Ο Παναγιώτης Δ. Γιωτόπουλος, επιφανής Καθηγητής Πανεπιστημίου, θιασώτης του πνευματισμού, αλλά και επιστήθιος φίλος του Άγγελου Τανάγρα, παρέθεσε ένα ακόμη παράδειγμα εμφάνισης μιας μυστηριώδους στρατιάς, όπως εκείνης της δαιμονισμένης στρατιάς βρυκολάκων στο στοιχειωμένο Φραγκοκάστελλο.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον Μάρνη ποταμό της Γαλλίας, οι Γερμανοί έσπερναν τον θάνατο στα συμμαχικά στρατεύματα, μαχόμενοι λυσσαλέα, με πρωτοφανή βία, ωμότητα κι απανθρωπιά. Ξάφνου, οι στρατιώτες των συμμάχων είδαν κατάπληκτοι
τους Γερμανούς, οι οποίοι μέχρι και πριν από λίγες στιγμές ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της κατάστασης, να τρέπονται σε άτακτη φυγή. Ιδιαιτέρως, έτρεχε να σωθεί, μέσα σε ανεξήγητη αλλοφροσύνη, πετώντας τα όπλα του και λιποθυμώντας, το αριστερό τμήμα του στρατού, που έβλεπε προς την ανατολή.
Από την ανέλπιστη αυτή φυγή των εχθρών, οι μέχρι προ ολίγου ηττημένοι δεν είχαν αντιληφθεί ακριβώς περί τίνος επρόκειτο και πού οφειλόταν η ξαφνική αποχώρηση τους από το πεδίο της μάχης.
Μα, όταν μπόρεσαν να συνέλθουν από την αρχική τους κατάπληξη, κοίταξαν προσεχτικά προς το μέρος των πανικόβλητων Γερμανών και είδαν αποσβολωμένοι μακρούς σωρούς από σύννεφα να κυλούν με ορμή και να αναπηδούν πάνω από τα κεφάλια των εχθρών τους. Δεν μπόρεσαν να δώσουν καμιά εξήγηση στο αλλόκοτο εκείνο θέαμα.
Το μυστήριο, όμως, λύθηκε από τις αφηγήσεις των Γερμανών αιχμαλώτων, που ανέφεραν: “Ενώ σας κυνηγούσαμε την ώρα που υποχωρούσατε, χιλιάδες στρατιώτες με κατάμαυρα, τρομακτικά πρόσωπα φάνηκαν ως δια μαγείας μπροστά μας, φράζοντάς μας τον δρόμο. Στην αρχή, νομίσαμε ότι ήταν απλώς χαμηλωμένα σύννεφα. Αλλά, ύστερα είδαμε ολοκάθαρα τα φοβερά τους πρόσωπα και τα αγριεμένα βλέμματά τους με τα μάτια κόκκινα, σαν αίμα πηχτό και ξεραμένο. Μας ρίχτηκαν με ασυναγώνιστο μένος και μας πετούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μας πετούσαν πέτρες και ξύλα στο κεφάλι. Η όψη τους ήταν τόσο φριχτή, ώστε δεν ήταν υποφερτό να τους βλέπουμε κι έτσι, υποχωρήσαμε. Μας ζάλιζε η απόκοσμη λάμψη τους και σωριαζόμασταν καταγής”.
Το παράδοξο αυτό φαινόμενο έκανε τεράστια εντύπωση στα συμμαχικά στρατεύματα και καταγράφηκε εγγράφως από δύο μορφωμένους Αξιωματικούς του αγγλογαλλικού στρατού. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, παρέδωσαν τα σημειώματά τους αντιστοίχως στα αγγλικά και γαλλικά πνευματιστικά κέντρα.
Επομένως, διάφοροι κορυφαίοι πνευματιστές κινητοποιήθηκαν, τότε, προς την περιοχή εκδήλωσης του φαινομένου και αλλεπάλληλες πνευματιστικές συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν επί τόπου. Δηλαδή, κλήθηκαν τα πνεύματα ανθρώπων, που είχαν βρει τραγικό θάνατο εκεί και όπως, τουλάχιστον, ανακοινώθηκε, η εμφανισθείσα μαύρη στρατιά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά οι ψυχές των φονευθέντων κατά την πρώτη σύρραξη των στρατιωτών του συμμαχικού στρατού. Κι επειδή οι σκοτωμένοι εξέλαβαν τον τόπο θυσίας τους ως έναν τόπο καθαγιασμένο με το αίμα τους, παρεμπόδισαν την ανακατάληψη του μέρους, με τη μορφή μιας νεφελώδους, σκοτεινής στρατιάς.
Πάντως, οι περισσότερο σκεπτικιστές βεβαίωναν ότι το περίεργο αυτό φαινόμενο είχε την αιτία του στη δύση του ήλιου και στην πρόωρη ψύξη των υψηλότερων ρευμάτων αέρα, τα οποία πάγωσαν απότομα, διότι λίγο πιο μακριά είχε μόλις χιονίσει, ενώ στο άλλο μέρος της μάχης επικρατούσε μιαν ευχάριστη ευδία, μια καλοσύνη με αίθριο καιρό. Οι εναλλαγές του φωτός από τη δύση, ο κονιορτός των υποχωρούντων και η ψύξη των υψηλότερων εναέριων στρωμάτων προκάλεσαν την οπτασία.
Ένα άλλο συμβάν, που επικαλούνταν οι θιασώτες του πνευματισμού, ήταν ένα επεισόδιο που διημείφθη ανάμεσα σε δύο Άγγλους Αξιωματικούς σε μια αφρικανική αποικία της Αγγλίας. Κατάκοποι, έπειτα από μια πολύωρη πεζοπορία σε δύσβατα εδάφη, νυχτώθηκαν σε ένα χωριό ιθαγενών. Αποφάσισαν να ζητήσουν άσυλο στην καλύβα του φυλάρχου και να συνεχίσουν την πορεία τους το πρωί της επόμενης ημέρας. Όμως, και οι δυο καταλήφθηκαν από αισθήματα φόβου και αγωνίας, μήπως οι ιθαγενείς τους σκοτώσουν.
Ο φύλαρχος τους περιποιήθηκε, χωρίς να τους δείξει πως έτρεφε κακούς σκοπούς εναντίον τους. Αφού έφαγαν, κοιμήθηκαν με τα περίστροφα κάτω από τα προσκέφαλά τους για παν ενδεχόμενο, αν και πιο ήρεμοι πλέον. Δεν είχαν προλάβει να κοιμηθούν καλά – καλά, όταν, ξάφνου, πετάχτηκαν όρθιοι ταυτοχρόνως από έναν αποτρόπαιο εφιάλτη. Ένας ολόασπρος άνθρωπος, με σεβάσμια μορφή και ματωμένο μέτωπο, τους τραβούσε έξω από τη σκηνή, σαν να πάσχιζε να τους γλιτώσει από κάτι αναπάντεχο. Άκουσαν καθαρά τη φωνή του. Οι δύο κάθιδροι Αξιωματικοί, ενστικτωδώς, άρπαξαν τα υπάρχοντά τους και ξεχύθηκαν έξω, τρέχοντας.
Τότε, μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά, ώστε να νιώθουν σχετικώς ασφαλείς, είδαν ένα συρφετό από εξαγριωμένους ιθαγενείς να τους καταδιώκει, κραδαίνοντας όπλα. Με πολύ κόπο κατάφεραν να γλιτώσουν την ύστατη στιγμή, κρυμμένοι πίσω από μια συστάδα δέντρων και υπό την κάλυψη του μαύρου πέπλου της νύχτας.
Η έκπληξή τους από το όραμα του ολόασπρου ανθρώπου κατέστη μεγαλύτερη, όταν έφτασαν στον πρώτο αγγλικό σταθμό και είδαν άφωνοι στο γραφείο του Διοικητή τους τη φωτογραφία ενός ιεραποστόλου, ο οποίος ήταν εκείνος ο ίδιος άντρας, που τους είχε σύρει έξω από τη σκηνή των ιθαγενών. Όταν ζήτησαν να μάθουν περισσότερα για τον ιεραπόστολο, ο Διοικητής τους πληροφόρησε ότι ήταν ένας άγιος άνθρωπος, που είχε χαθεί από προσώπου γης λίγες ημέρες νωρίτερα. Πρόσθεσε ότι γίνονταν ανακρίσεις, ώστε να εξακριβωθεί ποιοι κατάσκοποι τον εξόντωσαν.
Τότε, οι δύο Αξιωματικοί αφηγήθηκαν λεπτομερώς την αλλόκοτη ιστορία τους. Ο Διοικητής πείστηκε από τα λεγόμενά τους, ξεκίνησε έρευνα στην περιοχή και εντοπίστηκε τελικά το πτώμα του ιεραποστόλου στο χωριό των ιθαγενών, δίπλα στη σκηνή του αρχηγού της φυλής τους.
Οι πνευματιστές, που ενημερώθηκαν για το παράξενο αυτό γεγονός, γνωμάτευσαν ότι ήταν μια απλή εμφάνιση της ψυχής του δολοφονημένου ιεραποστόλου, ο οποίος επιθυμούσε την τιμωρία των σφαγέων του και τη σωτηρία των δύο άλλων Αξιωματικών.
Ιδού, όμως, κι ένα παρόμοιο περιστατικό, που διαδραματίστηκε στην Ελλάδα. Συνέβη στον νεαρό γεωπόνο Κώστα Κατσαρό, που υπηρετούσε το 1928 στον Εθνικό Κήπο και κατόπιν, τοποθετήθηκε στη Λευκάδα.
Ο Κατσαρός, καταγόμενος από τη Σμύρνη, είχε έναν παιδικό φίλο, ονόματι Γεώργιο Νικολακόπουλο. Όμως, ο Κατσαρός, επειδή λάτρευε τη φροντίδα της γης, άφησε την πατρίδα του και ήρθε στην Ελλάδα, για να σπουδάσει Γεωπονία. Έκτοτε, δεν ξαναείδε τον φίλο του. Ήταν ένας χρόνος πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο νεαρός γεωπόνος βρισκόταν μια νύχτα στο δωμάτιό του, εντός του περιβόλου της Γεωπονικής Σχολής Πατρών και μελετούσε, καθώς την επομένη ημέρα θα έδινε εξετάσεις. Είχε αφήσει ανοιχτό το παράθυρό του, το οποίο βρισκόταν αρκετά μέτρα ψηλότερα από το έδαφος.
Αίφνης, ενώ διάβαζε απορροφημένος, αισθάνθηκε πως κάποιος τον έσπρωχνε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε συγκλονισμένος τον λησμονημένο φίλο του, Γεώργιο Νικολακόπουλο, να στέκεται στο περβάζι του παραθυριού.
Ο φοιτητής τα έχασε και τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή πώς βρέθηκε εκεί. “Ήρθα να σε δω. Αντίο…” του ψέλλισε ο φίλος του με ένα ηχόχρωμα μεταλλικό, υπόκωφο, σχεδόν στεγνό από ζωή. Πριν προλάβει να σαλέψει ο Κώστας Κατσαρός, είδε την οπτασία του παλιού του φίλου να ξεθωριάζει, σαν να τον ξέπλυνε αόρατο νερό.
“Σύνελθε… Εφιάλτης ήταν…”, μονολογούσε ο νεαρός γεωπόνος. Φοβισμένος, εγκατέλειψε το δωμάτιό του, κοιτώντας πάντα πίσω του, μην τυχόν και κάτι τον ακολουθούσε.
‘Μα, όταν τα νεύρα του ηρέμησαν, σημείωσε το ανορθόδοξο περιστατικό στο ημερολόγιό του. Στους συμφοιτητές του που το αφηγήθηκε, προκάλεσε ακράτητα γέλια και γενική θυμηδία.
Πέρασε ένας χρόνος και το συμβάν ξεχάστηκε. Μα, μια μέρα, εντελώς τυχαία, συνάντησε στον δρόμο τη μαυροφορεμένη μητέρα του Νικολακόπουλου, η οποία τον πληροφόρησε πως ο γιος της είχε σκοτωθεί σε μάχη στη Μικρά Ασία έναν περίπου χρόνο νωρίτερα και του ανέφερε την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του. Ο Κατσαρός, χωρίς καν να την αποχαιρετήσει, έτρεξε να κοιτάξει το ημερολόγιό του. Διαπίστωσε πως οι ημερομηνίες της εμφάνισης του φίλου του στη σχολή και εκείνη του θανάτου του συνέπιπταν απολύτως!
Οι πνευματιστές υποστήριζαν ότι η ψυχή του φίλου του τον είχε επισκεφτεί, προκειμένου να του πει το ύστατο χαίρε.
Τέλος, ο Άγγελος Τανάγρας, επανερχόμενος στο φαινόμενο του Φραγκοκάστελλου, επεσήμανε πως η στρατιά των βρυκολάκων, που για χρόνια έβλεπαν οι Κρητικοί στο τέλος κάθε άνοιξης, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα γνήσιο παράδειγμα αντικατοπτρισμού, που το δημιουργούσε το ιδιαίτερο περιβάλλον της περιοχής και η ίδια η φύση.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον Μάρνη ποταμό της Γαλλίας, οι Γερμανοί έσπερναν τον θάνατο στα συμμαχικά στρατεύματα, μαχόμενοι λυσσαλέα, με πρωτοφανή βία, ωμότητα κι απανθρωπιά. Ξάφνου, οι στρατιώτες των συμμάχων είδαν κατάπληκτοι
τους Γερμανούς, οι οποίοι μέχρι και πριν από λίγες στιγμές ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της κατάστασης, να τρέπονται σε άτακτη φυγή. Ιδιαιτέρως, έτρεχε να σωθεί, μέσα σε ανεξήγητη αλλοφροσύνη, πετώντας τα όπλα του και λιποθυμώντας, το αριστερό τμήμα του στρατού, που έβλεπε προς την ανατολή.
Από την ανέλπιστη αυτή φυγή των εχθρών, οι μέχρι προ ολίγου ηττημένοι δεν είχαν αντιληφθεί ακριβώς περί τίνος επρόκειτο και πού οφειλόταν η ξαφνική αποχώρηση τους από το πεδίο της μάχης.
Μα, όταν μπόρεσαν να συνέλθουν από την αρχική τους κατάπληξη, κοίταξαν προσεχτικά προς το μέρος των πανικόβλητων Γερμανών και είδαν αποσβολωμένοι μακρούς σωρούς από σύννεφα να κυλούν με ορμή και να αναπηδούν πάνω από τα κεφάλια των εχθρών τους. Δεν μπόρεσαν να δώσουν καμιά εξήγηση στο αλλόκοτο εκείνο θέαμα.
Το μυστήριο, όμως, λύθηκε από τις αφηγήσεις των Γερμανών αιχμαλώτων, που ανέφεραν: “Ενώ σας κυνηγούσαμε την ώρα που υποχωρούσατε, χιλιάδες στρατιώτες με κατάμαυρα, τρομακτικά πρόσωπα φάνηκαν ως δια μαγείας μπροστά μας, φράζοντάς μας τον δρόμο. Στην αρχή, νομίσαμε ότι ήταν απλώς χαμηλωμένα σύννεφα. Αλλά, ύστερα είδαμε ολοκάθαρα τα φοβερά τους πρόσωπα και τα αγριεμένα βλέμματά τους με τα μάτια κόκκινα, σαν αίμα πηχτό και ξεραμένο. Μας ρίχτηκαν με ασυναγώνιστο μένος και μας πετούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μας πετούσαν πέτρες και ξύλα στο κεφάλι. Η όψη τους ήταν τόσο φριχτή, ώστε δεν ήταν υποφερτό να τους βλέπουμε κι έτσι, υποχωρήσαμε. Μας ζάλιζε η απόκοσμη λάμψη τους και σωριαζόμασταν καταγής”.
Το παράδοξο αυτό φαινόμενο έκανε τεράστια εντύπωση στα συμμαχικά στρατεύματα και καταγράφηκε εγγράφως από δύο μορφωμένους Αξιωματικούς του αγγλογαλλικού στρατού. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, παρέδωσαν τα σημειώματά τους αντιστοίχως στα αγγλικά και γαλλικά πνευματιστικά κέντρα.
Επομένως, διάφοροι κορυφαίοι πνευματιστές κινητοποιήθηκαν, τότε, προς την περιοχή εκδήλωσης του φαινομένου και αλλεπάλληλες πνευματιστικές συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν επί τόπου. Δηλαδή, κλήθηκαν τα πνεύματα ανθρώπων, που είχαν βρει τραγικό θάνατο εκεί και όπως, τουλάχιστον, ανακοινώθηκε, η εμφανισθείσα μαύρη στρατιά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά οι ψυχές των φονευθέντων κατά την πρώτη σύρραξη των στρατιωτών του συμμαχικού στρατού. Κι επειδή οι σκοτωμένοι εξέλαβαν τον τόπο θυσίας τους ως έναν τόπο καθαγιασμένο με το αίμα τους, παρεμπόδισαν την ανακατάληψη του μέρους, με τη μορφή μιας νεφελώδους, σκοτεινής στρατιάς.
Πάντως, οι περισσότερο σκεπτικιστές βεβαίωναν ότι το περίεργο αυτό φαινόμενο είχε την αιτία του στη δύση του ήλιου και στην πρόωρη ψύξη των υψηλότερων ρευμάτων αέρα, τα οποία πάγωσαν απότομα, διότι λίγο πιο μακριά είχε μόλις χιονίσει, ενώ στο άλλο μέρος της μάχης επικρατούσε μιαν ευχάριστη ευδία, μια καλοσύνη με αίθριο καιρό. Οι εναλλαγές του φωτός από τη δύση, ο κονιορτός των υποχωρούντων και η ψύξη των υψηλότερων εναέριων στρωμάτων προκάλεσαν την οπτασία.
Ένα άλλο συμβάν, που επικαλούνταν οι θιασώτες του πνευματισμού, ήταν ένα επεισόδιο που διημείφθη ανάμεσα σε δύο Άγγλους Αξιωματικούς σε μια αφρικανική αποικία της Αγγλίας. Κατάκοποι, έπειτα από μια πολύωρη πεζοπορία σε δύσβατα εδάφη, νυχτώθηκαν σε ένα χωριό ιθαγενών. Αποφάσισαν να ζητήσουν άσυλο στην καλύβα του φυλάρχου και να συνεχίσουν την πορεία τους το πρωί της επόμενης ημέρας. Όμως, και οι δυο καταλήφθηκαν από αισθήματα φόβου και αγωνίας, μήπως οι ιθαγενείς τους σκοτώσουν.
Ο φύλαρχος τους περιποιήθηκε, χωρίς να τους δείξει πως έτρεφε κακούς σκοπούς εναντίον τους. Αφού έφαγαν, κοιμήθηκαν με τα περίστροφα κάτω από τα προσκέφαλά τους για παν ενδεχόμενο, αν και πιο ήρεμοι πλέον. Δεν είχαν προλάβει να κοιμηθούν καλά – καλά, όταν, ξάφνου, πετάχτηκαν όρθιοι ταυτοχρόνως από έναν αποτρόπαιο εφιάλτη. Ένας ολόασπρος άνθρωπος, με σεβάσμια μορφή και ματωμένο μέτωπο, τους τραβούσε έξω από τη σκηνή, σαν να πάσχιζε να τους γλιτώσει από κάτι αναπάντεχο. Άκουσαν καθαρά τη φωνή του. Οι δύο κάθιδροι Αξιωματικοί, ενστικτωδώς, άρπαξαν τα υπάρχοντά τους και ξεχύθηκαν έξω, τρέχοντας.
Τότε, μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά, ώστε να νιώθουν σχετικώς ασφαλείς, είδαν ένα συρφετό από εξαγριωμένους ιθαγενείς να τους καταδιώκει, κραδαίνοντας όπλα. Με πολύ κόπο κατάφεραν να γλιτώσουν την ύστατη στιγμή, κρυμμένοι πίσω από μια συστάδα δέντρων και υπό την κάλυψη του μαύρου πέπλου της νύχτας.
Η έκπληξή τους από το όραμα του ολόασπρου ανθρώπου κατέστη μεγαλύτερη, όταν έφτασαν στον πρώτο αγγλικό σταθμό και είδαν άφωνοι στο γραφείο του Διοικητή τους τη φωτογραφία ενός ιεραποστόλου, ο οποίος ήταν εκείνος ο ίδιος άντρας, που τους είχε σύρει έξω από τη σκηνή των ιθαγενών. Όταν ζήτησαν να μάθουν περισσότερα για τον ιεραπόστολο, ο Διοικητής τους πληροφόρησε ότι ήταν ένας άγιος άνθρωπος, που είχε χαθεί από προσώπου γης λίγες ημέρες νωρίτερα. Πρόσθεσε ότι γίνονταν ανακρίσεις, ώστε να εξακριβωθεί ποιοι κατάσκοποι τον εξόντωσαν.
Τότε, οι δύο Αξιωματικοί αφηγήθηκαν λεπτομερώς την αλλόκοτη ιστορία τους. Ο Διοικητής πείστηκε από τα λεγόμενά τους, ξεκίνησε έρευνα στην περιοχή και εντοπίστηκε τελικά το πτώμα του ιεραποστόλου στο χωριό των ιθαγενών, δίπλα στη σκηνή του αρχηγού της φυλής τους.
Οι πνευματιστές, που ενημερώθηκαν για το παράξενο αυτό γεγονός, γνωμάτευσαν ότι ήταν μια απλή εμφάνιση της ψυχής του δολοφονημένου ιεραποστόλου, ο οποίος επιθυμούσε την τιμωρία των σφαγέων του και τη σωτηρία των δύο άλλων Αξιωματικών.
Ιδού, όμως, κι ένα παρόμοιο περιστατικό, που διαδραματίστηκε στην Ελλάδα. Συνέβη στον νεαρό γεωπόνο Κώστα Κατσαρό, που υπηρετούσε το 1928 στον Εθνικό Κήπο και κατόπιν, τοποθετήθηκε στη Λευκάδα.
Ο Κατσαρός, καταγόμενος από τη Σμύρνη, είχε έναν παιδικό φίλο, ονόματι Γεώργιο Νικολακόπουλο. Όμως, ο Κατσαρός, επειδή λάτρευε τη φροντίδα της γης, άφησε την πατρίδα του και ήρθε στην Ελλάδα, για να σπουδάσει Γεωπονία. Έκτοτε, δεν ξαναείδε τον φίλο του. Ήταν ένας χρόνος πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο νεαρός γεωπόνος βρισκόταν μια νύχτα στο δωμάτιό του, εντός του περιβόλου της Γεωπονικής Σχολής Πατρών και μελετούσε, καθώς την επομένη ημέρα θα έδινε εξετάσεις. Είχε αφήσει ανοιχτό το παράθυρό του, το οποίο βρισκόταν αρκετά μέτρα ψηλότερα από το έδαφος.
Αίφνης, ενώ διάβαζε απορροφημένος, αισθάνθηκε πως κάποιος τον έσπρωχνε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε συγκλονισμένος τον λησμονημένο φίλο του, Γεώργιο Νικολακόπουλο, να στέκεται στο περβάζι του παραθυριού.
Ο φοιτητής τα έχασε και τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή πώς βρέθηκε εκεί. “Ήρθα να σε δω. Αντίο…” του ψέλλισε ο φίλος του με ένα ηχόχρωμα μεταλλικό, υπόκωφο, σχεδόν στεγνό από ζωή. Πριν προλάβει να σαλέψει ο Κώστας Κατσαρός, είδε την οπτασία του παλιού του φίλου να ξεθωριάζει, σαν να τον ξέπλυνε αόρατο νερό.
“Σύνελθε… Εφιάλτης ήταν…”, μονολογούσε ο νεαρός γεωπόνος. Φοβισμένος, εγκατέλειψε το δωμάτιό του, κοιτώντας πάντα πίσω του, μην τυχόν και κάτι τον ακολουθούσε.
‘Μα, όταν τα νεύρα του ηρέμησαν, σημείωσε το ανορθόδοξο περιστατικό στο ημερολόγιό του. Στους συμφοιτητές του που το αφηγήθηκε, προκάλεσε ακράτητα γέλια και γενική θυμηδία.
Πέρασε ένας χρόνος και το συμβάν ξεχάστηκε. Μα, μια μέρα, εντελώς τυχαία, συνάντησε στον δρόμο τη μαυροφορεμένη μητέρα του Νικολακόπουλου, η οποία τον πληροφόρησε πως ο γιος της είχε σκοτωθεί σε μάχη στη Μικρά Ασία έναν περίπου χρόνο νωρίτερα και του ανέφερε την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του. Ο Κατσαρός, χωρίς καν να την αποχαιρετήσει, έτρεξε να κοιτάξει το ημερολόγιό του. Διαπίστωσε πως οι ημερομηνίες της εμφάνισης του φίλου του στη σχολή και εκείνη του θανάτου του συνέπιπταν απολύτως!
Οι πνευματιστές υποστήριζαν ότι η ψυχή του φίλου του τον είχε επισκεφτεί, προκειμένου να του πει το ύστατο χαίρε.
Τέλος, ο Άγγελος Τανάγρας, επανερχόμενος στο φαινόμενο του Φραγκοκάστελλου, επεσήμανε πως η στρατιά των βρυκολάκων, που για χρόνια έβλεπαν οι Κρητικοί στο τέλος κάθε άνοιξης, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα γνήσιο παράδειγμα αντικατοπτρισμού, που το δημιουργούσε το ιδιαίτερο περιβάλλον της περιοχής και η ίδια η φύση.
Άγγελος Τανάγρας (07/03/1877 – 05/02/1971)
Όμως, για πολλούς η επιστημονική ερμηνεία του Άγγελου Τανάγρα αδυνατούσε να εξηγήσει όλες τις πτυχές του παράξενου αυτού φαινομένου, που λάμβανε χώρα, με μαθηματική ακρίβεια, στην τραγική επέτειο της μαύρης εκείνης μάχης στο ενετικό κάστρο των Σφακίων.
Η στρατιά των βρυκολάκων του στοιχειωμένου Φραγκοκάστελλου εξακολουθεί να προστατεύει τα μυστικά της κάτω από τον εύθραυστο υμένα της δροσιάς της κρητικής χαραυγής, οπότε και καταφτάνουν ανάλαφροι οι Δροσουλίτες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 26/06/1929…
Από το strangepress
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου