Ανατριχιαστική είναι η περιγραφή όσων έγιναν στην σφαγή από τα στρατεύματα των Ναζί στο Δίστομο της Βοιωτίας.
Πράγματα τα οποία αναλογίζεται κανείς και δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ...
για ποιον λόγο δεν γίνεται οργανωμένη προσπάθεια διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων, με τον πρώην υφυπουργό Εξωτερικών και κορυφαίο γνώστη του Διεθνούς Δικαίου, Στέλιο Περάκη, να έχει δηλώσεις ξεκάθαρα, ότι η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει, αρκεί να
το κάνει με συντεταγμένο τρόπο…
Ακολουθεί το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του *** «http://www.itabloid.gr/»:
Τι ειρωνεία… Έχουν περάσει 6874 χρόνια από την ημέρα που τα στρατεύματα των SS (για την ακρίβεια, η μεραρχία Edelweiss, υπό τον Fritz Lautenbach και τον Hans Zampel) έκαναν μια από τις χειρότερες σφαγές της παγκόσμιας ιστορίας.
Στο Δίστομο, στις 10 Ιουνίου 1944 βασάνισαν και σκότωσαν με μαρτυρικό τρόπο, βρέφη, παιδιά, έγκυες, άοπλους πολίτες. Στην κυριολεξία σκότωσαν όποιον βρήκαν μπροστά τους και, στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό.
Ο επίσημος αριθμός των νεκρών είναι 200, όμως οι αυτόπτες μάρτυρες του Ερυθρού Σταυρού, κάνουν λόγο για 600. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το Δίστομο, ο Ερυθρός Σταυρός βρήκε εικόνες φρίκης:
Ο ιερέας του χωριού είχε αποκεφαλιστεί.
Στα παιδιά, είχαν δοθεί τόσες μαχαιριές, ώστε να τους βγουν τα έντερα. Βρέφη, είχαν σφαγεί μέσα στις κούνιες τους.
Στις γυναίκες, είχαν κοπεί τα στήθη και είχαν βιαστεί με ξιφολόγχες μέχρι να τους βγουν τα σωθικά, τα οποία οι Γερμανοί τα τύλιξαν γύρω τους, “παίζοντας”.
Σε μια έγκυο, έσκισαν με ξιφολόγχη την κοιλιά, για να βγάλουν το έμβρυο και να το μαχαιρώσουν.
Στους άντρες, είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα και τα είχαν τοποθετήσει στο στόμα. Δεκάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους και παιδιά, είχαν μαχαιρωθεί και καρφωθεί σε πασσάλους μέχρι να ξεψυχήσουν.
Κι όμως, για τις σκηνές αποκάλυψης που θα διαβάσετε παρακάτω, στο ρεπορτάζ της iTabloid, η πολιτισμένη Γερμανία, η οποία σήμερα κουνάει το δάχτυλο στην Ελλάδα, αρνείται μέχρι σήμερα να πει τη λέξη “συγνώμη”.
Ακόμα και αν ο Γερμανός πρόεδρος ζήτησε, λίγες μέρες πριν, συγνώμη από την Πολωνία για μια από τις σφαγές σε πολωνικό χωριό, στην Ελλάδα, είτε αυτός, είτε η προκλητική -εκ των πραγμάτων- κυρία Μέρκελ, δεν κάνουν το ίδιο.
Προφανώς, με αυτό τον τρόπο συμφωνούν με όσα είπαν οι δύο εντέλοντες τη σφαγή: Ότι ήταν… απαραίτητη για να προστατευθούν τα SS από τους αντάρτες. Προφανώς, επικροτούν τη σφαγή, μέχρι και σήμερα.
Και, πριν σκεφθείτε ότι “αυτά είναι υπερβολές”, διαβάστε παρακάτω:
Γιατί δεν είναι μόνο αυτό.
Προκλητικότατα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Γερμανία κατάφερε να γλιτώσει την καταβολή αποζημίωσης στους Διστομίτες.
Όπως έκανε και με όλους τους Έλληνες, ποτέ δεν κατέβαλε ούτε δίφραγκο για τις καταστροφές που προξένησε στη μαρτυρική, αλλά ηρωική τούτη χώρα, αλλά, αντίθετα, φωνάζει ότι η Ελλάδα χρωστάει στη Γερμανία.
Γιατί να πληρώσει άλλωστε για τη γενοκτονία;
Γιατί να την αναγνωρίσει καν;
Όμως, τα χρήματα, όπως μας έμαθε και ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης, είναι το ελάχιστο. Το ανώτατο, είναι η ηθική αναγνώριση και η συμπαράσταση.
Και φτάνουμε στο σημείο όπου θα καταλάβετε γιατί η επίσημη Γερμανία επικροτεί τη σφαγή.
Οι δύο -αποδεδειγμένα, φυσικά- πρωτεργάτες της σφαγής, λοχαγοί Lautenbach και Zampel, δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Μάλλον το αντίθετο.
Ο Zampel, συνελήφθη μετά το τέλος του πολέμου στη Γαλλία και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
Η τότε Δυτική Γερμανία ζήτησε την έκδοσή του, ώστε να τον δικάσει και φυλακίσει και για άλλα εγκλήματα.
Ο Zampel εκδόθηκε. Στη Γερμανία, αφέθηκε ελεύθερος.
Όπως ακριβώς έγινε και με τον σφαγέα των SS Θεσσαλονίκης Max Merten που έστειλε χιλιάδες Εβραίους της πόλης στο Άουσβιτς, φυλακίστηκε στην Ελλάδα και, εκδόθηκε στη Γερμανία για να… αθωωθεί και να ζήσει ελεύθερος.
Ο δε Lautenbach, δεν συνελήφθη ποτέ και έζησε ελεύθερος στη Γερμανία. Κατά πληροφορίες της iTabloid, ο τελευταίος, ψόφησε πέρυσι.
Ο Zampel, απολαμβάνει ακόμα τα γηρατεία του και κυκλοφορεί ανάμεσα στους άλλους Γερμανούς πολίτες που μασούν το κουτόχορτο της κυρίας Μέρκελ περί “δικαιοσύνης στην Ευρωζώνη”.
Εικόνες αποκάλυψης
Θα αναρωτηθεί κανείς. Γιατί τόσο μίσος;
Ο λόγος είναι οι μεγάλες απώλειες των SS από αντάρτες που κρύβονταν στα γύρω βουνά.
Και, εκείνη την αποφράδα μέρα, οι “άνδρες” των SS είχαν υποστεί μεγάλη ήττα από τους αντάρτες. Και, αφού δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν αλλού, το έκαναν σε βρέφη, παιδάκια, γυναίκες, αμάχους.
Τέτοιοι υπάνθρωποι ήταν… Ίσως το καλύτερο, για να καταλάβετε το μέγεθος της θηριωδίας, να μην είναι οι δικές μας περιγραφές, όσο γλαφυρές και αν είναι. Ίσως να είναι οι περιγραφές αυτών που τα έζησαν.
Τέτοιες θα διαβάσετε παρακάτω:
“Ήταν δύο χρονών. Τον ξεκοίλιασαν τον αδερφό μου”
Στη φωτογραφία – ντοκουμέντο του 1945, που σίγουρα θα έχετε δει, όταν ακούτε, ή διαβάζετε για το Δίστομο, η Μαρία και ο Παναγιώτης Σφουντούρη, κλαίνε πάνω από των τάφο των γονιών τους, στο χωριό.
Η φωτογραφία, τραβηγμένη έναν χρόνο μετά τη θηριωδία των ναζιστικών στρατευμάτων στο Δίστομο, δείχνει σε όλο του το μέγεθος το δράμα που έζησαν και συνεχίζουν να ζουν μέσα από τις αναμνήσεις που τυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη τους. Σήμερα, 68 χρόνια μετά, έχει περάσει ο χρόνος;
«Όχι», λέει η κ. Μαρία Σφουντούρη. «Νοιώθω σαν να τα ξαναζώ. Σαν να μου ξύνουν τις πληγές».
Ίσως αυτά τα λόγια και αυτή η περιγραφή, να πρέπει να φτάσει μέχρι τους Γερμανούς αξιωματούχους, που μας λένε ότι «δεν καταλαβαίνουν» γιατί οι Έλληνες επιμένουν τόσο πολύ να πάρουν τις αποζημιώσεις τους και μάλιστα τόσα χρόνια μετά.
Ίσως να πρέπει να βρεθούν μια μέρα δίπλα της, στους τάφους των συγγενών της.
Ίσως να πρέπει να διαβάσουν γιατί ζητούν δικαίωση αυτή η άνθρωποι –εκπροσωπώντας, πρέπει να επισημάνουμε, εκατοντάδες χωριά σε ολόκληρη την Ελλάδα που ξεκληρίστηκαν.
Ίσως έτσι, να καταλάβετε, κυρία Μέρκελ, κύριε Σόιμπλε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι (όλοι μας, ουσιαστικά, γιατί ποιος δεν έχει κλάψει γονείς, παππούδες, συγγενείς από την κατοχή) δεν θα ανεχτούν να τους ξανασφάξετε, έστω και δια της διπλωματίας…
«Τα ξαναζώ»
Με πόνο θυμάται εκείνες τις στιγμές η κ. Μαρία Σφουντούρη.
«Ήταν τρομερό. Μαύρο. Εγώ ήμουν μόλις τεσσάρων ετών και ο αδερφός μου, ο Παναγιώτης 6 και μέσα σε λίγες στιγμές χάσαμε την μάνα μας, τον πατέρα μας και τον μικρό μας αδερφό, Νίκο, που ήταν 2 ετών.
Σωθήκαμε γιατί μας έκρυψε η θεία μου στο διπλανό σπίτι σε μια καταπακτή. Ακούγαμε τους Γερμανούς να περνούν από πάνω και τρέμαμε!
Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί τρέξαμε στο σπίτι μας.
Ο πατέρα μας ήταν νεκρός στο κρεβάτι, η μάνα μας νεκρή μπροστά από το τζάκι και στα πόδια της πεσμένος ο Νίκος.
Τον είχαν ξεκοιλιάσει.
Τα χάσαμε και αρχίσαμε να φωνάζουμε.
Ο αδερφός μου άρπαξε τον Νίκο και τον πήρε στην αγκαλιά του.
Τα ρούχα του γέμισαν από τα αίματα και τα σωθικά.
Φοβηθήκαμε και βγήκαμε τρέχοντας από το σπίτι.
Όσοι είχαν σωθεί έβγαιναν στους δρόμους.
Τρομερές εικόνες.
Πήγαμε στη γιαγιά μας και μας μάζεψε μια γειτόνισσα.
Στο χωριό επικρατούσε νεκρική σιγή.
Ο κόσμος έφευγε για τα βουνά να σωθεί.
Την επόμενη έπρεπε να θαφτούν οι νεκροί.
Όταν είδαμε τους γονείς μας και τον αδερφό μας στον τάφο, συνειδητοποιήσαμε τι είχε γίνει.
Θέλαμε να πηδήξουμε μέσα να μας θάψουν μαζί τους.
Παντού, θρήνος, μοιρολόγια και μαύρα μαντίλια.
Από τότε πηγαίναμε κάθε μέρα στον τάφο, πρωί και βράδυ και ανάβαμε τα καντήλια.
Το πρώτο μνημόσυνο, ήταν κάτι μαύρο».
«Ξεκοίλιασαν έγκυο γυναίκα»
Ο Βασίλης Γαμβρίλης είναι συμβολαιογράφος στο Δίστομο και από τις σφαγές των ναζιστών και «είδε» να ξεκληρίζεται η οικογένεια του αδερφού του πατέρα του, Γεωργίου Γαμβρίλη, στη θέση Βέρβα. «Η Θηρεσία, γυναίκα του Γιώργου, ήταν έγκυος.
Αφού την ξεκοίλιασαν, πέταξαν στο χώμα το έμβρυο και σκότωσαν τα τρία παιδιά της.
Εγώ γλίτωσα επειδή νύχτωσε και δεν πρόλαβαν να έρθουν προς την πλευρά μας», λέει.
“Έκοψαν τα λαρύγγια απ’ τα πεντάχρονα παιδιά”
Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική:
“…Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι πολλά θύματα βρίσκονται ακόμα διασκορπισμένα στα χωράφια και στους δρόμους…
Παντού συναντούσα μεγάλες κηλίδες αίματος, ανακατωμένες με γυναικεία μαλλιά, παιδικά παπούτσια, σκισμένα ρούχα και σκεπάσματα.
Οι στρατιώτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες, κυνηγούσαν ανελέητα τους ανθρώπους από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν λυπήθηκαν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε γέρους.
Μόνο όσοι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή ή κρύφτηκαν διέφυγαν τη σφαγή. (…) Παιδιά ως και πέντε ετών βρέθηκαν με κομμένα τα λαρύγγια ή στραγγαλισμένα.
Πολλές νέες γυναίκες βιάστηκαν και εν συνεχεία ξεκοιλιάστηκαν”.
Η είδηση της σφαγής μεταδόθηκε αμέσως σε όλο σχεδόν τον κόσμο μέσω του BBC, προκαλώντας αντιδράσεις και αισθήματα αποτροπιασμού.
Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.
Ακόμα και ο κατοχικός, δωσίλογος πρωθυπουργός Ι. Ράλλης διαμαρτυρήθηκε στη γερμανική στρατιωτική Διοίκηση.
Η Διοίκηση των Γερμανών προσπάθησε να δικαιολογηθεί με το ότι μέσα στο Δίστομο βρίσκονταν κρυμμένοι αντάρτες και δεν μπορούσαν να αποτρέψουν το θάνατο κάποιων αθώων. Στις εφημερίδες της 9ης Ιούλη 1944 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι: “ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος…”.
“Τους έπνιγαν με τα έντερά τους”
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει για το Δίστομο:
“Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου.
Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας.
Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας.
Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα.
Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο.
Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών.
Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα.
Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να!
Ένας παππούς στην άκρη του χωριού!
Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά:
«Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα.
Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση.
Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε.
Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Και ο Ελληνικός Πολιτισμός:
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου.
Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση.
Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση.
Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα.
Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι.
Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας.
Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους».
Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε.
Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα.
Ένας από τους επικεφαλής που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την σφαγή στο Δίστομο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel) μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στην Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του.
Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα!
Ο Λάουτενμπαχ υποστήριζε πως η επίθεση των ανταρτών δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν τους βοηθούσαν οι κάτοικοι της περιοχής.
“…Η παρουσία τους στα γύρω χωράφια σε αγροτικές εργασίες είχε σκοπό να εξαπατήσει τις δυνάμεις μας και να πέσουν στην ενέδρα, και αποδείκνυε την εκ των προτέρων σχεδιασμένη και προβαρισμένη συνεργασία τους με τις συμμορίες…
Τα μέτρα μου είχαν επίσης σκοπό να αποτρέψουν ει δυνατόν περαιτέρω απώλειες που ήταν δυνατόν να περιμένει κανείς”. (Mazower, 239-240). Φυσικά κανείς δεν καταδικάστηκε, αφού το δικαστήριο επικαλέστηκε τη “στρατιωτική αναγκαιότητα” και η στάση του Λάουτενμπαχ δικαιολογήθηκε λόγω του “αισθήματος ευθύνης” που είχε απέναντι στους άνδρες του.
Το πόρισμα ανέφερε:
Πράγματα τα οποία αναλογίζεται κανείς και δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ...
για ποιον λόγο δεν γίνεται οργανωμένη προσπάθεια διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων, με τον πρώην υφυπουργό Εξωτερικών και κορυφαίο γνώστη του Διεθνούς Δικαίου, Στέλιο Περάκη, να έχει δηλώσεις ξεκάθαρα, ότι η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει, αρκεί να
το κάνει με συντεταγμένο τρόπο…
Ακολουθεί το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του *** «http://www.itabloid.gr/»:
Τι ειρωνεία… Έχουν περάσει 6874 χρόνια από την ημέρα που τα στρατεύματα των SS (για την ακρίβεια, η μεραρχία Edelweiss, υπό τον Fritz Lautenbach και τον Hans Zampel) έκαναν μια από τις χειρότερες σφαγές της παγκόσμιας ιστορίας.
Στο Δίστομο, στις 10 Ιουνίου 1944 βασάνισαν και σκότωσαν με μαρτυρικό τρόπο, βρέφη, παιδιά, έγκυες, άοπλους πολίτες. Στην κυριολεξία σκότωσαν όποιον βρήκαν μπροστά τους και, στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό.
Ο επίσημος αριθμός των νεκρών είναι 200, όμως οι αυτόπτες μάρτυρες του Ερυθρού Σταυρού, κάνουν λόγο για 600. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το Δίστομο, ο Ερυθρός Σταυρός βρήκε εικόνες φρίκης:
Ο ιερέας του χωριού είχε αποκεφαλιστεί.
Στα παιδιά, είχαν δοθεί τόσες μαχαιριές, ώστε να τους βγουν τα έντερα. Βρέφη, είχαν σφαγεί μέσα στις κούνιες τους.
Στις γυναίκες, είχαν κοπεί τα στήθη και είχαν βιαστεί με ξιφολόγχες μέχρι να τους βγουν τα σωθικά, τα οποία οι Γερμανοί τα τύλιξαν γύρω τους, “παίζοντας”.
Σε μια έγκυο, έσκισαν με ξιφολόγχη την κοιλιά, για να βγάλουν το έμβρυο και να το μαχαιρώσουν.
Στους άντρες, είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα και τα είχαν τοποθετήσει στο στόμα. Δεκάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους και παιδιά, είχαν μαχαιρωθεί και καρφωθεί σε πασσάλους μέχρι να ξεψυχήσουν.
Κι όμως, για τις σκηνές αποκάλυψης που θα διαβάσετε παρακάτω, στο ρεπορτάζ της iTabloid, η πολιτισμένη Γερμανία, η οποία σήμερα κουνάει το δάχτυλο στην Ελλάδα, αρνείται μέχρι σήμερα να πει τη λέξη “συγνώμη”.
Ακόμα και αν ο Γερμανός πρόεδρος ζήτησε, λίγες μέρες πριν, συγνώμη από την Πολωνία για μια από τις σφαγές σε πολωνικό χωριό, στην Ελλάδα, είτε αυτός, είτε η προκλητική -εκ των πραγμάτων- κυρία Μέρκελ, δεν κάνουν το ίδιο.
Προφανώς, με αυτό τον τρόπο συμφωνούν με όσα είπαν οι δύο εντέλοντες τη σφαγή: Ότι ήταν… απαραίτητη για να προστατευθούν τα SS από τους αντάρτες. Προφανώς, επικροτούν τη σφαγή, μέχρι και σήμερα.
Και, πριν σκεφθείτε ότι “αυτά είναι υπερβολές”, διαβάστε παρακάτω:
Γιατί δεν είναι μόνο αυτό.
Προκλητικότατα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Γερμανία κατάφερε να γλιτώσει την καταβολή αποζημίωσης στους Διστομίτες.
Όπως έκανε και με όλους τους Έλληνες, ποτέ δεν κατέβαλε ούτε δίφραγκο για τις καταστροφές που προξένησε στη μαρτυρική, αλλά ηρωική τούτη χώρα, αλλά, αντίθετα, φωνάζει ότι η Ελλάδα χρωστάει στη Γερμανία.
Γιατί να πληρώσει άλλωστε για τη γενοκτονία;
Γιατί να την αναγνωρίσει καν;
Όμως, τα χρήματα, όπως μας έμαθε και ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης, είναι το ελάχιστο. Το ανώτατο, είναι η ηθική αναγνώριση και η συμπαράσταση.
Και φτάνουμε στο σημείο όπου θα καταλάβετε γιατί η επίσημη Γερμανία επικροτεί τη σφαγή.
Οι δύο -αποδεδειγμένα, φυσικά- πρωτεργάτες της σφαγής, λοχαγοί Lautenbach και Zampel, δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Μάλλον το αντίθετο.
Ο Zampel, συνελήφθη μετά το τέλος του πολέμου στη Γαλλία και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
Η τότε Δυτική Γερμανία ζήτησε την έκδοσή του, ώστε να τον δικάσει και φυλακίσει και για άλλα εγκλήματα.
Ο Zampel εκδόθηκε. Στη Γερμανία, αφέθηκε ελεύθερος.
Όπως ακριβώς έγινε και με τον σφαγέα των SS Θεσσαλονίκης Max Merten που έστειλε χιλιάδες Εβραίους της πόλης στο Άουσβιτς, φυλακίστηκε στην Ελλάδα και, εκδόθηκε στη Γερμανία για να… αθωωθεί και να ζήσει ελεύθερος.
Ο δε Lautenbach, δεν συνελήφθη ποτέ και έζησε ελεύθερος στη Γερμανία. Κατά πληροφορίες της iTabloid, ο τελευταίος, ψόφησε πέρυσι.
Ο Zampel, απολαμβάνει ακόμα τα γηρατεία του και κυκλοφορεί ανάμεσα στους άλλους Γερμανούς πολίτες που μασούν το κουτόχορτο της κυρίας Μέρκελ περί “δικαιοσύνης στην Ευρωζώνη”.
Εικόνες αποκάλυψης
Θα αναρωτηθεί κανείς. Γιατί τόσο μίσος;
Ο λόγος είναι οι μεγάλες απώλειες των SS από αντάρτες που κρύβονταν στα γύρω βουνά.
Και, εκείνη την αποφράδα μέρα, οι “άνδρες” των SS είχαν υποστεί μεγάλη ήττα από τους αντάρτες. Και, αφού δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν αλλού, το έκαναν σε βρέφη, παιδάκια, γυναίκες, αμάχους.
Τέτοιοι υπάνθρωποι ήταν… Ίσως το καλύτερο, για να καταλάβετε το μέγεθος της θηριωδίας, να μην είναι οι δικές μας περιγραφές, όσο γλαφυρές και αν είναι. Ίσως να είναι οι περιγραφές αυτών που τα έζησαν.
Τέτοιες θα διαβάσετε παρακάτω:
“Ήταν δύο χρονών. Τον ξεκοίλιασαν τον αδερφό μου”
Στη φωτογραφία – ντοκουμέντο του 1945, που σίγουρα θα έχετε δει, όταν ακούτε, ή διαβάζετε για το Δίστομο, η Μαρία και ο Παναγιώτης Σφουντούρη, κλαίνε πάνω από των τάφο των γονιών τους, στο χωριό.
Η φωτογραφία, τραβηγμένη έναν χρόνο μετά τη θηριωδία των ναζιστικών στρατευμάτων στο Δίστομο, δείχνει σε όλο του το μέγεθος το δράμα που έζησαν και συνεχίζουν να ζουν μέσα από τις αναμνήσεις που τυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη τους. Σήμερα, 68 χρόνια μετά, έχει περάσει ο χρόνος;
«Όχι», λέει η κ. Μαρία Σφουντούρη. «Νοιώθω σαν να τα ξαναζώ. Σαν να μου ξύνουν τις πληγές».
Ίσως αυτά τα λόγια και αυτή η περιγραφή, να πρέπει να φτάσει μέχρι τους Γερμανούς αξιωματούχους, που μας λένε ότι «δεν καταλαβαίνουν» γιατί οι Έλληνες επιμένουν τόσο πολύ να πάρουν τις αποζημιώσεις τους και μάλιστα τόσα χρόνια μετά.
Ίσως να πρέπει να βρεθούν μια μέρα δίπλα της, στους τάφους των συγγενών της.
Ίσως να πρέπει να διαβάσουν γιατί ζητούν δικαίωση αυτή η άνθρωποι –εκπροσωπώντας, πρέπει να επισημάνουμε, εκατοντάδες χωριά σε ολόκληρη την Ελλάδα που ξεκληρίστηκαν.
Ίσως έτσι, να καταλάβετε, κυρία Μέρκελ, κύριε Σόιμπλε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι (όλοι μας, ουσιαστικά, γιατί ποιος δεν έχει κλάψει γονείς, παππούδες, συγγενείς από την κατοχή) δεν θα ανεχτούν να τους ξανασφάξετε, έστω και δια της διπλωματίας…
«Τα ξαναζώ»
Με πόνο θυμάται εκείνες τις στιγμές η κ. Μαρία Σφουντούρη.
«Ήταν τρομερό. Μαύρο. Εγώ ήμουν μόλις τεσσάρων ετών και ο αδερφός μου, ο Παναγιώτης 6 και μέσα σε λίγες στιγμές χάσαμε την μάνα μας, τον πατέρα μας και τον μικρό μας αδερφό, Νίκο, που ήταν 2 ετών.
Σωθήκαμε γιατί μας έκρυψε η θεία μου στο διπλανό σπίτι σε μια καταπακτή. Ακούγαμε τους Γερμανούς να περνούν από πάνω και τρέμαμε!
Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί τρέξαμε στο σπίτι μας.
Ο πατέρα μας ήταν νεκρός στο κρεβάτι, η μάνα μας νεκρή μπροστά από το τζάκι και στα πόδια της πεσμένος ο Νίκος.
Τον είχαν ξεκοιλιάσει.
Τα χάσαμε και αρχίσαμε να φωνάζουμε.
Ο αδερφός μου άρπαξε τον Νίκο και τον πήρε στην αγκαλιά του.
Τα ρούχα του γέμισαν από τα αίματα και τα σωθικά.
Φοβηθήκαμε και βγήκαμε τρέχοντας από το σπίτι.
Όσοι είχαν σωθεί έβγαιναν στους δρόμους.
Τρομερές εικόνες.
Πήγαμε στη γιαγιά μας και μας μάζεψε μια γειτόνισσα.
Στο χωριό επικρατούσε νεκρική σιγή.
Ο κόσμος έφευγε για τα βουνά να σωθεί.
Την επόμενη έπρεπε να θαφτούν οι νεκροί.
Όταν είδαμε τους γονείς μας και τον αδερφό μας στον τάφο, συνειδητοποιήσαμε τι είχε γίνει.
Θέλαμε να πηδήξουμε μέσα να μας θάψουν μαζί τους.
Παντού, θρήνος, μοιρολόγια και μαύρα μαντίλια.
Από τότε πηγαίναμε κάθε μέρα στον τάφο, πρωί και βράδυ και ανάβαμε τα καντήλια.
Το πρώτο μνημόσυνο, ήταν κάτι μαύρο».
«Ξεκοίλιασαν έγκυο γυναίκα»
Ο Βασίλης Γαμβρίλης είναι συμβολαιογράφος στο Δίστομο και από τις σφαγές των ναζιστών και «είδε» να ξεκληρίζεται η οικογένεια του αδερφού του πατέρα του, Γεωργίου Γαμβρίλη, στη θέση Βέρβα. «Η Θηρεσία, γυναίκα του Γιώργου, ήταν έγκυος.
Αφού την ξεκοίλιασαν, πέταξαν στο χώμα το έμβρυο και σκότωσαν τα τρία παιδιά της.
Εγώ γλίτωσα επειδή νύχτωσε και δεν πρόλαβαν να έρθουν προς την πλευρά μας», λέει.
“Έκοψαν τα λαρύγγια απ’ τα πεντάχρονα παιδιά”
Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική:
“…Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι πολλά θύματα βρίσκονται ακόμα διασκορπισμένα στα χωράφια και στους δρόμους…
Παντού συναντούσα μεγάλες κηλίδες αίματος, ανακατωμένες με γυναικεία μαλλιά, παιδικά παπούτσια, σκισμένα ρούχα και σκεπάσματα.
Οι στρατιώτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες, κυνηγούσαν ανελέητα τους ανθρώπους από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν λυπήθηκαν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε γέρους.
Μόνο όσοι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή ή κρύφτηκαν διέφυγαν τη σφαγή. (…) Παιδιά ως και πέντε ετών βρέθηκαν με κομμένα τα λαρύγγια ή στραγγαλισμένα.
Πολλές νέες γυναίκες βιάστηκαν και εν συνεχεία ξεκοιλιάστηκαν”.
Η είδηση της σφαγής μεταδόθηκε αμέσως σε όλο σχεδόν τον κόσμο μέσω του BBC, προκαλώντας αντιδράσεις και αισθήματα αποτροπιασμού.
Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.
Ακόμα και ο κατοχικός, δωσίλογος πρωθυπουργός Ι. Ράλλης διαμαρτυρήθηκε στη γερμανική στρατιωτική Διοίκηση.
Η Διοίκηση των Γερμανών προσπάθησε να δικαιολογηθεί με το ότι μέσα στο Δίστομο βρίσκονταν κρυμμένοι αντάρτες και δεν μπορούσαν να αποτρέψουν το θάνατο κάποιων αθώων. Στις εφημερίδες της 9ης Ιούλη 1944 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι: “ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος…”.
“Τους έπνιγαν με τα έντερά τους”
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει για το Δίστομο:
“Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου.
Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας.
Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας.
Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα.
Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο.
Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών.
Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα.
Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να!
Ένας παππούς στην άκρη του χωριού!
Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά:
«Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα.
Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση.
Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε.
Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Και ο Ελληνικός Πολιτισμός:
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου.
Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση.
Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση.
Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα.
Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι.
Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας.
Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους».
Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε.
Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα.
Ένας από τους επικεφαλής που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την σφαγή στο Δίστομο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel) μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στην Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του.
Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα!
Ο Λάουτενμπαχ υποστήριζε πως η επίθεση των ανταρτών δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν τους βοηθούσαν οι κάτοικοι της περιοχής.
“…Η παρουσία τους στα γύρω χωράφια σε αγροτικές εργασίες είχε σκοπό να εξαπατήσει τις δυνάμεις μας και να πέσουν στην ενέδρα, και αποδείκνυε την εκ των προτέρων σχεδιασμένη και προβαρισμένη συνεργασία τους με τις συμμορίες…
Τα μέτρα μου είχαν επίσης σκοπό να αποτρέψουν ει δυνατόν περαιτέρω απώλειες που ήταν δυνατόν να περιμένει κανείς”. (Mazower, 239-240). Φυσικά κανείς δεν καταδικάστηκε, αφού το δικαστήριο επικαλέστηκε τη “στρατιωτική αναγκαιότητα” και η στάση του Λάουτενμπαχ δικαιολογήθηκε λόγω του “αισθήματος ευθύνης” που είχε απέναντι στους άνδρες του.
Το πόρισμα ανέφερε:
*** «http://www.itabloid.gr/»:defence-point.gr, https://national-pride.org/
Από το ιndobserver
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου