Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Πως ήταν η καθημερινότητα ενός Έλληνα και μιας Ελληνίδας το 1625, από το πρωί που ξυπνούσαν μέχρι το βράδυ

Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός

Η ζωή το 1625 περιλάμβανε σκληρή δουλειά, οικογένεια και παράδοση, σε ένα σκηνικό γεμάτο απλότητα.

Η ημέρα ενός Έλληνα και μιας Ελληνίδας το 1625 ξεκινούσε με το πρώτο φως του ήλιου. Ο ήχος από τα ζώα που ξυπνούσαν — κότες που κακάριζαν και κατσίκια που βέλαζαν — γέμιζε τον αέρα. Η οικογένεια έμενε σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι με μια ξύλινη σκεπή και ένα τζάκι στο κέντρο, όπου από βραδύς σιγοέβραζε μια κατσαρόλα με

φαγητό.

Η πρωινή ρουτίνα άρχιζε νωρίς. Ο άντρας της οικογένειας σηκωνόταν πρώτος, πλένοντας το πρόσωπό του με λίγο κρύο νερό από μια πήλινη κανάτα. Φορούσε την απλή του ενδυμασία — λινό πουκάμισο και φουστανέλα ή ένα μάλλινο παντελόνι. Ενώ εκείνος ετοιμαζόταν να πάει στα χωράφια, η γυναίκα ετοίμαζε το πρωινό: φρέσκο ψωμί που είχε ζυμώσει την προηγούμενη μέρα, ελιές και λίγο τυρί. Τα παιδιά ακόμα νυσταγμένα κάθονταν γύρω από το ξύλινο τραπέζι, τρίβοντας τα μάτια τους.

Ο άντρας έφευγε για τα χωράφια με τα εργαλεία του, ένα ξύλινο αλέτρι και τα ζώα που τον βοηθούσαν, συνήθως βόδια ή γαϊδουράκια. Ο δρόμος για το χωράφι ήταν γεμάτος από φωνές άλλων χωρικών που πήγαιναν και εκείνοι στις δουλειές τους. Η ημέρα ξεκινούσε με τη σκληρή δουλειά: όργωμα της γης, φύτεμα ή συγκομιδή, ανάλογα με την εποχή.

Στο σπίτι, η γυναίκα είχε τις δικές της υποχρεώσεις. Μετά το πρωινό, πήγαινε στο πηγάδι ή τον ποταμό για να φέρει νερό, κουβαλώντας βαριά πήλινα δοχεία στους ώμους της. Επιστρέφοντας, ξεκινούσε να πλένει τα ρούχα ή να προετοιμάζει το μεσημεριανό φαγητό, που συνήθως ήταν μια χορτόσουπα ή ψωμί με λαχανικά από τον κήπο. Αν είχε παιδιά, τα έπαιρνε μαζί της, διδάσκοντάς τα παράλληλα πώς να φροντίζουν το σπίτι και τα ζώα.

Το μεσημέρι, η οικογένεια μαζευόταν για φαγητό. Το τραπέζι ήταν λιτό, αλλά γεμάτο με αυτά που τους προσέφερε η γη. Όλοι έτρωγαν μαζί, μιλώντας για τις δουλειές τους και όσα συνέβαιναν στο χωριό. Ο πατέρας συχνά έδινε οδηγίες για το υπόλοιπο της ημέρας, ενώ η μητέρα φρόντιζε να εξυπηρετήσει τους πάντες.

Το απόγευμα, οι άντρες συνέχιζαν να εργάζονται, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά ασχολούνταν με την υφαντική ή το ράψιμο. Ένας αργαλειός, τοποθετημένος στη γωνία του σπιτιού, λειτουργούσε συνεχώς, και οι γυναίκες έφτιαχναν υφάσματα για την οικογένεια. Σε κάποια χωριά, οι γείτονες μαζεύονταν για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον στις δουλειές, όπως το άρμεγμα ή η συγκομιδή.

Το σούρουπο ήταν ώρα για κοινωνικές δραστηριότητες. Οι χωρικοί συναντιόνταν στην πλατεία ή κοντά στην εκκλησία. Οι άντρες συζητούσαν τα νέα ή αντάλλασσαν προϊόντα, ενώ οι γυναίκες μοιράζονταν συμβουλές για το νοικοκυριό. Πολλές φορές, οι νέοι του χωριού τραγουδούσαν παραδοσιακά τραγούδια, ενώ τα παιδιά έπαιζαν γύρω από τη φωτιά.

Το βράδυ, η οικογένεια ξαναμαζευόταν στο σπίτι. Το φως του καντηλιού φώτιζε το μικρό δωμάτιο, και όλοι κάθονταν γύρω από το τζάκι. Ο πατέρας διηγούνταν ιστορίες ή θρύλους, ενώ η μητέρα τελείωνε τις τελευταίες δουλειές της ημέρας. Τα παιδιά κοιμόνταν πάνω σε στρώματα γεμάτα από άχυρα και υφαντά, και η μέρα έκλεινε ήσυχα, με την προσμονή για την επόμενη.

 

Η ζωή το 1625 ήταν γεμάτη μόχθο και απλότητα, αλλά οι άνθρωποι έβρισκαν χαρά στις μικρές στιγμές της καθημερινότητας.

Από το ksipnistere

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου