οι οποίες κυκλοφορούσαν δεν υπερέβαιναν τις 240! Όλες λαντώ με δύο άλογα και μεγαλοπρεπείς αμαξηλάτες. Η κίνηση όμως αύξανε καθώς εισάγονταν τα τραμ, και εμφανίζονταν τα λεωφορεία που έμειναν γνωστά ως «αντεροβγάλτες». Τα πρώτα που κυκλοφόρησαν ονομάζονταν «πολυέδρια», δηλαδή άμαξες που είχαν πολλές έδρες και εκτελούσαν συγκοινωνία μεταξύ Ναυπλίου και Άργους. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης το όνομα «λεωφορείο» οφείλεται στον Χαντζερή. Προφανώς πρόκειται περί του στρατιωτικού και συγγραφέα Γρηγορίου Χαντζερή (1812-1870), γόνου φαναριώτικης οικογένειας, ο οποίος μετέφρασε γαλλικά λεξικά.
Εν πάση περιπτώσει, οι «αντεροβγάλτες» ήταν μικρά και πρόχειρα λεωφορεία με τέσσερις θέσεις και αποκλήθηκαν έτσι διότι «αναστάτωναν» τα σπλάχνα των επιβατών. Επίσης την ίδια εποχή διέπραττε τα στυγερά εγκλήματά του ο Τζάκ ο Αντεροβγάλτης, οπότε ο θυμόσοφος λαός κόλλησε το προσωνύμιο στα νέα μέσα. Έπειτα εμφανίσθηκαν και τα πρώτα μόνιππα, τα οποία για άγνωστους λόγους αποκλήθηκαν «Μαρίκες». Λαμπρά και φτηνά μέσα συγκοινωνίας, αφού η κούρσα στοίχιζε μόλις πενήντα λεπτά. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της Οθωνικής περιόδου, η οδός Ερμού αποκαλούνταν και «Μεγάλος Δρόμος». Ήταν η κεντρική εμπορική αρτηρία της πρωτεύουσας με πολλές κατοικίες γιατρών και δικηγόρων.
Εκεί όπου αργότερα ανεγέρθηκε το «Υπουργείον Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» βρισκόταν το κατάστημα των Αδελφών Φιλίππ, το αποκαλούμενο «Γαλλικόν» Κατάστημα. Κοντά του βρισκόταν η Τράπεζα Γεωργίου Σκουζέ, Παραπλεύρως βρισκόταν το Ζαχαροπλαστείο «Τζίτζικα», όπου αντί 25 λεπτών οι Αθηναίοι απολάμβαναν μία τεράστια πάστα «Κοπεγχάγη» ή έναν «εργολάβο». Την εποχή εκείνη ορισμένοι νέοι, που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ανεβοκατεβαίνουν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες που σύχναζαν στα εμπορικά καταστήματα, αποκαλούνταν «εργολάβοι». Προς τιμήν τους λοιπόν, ονομάστηκε το γλύκισμα. Το άλλο, η πάστα «Κοπεγχάγη», ήταν μια «γλυκιά» εκδήλωση τιμής προς την πατρίδα του Βασιλέως Γεωργίου.
Το Ζαχαροπλαστείο «Τζίτζικα», παρακάτω, ήταν πάντα πλήρες θαμώνων. Σε αυτό φύλαγαν καρτέρι οι νεαροί στις κυρίες, οι οποίες προκαλούσαν τους παλμούς της καρδιάς τους. Ήταν άψογα ντυμένοι και φορούσαν ένα άνθος στην «κομβιοδόχη» τους. Οπότε εκεί ήταν κατά κάποιον τρόπο, το «αισθηματικόν κέντρον» των Αθηνών και η δόξα της οδού Ερμού. Στον «Μεγάλο Δρόμο» ανοίχτηκαν τα πρώτα εμπορικά καταστήματα, στα οποία, όπως έγραφε η Κυρία επί των Τιμών της Αμαλίας, έβρισκε όποιος ήθελε «ό,τι και εις τα τοιούτου είδους καταστήματα των γερμανικών πόλεων».
Η πλατεία Καπνικαρέας και το καφενείο «Ωραία Ελλάς»
Στη μικρή πλατεία βρισκόταν το κατάστημα του Βουγά, με τη μεγαλόπρεπη επιγραφή «Εις την Αγίαν Σοφίαν». Έφερνε παιδικά παιχνίδια, ιδιαίτερα μολυβένια στρατιωτάκια, από τη Νυρεμβέργη. Επίσης, εκεί υπήρχε το κατάστημα της κυρίας Λιζιέ, της πρώτης μοδίστρας που έφτασε στην Αθήνα και προμήθευε τις κυρίες με την τελευταία λέξη της μόδας των Παρισίων. Ιδιαίτερα, τα πελώρια καπέλα που ονομάζονταν ρουί-βλάς. Από εκεί δινόταν ο ρυθμός της μόδας σε όλη την Ελλάδα. Από την Καπνικαρέα μέχρι την Αιόλου, το τμήμα της Ερμού κατεχόταν από περίφημα κουρεία. Αντί σημαιών οι κουρείς ύψωναν λευκές πετσέτες και χάλκινες λεκάνες, δηλαδή τα εργαλεία της τέχνης τους. Εκεί ξυριζόταν όλος ο ανδρικός πληθυσμός.
Στη συμβολή των οδών Ερμού και Αιόλου βρισκόταν το Καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος». Η αίθουσα μπιλιάρδου ήταν στολισμένη με εικόνες του Ιταλοαυστριακού πολέμου και χρησίμευσε ως το πρώτο Χρηματιστήριο των Αθηνών. Εκεί γινόντουσαν οι πρώτες χρηματιστικές πράξεις. Γύρω από το σφαιριστήριο της «Ωραίας Ελλάδος» έλαβαν χώρα ηρωικές μάχες ενώ δεν ήταν λίγες οι θρυλικές μαγκούρες που έσπασαν πολλά κεφάλια εκκολαπτόμενων χρηματιστών.
Αυτή ήταν η οδός Ερμού. Έως την πλατεία Συντάγματος, επικρατούσε άκρα ηρεμία. Στο γήπεδο όπου αργότερα υψώθηκε το «Ξενοδοχείον της Αγγλίας», μια μάνδρα φυτεμένη με ηλιοτρόπια, περιέκλειε το Καφενείον ο «Ζεύς». Επί της πλατείας δεν υπήρχε άλλο καφενείο εκτός από του Γιαννόπουλου, (μετέπειτα Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη.) Κάθε Πέμπτη και Κυριακή το πλήθος συγκεντρωνόταν για τη μουσική της Φρουράς που παιάνιζε. Και αυτό θεωρούνταν πολυθόρυβο κέντρο…
Από το pisostapalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου