Ο διάσημος Bela Lugosi ήταν ένας από τους πιο μισητούς ηθοποιούς του Hollywood, καθώς έπαιζε πάντα ρόλους κακούργων, δολοφόνων και σκληρόκαρδων τυράννων, που διψούσαν για αίμα. Ο τρόπος που υποδύθηκε τον «Dracula» έμεινε μνημειώδης.
Εκτός μεγάλης οθόνης, όμως, στην ιδιωτική του ζωή, ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς κατοίκους της κινηματογραφικής αποικίας. Είχε πάντα ένα παιδικό, καλοκάγαθο χαμόγελο, ένα βλέμμα βαθύ κι ειλικρινές και ήταν
ανοιχτόκαρδος, καταδεκτικός και καλοπροαίρετος, όσο κανένας άλλος. Μόνο, που καμιά φορά, το πρόσωπό του πάγωνε, τα μάτια του καρφώνονταν σ’ ένα ορισμένο σημείο με έκφραση τρόμου και τα χαρακτηριστικά του αλλοιώνονταν. Έπειτα, ο Lugosi συνερχόταν απότομα, σαν να ξυπνούσε από έναν κακό εφιάλτη και ξαναγινόταν όπως πριν, κεφάτος και ξέγνοιαστος.Η ανεξήγητη αυτή μεταβολή που συχνά συνέβαινε στον διάσημο αυτό ηθοποιό, καθώς και γεγονός ότι απέφευγε τις συναναστροφές και τις κοσμικές συγκεντρώσεις, ότι ουδέποτε δεν είχε θεαθεί να χαριεντίζεται με νεαρές υπάρξεις και το ότι είχε ήδη πραγματοποιήσει τρεις άτυχους γάμους, όλα αυτά περιέβαλαν τον Bela Lugosi με ένα πέπλο μυστηρίου. Επανειλημμένως οι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να διαφωτίσουν το σκοτάδι γύρω από την ύπαρξή του, αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Τελικά, αποφάσισε ο ίδιος να μιλήσει και να λύσει τον γρίφο.
Το μεγάλο και δυσβάσταχτο μυστικό του, είπε, ήταν η «γυναίκα με τα κίτρινα μάτια». Τέσσερις φορές του είχε παρουσιαστεί. Την πρώτη φορά, όταν ήταν νεαρότερος. Τότε, του είχε δώσει τρεις εβδομάδες τόσο ανείπωτης ευτυχίας και αχαλίνωτου πάθους, ώστε να τον κάνει, άθελά του, σκλάβο της για όλη του τη ζωή.
Κατόπιν, του παρουσιάστηκε άλλες τρεις φορές, μετά από κάθε γάμο του, με αποτέλεσμα κάθε φορά η συμβίωση να διαλύεται. Έτσι, δήλωσε ότι δεν είχε σκοπό να ξαναπαντρευτεί ποτέ του, μιας και έτρεμε τη «γυναίκα με τα κίτρινα μάτια».
Αν και η τραγική αυτή ιστορία του πασίγνωστου ηθοποιού έμοιαζε με σενάριο ενός θρίλερ, σαν κι εκείνα που τόσο αριστοτεχνικά υποδυόταν, ήταν πέρα για πέρα αληθινή κι ο ήρωας την εκμυστηρεύθηκε με καλή πίστη, δίχως να ξέρει ότι θα δινόταν στη δημοσιότητα.
Δεν ήμουν μεγαλύτερος από 22 ετών, όταν τη συνάντησα για πρώτη φορά τη σαγηνευτική «γυναίκα με τα κίτρινα μάτια». Την εποχή εκείνη βρισκόμουν στην Αμπάτζια της Αδριατικής, που ανήκε ακόμα στην Αυστρία.
Μια μέρα, μου τη σύστησαν κι ευθύς εξ αρχής μου έκανε παράξενη εντύπωση, επειδή μου ανέφεραν μόνο το μικρό της όνομα, που ήταν «Χέντι». Της άπλωσα το χέρι μου για χαιρετισμό και την κοίταξα στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα σαν να δέχτηκα μια ηλεκτρική εκκένωση σε όλο μου το σώμα. Τα μάτια της ήταν κίτρινα, στρογγυλά και απλανή, σαν τα μάτια μιας γάτας ή μιας κουκουβάγιας, που στο βάθος τους, όμως, γυάλιζε κάτι το μυστηριώδες και το ανεξήγητο, που δεν μπόρεσα ποτέ μου να διευκρινίσω και που μ’ έκανε να μην μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το δικό της.
Είναι απολύτως αδύνατο να σας περιγράψω τη φλόγα που ένιωσα να διατρέχει τις φλέβες μου εκείνη τη στιγμή. Μα, αντιλήφθηκα ότι και η Χέντι είχε επίσης αισθανθεί κάτι το παρόμοιο και για λίγα λεπτά, που μας φάνηκαν ώρες, τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν, λες και ήθελε ο ένας να βυθομετρήσει την ψυχή του άλλου.
Επιτέλους, κατάφερα να συνέλθω. Άφησα το χέρι της, ψιθύρισα μερικά τετριμμένα κοπλιμέντα και κάθισα. Όταν διαλύθηκε η συντροφιά, ξεκινήσαμε να φύγουμε μαζί και τη συνόδευσα έως το σπίτι της. Σ’ όλο αυτό το διάστημα που περπατούσαμε πλάι-πλάι, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα δικά της. Δεν ήταν έρωτας αυτό που με κατέβαλε, ούτε καν σαρκικός πόθος. Ήταν κάτι πολύ βαθύτερο, που δεν είχα ποτέ πριν βιώσει στη ζωή μου. Δεν μπορώ να το περιγράψω, ούτε και τώρα ακόμα.
Τελικά, φτάσαμε στο σπίτι της και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια λέξη μεταξύ μας. Μπροστά στην πόρτα της σταματήσαμε και κοιταχτήκαμε. Μονομιάς, πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και ο κόσμος έπαψε να υπάρχει για μας.
Αυτή η ερωτική μας ιστορία διήρκεσε για τρεις εβδομάδες. Αμφιβάλλω αν άλλοι άνθρωποι αγαπήθηκαν ποτέ με τόσο πάθος και με τέτοια έκταση, όπως αγαπηθήκαμε οι δυο μας για τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Στο τέλος της τρίτης εβδομάδας, έπρεπε να βγω από το σπίτι για μια επείγουσα υπόθεσή μου. Όταν ξαναγύρισα, είχε γίνει άφαντη. Δεν βρήκα τίποτε δικό της σ’ ολόκληρο τον χώρο, παρά μόνο ένα ιδιόχειρο σημείωμά της πάνω σ’ ένα τραπέζι με τούτα τα λόγια: «Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ, αλλά να το ξέρεις, θα είσαι πάντα δικός μου».
Ήμουν σαν τρελός. Τρεκλίζοντας, σωριάστηκα πάνω στο κρεβάτι, τραβώντας τα μαλλιά μου και φωνάζοντας το όνομά της. Παρ’ όλες μου τις αδιάκοπες έρευνες, δεν τη βρήκα πουθενά και για μέρες ολόκληρες δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν, δεν ήμουν άνθρωπος…
Ήμουν στα πρόθυρα της παράνοιας, όταν, για σωτηρία μου, ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκλήθην στα όπλα και πήγα στη Γαλικία ως Ανθυπολοχαγός του 43ου Ουγγρικού Πεζικού Τάγματος. Πληγώθηκα βαριά στο Ρογκατίν το 1918, στο μέτωπο της Γαλικίας και με έστειλαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Βουδαπέστης.
Εκεί γνωρίστηκα με την κοπέλα, που επρόκειτο να γίνει η πρώτη μου σύζυγος. Το όνομά της ήταν Ilona Szmik και ανήκε σε μια από τις καλύτερες οικογένειες της Βουδαπέστης. Υπηρετούσε στο νοσοκομείο, μαζί μ’ ένα πλήθος άλλες κυρίες της καλής κοινωνίας και περιποιόταν τους τραυματίες. Αρραβωνιαστήκαμε και σε λίγους μήνες αργότερα, όταν τελείωσε ο πόλεμος, παντρευτήκαμε. Ζούσαμε στη Βουδαπέστη και εγώ ξαναπήρα τη θέση μου στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο.
Ήμαστε ευτυχισμένοι. Είχα ξαναγυρίσει στην τέχνη μου με ενθουσιασμό και οι κριτικοί ήταν ευμενέστατοι μαζί μου. Το μέλλον μου φαινόταν ρόδινο και η Ilona κι εγώ σκεπτόμασταν ότι ένα παιδάκι θα συμπλήρωνε την ευτυχία μας.
Έξαφνα, ένα βράδυ, την ώρα που επρόκειτο να εμφανιστώ στη σκηνή, ένιωσα μια αλλόκοτη δυσφορία. Μόλις άνοιξε η αυλαία, κατάλαβα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Δεν ήμουν πια ο ίδιος. Ξεχνούσα τα λόγια μου, δεν ήξερα πώς να κουνήσω τα μέλη μου. Τέλος, το βλέμμα μου έπεσε στο κοινό και συγκεκριμένα, σ’ ένα κάθισμα της πρώτης σειράς. Εκεί, με τα κίτρινα μάτια της καρφωμένα πάνω μου, σαν να ήταν ένα αρπακτικό όρνεο, καθόταν η Χέντι.
Το αίμα μου πάγωσε στις φλέβες μου και τα χείλη μου άρχισαν να τρέμουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε μου ήταν αδύνατο να αρθρώσω λέξη. Το πάθος μου γι’ αυτήν είχε πλέον σβήσει και είχα πάψει προ πολλού να την αγαπώ, αλλά ωστόσο, όταν κοιτούσα τα κίτρινα μάτια της, ένιωθα κάτι αλλιώτικο μέσα μου, κάτι πρωτόγνωρο και συνάμα, φοβερό. Με κόπο τελείωσα τον ρόλο μου και μόλις τελείωσε η παράσταση, έτρεξα στην πλατεία του θεάτρου για να τη συναντήσω. Αλλά, εκείνη είχε εξαφανιστεί…
Από τότε, το ενδιαφέρον που ένιωθα για τη γυναίκα μου χάθηκε εντελώς, ως δια μαγείας. Κι ύστερα από μόλις μια εβδομάδα, της δήλωσα ότι δεν άντεχα να είμαι άλλο μαζί της και χωρίσαμε.
Όσο και να σας φαίνεται παράδοξο, ο χωρισμός αυτός μου ράγισε την καρδιά. Αγαπούσα την Ilona, τη γυναίκα μου, μα κάτι που είναι αδιανόητο να εξηγήσει άνθρωπος, μπήκε ανάμεσά μας και μας χώρισε. Δεν είχε ξανανάψει το πάθος μου για τη Χέντι. Όχι. Αυτήν δεν την αγαπούσα πια. Ούτε καν τη μισούσα. Προσπάθησα να τη βρω, να την εντοπίσω, μα δεν το κατόρθωσα.
Νύχτες ολόκληρες απόμεινα άγρυπνος, πασχίζοντας να λύσω το αίνιγμα αυτής της παράξενης «γυναίκας με τα κίτρινα μάτια», που με τη μυστηριώδη της δύναμη με ανάγκαζε, άθελά μου, να μένω πάντοτε δικός της.
Τότε, θυμήθηκα τα παραμύθια και τους θρύλους του τόπου μου, που μιλούσαν για τις μυθικές στρίγκλες και τις λάμιες. Έχοντας, μάλιστα, μια κάποια γνώση σχετικά με τον υπνωτισμό και τον μαγνητισμό, βεβαιώθηκα στο τέλος ότι η υπερφυσική δύναμη της Χέντι οφειλόταν σ’ ένα είδος υπνωτισμού που ασκούσε επάνω μου.
Πέρασαν από τότε μερικά χρόνια. Η φήμη μου ως ηθοποιού μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Είχα αρχίσει να κάνω περιοδείες στην Αυστρία και στη Γερμανία και η επιτυχία μου παντού ήταν πελώρια. Ξαφνικά, ξέσπασε η επανάσταση του Bela Kun. Βρέθηκα αναμεμειγμένος σ’ αυτό το κίνημα, καταδιώχτηκα και ύστερα από πολλές περιπέτειες, κατάφερα να ξεφύγω και εν τέλει, αποβιβάστηκα στη Νέα Υόρκη το 1921.
Λίγο καιρό αργότερα, συγκρότησα έναν θίασο από Ούγγρους ηθοποιούς, που οι περισσότεροι ήταν πολιτικοί εξόριστοι, σαν κι εμένα, κι αρχίσαμε να δίνουμε παραστάσεις ουγγρικών έργων στη Νέα Υόρκη και σε πολλές άλλες πόλεις.
Στον θίασό μας βρισκόταν και μια νέα Ουγγαρέζα, με την οποία δεν άργησα να συνδεθώ ερωτικά. Το περίεργο ήταν ότι και το δικό της όνομα ήταν Ilona. Ilona von Montagh. Αγαπηθήκαμε κι αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Ήμουν βαθύτατα ερωτευμένος μαζί της και είχα βάλει σκοπό να μείνω ανεπηρέαστος, αν ξαναπαρουσιαζόταν η «γυναίκα με τα κίτρινα μάτια».
Όμως, δύο εβδομάδες μετά τον γάμο μας κι ενώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας, κατά την ώρα μιας παράστασης στο Μπρούκλιν, την είδα και πάλι να κάθεται στην πρώτη σειρά της πλατείας. Όσο κι αν ταράχτηκα, έφερα εις πέρας τον ρόλο μου έως το τέλος.
Η «γυναίκα με τα κίτρινα μάτια» βρισκόταν στην Αμερική! Γύρισα στο σπίτι μου συντετριμμένος και μολονότι μόλις αντίκρισα τη γυναίκα μου κατάλαβα ότι θα αντιμετώπιζα πάλι το ίδιο δίλημμα, εν τούτοις ήμουν αποφασισμένος να το καταπολεμήσω και να εξακολουθώ να ζω ευτυχισμένος με τη δεύτερη σύζυγό μου.
Όμως, δύο νύχτες αργότερα, μετά την παράσταση, κατέβηκα στο καμαρίνι μου, βρήκα τη Χέντι να στέκεται πλάι στον καθρέφτη μου και να με κοιτά κατάματα, διαπεραστικά. Και τότε μου είπε:
-Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί για τρίτη φορά! Με είδες στη Βουδαπέστη και αντιλήφθηκες τη δύναμή μου. Τώρα, πασχίζεις μάταια να απαλλαγείς από την επίδρασή μου. Ανήκεις σε μένα και σε καμία άλλη. Και θα μου ανήκεις για πάντα. Φύγε μακριά από αυτή τη γυναίκα που παντρεύτηκες! Δεν πρέπει να παντρευτείς για τρίτη φορά, αλλιώς θα σε χτυπήσω σκληρότερα. Κάποια μέρα, θα γίνουμε πάλι εμείς οι δυο ό,τι θα έπρεπε να είμαστε ο ένας για τον άλλον.
Έμεινα πετρωμένος στη θέση μου. Μετά από λίγες ημέρες, η γυναίκα μου κι εγώ χωρίσαμε. Ο γάμος μας είχε διαρκέσει μόλις έναν μήνα.
Την εποχή του τρίτου γάμου μου, έπαιζα σ’ ένα θέατρο στο Σαν Φρανσίσκο. Είχα παντρευτεί με μια χαριτωμένη Αμερικανίδα, τη Beatrice Weeks και ήμουν πανευτυχής. Δίχως να μπορώ να αποφύγω τη μοίρα μου, η Χέντι επανεμφανίστηκε και διαλύθηκαν τα πάντα μέσα σε λίγες μόνο μέρες.
Μα, η Beatrice δεν κατάφερε να αποδεχτεί τον λόγο που χωρίσαμε και μια βδομάδα μετά, τη βρήκα νεκρή στο κρεβάτι μας, σκοτωμένη με το περίστροφο.
Η μυστηριώδης «γυναίκα με τα κίτρινα μάτια» ελέγχει τη ζωή μου με έναν τρόπο τόσο ολοκληρωτικό και συγχρόνως, τόσο καθηλωτικό και φριχτό, που δε θα με παραξένευε να μάθω πως είναι κάποιο φάντασμα από το Υπερπέραν…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 18/06/ 1933
Από το diadrastika
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου