Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Πλησιάζοντας στις κρίσιμες για την επιβίωση του καθεστώτος Ερντογάν εκλογές της 24ης Ιουνίου και με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι δεν θα πρόκειται για περίπατο, το κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είναι εάν οι πρόσφατες τουρκικές στρατιωτικές κινήσεις στο Αιγαίο εντάσσονται ή όχι σ’ ένα σχέδιο πρόκλησης θερμού επεισοδίου. Με σκοπό, βεβαίως, μία εύκολη νίκη, η οποία θα αξιοποιηθεί στο έπακρο εκλογικά, όπως συνέβη και με
την κατάληψη του Αφρίν. Αν και οι εκτιμήσεις είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις προετοιμάζονται και γι’ αυτό το ακραίο ενδεχόμενο.
Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής για την Ελλάδα σ’ όλα τα επίπεδα. Η προμήθεια ή των νέας γενιάς αμερικανικών μαχητικών F-35, ή των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 (δύσκολο να πάρει και τα δύο) θα αρχίσει να αποκτά πλήρη κυριαρχία στον αέρα. Η Τουρκία θα αποκτήσει κυριαρχία και στη θάλασσα αν παραλάβει τα μεγάλου εκτοπίσματος πολεμικά σκάφη θαλάσσιας κυριαρχίας TF-2000 (το πρόγραμμα προβλέπει τη ναυπήγηση έξι τέτοιων σκαφών μέχρι το 2028).
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι προοπτικές στο επίπεδο του συσχετισμού στρατιωτικών δυνάμεων είναι σκοτεινές, λόγω και των επιπτώσεων που έχει η μακρόχρονη οικονομική κρίση στον εξοπλισμό και κατ’ επέκτασιν στο αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Προς το παρόν, πάντως, είναι –με ορθολογικούς όρους– απαγορευτική μία στρατιωτικού χαρακτήρα τουρκική επιθετική κίνηση.
Ο πειρασμός της εύκολης νίκης
Είναι ανησυχητικό, ωστόσο, το γεγονός ότι ο Ερντογάν θεωρεί πως, λόγω της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είναι ευάλωτη στις πιέσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση τον ωθεί από τη μία πλευρά η επιρροή που του ασκεί η συμμαχία με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί και από την άλλη ο πειρασμός του να κλιμακώσει τις προκλήσεις με σκοπό να εξασφαλίσει μία εύκολη νίκη.
Υπάρχουν, βεβαίως, και τα αντικίνητρα. Οι εδρεύουσες στην ευρωπαϊκή Τουρκία δυνάμεις έχουν αποδυναμωθεί, λόγω της μεταφοράς μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων μονάδων στη Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι οι Τούρκοι έχουν εμπλακεί για τα καλά στο συριακό μέτωπο. Επιπροσθέτως, συνεχίζεται η έστω και χαμηλής έντασης αιμορραγία, λόγω του παρατεταμένου ανταρτοπόλεμου στη νοτιοανατολική Τουρκία. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, οι πολεμικές συγκρούσεις στο Ιράκ και στη Συρία έχουν επιτρέψει στο ΡΚΚ όχι μόνο να προμηθευθεί πολύ πιο αποτελεσματικό οπλισμό σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά και να εκπαιδευθεί, γεγονός που συνεπάγεται μεγαλύτερες απώλειες για τους Τούρκους.
Πέρα από την επίσημη ελληνική ρητορική, ανεξάρτητοι στρατιωτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν, έστω και με τα δόντια, την αποτρεπτική ικανότητά τους. Μπορούν, δηλαδή, ακόμα να προκαλέσουν βαρύτατα πλήγματα στην τουρκική πλευρά σ’ όλα τα επίπεδα. Είναι πολύ διαφορετικό η Τουρκία να στέλνει δυνάμεις στη Συρία εναντίον των Κούρδων και του Ισλαμικού Κράτους από το να εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, το οποίο μπορεί να μετεξελιχθεί σε γενικευμένη σύρραξη.
Τραυματισμένος από τις εκκαθαρίσεις
Ένας δεύτερος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία τουρκική επιθετική κίνηση στο Αιγαίο είναι το γεγονός ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αποδεκατιστεί από το κύμα των διώξεων που ακολούθησε το πραξικόπημα του 2016. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ο αριθμός των αξιωματικών που έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες. Τέσσερις στους 10 ανώτατους αξιωματικούς έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί, γεγονός που έχει δημιουργήσει μεγάλα κενά στο επίπεδο των επιτελικών λειτουργιών.
Στον κρίσιμο τομέα της πολεμικής αεροπορίας το πλήγμα είναι βαρύτατο. Έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί πάνω από 250 πιλότοι. Σύμφωνα και με δήλωση Τούρκου ανώτατου αξιωματικού, ο οποίος έχει ζητήσει άσυλο σε ευρωπαϊκή χώρα, η έλλειψη πιλότων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ακόμα και στις επιχειρήσεις βομβαρδισμού κουρδικών στόχων.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι αριθμοί. Το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στους κόλπους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι πολύ βαθύ και επηρεάζει καταλυτικά το αξιόμαχό τους. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν πιλότοι που παρότι δεν έχουν απολυθεί και συνεχίζουν να εκτελούν αποστολές, θεωρούνται ύποπτοι και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να δίνουν καθημερινά το παρόν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους!
Δεν εμπιστεύεται τους στρατηγούς
Ένας τρίτος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία επιθετική κίνηση στο Αιγαίο είναι ότι ο Ερντογάν πιστεύει πως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν εκκαθαριστεί πλήρως και ως εκ τούτου είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντί τους. Είναι ενδεικτικό ότι στις 10 Ιανουαρίου 2017 ψηφίσθηκε νόμος που μεταφέρει κρίσιμες αρμοδιότητες του αρχηγού ΓΕΕΘΑ στον υπουργό Άμυνας. Αυτός διορίζει τους διοικητές των κλάδων, αποφασίζει τις προαγωγές και έχει υπό τον έλεγχό του τις στρατιωτικές σχολές.
Για την κατάσταση στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ενδεικτικό ότι ο τέως αρχηγός του ΓΕΕΘΑ στρατηγός Μπασμπούγ εξέφρασε την άποψη πως εάν το πραξικόπημα δεν είχε αποτύχει θα είχαν προσχωρήσει και όσοι διοικητές στην κρίσιμη στιγμή δίστασαν ή τήρησαν στάση αναμονής. Την ίδια άποψη έχει εκφράσει και ο απόστρατος εισαγγελέας της στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ουτσόκ: «εάν είχε συλληφθεί ο πρόεδρος, η στρατιωτική ιεραρχία θα είχε νομιμοποιήσει το πραξικόπημα».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο Ερντογάν διστάζει να εξωθήσει τα πράγματα σε μία ελληνοτουρκική σύγκρουση. Φοβάται ότι μία τέτοια σύγκρουση εκ των πραγμάτων θα έδινε μεγάλα περιθώρια αυτόνομων κινήσεων στους στρατηγούς, οι οποίοι ενδεχομένως να τα χρησιμοποιούσαν για την ανατροπή του. Και ο φόβος του αυτός συνδέεται με την πεποίθησή του ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τον ανατρέψουν, χρησιμοποιώντας ερείσματα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που δεν έχουν ξηλωθεί.
Δυσμενές διεθνές περιβάλλον
Τέλος, ούτε το διεθνές περιβάλλον ευνοεί μία τουρκική επιθετική κίνηση στρατιωτικού χαρακτήρα. Το κλίμα για τη νεοοθωμανική Τουρκία είναι αρνητικό σ’ όλη τη Δύση. Αν και οι Αμερικανοί συνεχίζουν τις προσπάθειες να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό μαντρί, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος η θέση ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να αλλάξει πολιτική έναντι του Ερντογάν και να τον αντιμετωπίσει όχι πλέον ως σύμμαχο, αλλά ως αποστάτη. Στην πραγματικότητα, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μεταβατική φάση, αλλά είναι σαφές ότι κινούνται σε τροχιά επιδείνωσης παρά βελτίωσης.
Όπως φάνηκε και από το δόγμα που παρουσίασε προ ημερών ο αρμόδιος για την περιοχή μας Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Μίτσελ, η θεώρηση που τον τελευταίο καιρό κυριαρχεί και στο Στέητ Ντηπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο είναι ότι η Ελλάδα από χώρα δεύτερης γραμμής τείνει γεωπολιτικά να μετατραπεί σε χώρα πρώτης γραμμής. Ως εκ τούτου πρέπει να αντιμετωπισθεί αναλόγως.
Παραλλήλως, η Ουάσιγκτον συνεχίζει να εξοπλίζει τους Κούρδους με βαρύ οπλισμό, γεγονός που βαθαίνει το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και εξωθεί την Άγκυρα ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της Μόσχας. Αυτό με τη σειρά τους καθιστά ακόμα πιο προβληματικές τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για φαύλο κύκλο, ο οποίος δεν μπορεί να σπάσει, επειδή λείπει η εμπιστοσύνη. Για την ακρίβεια, ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως πίσω από το πραξικόπημα του 2016 ήταν η CIA.
Η απειλή ως πολιτικό όπλο
Από όλα τα παραπάνω συνεπάγεται ότι αντικειμενικά η Τουρκία δεν έχει περιθώρια να επιχειρήσει μία στρατιωτικού χαρακτήρα επιθετική κίνηση στο Αιγαίο. Αυτό, βεβαίως, δεν πρόκειται να εμποδίσει τους νεοοθωμανούς να επαναφέρουν με ένταση τις χρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις, όπως τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών». Ούτε να χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο.
Πλησιάζοντας στις κρίσιμες για την επιβίωση του καθεστώτος Ερντογάν εκλογές της 24ης Ιουνίου και με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι δεν θα πρόκειται για περίπατο, το κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είναι εάν οι πρόσφατες τουρκικές στρατιωτικές κινήσεις στο Αιγαίο εντάσσονται ή όχι σ’ ένα σχέδιο πρόκλησης θερμού επεισοδίου. Με σκοπό, βεβαίως, μία εύκολη νίκη, η οποία θα αξιοποιηθεί στο έπακρο εκλογικά, όπως συνέβη και με
την κατάληψη του Αφρίν. Αν και οι εκτιμήσεις είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις προετοιμάζονται και γι’ αυτό το ακραίο ενδεχόμενο.
Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής για την Ελλάδα σ’ όλα τα επίπεδα. Η προμήθεια ή των νέας γενιάς αμερικανικών μαχητικών F-35, ή των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 (δύσκολο να πάρει και τα δύο) θα αρχίσει να αποκτά πλήρη κυριαρχία στον αέρα. Η Τουρκία θα αποκτήσει κυριαρχία και στη θάλασσα αν παραλάβει τα μεγάλου εκτοπίσματος πολεμικά σκάφη θαλάσσιας κυριαρχίας TF-2000 (το πρόγραμμα προβλέπει τη ναυπήγηση έξι τέτοιων σκαφών μέχρι το 2028).
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι προοπτικές στο επίπεδο του συσχετισμού στρατιωτικών δυνάμεων είναι σκοτεινές, λόγω και των επιπτώσεων που έχει η μακρόχρονη οικονομική κρίση στον εξοπλισμό και κατ’ επέκτασιν στο αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Προς το παρόν, πάντως, είναι –με ορθολογικούς όρους– απαγορευτική μία στρατιωτικού χαρακτήρα τουρκική επιθετική κίνηση.
Ο πειρασμός της εύκολης νίκης
Είναι ανησυχητικό, ωστόσο, το γεγονός ότι ο Ερντογάν θεωρεί πως, λόγω της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είναι ευάλωτη στις πιέσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση τον ωθεί από τη μία πλευρά η επιρροή που του ασκεί η συμμαχία με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί και από την άλλη ο πειρασμός του να κλιμακώσει τις προκλήσεις με σκοπό να εξασφαλίσει μία εύκολη νίκη.
Υπάρχουν, βεβαίως, και τα αντικίνητρα. Οι εδρεύουσες στην ευρωπαϊκή Τουρκία δυνάμεις έχουν αποδυναμωθεί, λόγω της μεταφοράς μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων μονάδων στη Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι οι Τούρκοι έχουν εμπλακεί για τα καλά στο συριακό μέτωπο. Επιπροσθέτως, συνεχίζεται η έστω και χαμηλής έντασης αιμορραγία, λόγω του παρατεταμένου ανταρτοπόλεμου στη νοτιοανατολική Τουρκία. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, οι πολεμικές συγκρούσεις στο Ιράκ και στη Συρία έχουν επιτρέψει στο ΡΚΚ όχι μόνο να προμηθευθεί πολύ πιο αποτελεσματικό οπλισμό σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά και να εκπαιδευθεί, γεγονός που συνεπάγεται μεγαλύτερες απώλειες για τους Τούρκους.
Πέρα από την επίσημη ελληνική ρητορική, ανεξάρτητοι στρατιωτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν, έστω και με τα δόντια, την αποτρεπτική ικανότητά τους. Μπορούν, δηλαδή, ακόμα να προκαλέσουν βαρύτατα πλήγματα στην τουρκική πλευρά σ’ όλα τα επίπεδα. Είναι πολύ διαφορετικό η Τουρκία να στέλνει δυνάμεις στη Συρία εναντίον των Κούρδων και του Ισλαμικού Κράτους από το να εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, το οποίο μπορεί να μετεξελιχθεί σε γενικευμένη σύρραξη.
Τραυματισμένος από τις εκκαθαρίσεις
Ένας δεύτερος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία τουρκική επιθετική κίνηση στο Αιγαίο είναι το γεγονός ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αποδεκατιστεί από το κύμα των διώξεων που ακολούθησε το πραξικόπημα του 2016. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ο αριθμός των αξιωματικών που έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες. Τέσσερις στους 10 ανώτατους αξιωματικούς έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί, γεγονός που έχει δημιουργήσει μεγάλα κενά στο επίπεδο των επιτελικών λειτουργιών.
Στον κρίσιμο τομέα της πολεμικής αεροπορίας το πλήγμα είναι βαρύτατο. Έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί πάνω από 250 πιλότοι. Σύμφωνα και με δήλωση Τούρκου ανώτατου αξιωματικού, ο οποίος έχει ζητήσει άσυλο σε ευρωπαϊκή χώρα, η έλλειψη πιλότων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ακόμα και στις επιχειρήσεις βομβαρδισμού κουρδικών στόχων.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι αριθμοί. Το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στους κόλπους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι πολύ βαθύ και επηρεάζει καταλυτικά το αξιόμαχό τους. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν πιλότοι που παρότι δεν έχουν απολυθεί και συνεχίζουν να εκτελούν αποστολές, θεωρούνται ύποπτοι και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να δίνουν καθημερινά το παρόν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους!
Δεν εμπιστεύεται τους στρατηγούς
Ένας τρίτος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία επιθετική κίνηση στο Αιγαίο είναι ότι ο Ερντογάν πιστεύει πως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν εκκαθαριστεί πλήρως και ως εκ τούτου είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντί τους. Είναι ενδεικτικό ότι στις 10 Ιανουαρίου 2017 ψηφίσθηκε νόμος που μεταφέρει κρίσιμες αρμοδιότητες του αρχηγού ΓΕΕΘΑ στον υπουργό Άμυνας. Αυτός διορίζει τους διοικητές των κλάδων, αποφασίζει τις προαγωγές και έχει υπό τον έλεγχό του τις στρατιωτικές σχολές.
Για την κατάσταση στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ενδεικτικό ότι ο τέως αρχηγός του ΓΕΕΘΑ στρατηγός Μπασμπούγ εξέφρασε την άποψη πως εάν το πραξικόπημα δεν είχε αποτύχει θα είχαν προσχωρήσει και όσοι διοικητές στην κρίσιμη στιγμή δίστασαν ή τήρησαν στάση αναμονής. Την ίδια άποψη έχει εκφράσει και ο απόστρατος εισαγγελέας της στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ουτσόκ: «εάν είχε συλληφθεί ο πρόεδρος, η στρατιωτική ιεραρχία θα είχε νομιμοποιήσει το πραξικόπημα».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο Ερντογάν διστάζει να εξωθήσει τα πράγματα σε μία ελληνοτουρκική σύγκρουση. Φοβάται ότι μία τέτοια σύγκρουση εκ των πραγμάτων θα έδινε μεγάλα περιθώρια αυτόνομων κινήσεων στους στρατηγούς, οι οποίοι ενδεχομένως να τα χρησιμοποιούσαν για την ανατροπή του. Και ο φόβος του αυτός συνδέεται με την πεποίθησή του ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τον ανατρέψουν, χρησιμοποιώντας ερείσματα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που δεν έχουν ξηλωθεί.
Δυσμενές διεθνές περιβάλλον
Τέλος, ούτε το διεθνές περιβάλλον ευνοεί μία τουρκική επιθετική κίνηση στρατιωτικού χαρακτήρα. Το κλίμα για τη νεοοθωμανική Τουρκία είναι αρνητικό σ’ όλη τη Δύση. Αν και οι Αμερικανοί συνεχίζουν τις προσπάθειες να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό μαντρί, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος η θέση ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να αλλάξει πολιτική έναντι του Ερντογάν και να τον αντιμετωπίσει όχι πλέον ως σύμμαχο, αλλά ως αποστάτη. Στην πραγματικότητα, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μεταβατική φάση, αλλά είναι σαφές ότι κινούνται σε τροχιά επιδείνωσης παρά βελτίωσης.
Όπως φάνηκε και από το δόγμα που παρουσίασε προ ημερών ο αρμόδιος για την περιοχή μας Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Μίτσελ, η θεώρηση που τον τελευταίο καιρό κυριαρχεί και στο Στέητ Ντηπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο είναι ότι η Ελλάδα από χώρα δεύτερης γραμμής τείνει γεωπολιτικά να μετατραπεί σε χώρα πρώτης γραμμής. Ως εκ τούτου πρέπει να αντιμετωπισθεί αναλόγως.
Παραλλήλως, η Ουάσιγκτον συνεχίζει να εξοπλίζει τους Κούρδους με βαρύ οπλισμό, γεγονός που βαθαίνει το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και εξωθεί την Άγκυρα ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της Μόσχας. Αυτό με τη σειρά τους καθιστά ακόμα πιο προβληματικές τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για φαύλο κύκλο, ο οποίος δεν μπορεί να σπάσει, επειδή λείπει η εμπιστοσύνη. Για την ακρίβεια, ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως πίσω από το πραξικόπημα του 2016 ήταν η CIA.
Η απειλή ως πολιτικό όπλο
Από όλα τα παραπάνω συνεπάγεται ότι αντικειμενικά η Τουρκία δεν έχει περιθώρια να επιχειρήσει μία στρατιωτικού χαρακτήρα επιθετική κίνηση στο Αιγαίο. Αυτό, βεβαίως, δεν πρόκειται να εμποδίσει τους νεοοθωμανούς να επαναφέρουν με ένταση τις χρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις, όπως τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών». Ούτε να χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο.
Οι κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων για «γκρίζες ζώνες» και τουρκικές βραχονησίδες(!) κινούνται σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο. Το ίδιο και η πρόσφατη ανακοίνωση για τη συγκρότηση τουρκικής ναυτικής δύναμης κρούσης στο Αιγαίο. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση πλειοδοτεί σε επεκτατισμό στο μέτωπο του Αιγαίου.
Η Αθήνα, πάντως, παρακολουθεί με προσοχή και ετοιμότητα, αλλά αποφεύγει επιμελώς να απαντήσει στις τουρκικές προκλήσεις κατά τρόπο που να οδηγεί σε κλιμάκωση. Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να υπερβεί το όριο ούτε πριν τις επικείμενες εκλογές, ούτε μετά. Η σημαντική αύξηση της εισροής προσφύγων-μεταναστών προς τα νησιά του βορείου Αιγαίου και η πρόσφατη ρητορική ότι ακυρώνεται η σχετική συμφωνία είναι μία μορφή πίεσης και προς την Ελλάδα και προς την ΕΕ.
SLPress
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Από το kostasxan
Η Αθήνα, πάντως, παρακολουθεί με προσοχή και ετοιμότητα, αλλά αποφεύγει επιμελώς να απαντήσει στις τουρκικές προκλήσεις κατά τρόπο που να οδηγεί σε κλιμάκωση. Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να υπερβεί το όριο ούτε πριν τις επικείμενες εκλογές, ούτε μετά. Η σημαντική αύξηση της εισροής προσφύγων-μεταναστών προς τα νησιά του βορείου Αιγαίου και η πρόσφατη ρητορική ότι ακυρώνεται η σχετική συμφωνία είναι μία μορφή πίεσης και προς την Ελλάδα και προς την ΕΕ.
SLPress
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου