Είναι λάθος να πιστέψουμε ότι ο Ερντογάν εγκατέλειψε τον νεο-οθωμανισμό, επειδή την τελευταία περίοδο υιοθετεί κατά προτεραιότητα, πολιτικές που ενεργοποιούν μια περίεργη κινητικότητα στο Τουρκογενές περιβάλλον της Κεντρικής Ασίας…
Του Κ. Κυριακόπουλου
Αυτό που κάνει αυτήν την στιγμή η Τουρκία, είναι να εφαρμόζει στην πράξη μια πολυδιάστατη και περισσότερο ευέλικτη Εξωτερική πολιτική (ένα μείγμα παραφρασμένου Γκιουλενισμού και Νταβοτούγλειας προσέγγισης δηλαδή) η οποία, χωρίς να
υποστέλλει ούτε κατ’ ελάχιστον τα γνώριμα επιθετικά και αναθεωρητικά της χαρακτηριστικά, αξιοποιεί στοχευμένα την διττή φυσιογνωμία της, προκειμένου να αποκομίσει πολλαπλά στρατηγικά ωφελήματα και να εξασφαλίσει στην Τουρκία, τον πολυπόθητο ηγετικό ρόλο στην ρευστή και ευμετάβλητη σκακιέρα της Ευρασίας, αλλά και την δυνατότητα λειτουργικής συνάφειας με όλους τους κρίσιμους συντελεστές στην ευρύτερη περιοχή, για την αποτελεσματικότερη προς όφελός της διαχείριση της ατζέντας της επόμενης μέρας. Πιο συγκεκριμένα αυτό που επιδιώκει η Άγκυρα μέσα από αλλεπάλληλους και ενίοτε αντιφατικούς τακτικισμούς, είναι…Από την μία μεριά να εξασφαλίσει την ευόδωση των προσπαθειών της που αποσκοπούν στην ουσιαστική αποκατάσταση των κλονισμένων σχέσεων της Τουρκίας με τον Αραβικό κόσμο, ο οποίος αποστρέφεται τον Τουρκικό νεο-οθωμανικό μαξιμαλισμό και τον εκλαμβάνει ως απειλή για τα ιστορικά του κεκτημένα…
Και από την άλλη, συνεχίζει να αναβαθμίζει και να κλιμακώνει περαιτέρω τον νεο-οθωμανικό επιθετικό διεμβολισμό που απειλεί να τροποποιήσει τις ισορροπίες στην Βαλκανική αλλά και συνολικότερα στην Δυτική Ευρώπη.
Η πατρίδα μας, βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σημείο αναφοράς στο οποίο συνυπάρχουν και αλληλοδιαπλέκονται στοιχεία από το συνδυασμένο τακτικό οπλοστάσιο της Τουρκίας. Αυτή είναι μια κρίσιμη παράμετρος που επιτείνει την αποσταθεροποίηση, ευνοεί την ανασύνταξη και τον επαναπροσδιορισμό των περιφερειακών συνευρέσεων, επαναπροσδιορίζει το στρατηγικό τους βάθος και εντέλει...καθιστά περισσότερο σύνθετη την διαδικασία αναζήτησης προσήμου στην διαχείριση της περιφερειακής εξίσωσης ισχύος που τελεί υπό διαμόρφωση.
Αυτός είναι και ο λόγος που επιμένουμε ότι, εάν η Ελλάδα δεν θέλει να παραδοθεί «στον αυτόματο» περιμένοντας αργά ή γρήγορα το μοιραίο, αυτό που οφείλει να κάνει είναι να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού, πράγμα που απαιτεί σχέδιο, στοχευμένους επιτελικούς χειρισμούς και πολιτικό προσωπικό ικανό και αποφασισμένο να το υλοποιήσει.
Προφανώς δεν αρκεί να διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία υπονομεύει σταθερά και με δυναμισμό τις ψευδαισθήσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ο ασταθής περιφερειακός βηματισμός της χώρας μας ο οποίος ενεργοποιήθηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Και φυσικά δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι μπορεί να παράξει αποτελέσματα, η αποσπασματική και άτολμη καταγγελία της πειρατικής δράσης με την οποία η Τουρκική Εξωτερική πολιτική αποσκοπεί, άλλοτε να συμπαρασύρει σε ουσιαστική κατάρρευση τα φειδωλά ενεργειακά μας όνειρα και άλλοτε να ενισχύσει δυναμικές αποσταθεροποίησης στον ευαίσθητο και ασταθή χώρο της Βαλκανικής και όχι μόνο.
Από την άλλη μεριά, αυτό το διαρκές ανάθεμα για όλα όσα δεν κάνουμε (χωρίς όμως ταυτόχρονα και να τα κατονομάζουμε) και η αναπαραγωγή μιας αδιέξοδης ανησυχίας η οποία εκφράζεται από κύκλους αναλυτών, για την πιθανότητα να ξεμείνουμε μόνοι, αγκαλιά με την γκρίνια μας και τους μίζερους λιβανωτούς για το Διεθνές Δίκαιο, για το οποίο περιγράφουμε εξαιρετικά τις προβλέψεις του αλλά επιμένουμε να μην αποτολμούμε τα αυτονόητα ως προς την εφαρμογή του υπό τον φόβο των συνεπειών, δεν είναι παρά ένας άλλος δρόμος που οδηγεί στον συμβιβασμό και από αυτήν την άποψη δεν συνιστά παραγωγική προσέγγιση μιας πρόκλησης για την διαχείριση της οποίας η Ελλάδα οφείλει ήδη από χθες να έχει σηκώσει το γάντι.
Τι ακριβώς περιμένουμε;;;
Τι είναι άραγε αυτό που δικαιολογεί ή που θα μπορούσε ίσως να ερμηνεύσει λογικά την κατά τα λοιπά ανεξήγητη διάθεσή μας να ευελπιστούμε σε κάτι;;; Το ερώτημα προφανώς δεν έχει απάντηση, ενώ οι κρίσιμες διαπιστώσεις που καταγράφονται, είναι αδύνατον να παραπέμψουν σε όποια αισιόδοξη προοπτική.
Κάθε επόμενη μέρα, επιδεινώνει έτι περαιτέρω την ήδη δεινή θέση στην οποία περιέρχεται η χώρα. Την επιδεινώνει στρατηγικά και ακυρώνει σταδιακά τα διαφαινόμενα τακτικά της πλεονεκτήματα.
Οι προτεραιότητες των «συμμάχων» μας, «καταπίνουν» κυριολεκτικά το εθνικό μας «ντέρτι» για όλα εκείνα που ονειρευόμαστε και που ουδέποτε τολμήσαμε να βάλουμε με θάρρος και με την αυτονόητη απαίτηση στο τραπέζι…
Οι επιθετικοί τακτικισμοί της ανταγωνιστικής Τουρκίας, τροποποιούν αιφνίδια την ατζέντα και τους όρους του περιφερειακού παιγνίου, ενώ οι ρυθμοί απόκρισης με τους οποίους λειτουργεί το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό, αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις σε ένα περιβάλλον δυναμικά μεταβαλλόμενο…
Τα διαθέσιμα κίνητρα που πασάρονται στην γεωπολιτική πιάτσα και καθορίζουν, στάσεις, συμπεριφορές, και κινήσεις στο διπλωματικό παρασκήνιο, εναλλάσσονται ταχύτατα και αναζητούν παίκτες έτοιμους και αποφασισμένους να τα ρευστοποιήσουν, δημιουργώντας το ανάλογο περιβάλλον ευκαιριών…
Σε μια ρευστή σκακιέρα που αναζητεί εναγωνίως πρωταγωνιστές, επιλέγουμε συνειδητά τον ρόλο του συμπαθέστατου κομπάρσου, που δεν διεκδικεί γιατί απλούστατα συνήθισε να συμβιβάζεται με τον συμπληρωματικό ρόλο που του αναθέτουν…
Οι συμμαχικές δομές στις οποίες συμμετέχει η χώρα, ουδέποτε λειτούργησαν ως πολλαπλασιαστής της Εθνικής ισχύος. Για το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό, αυτές οι δομές αντιμετωπίστηκαν πάντα ως ένα χωνευτήρι προσδοκιών, που είχε την δυνατότητα να συγκρατεί τους κλυδωνισμούς, ακόμη και μετά από εθνικές τραγωδίες, έτσι ώστε να μην διαχυθούν με τρόπο ανεξέλεγκτο μέσα στην κοινωνία…
Βεβαίως τα βήματα που έχουν συντελεστεί αναφορικά με τον εξοπλιστικό εκσυγχρονισμό της χώρας μας, είναι σημαντικά και σε καμία περίπτωση δεν έχουμε την πρόθεση να τα υποβαθμίσουμε. Θα πρέπει όμως να είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι…
Το συγκριτικό πλεονέκτημα που εξασφαλίζεται ΔΕΝ είναι διαρκές…
Το ευνοϊκό περιφερειακό περιβάλλον, όπως και το περιβάλλον των ενδοσυμμαχικών αντιθέσεων, οι οποίες συνθέτουν έναν σημαντικό πολλαπλασιαστή ισχύος ΔΕΝ θα παραμένει ες αεί αμετάβλητο… Και βεβαίως οι ρυθμοί που καταγράφονται και σχετίζονται με τις μεταβολές ισορροπιών και προσεταιρισμών στην σύνθετη περιφερειακή σκακιέρα, ΔΕΝ θα περιμένουν το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό να συνειδητοποιήσει με το πάσο του τις αλλαγές που συντελούνται.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες…
Για μια σειρά από πολύ συγκεκριμένους λόγους, που εάν και αυτήν την φορά επιμείνουμε να μην αξιολογήσουμε σωστά το μέτρο της πραγματικής τους αποτίμησης, είναι αμφίβολο εάν η ζωή και οι εξελίξεις θα δώσουν στην χώρα μας μια δεύτερη ευκαιρία. Η κρισιμότητα αυτών των στιγμών, προσδιορίζεται κυρίως από τρία πράγματα:
Πρώτον: Από τα δυσκολοξεπέραστα αδιέξοδα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Δυτική συμμαχία, στην προσπάθειά της να διαχειριστεί το κρίσιμο στοίχημα του Ουκρανικού και μέσω αυτού τις αμφιλεγόμενες φιλοδοξίες της στην νέα πλανητική εξίσωση ισχύος. Η επόμενη μέρα δεν θα είναι η ίδια…
ΟΥΤΕ για την ενότητα στις γραμμές της Δυτικής συμμαχίας…
ΟΥΤΕ για το τρωθέν κύρος της…
ΟΥΤΕ για την διάταξη ισχύος μεταξύ των μερών της…
ΟΥΤΕ βεβαίως για την κοινότητα των στρατηγικών τους προσανατολισμών.
Δεύτερον: Από το γεγονός πως ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ο στρατηγικός σχεδιασμός της Τουρκίας παραμένει ημιτελής, παρά τον δυναμισμό και την πολυμορφία με την οποία εκδηλώνεται. Η στρατηγική μεταστροφή της γειτονικής χώρας βρίσκεται στο μεταίχμιο και δεν θεωρείται ολοκληρωμένη, επομένως η πιθανότητα του απρόβλεπτου παραμένει πάντα παρούσα…
Το status «μηδενικά προβλήματα» δεν έχει διασφαλιστεί επαρκώς και σε βαθμό που να αποπνέει στους επιτελείς της μια σχετική στρατηγική βεβαιότητα που να λύνει τα χέρια τους για ευρύτερους στρατηγικούς αναπροσανατολισμούς…
Η πλειοψηφία των διμερών της σχέσεων - πλην ελαχίστων εξαιρέσεων - παραμένει καθηλωμένη στην διαβάθμιση «ΛΥΚΟΦΙΛΙΑ»…
Η επαμφοτερίζουσα γεωστρατηγική της περπατησιά, σε περίπτωση ουσιαστικής εμπλοκής της Τουρκίας σε θέατρο επιχειρήσεων, απομειώνεται δραματικά και από τακτικό συγκριτικό πλεονέκτημα μεταμορφώνεται σε στρατηγική Αχίλλειο πτέρνα… Για όλους αυτούς τους λόγους, αυτό που οφείλουμε ως χώρα να διακρίνουμε, είναι ότι πίσω από τα θορυβώδη επικοινωνιακά ταραταζούμ και τις κινήσεις εντυπωσιασμού στις οποίες ομολογουμένως προβαίνει η γειτονική χώρα, αυτήν την στιγμή η Τουρκία ΔΕΝ διαθέτει ΟΥΤΕ την επιχειρησιακή ετοιμότητα, ΟΥΤΕ βεβαίως και την επάρκεια, να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις μιας σύγκρουσης. Προφανώς, αυτό το γνωρίζουν καλά και οι «σύμμαχοι» οι οποίοι παρά τους όποιους δισταγμούς στην διαχείρισή τους προκειμένου να μην χάσουν το Τουρκικό «κελεπούρι», δεν τρέφουν φρούδες επιχειρησιακές προσδοκίες για μια ευρύτερη Τουρκική εμπλοκή στην περιφερειακή τους ατζέντα…
Τρίτον: Από το γεγονός ότι ο περιβάλλοντας χώρος, στα μεν Βόρεια σύνορα της χώρας παραμένει ακόμη ασταθής, άρα και μειωμένης βαρύτητας ως δυνητικό πρόβλημα που θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά στο πλαίσιο των νεο-οθωμανικών επιδιώξεων, ενώ στα Νότια σύνορα της χώρας, το περιβάλλον της αβεβαιότητας που συνεχίζει να καταγράφεται, μπορεί να μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο διεργασιών με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες που απαιτείται να αναληφθούν από μια στρατηγικά χειραφετημένη Ελλάδα.
Η συνισταμένη όλων των παραπάνω…
Παραπέμπει σε μια κατάσταση δύσκολη μεν, αλλά ξεκάθαρα ευνοϊκή για την αποτελεσματική προώθηση της Εθνικής ατζέντας. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να ενσωματωθεί στα συμμαχικά στρατηγικά αδιέξοδα παραπέμποντας γι’ ακόμη μια φορά στην Καλένδες τις δικές της αδιαπραγμάτευτες εθνικές προτεραιότητες, διότι είναι βέβαιο πως η «επιστροφή από την περιπέτεια» θα την φέρει αντιμέτωπη με μια συνολικά καινούρια κατάσταση ΚΑΙ στο Αιγαίο, ΚΑΙ στην Κύπρο, αλλά ΚΑΙ στην ΝΑ Μεσόγειο. Η συγκυριακή επιχειρησιακή ανεπάρκεια της Τουρκίας, δεν την εμποδίζει από το να προβαίνει σε στοχευμένους διπλωματικοπολιτικούς χειρισμούς που αποκτούν προστιθέμενη αξία στο Ανατολίτικο παζάρι στην λαγνεία του οποίου δυστυχώς εγκλωβίζονται ΚΑΙ οι περισπούδαστοι «σύμμαχοι» αλλά ΚΑΙ οι Διεθνείς οργανισμοί.
Άλλωστε το γεγονός ότι αυτήν την στιγμή συζητούμε για τον Τουρκικό επιθετικό τακτικισμό, αποδεικνύει ότι αυτός υπάρχει και ότι κατά την διαδικασία της εφαρμογής του παράγει συγκεκριμένα και υπολογίσιμα αποτελέσματα. Δυστυχώς αλλά την ίδια στιγμή, ΟΥΔΕΙΣ και ΠΟΥΘΕΝΑ συζητά για την στόχευση και την υπολογίσιμη αποτελεσματικότητα της Ελληνικής Διπλωματίας. Και δεν συζητά διότι απλούστατα το μέγεθος του αποτελέσματός της ΔΕΝ απασχολεί και ΔΕΝ προβληματίζει κανέναν.
Η Ελλάδα λοιπόν δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να περιμένει την επιδείνωση της κατάστασης, αφού το μόνο σίγουρο είναι πως κάθε περαιτέρω αναμονή μόνο σε επιδείνωση της θέσης της μπορεί να οδηγήσει.
Αντιθέτως, αυτό που οφείλει να κάνει, είναι να βγει μπροστά με συγκεκριμένες διπλωματικοπολιτικές πρωτοβουλίες θεμελίωσης και υπεράσπισης των Εθνικών της Δικαίων, διαμηνύοντας ταυτόχρονα την αποφασιστικότητά της να μην ανεχτεί προκλήσεις και τετελεσμένα που να αμφισβητούν τον σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας της και τα κυριαρχικά δικαιώματά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου