Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Η μουσική που σε έκανε να ψωνίζεις χωρίς να το καταλάβεις. Ήταν παντού αλλά δεν την άκουγες ποτέ

 Γρηγόρης Κεντητός

Ήταν μια μουσική που δεν την ήξερες, δεν την τραγουδούσες, δεν την αναγνώριζες. Κι όμως, σε συνόδευε σε αμέτρητες στιγμές της ζωής σου. Μέσα σε ασανσέρ, σούπερ μάρκετ, τράπεζες, διαδρόμους νοσοκομείων και κέντρα εκπαίδευσης του στρατού. Την έλεγαν Muzak, και πίσω της κρυβόταν μια ολόκληρη βιομηχανία ψυχολογικού επηρεασμού που ξεκίνησε στην Αμερική του Μεσοπολέμου και έφτασε να αλλάξει τον τρόπο που ψωνίζουμε, που δουλεύουμε και που…

σκεφτόμαστε.

Η λέξη Muzak είναι εμπορικό σήμα. Καταχωρήθηκε το 1934 από μια εταιρεία που είχε ιδρυθεί από τον George Owen Squier, στρατηγό του αμερικανικού στρατού και εφευρέτη του συστήματος μετάδοσης μουσικής μέσω καλωδίων ρεύματος. Ο Squier ήθελε να προσφέρει “καλαισθησία μέσω ήχου” σε εργοστάσια και γραφεία. Δεν άργησε να γίνει ορατό ότι η μουσική αυτή μπορούσε να επηρεάζει την παραγωγικότητα, να μειώνει το άγχος, να ενισχύει την κατανάλωση. Από εκεί ξεκίνησε το μεγαλύτερο πείραμα ήχου στην καθημερινότητα.

Η εταιρεία δεν έπαιζε μουσική όπως την ξέρουμε. Δεν υπήρχαν γνωστά τραγούδια. Οι συνθέσεις της Muzak ήταν ορχηστρικές, γυαλισμένες, χωρίς αιχμές, σχεδιασμένες για να μην προκαλούν καμία συναισθηματική ανάμνηση – μόνο να καλλιεργούν μια κατάσταση. Την τεχνική τους την ονόμαζαν stimulus progression και λειτουργούσε έτσι: κάθε 15 λεπτά, ο ρυθμός και η ένταση αυξάνονταν ανεπαίσθητα, ώσπου μετά από 90 λεπτά έφτανες σε ένα κορύφωμα εγρήγορσης χωρίς να το καταλάβεις. Στα εργοστάσια, αυτό σήμαινε περισσότερη παραγωγή. Στα καταστήματα, περισσότερες πωλήσεις.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Muzak μπήκε στον αμερικανικό στρατό. Έπαιζε κατά τη διάρκεια εκπαιδεύσεων, αναμονής, ακόμα και αποστολών. Θεωρήθηκε χρήσιμο εργαλείο ψυχολογικής στήριξης. Μετά τον πόλεμο, η ίδια τεχνική πέρασε στην εμπορική αγορά. Μέχρι τη δεκαετία του ’60, πάνω από το 70% των αμερικανικών επιχειρήσεων έπαιζαν Muzak. Η μουσική αυτή δεν ακουγόταν με ραδιόφωνο – μεταδιδόταν μέσω συνδρομητικής υπηρεσίας καλωδίων, με playlists που άλλαζαν ανά ώρα, μέρα, εποχή.

Όσο αόρατη και αν ήταν, η Muzak είχε τεράστιες συνέπειες. Οι καταναλωτές έμεναν περισσότερο στα καταστήματα. Οι πελάτες γινόταν λιγότερο ανυπόμονοι στις ουρές. Οι υπάλληλοι δούλευαν περισσότερο χωρίς παράπονα. Η έννοια της background music δεν ήταν πλέον διακόσμηση. Ήταν εργαλείο διαχείρισης συνείδησης. Ο στόχος δεν ήταν να τραβήξει την προσοχή σου, αλλά να χειραγωγήσει τη διάθεσή σου χωρίς να το καταλάβεις.

Καθώς ο κόσμος άλλαζε, άλλαζε και η Muzak. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η λέξη έγινε σχεδόν συνώνυμη του “ανούσιου”, “επιφανειακού”, “μηχανικού” ήχου. Η εταιρεία αντιμετώπισε κρίση ταυτότητας και τελικά εξαγοράστηκε, αλλά η κληρονομιά της συνεχίζει. Η μουσική που παίζει σήμερα σε πολυκαταστήματα, εστιατόρια, γυμναστήρια και call centers είναι απόγονος αυτής της σχολής: τίποτα να μη σε ενοχλεί, όλα να σε διαμορφώνουν.

 

Δεν είναι τυχαίο που δεν θυμάσαι ποτέ κάποιο κομμάτι Muzak. Ήταν σχεδιασμένο να μη μένει στο αυτί – αλλά να εισχωρεί στον εγκέφαλο. Να δουλεύει σιωπηλά, χωρίς να φαίνεται. Και τελικά, χωρίς να το ξέρεις, να σε κάνει να μείνεις λίγο παραπάνω στο μαγαζί. Να ψωνίσεις κάτι που δεν είχες σκοπό. Να νιώσεις λίγο καλύτερα χωρίς λόγο. Όχι, δεν την άκουγες ποτέ. Αλλά ήταν παντού.

πηγή

Από το romioitispolis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου