Aνάμεσα στους πολλούς τρόπους με τους οποίους η σύγκρουση στην Ουκρανία θα μπορούσε να επεκταθεί στην Ευρώπη, ένα πυρηνικό ατύχημα θα ήταν ένας από τους πιο τοξικούς και με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις.
Mohamed El Baradei *
Project Syndicate
H πρόσφατη μάχη ανάμεσα στα ρωσικά στρατεύματα και
τις δυνάμεις της ουκρανικής πολιτοφυλακής στα όρια της πυρηνικής μονάδας της Ζαπορίζια αποκάλυψε πόσο κοντά είναι σήμερα ο κόσμος σε έναν τρομακτικό εφιάλτη: μια μαζική διαρροή ραδιενέργειας. Η Ζαπορίζια, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη πυρηνική εγκατάσταση της Ευρώπης, φιλοξενεί έξι αντιδραστήρες, καθένας από τους οποίους θα μπορούσε να έχει απειληθεί από τις φωτιές που ξέσπασαν στη διάρκεια των ρωσικών βομβαρδισμών και της μάχης. Το γεγονός ότι οι φλόγες σβήστηκαν γρήγορα αποτελεί απόδειξη του επαγγελματισμού και της γενναιότητας των εργαζομένων στην εγκατάσταση. Ωστόσο, με τους Ρώσους αξιωματικούς να εμπλέκονται πλέον στη διαχείρισή της, οι αντιδραστήρες της Ζαπορίζια εξακολουθούν να κινδυνεύουν.Ο κόσμος στάθηκε τυχερός, όπως συνέβη και κατά την εξίσου επικίνδυνη εισβολή στην κλειστή μονάδα του Τσερνόμπιλ, κατά τις πρώτες ημέρες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ακόμη μισή ντουζίνα αντιδραστήρων που είναι διάσπαρτοι σε όλη την Ουκρανία, κάτι που σημαίνει ότι το χειρότερο σενάριο παραμένει μια ορατή πιθανότητα. Η απελευθέρωση ραδιενεργού υλικού θα καθιστούσε ολόκληρα οικιστικά κέντρα ακατοίκητα, απειλώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους – και μάλιστα, όχι μόνο στην άμεση γειτονιά των μονάδων.
Ανάμεσα στους πολλούς τρόπους με τους οποίους η σύγκρουση στην Ουκρανία θα μπορούσε να επεκταθεί στην Ευρώπη, πιθανώς και πέρα από αυτήν, ένα πυρηνικό ατύχημα θα ήταν ένας από τους πιο τοξικούς και με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις. Ακόμη χειρότερο θα ήταν, όμως, ένα πλήγμα με πυρηνικά όπλα. Άλλωστε, πέρα από την τρομακτική απώλεια ανθρώπινων ζωών και τη βίαιη μετεγκατάσταση εκατομμυρίων ανθρώπων, το πιο ενοχλητικό στοιχείο του πολέμου στην Ουκρανία είναι η επαναφορά των ατομικών όπλων ως κεντρικού στοιχείου της γεωπολιτικής. Μετά την προειδοποίησή του ότι κάθε δύναμη που θα επενέβαινε θα αντιμετώπιζε «συνέπειες τις οποίες δεν έχει βιώσει ποτέ άλλοτε στην ιστορία της», ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, απάντησε στο πρώτο κύμα των δυτικών κυρώσεων θέτοντας σε επιφυλακή τις πυρηνικές δυνάμεις της Ρωσίας.
Η κίνηση του Πούτιν είναι κάτι που δεν έχουμε δει μετά τη δεκαετία του ’60, όταν ο κόσμος βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος στη διάρκεια της Κρίσης των Πυραύλων στην Κούβα, όπως και το 1973, κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Οι τότε ηγέτιδες πυρηνικές δυνάμεις έδειξαν να κατανοούν, όμως, ότι η διάδοση των ατομικών όπλων αύξανε τον κίνδυνο μιας πυρηνικής αποκάλυψης. Έτσι, στο διάστημα 1965-68, διαπραγματεύτηκαν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης (ΝΡΤ), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1970.
Την ΝΡΤ ακολούθησε σειρά μέτρων για τον έλεγχο των εξοπλισμών, κυρίως διμερείς συμφωνίες οι οποίες περιόρισαν σημαντικά τα πυρηνικά οπλοστάσια ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Οι νεαρές Λευκορωσία, Καζακστάν και Ουκρανία κληρονόμησαν πυρηνικό οπλοστάσιο από τη Σοβιετική Ένωση, μετά τη διάλυσή της το 1991. Σύντομα, όμως, το παρέδωσαν στη Ρωσία και εντάχθηκαν στην ΝΡΤ.
Φυσικά, υπήρξαν και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις σε αυτή τη θετική διαδικασία. Τον Μάιο του 1998, η Ινδία διεξήγαγε πολλαπλές υπόγειες πυρηνικές δοκιμές, οδηγώντας το Πακιστάν να κάνει το ίδιο. Η δε Βόρειος Κορέα, από τη στιγμή που για πρώτη φορά επέδειξε τις πυρηνικές της ικανότητες, το 2006, αναπτύσσει το πρόγραμμά της και πραγματοποιεί τακτικά δοκιμές διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων. Αυτές οι τρεις χώρες, μαζί με το Ισραήλ, είναι γνωστό ότι κατέχουν ατομικά όπλα, παραμένουν ωστόσο εκτός της ΝΡΤ.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στο διάστημα 1989-91, υπήρξαν μεγάλες ελπίδες για την οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας τάξης βασισμένης στη μείωση των πυρηνικών όπλων, την πολυμερή συνεργασία για την ασφάλεια και την ανάπτυξη και την αλληλεγγύη απέναντι στις κοινές απειλές, όπως η κλιματική αλλαγή και οι θανατηφόρες πανδημίες. Όμως, οι παλιές συνήθειες – και τα παλαιότερα ένστικτα επιβίωσης – δύσκολα πεθαίνουν.
Αυτό το παράθυρο της ειρήνης που άνοιξε, σύντομα έκλεισε, δημιουργώντας τις συνθήκες για την αυξημένη πυρηνική ανασφάλεια που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Το 2002, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους, αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη για τους Αντιβαλλιστικούς Πυραύλους. Μετά, το 2019, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση της Αμερικής από τη Συμφωνία για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς, επικαλούμενη τη «συνεχή παραβίασή της» από τη Ρωσία – η οποία αποσύρθηκε τον Μάρτιο του ιδίου έτους. Και το 2020, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συνθήκη των Ανοιχτών Ουρανών, για να τις ακολουθήσει η Ρωσία το επόμενο έτος.
Η αποδόμηση αυτής της περίπλοκης αρχιτεκτονικής ασφαλείας έχει αναμφίβολα καταστήσει τις στιγμές που ζούμε σήμερα ακόμη πιο επικίνδυνες. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που οι παραπάνω συνθήκες και συμφωνίες παρέμεναν εν ισχύι, η προσπάθεια ανασυγκρότησης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων μετά το 1989 θα ήταν ατελής.
Η παγκόσμια τάξη που είναι εύθραυστη, επιλεκτική και γεμάτη κενά και διπλά μέτρα και σταθμά είναι που μας έχει φέρει σε αυτό το σημείο. Η σε γενικές γραμμές θετική τάση που κυριάρχησε ανάμεσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’90 έχει αντιστραφεί έντονα. Παρά τις προηγούμενες νομικές δεσμεύσεις, εξακολουθούμε να ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο η στρατηγική ασφαλείας βασίζεται εν τέλει στα πυρηνικά όπλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου