Tο περὶ Θεοῦ ἐρώτημα εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπασχόλησε τὴν ἀνθρώπινη διάνοια ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐρώτημα τῆς φιλοσοφίας. Σ’ αὐτὸ προσπάθησαν νὰ δώσουν ἀπάντηση τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητας.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ Paul Johnson (The Quest of God, σελ. 1): «Ἡ ὕπαρξη ἢ μὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον ἐρώτημα στὸ ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καλούμαστε νὰ δώσουμε μιὰν ἀπάντηση. Ἐὰν ὑπάρχει Θεὸς μιὰ ἄλλη ζωὴ διανοίγεται
μπροστά μας…»Ἀκόμα, ἀναγνωρίζεται, ὅτι ἡ θρησκευτικὴ ἀναζήτηση γιὰ ἕνα νόημα ἀποτελεῖ κοινὴ ἐμπειρία σὲ ὅλους τοὺς πολιτισμοὺς καὶ σὲ ὅλες τίς ἐποχὲς ἀπὸ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ νευροθεολογία – ἕνας νέος ἐπιστημονικὸς κλάδος – ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἔμφυτη κλίση ἢ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο.
Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ἴσαμε σήμερα, ἀρκετοὶ φιλόσοφοι καὶ διανοητὲς ὑπῆρξαν ὑλιστὲς ἢ ἀθεϊστὲς (π.χ. Δημόκριτος, Ἡράκλειτος, Ἐπίκουρος, Χόλμπαχ, Λαμετρί, Χαῖκελ κ.ἄ.).Ὡστόσο, ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων καὶ σοφῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὑπῆρξαν θεϊστές, (π.χ. Θαλῆς, Ἀναξαγόρας, Πυθαγόρας, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Κοπέρνικος, Κέπλερ, Νεύτων, Ντεκάρτ, Alexis Carrel, Max Plank, Kelvin, A. Fleming, W. Heisenberg, P. Dirac, κ.α.).
Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει κανεὶς πῶς διαφορετικοὶ στοχαστές – πνευματικοὶ ἄνθρωποι εἶδαν τὸ θέμα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ ὀπτικὴ γωνία ὁ καθένας καὶ πῶς ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀνωτάτου ὄντος. Ἡ κάθε μία ὁμολογία ἐμπεριέχει καὶ κάτι τὸ διαφορετικό. Πρόκειται γιὰ ἕναν φιλόσοφο, ἕναν μαθηματικό, ἕναν ψυχαναλυτή, μιὰ ποιήτρια, ἕναν φυσικό, ἕναν στατιστικολόγο, ἕναν διαστημικό, ἕναν λογοτέχνη, ἕναν μυστικιστὴ καὶ ἕναν σοφὸ τῆς Ἀνατολῆς. Τίς παρουσιάζω μὲ συντομία:
Ὁ Γάλλος μαθηματικὸς καὶ φυσικὸς Ρενὲ Ντεκὰρτ (René Descartes, 1596 – 1650) εἶναι γνωστὸς ὡς «ὁ πατέρας τῆς φιλοσοφίας», περίφημος γιὰ τὸν ἀφορισμὸ τοῦ cogito ergo sum (= σκέπτομαι ἄρα ὑπάρχω). Ὁ Ντεκὰρτ δεχότανε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ γιατί, ὅπως ἔλεγε, εἶχε στὴ διάνοιά του σαφῆ καὶ εὐκρινῆ παράσταση ἑνὸς ἀπείρου καὶ τελειοτάτου ὄντος. «Ἡ ὕπαρξή μου», ἔλεγε ὁ Καρτέσιος, «προύποθέτει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ μέσα μου δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιατί ἐγὼ εἶμαι πεπερασμένο καὶ ἀτελὲς ὅν καί, ἑπομένως, δὲν εἶμαι ἡ αἰτία τῆς παραστάσεώς του. Ἐκ τοῦ ὅτι ὑπάρχῳ καὶ ἔχω τὴν παράσταση τελειοτάτου ὄντος συνάγω τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλω νὰ ἀναγνωρίσω τὴν πρώτη αἰτία ποὺ ἔφερε τὸν ἄνθρωπο στὴ ζωὴ καὶ τὸν διατηρεῖ σὲ ζωή». Καὶ κατέληξε στὸ ἑξῆς ἐκπληκτικὸ συμπέρασμα: «Ἐὰν ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ δὲν εἶναι ἀρκετὰ πεπεισμένοι γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἂς μάθουν ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα γιὰ τὰ ὁποῖα νομίζουν ὅτι εἶναι βεβαιότεροι, ὅπως ὅτι ἔχουν σῶμα καὶ ὅτι ὑπάρχει ἡ Γῆ καὶ τὰ ἀστέρια καὶ τὰ παρόμοια, εἶναι ὀλιγότερο βέβαια!»
Ὁ μεγάλος Γάλλος μαθηματικὸς καὶ φυσικὸς Μπλὲζ Πασκὰλ (Blaise Pascal, 1623 – 1662) κατέληξε στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἀτραπό, πιὸ χειροπιαστή. Ἀπὸ τὸ γνωστὸ μετέβῃ στὸ ἄγνωστο. Ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ στὸ ἄγνωστο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. «Χωρὶς τὸν Ἰησοῦ», ἔλεγε, «δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό. Μὲ αὐτὸν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Χωρὶς τὴν Γραφὴ ἡ ὁποία ἔχει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἐπίκεντρο, δὲν βλέπουμε παρὰ σκότος καὶ σύγχυση στὴ φύσῃ τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δική μας φύση». Κατέληξε στὸ νὰ πεῖ μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸν ἑξῆς περίφημο ἀφορισμό: «Ἡ ἀπύθμενος ἄβυσσος τῆς ψυχῆς μας δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει παρὰ μόνον μὲ κάτι ἄπειρον καὶ ἀσάλευτον τὸν Θεόν».
Ὁ Ἑλβετὸς ψυχίατρος Κὰρλ Γιουγκ (Carl Jung) εἶναι γνωστὸς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ἀφοῦ ὑπῆρξε καὶ μαθητὴς τοῦ Φρόϊντ. Ὁ Γιοὺγκ παρόλο ποὺ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα πιστὸς Χριστιανός, ἦταν πεπεισμένος ὡστόσο ἀπόλυτα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Χαρακτήρισε τὴν θρησκεία σὰν μιὰ «ἐνστικτώδη παρόρμηση χαρακτηριστικὴ τοῦ ἀνθρώπου» ποὺ οἱ ἐκδηλώσεις της εἶναι ὁρατὲς σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία.
Ὅταν ρωτήθηκε σὲ κάποια συγκέντρωση ἂν πίστευε στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ Γιοὺγκ ἀπάντησε, ὅτι μὲ τὴ λέξη «πιστεύω» δηλώνουμε συνήθως κάτι ποὺ ἀποδεχόμαστε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ ἀποδείξουμε. «Ἐγώ», προσέθεσε, δὲν πιστεύω ἁπλᾶ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ξέρω ὅτι ὑπάρχει». Στὸ ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου τοῦ σπιτιοῦ του στὸ Κίσναχτ ἔβαλε νὰ χαράξουν αὐτὲς τίς λέξεις: «Vocatus atque non vocatus deus aderit» (εἴτε τὸν ἐπικαλεῖσαι, εἴτε ὄχι, ὁ Θεὸς εἶναι παρών).
Εἶναι γεγονὸς ὅτι καμία δίψα δὲν ἐδημιούργησε ποτὲ πηγὴ ὑδάτων. Καμία δίψα δὲν ἔκαμε ποτὲ νὰ ἀναβλύσει νερὸ ἀπὸ τὴν ἄμμο. Πῶς ἐξηγεῖται ὅμως αὐτὴ ἡ δίψα ἡ μεταφυσικὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεῖο, ἂν δὲν ὑπάρχει Θεὸς γιὰ νὰ τὴν ξεδιψάσει, Πρὸς τί τὰ μάτια, ἂν δὲν ὑπάρχει φῶς γιὰ νὰ βλέπουν. Αὐτὴ τὴν σκέψη ἀναπτύσσει ἡ μεταφυσικὴ ποιήτρια Μελισσάνθη βάζοντας στὸ ποίημά της «Λόγοι Ἰὼβ» τὸν πρωταγωνιστὴ τῆς Ἰώβ, νὰ λέει τοῦτα τὰ λόγια:
«Ἡ δίψα μου τὴν ὕπαρξη τῆς πηγῆς μαρτυρεῖ».
Ἡ δίψα μας δηλαδὴ καὶ ἡ πεῖνα μας γιὰ τὸ Θεό, θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὸ ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ὕπαρξή του. Αὐτὰ στὸ ὀρθολογιστικὸ πεδίο τῆς λογικῆς. Ἐπειδὴ ὑπάρχουν καὶ οἱ ὑπέρλογες ἐνδείξεις, οἱ ὑπερβατικὲς ἐμπειρίες, συμπληρώνει ἡ Μελισσάνθη (Συνέντευξη στὸ Διαβάζω, τευχ. 234, 1990).
Ὁ διάσημος Ἄγγλος φυσικὸς Πὼλ Ντιρὰκ (Paul Dirac) τιμήθηκε μὲ βραβεῖο Nobel σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Ἀνακάλυψε τὸ λεγόμενο ποζιτρόνιο, ἢ θετικὸ ἠλεκτρόνιο. Τὸ 1972 σὲ μιὰ συνάντησή του σ’ ἕνα πνευματικὸ συμπόσιο πολλῶν ἐπιστημόνων, στηριζόμενος στὰ γεγονότα καὶ σ’ ἕναν ἁπλὸ συλλογισμὸ ἔκανε τὴν ἑξῆς ὁμολογία πίστης: «Ἡ πιθανότητα γιὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ πλανήτη μας εἶναι μαθηματικῶς 1 : 10 !! Ἔτσι ὅμως, εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο τὸ ὅτι θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ προκύψει ζωὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχει Θεός. Ἄν οἱ πιθανότητες γιὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ μηδὲν εἶναι ἐλάχιστες, μηδαμινές, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μιὰ ἀπόδειξη του ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνας Δημιουργὸς ποὺ ἀπὸ τὸ τίποτε δημιούργησε τὸ Σύμπαν;»
Ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς νέας ζωῆς ἀπὸ δύο μόνο μικροσκοπικὰ κύπαρα (σπερματοζωάριο – ὠάριο) εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καταπληκτικότερα πράγματα. Τὰ δύο αὐτὰ κύπαρα (γονιμοποιούμενα) συνενώνονται σὲ ἕνα, (ωοκύπαρο) καὶ σὲ 30 ὧρες διαχωρίζεται σὲ δύο κύπαρα, σὲ 50 ὧρες γίνονται τέσσερα, σὲ 60 ὀκτὼ κ.ο.κ. Κι ὅταν μετὰ ἀπὸ 9 μῆνες ἕνα βρέφος γεννηθεῖ τότε ὁ ὀργανισμὸς ἀριθμεῖ τρισεκατομμύρια κύπαρα. Ὁ ἐνήλικος ἄνθρωπος ἔχει ἕναν ὀργανισμὸ ἀποτελούμενο ἀπὸ 100 τρὶς κύπαρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 100 δὶς εἶναι ἐγκεφαλικὰ νευρικὰ κύπαρα χωρὶς συνειδητὴ σκέψη καὶ ἐπέμβαση ἀπὸ τὴ μητέρα, δημιουργοῦνται ὀστᾶ, νεῦρα, ἱστοί, μάτια, πόδια, αὐτιά, χέρια, καρδιά, νεφρὰ καὶ ἄλλα ὄργανα κατὰ τρόπο μυστηριώδη, ἀνεξήγητο, στὴν κατάλληλη ἀκριβῆ θέση, γιὰ τὴν κατάλληλη λειτουργία, αὐτοπροστατευόμενα καὶ αὐτοεπισκευαζόμενα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀκολουθοῦν μιὰ τόσο ἐπιμελῶς διαγεγραμμένη πορεία σύμφωνα μὲ ἕνα ἀόρατο διατεταγμένο σχέδιο, τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτει ἀπέραντες γνώσεις μηχανικῆς, πληροφορικῆς, ἀκουστικῆς, ὀπτικῆς, φωνητικῆς κ.α. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ κάτι τέτοιο ἐκπληκτικό, ὥστε νὰ παράγεται πάντα ἕνα νέο μοναδικὸ ὅν μὲ αὐτοσυνειδησία;
Τὰ παραπάνω γεγονότα ἔκαναν τὸν γνωστὸ δημοσιογράφο καὶ στατιστικολόγο Τζὼρτζ Γκάλοπ (George Gallup, 1901 – 1984) – ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου προῆλθε καὶ ἡ ὀνομασία τῶν δημοσκοπήσεων – νὰ πεῖ ὅτι ἡ πιθανότητα ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τύχης, εἶναι στατιστικῶς κάτι τὸ τερατῶδες. «Μὲ τὴν στατιστικὴ ἀποδέχομαι», εἶπε, «ὅτι ὑπάρχει Θεός…»
Ὁ διάσημος Γερμανοαμερικανὸς μηχανικός – διαστημικὸς Βέρνερ Φὸν Μπράουν (Wernher von Braun, 1912 – 1977) θεωρεῖται πατέρας τῶν πυραύλων καὶ τῶν διαστημοπλοίων. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐξεδήλωσε μὲ θαυμασμὸ τὴν πίστη του πρός το Θεὸ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ θρησκεία δὲν εἶναι ἀνταγωνίστριες. Ἡ ἐπιστήμη βοηθεῖ στὸ νὰ ἀποκαλύψει περισσότερα γιά το δημιουργὸ διὰ μέσου τῆς δημιουργίας του. Ὀσο περισσότερο ἐμβαθύνουμε στὴν ἔρευνα τοῦ διαστήματος, τόσο μεγαλύτερη γίνεται ἡ πίστη μας…» Ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1967 ἐπισκέφθηκε τὴν Ἑλλάδα, μεταξὺ ἄλλων, εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὀσο περισσότερο μαθαίνουμε γιὰ τὴ δημιουργία, τόσο περισσότερα θὰ γνωρίζουμε γιά το δημιουργό. Καθόσον οἱ γνώσεις μας γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ ἀπέραντου καὶ μεγαλειώδους σύμπαντος αὐξάνουν, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ αὐξάνεται καὶ ὁ σεβασμός μας γιὰ τὸν δημιουργό του…»
Ὁ λογοτέχνης Μπέρτολτ Μπρὲχτ (Berthold Brecht, 1898 – 1956) μᾶς δίνει μιὰν ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὴν σημασία τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Νὰ μιὰ σύντομη ἱστορία του. Κάποιος ἐρώτησε τὸν κ.Κ. ἂν ὑπάρχει Θεός. Ὁ κ.Κ. εἶπε: «Σὲ συμβουλεύω νὰ σκεφτεῖς ἂν ἡ συμπεριφορὰ σου θ’ ἄλλαζε ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Ἄν δὲν ἄλλαζε, τότε ἂς ἀφήσουμε καλύτερα τὴν ἐρώτηση. Ἄν ἄλλαζε, τότε θὰ μποροῦσα τουλάχιστον νὰ σὲ βοηθήσω λέγοντάς σου ὅτι ἔχεις κιόλας ἀποφασίσει. Χρειάζεσαι ἕνα Θεό»
Δείτε επίσης: Η μεταφυσική εμπειρία ψυχιάτρου με νεκρό ασθενή του
Ὁ σύγχρονος μυστικιστὴς Όσσο (Τσάντρα Μοχὰν Ζαΐν) γνωστὸς γιὰ πολλὰ ἔργα του βαθιᾶς πνευματικότητας, φθάνει στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀτραπὸ τῆς ἔμφυτης ἀγάπης στὸν ἄνθρωπο. Μᾶς λέει: «Ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἀγάπη εἶναι ἐπιθυμία γιά το Θεό. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει ὑπάρχει Θεός. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη καλύτερη ἀπόδειξη γιά το Θεὸ ἔξω ἀπ’ αὐτήν».
Τελευταία ἄφησα τὴν ἀπάντηση ἑνὸς ἄγνωστου σοφοῦ τῆς Ἀνατολῆς. Κάποιος τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ δώσει πειστικὴ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Ὁ σοφὸς μειδίασε ἀμφίσημα. Ἤτανε μέρα ἡλιόλουστη.
«Κοίταξε ψηλὰ στὸν οὐρανό», λέει ὁ σοφός. «Τί βλέπεις;»
«Τὸν ἥλιο», ἀπαντᾷ ὁ ἄλλος.
«Ἀνάβεις ποτὲ δᾶδα γιὰ νὰ τὸν δεῖς;»
Πηγή: agiazoni.gr
Από το diakonima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου