Η πρώτη και μοναδική στην ιστορία αυθόρμητη ανακωχή λόγω Χριστουγέννων
Έχουν περάσει 57 χρόνια αφότου, χάρη στα Χριστούγεννα, σταμάτησε αυθόρμητα ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, γεγονός που έφερε επιτελεία και ανώτατη στρατιωτική ηγεσία αντιμέτωπους με μια εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση, η οποία απειλούσε να ανατρέψη εκ βάθρων όλη την υπόθεση του πολέμου.
Από την παραμονή των
Χριστουγέννων του 1914 ως την Πρωτοχρονιά του 1915 το μεγαλύτερο μέρος των αγγλικών και των γερμανικών στρατευμάτων που στέκονταν αντιμέτωπα στην Φλάνδρα έπαψαν πολύ απλά να πολεμούν μεταξύ τους και άρχισαν να παίζουν διάφορα παιχνίδια, να ανταλλάσσουν ενθύμια, να πίνουν μπύρα μέσα στην νεκρή ζώνη και στα χαρακώματα, και γενικά να περνούν πολύ ωραία, όπως τον παλιό καλό καιρό της ειρήνης.Ο χειμώνας του 1914 ήταν πολύ κακός.
«Έχουμε άθλιο καιρό, γεμάτο υγρασία» έγραφε ένας Άγγλος Ουσσάρος. «Καμμιά φορά τα κανόνια μού φαίνεται ότι θα τρυπήσουν τα σύννεφα με τις οβίδες τους». «Τα χαρακώματα έχουν μισό μέτρο λάσπη» έγραφε ένας άλλος στρατιώτης. «Ο κουβάς με το νερό έχει πιάσει τρεις πόντους πάγο, και το προσόψιό μου είχε κοκκαλώσει από την παγωνιά» λέει ένας τρίτος.
Ο πόλεμος των χαρακωμάτων ήταν για όλες τις παρατάξεις μια από τις πιο δυσάρεστες εκπλήξεις του πολέμου. Τα χαρακώματα είχαν ανοιχθεί βιαστικά και πρόχειρα, μέσα στον πηλό του γαλλικού και του βελγικού εδάφους, σ’ ένα μέτωπο μήκους 400 περίπου χιλιομέτρων, και είχαν περιβληθεί με πυκνά συρματοπλέγματα. Μέσα σ’ αυτό το παγωμένο τέλμα, οι στρατιώτες γρήγορα άρχισαν να μισούν τον καιρό περισσότερο απ’ όσο μισούσαν ο ένας τον άλλο.
Στις αρχές Δεκεμβρίου ένας Άγγλος στρατιώτης έγραφε στην οικογένειά του: «Οι Γερμανοί από τα χαρακώματά τους μόλις τραγούδησαν το Ο Θεός σώζοι τον βασιλέα. Ύστερα φώναξαν Ζήτω! και μετά κάμποσα παλιόλογα. Ένας δικός μας φώναξε: Γκαρσόν, λουκάνικα! και άλλα τόσα παλιόλογα. Μου φαίνεται ότι ως τα Χριστούγεννα θα ‘χουμε γίνει φίλοι».
Πράγματι, την παραμονή των Χριστουγέννων οι Γερμανοί στρατιώτες των μονάδων Σαξωνίας και Βαυαρίας άναψαν κόκκινα φώτα στα παραπέτα των χαρακωμάτων τους και μερικοί μάλιστα έφτιαξαν αυτοσχέδια χριστουγεννιάτικα δέντρα. Η απάντηση των Άγγλων δεν ήταν διόλου ευγενική: έβαλαν στόχο τα φώτα. Αλλά όταν πέτυχαν ένα από αυτά, οι Γερμανοί απάντησαν με χαιρετιστήριες κραυγές.
Τότε οι αντίπαλοι στρατιώτες άρχισαν να καλούν οι μεν τους δε. Ένας Γερμανός που μιλούσε αγγλικά φώναξε: «Βγείτε ως τη μέση της νεκρής ζώνης». Ένας Άγγλος λοχίας δέχθηκε την πρόσκληση και βγήκε παίρνοντας μαζί του αγγλικά τσιγάρα που ανταλλάχθηκαν ευχαρίστως με γερμανικά πούρα, ενώ γύρω ακούγονταν από παντού ευχές «Καλά Χριστούγεννα!»
Εκείνη την νύχτα, σε όλο το μήκος του μετώπου, έγιναν πλήθος τέτοιες σκηνές. Την άλλη μέρα ο καιρός ξάνοιξε ως εκ θαύματος. «Ήταν ξερός και παγωμένος» έγραφε ένας στρατιώτης του Ιππικού. «Δεν θα μπορούσε κανείς να ευχηθή καλύτερη μέρα».
Στο φως της μέρας οι στρατιώτες της κάθε παρατάξεως έβλεπαν τους αντιπάλους τους να ξεμυτάνε πρώτα διστακτικά από τα παραπέτα των χαρακωμάτων τους και ύστερα να πηδούν ελεύθερα έξω. Μια γερμανική μπάντα άρχισε να παίζει τα κάλαντα, και οι στρατιώτες τα τραγουδούσαν και στις δύο γλώσσες. Ύστερα η μπάντα έπαιξε το «Ο Θεός σώζοι τον βασιλέα» και το «Ντόυτσλαντ ύμπερ άλλες», και σαν επιδόρπιο το «Σπίτι μου, σπιτάκι μου».
Οι ειδικές μονάδες βρήκαν την ευκαιρία να ανανεώσουν τον αέρα μέσα στα χαρακώματα βγάζοντας έξω τους νεκρούς που είχαν σαπίσει και θάβοντάς τους στην νεκρή ζώνη.
Ένας Άγγλος αξιωματικός έφερε μια μπάλα, και σε λίγο το ποδόσφαιρο είχε ανάψει ανάμεσα σε δυο ομάδες με πενήντα παίκτες η καθεμιά. Αλλά κάποια στιγμή ένα σουτ έστειλε την μπάλα στα συρματοπλέγματα, και το παιχνίδι έληξε άδοξα με ένα «φςςς» της μπάλας που είχε τρυπήσει. Ύστερα οι στρατιώτες άρχισαν να ανταλλάσσουν κουμπιά, διακριτικά, αγγλικό ρούμι με γερμανική μπύρα, τσιγάρα με πούρα, ακόμη και γεμάτες σφαίρες. Σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους οι παράνομες φωτογραφικές μηχανές, που απαγορεύονταν αυστηρά από τους κανονισμούς ασφαλείας, και οι καταλασπωμένοι στρατιώτες, Άγγλοι και Γερμανοί, απαθανατίσθηκαν σε θερμές χειραψίες ή με τα μπράτσα ο ένας γύρω στους ώμους του άλλου.
Σ’ έναν τομέα του μετώπου, όπου ο κουρέας ενός γερμανικού λόχου είχε σκοτωθεί πρόσφατα, ο Άγγλος κουρέας του αντίπαλου λόχου υποχρεώθηκε να κουρέψη τους άνδρες του εχθρού. Ένας Άγγλος στρατιώτης που είχε βγει γύρα για να βρη τίποτε φαγώσιμο έπεσε πάνω σ’ ένα έρημο χαμόσπιτο, στην αποθήκη του οποίου υπήρχε μπόλικο κάρβουνο, πολύτιμο για τα παγωμένα χαρακώματα. Ο Άγγλος μοιράσθηκε το κάρβουνο με έναν Γερμανό συνάδελφό του που είχε βγει για τον ίδιο σκοπό.
Η αυθόρμητη αυτή ανακωχή δεν κράτησε μόνο την ημέρα των Χριστουγέννων. Ουσιαστικά κράτησε τέσσερις ολόκληρες μέρες, σε όλο το μέτωπο, και σε μερικές περιπτώσεις έφθασε ακόμη και ως τις 2 Ιανουαρίου του 1915, οπότε θεωρήθηκε ότι είχε φθάσει η στιγμή για να ξαναπιάσουν οι στρατιώτες τον αλληλοσκοτωμό.
Όλες αυτές τις ημέρες οι ανώτατες διοικήσεις και των δύο παρατάξεων είχαν ανησυχήσει εξαιρετικά, φοβούμενες ότι η ανακωχή, παρ’ ότι διασκεδαστική και ένδειξη καλής θελήσεως, μπορούσε να κλονίση την πειθαρχία αλλά και το μαχητικό φρόνημα. Οι σκληροτράχηλοι αξιωματικοί των επιτελείων εξέδωσαν αυστηρότατες απαγορεύσεις εναντίον της συναδελφώσεως. Διαταγές γεμάτες αγριότητα, αξιοσημείωτα όμοιες στον τόνο αλλά και στην φρασεολογία, κατέκλυσαν τους δύο στρατούς. Έτσι έληξε η πρώτη και μοναδική στην ιστορία αυθόρμητη ανακωχή λόγω Χριστουγέννων, και ξανάρχισε ο αλληλοσκοτωμός.
*Το ανωτέρω κείμενο του Robert D. Heinl δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» ακριβώς πριν από μισόν αιώνα, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1971, ημέρα Σάββατο. Το κείμενο, που είχε συμπεριληφθεί στην 4η σελίδα της εφημερίδας, έφερε τον τίτλο «Όταν τα Χριστούγεννα σταμάτησαν τον πόλεμο» και τον υπότιτλο «Στο Δυτικό Μέτωπο το 1914».
Από το pentapostagma
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου