Το 1920, εκδόθηκε στο Λονδίνο το περίφημο βιβλίο της Λαίδης Augusta Gregory με τίτλο «Visions and Beliefs in the West of Ireland», όπου περιγράφονταν γλαφυρά οι πάμπολλοι θρύλοι και οι ευρηματικές δοξασίες της Ιρλανδίας
Λαίδη Augusta Gregory (15/03/1852 – 22/05/1932)
Το βιβλίο αυτό αποδείκνυε θαυμάσια ότι η Ιρλανδία ήταν ίσως η μοναδική χώρα της Ευρώπης, όπου οι μάγοι, οι νεράιδες, οι βρυκόλακες και ένα σωρό άλλα δαιμόνια εξακολουθούσαν να διατηρούν την υπεροχή τους και να ευδοκιμούν μέσα στις καρδιές των δεισιδαιμόνων κατοίκων της.
Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι όπου έζησαν οι Κέλτες, κατόρθωσαν να διασώσουν πολλές από τις πανάρχαιες ειδωλολατρικές τους δοξασίες από τη διττή επίθεση του Χριστιανισμού και του Ορθολογισμού.
Η διάσημη Ιρλανδή συγγραφέας Λαίδη Augusta Gregory, η οποία ενέκυψε σε σοβαρές μελέτες σχετικά με τους μύθους, τα παραμύθια και τις παραδόσεις του ιρλανδικού λαού, έδινε πολλές πληροφορίες για τις ιρλανδικές νεράιδες, τις λεγόμενες Sidhe.
Οι Sidhe, λοιπόν, χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Η μία τάξη αποτελούνταν από ψηλές, ωραιότατες, εύθυμες, μαργιόλες, παιχνιδιάρες Νύμφες, οι οποίες παράσερναν τους ανθρώπους στα λιβάδια και τους πρόσφεραν πλέριο χρυσάφι, το οποίο, όμως, αργότερα μετατρεπόταν σε ξερά φύλλα ή χώμα. Οι Νύμφες αυτές περιφέρονταν τις νύχτες σε μεγάλες ομάδες έφιππες ή επέβαιναν σε άρματα, ενώ τα γέλια τους ακούγονταν τριγύρω. Ήταν πάντοτε στολισμένες με αγριολούλουδα και φορούσαν κομψές, περίτεχνες και υπέρλαμπρες εσθήτες.
Πορτραίτο Νεράιδας, πίνακας της Sophie Gengembre Anderson (1869)
Η άλλη κατηγορία των Sidhe αποτελούνταν από μικρόσωμα όντα, κακεντρεχή και ειδεχθή, με τεράστια κοιλιά, τα οποία έφεραν έμπροσθέν τους έναν σάκο. Όταν επέκειτο ο θάνατος ενός άντρα ή μιας γυναίκας, μια τέτοια δύσμορφη νεράιδα Sidhe πλησίαζε το σπίτι του ετοιμοθάνατου και εξέβαλε θρηνώδεις κραυγές και γοερά μοιρολόγια κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Μάλιστα, την ώρα του θανάτου, ακουγόταν στον αέρα, γύρω από το σπίτι, ένας άγριος σάλαγος μάχης, καθώς, σύμφωνα με τις ιρλανδικές δοξασίες, οι πεθαμένοι φίλοι του νεκρού μάχονταν με τις πονηρές και κακόβουλες Sidhe, προκειμένου να απαλλάξουν τον μόλις αποβιώσαντα φίλο τους από τα νύχια των δαιμόνων και να τον πάρουν με το μέρος τους.
Οι ειδεχθείς Sidhe
Στο εν λόγω βιβλίο της Λαίδης Augusta Gregory αναφέρονταν πολυάριθμοι ιρλανδικοί θρύλοι. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέρχονταν στη θάλασσα ως ψαράδες ή ως ναύτες, υπόκεινταν σε παράδοξους και υπερφυσικούς οραματισμούς. Από τον βυθό της θάλασσας αναδύονταν ένα σωρό ποικιλόμορφα τέρατα. Άλλωστε, πολλές ναυτικές τραγωδίες, τρικυμίες, τυφώνες και καταβυθίσεις πλοίων αποδίδονταν στην ενέργεια των κακοποιών δαιμόνων.
Μια ακόμα παράξενη δοξασία σχετιζόταν με τον δαιμονισμό. Ένα πνεύμα, δηλαδή, εισερχόταν στο σώμα ενός άντρα και συνηθέστερα, μιας γυναίκας και αποκτούσε την απόλυτη κυριαρχία του ατόμου. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ένα παιδί αποκτούσε εντελώς ξαφνικά το χάρισμα να προφητεύει τα μελλούμενα και τότε, θεωρούνταν επιβεβλημένο να εξορκιστεί, ώστε να εκδιωχθεί το παρείσακτο πνεύμα, που το είχε καταλάβει.
Επίσης, η επάνοδος των νεκρών ήταν ένα θέμα, που αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως στο βιβλίο της Λαίδης Gregory. Ιδού, λοιπόν, μια τυπική ιστορία, που απεικόνιζε το ζωηρό ενδιαφέρον, το οποίο διατηρούσαν οι νεκροί για εκείνους, που είχαν αφήσει πίσω τους:
«Ήταν μια Ιρλανδή γυναίκα, που πέθανε αμέσως, αφού έφερε στον κόσμο το παιδί της. Και ο σύζυγός της παντρεύτηκε μια άλλη, που ήταν πολύ νέα και λιγάκι κακή. Και κάθε νύχτα, η πρώτη σύζυγος ερχόταν στον φεγγίτη και κοίταζε το παιδί της, που δεν είχε προλάβει να το χαρεί. Οι άλλοι δεν μπορούσαν να τη δουν. Όμως, καταλάβαιναν την παρουσία της, επειδή το βρέφος έστρεφε το βλέμμα του στον φεγγίτη και χαμογελούσε γλυκά.
Τότε, κάποιος πρότεινε να ανέβουν στη στέγη και την ώρα που ο πετεινός θα έκραζε τρεις φορές, θα ήταν σε θέση να τη δουν κι εκείνοι με τα μάτια τους. Έτσι κι έκαναν… Όταν ο πετεινός λάλησε τρεις φορές, είδαν εκεί ξεκάθαρα τη νεκρή μητέρα του μωρού, με την ενδυμασία, που συνήθιζε να φορά στο σπίτι της, με ένα σάλι, που της είχαν φέρει από την Αμερική και με ένα βαμβακερό φουστάνι, που έφερε μια σειρά δαντέλα στην άκρη του.
Φώναξαν, τότε, τον παπά και έκανε λειτουργία στο σπίτι και κατόπιν, η νεκρή μάνα δεν ξαναφάνηκε. Αλλά ύστερα από περίπου έναν χρόνο, η δεύτερη σύζυγος γέννησε. Και μια μέρα, διέταξε το πρώτο παιδί να λικνίσει το μωρό της. Μα, μόλις το πρωτότοκο παιδί άρχισε να λικνίζει το βρέφος στην κούνια του, ένα είδος αλλόκοτης ασθένειας συνεπήρε τη δεύτερη γυναίκα, που σχεδόν την παρέλυσε. Κι αυτό συνέβαινε κάθε φορά, που διέταζε το πρώτο παιδί του άντρα της να υπηρετεί το δικό της. Δεν άργησε να καταλάβει πως το πνεύμα της νεκρής δεν ήθελε να βλέπει το δικό της το παιδί να υπηρετεί τη δεύτερη σύζυγο.
Μάλιστα, μια μέρα η δεύτερη γυναίκα έπεσε, σαν κάποιος να την έσπρωξε, στη φωτιά και υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα. Αμέσως, όλοι είπαν ότι ήταν έργο της πρώτης συζύγου, που ήθελε να την τιμωρήσει για τη σκληρότητα που έδειχνε απέναντι στο παιδί της.
Έτσι, οι ιερείς τους συμβούλεψαν να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή σ’ ένα μαγεμένο πηγάδι, για δώδεκα συνεχόμενες εβδομάδες και να τελούν δώδεκα λειτουργίες και ευχές και να μαζεύουν δώδεκα λιθάρια τη φορά. Μετά από αυτό το αλλόκοτο τελετουργικό, το πνεύμα της νεκρής πρώτης συζύγου δεν ξαναφάνηκε.
Μα, ο μικρός της γιος πήγαινε και συναντούσε τη μητέρα του σε κάποιον μαγεμένο θάμνο μέσα στο δάσος και πολλές φορές συνομίλησαν οι δυο τους, έως ότου ανδρώθηκε και παντρεύτηκε και έφυγε από το σπίτι της μητριάς του».
Λαίδη Augusta Gregory (15/03/1852 – 22/05/1932)
Το βιβλίο αυτό αποδείκνυε θαυμάσια ότι η Ιρλανδία ήταν ίσως η μοναδική χώρα της Ευρώπης, όπου οι μάγοι, οι νεράιδες, οι βρυκόλακες και ένα σωρό άλλα δαιμόνια εξακολουθούσαν να διατηρούν την υπεροχή τους και να ευδοκιμούν μέσα στις καρδιές των δεισιδαιμόνων κατοίκων της.
Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι όπου έζησαν οι Κέλτες, κατόρθωσαν να διασώσουν πολλές από τις πανάρχαιες ειδωλολατρικές τους δοξασίες από τη διττή επίθεση του Χριστιανισμού και του Ορθολογισμού.
Η διάσημη Ιρλανδή συγγραφέας Λαίδη Augusta Gregory, η οποία ενέκυψε σε σοβαρές μελέτες σχετικά με τους μύθους, τα παραμύθια και τις παραδόσεις του ιρλανδικού λαού, έδινε πολλές πληροφορίες για τις ιρλανδικές νεράιδες, τις λεγόμενες Sidhe.
Οι Sidhe, λοιπόν, χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Η μία τάξη αποτελούνταν από ψηλές, ωραιότατες, εύθυμες, μαργιόλες, παιχνιδιάρες Νύμφες, οι οποίες παράσερναν τους ανθρώπους στα λιβάδια και τους πρόσφεραν πλέριο χρυσάφι, το οποίο, όμως, αργότερα μετατρεπόταν σε ξερά φύλλα ή χώμα. Οι Νύμφες αυτές περιφέρονταν τις νύχτες σε μεγάλες ομάδες έφιππες ή επέβαιναν σε άρματα, ενώ τα γέλια τους ακούγονταν τριγύρω. Ήταν πάντοτε στολισμένες με αγριολούλουδα και φορούσαν κομψές, περίτεχνες και υπέρλαμπρες εσθήτες.
Πορτραίτο Νεράιδας, πίνακας της Sophie Gengembre Anderson (1869)
Η άλλη κατηγορία των Sidhe αποτελούνταν από μικρόσωμα όντα, κακεντρεχή και ειδεχθή, με τεράστια κοιλιά, τα οποία έφεραν έμπροσθέν τους έναν σάκο. Όταν επέκειτο ο θάνατος ενός άντρα ή μιας γυναίκας, μια τέτοια δύσμορφη νεράιδα Sidhe πλησίαζε το σπίτι του ετοιμοθάνατου και εξέβαλε θρηνώδεις κραυγές και γοερά μοιρολόγια κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Μάλιστα, την ώρα του θανάτου, ακουγόταν στον αέρα, γύρω από το σπίτι, ένας άγριος σάλαγος μάχης, καθώς, σύμφωνα με τις ιρλανδικές δοξασίες, οι πεθαμένοι φίλοι του νεκρού μάχονταν με τις πονηρές και κακόβουλες Sidhe, προκειμένου να απαλλάξουν τον μόλις αποβιώσαντα φίλο τους από τα νύχια των δαιμόνων και να τον πάρουν με το μέρος τους.
Οι ειδεχθείς Sidhe
Στο εν λόγω βιβλίο της Λαίδης Augusta Gregory αναφέρονταν πολυάριθμοι ιρλανδικοί θρύλοι. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέρχονταν στη θάλασσα ως ψαράδες ή ως ναύτες, υπόκεινταν σε παράδοξους και υπερφυσικούς οραματισμούς. Από τον βυθό της θάλασσας αναδύονταν ένα σωρό ποικιλόμορφα τέρατα. Άλλωστε, πολλές ναυτικές τραγωδίες, τρικυμίες, τυφώνες και καταβυθίσεις πλοίων αποδίδονταν στην ενέργεια των κακοποιών δαιμόνων.
Μια ακόμα παράξενη δοξασία σχετιζόταν με τον δαιμονισμό. Ένα πνεύμα, δηλαδή, εισερχόταν στο σώμα ενός άντρα και συνηθέστερα, μιας γυναίκας και αποκτούσε την απόλυτη κυριαρχία του ατόμου. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ένα παιδί αποκτούσε εντελώς ξαφνικά το χάρισμα να προφητεύει τα μελλούμενα και τότε, θεωρούνταν επιβεβλημένο να εξορκιστεί, ώστε να εκδιωχθεί το παρείσακτο πνεύμα, που το είχε καταλάβει.
Επίσης, η επάνοδος των νεκρών ήταν ένα θέμα, που αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως στο βιβλίο της Λαίδης Gregory. Ιδού, λοιπόν, μια τυπική ιστορία, που απεικόνιζε το ζωηρό ενδιαφέρον, το οποίο διατηρούσαν οι νεκροί για εκείνους, που είχαν αφήσει πίσω τους:
«Ήταν μια Ιρλανδή γυναίκα, που πέθανε αμέσως, αφού έφερε στον κόσμο το παιδί της. Και ο σύζυγός της παντρεύτηκε μια άλλη, που ήταν πολύ νέα και λιγάκι κακή. Και κάθε νύχτα, η πρώτη σύζυγος ερχόταν στον φεγγίτη και κοίταζε το παιδί της, που δεν είχε προλάβει να το χαρεί. Οι άλλοι δεν μπορούσαν να τη δουν. Όμως, καταλάβαιναν την παρουσία της, επειδή το βρέφος έστρεφε το βλέμμα του στον φεγγίτη και χαμογελούσε γλυκά.
Τότε, κάποιος πρότεινε να ανέβουν στη στέγη και την ώρα που ο πετεινός θα έκραζε τρεις φορές, θα ήταν σε θέση να τη δουν κι εκείνοι με τα μάτια τους. Έτσι κι έκαναν… Όταν ο πετεινός λάλησε τρεις φορές, είδαν εκεί ξεκάθαρα τη νεκρή μητέρα του μωρού, με την ενδυμασία, που συνήθιζε να φορά στο σπίτι της, με ένα σάλι, που της είχαν φέρει από την Αμερική και με ένα βαμβακερό φουστάνι, που έφερε μια σειρά δαντέλα στην άκρη του.
Φώναξαν, τότε, τον παπά και έκανε λειτουργία στο σπίτι και κατόπιν, η νεκρή μάνα δεν ξαναφάνηκε. Αλλά ύστερα από περίπου έναν χρόνο, η δεύτερη σύζυγος γέννησε. Και μια μέρα, διέταξε το πρώτο παιδί να λικνίσει το μωρό της. Μα, μόλις το πρωτότοκο παιδί άρχισε να λικνίζει το βρέφος στην κούνια του, ένα είδος αλλόκοτης ασθένειας συνεπήρε τη δεύτερη γυναίκα, που σχεδόν την παρέλυσε. Κι αυτό συνέβαινε κάθε φορά, που διέταζε το πρώτο παιδί του άντρα της να υπηρετεί το δικό της. Δεν άργησε να καταλάβει πως το πνεύμα της νεκρής δεν ήθελε να βλέπει το δικό της το παιδί να υπηρετεί τη δεύτερη σύζυγο.
Μάλιστα, μια μέρα η δεύτερη γυναίκα έπεσε, σαν κάποιος να την έσπρωξε, στη φωτιά και υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα. Αμέσως, όλοι είπαν ότι ήταν έργο της πρώτης συζύγου, που ήθελε να την τιμωρήσει για τη σκληρότητα που έδειχνε απέναντι στο παιδί της.
Έτσι, οι ιερείς τους συμβούλεψαν να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή σ’ ένα μαγεμένο πηγάδι, για δώδεκα συνεχόμενες εβδομάδες και να τελούν δώδεκα λειτουργίες και ευχές και να μαζεύουν δώδεκα λιθάρια τη φορά. Μετά από αυτό το αλλόκοτο τελετουργικό, το πνεύμα της νεκρής πρώτης συζύγου δεν ξαναφάνηκε.
Μα, ο μικρός της γιος πήγαινε και συναντούσε τη μητέρα του σε κάποιον μαγεμένο θάμνο μέσα στο δάσος και πολλές φορές συνομίλησαν οι δυο τους, έως ότου ανδρώθηκε και παντρεύτηκε και έφυγε από το σπίτι της μητριάς του».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 27/06/1920…
Από το strangepress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου