Καλοκαίρι του 1932. Ζέστη ανυπόφορη, αλλά και αψιλίες ακόμη πιο ανυπόφορες. Και όμως, η καλή διάθεση της παρέας και η ευστροφία δίνουν πάντα λύση σε κάθε πρόβλημα.
«Να καυτηριάσωμεν την ζέστην; Δεν λογαριάζει τας μεμψιμοιρίας μας. Και όμως φορούμε ακόμη σακκάκι και κολλάρο ημείς οι άνδρες, ενώ αι γυναίκες εξετραχηλίσθησαν, εξεκαλτσώθησαν, εξεγυμνώθησαν. Δεν φταίμε εμείς, φταίνε η
Πάουερ και η Ούλεν, αι οποίαι δεν μας επήραν και το σακκάκι μας προς το παρόν. Δεν επισπεύδουν την φιλάνθρωπον ενέργειάν των;Και εν τω μεταξύ πληθύνονται οι γυμνισταί εις την Ευρώπην, όπου αγνοούν οπωσδήποτε τον τερπνόν λίβαν τους ελληνικού θέρους. Πώς να μη διαδίδεται η νευρασθένεια εις τον κολοσσιαίον φούρνον των Αθηνών, όπου ψηνόμεθα καθ’ όλον το ημερονύκτιον οι δυστυχείς. Τουλάχιστον να είχαμε κάποιο πενηντάρι να κάμωμεν ολίγον αέρα;
Αλλά δεν υπάρχει πλέον ούτε τρίδραχμον δια τον ερατεινόν καφφέν. Παγετός στην τσέπη μας και καβουρδιζόμεθα από το λιοπύρι. Μήπως είνε η τρομακτική απενταρία αυτών των ημερών αποτέλεσμα του κύματος του καύσωνος; Πιθανή η εξήγησις, διότι τόσην αναπαραδιάν δεν εγνώρισαν οι Αθηναίοι καμμίαν άλλην εποχήν.
Άνθρωποι με μη μου άπτου κολλάρον και φασκιωμένοι σε σακκάκι το εγχώριον της εποχής, δεν μένουν μονάχα νηστικοί αλλά και ατσίγαροι. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερον αντίδοτον κατά της ζέστης από το σκασμένον τσιγάρον.
Αλλά εύθυμοι είμεθα οι φουκαράδες. Η καλή μας διάθεσις προς την τρομακτικήν πραγματικότητα μας σώζει.
Αφηγούμαι γεγονός:
Τρεις διανοούμενοι προχθές το βράδυ, έχοντες ωκεανόν γνώσεως, δεν είχαν εικοσάρι καν για καφφέν , τσιγάρα, για ποτήρι νερό.
-Κρίμα στη μεγαλοφυία μας, ρε παιδιά, είπε ο περισσότερον απογοητευμένος. Και όμως εν τη αποτυχία έγκειται η αποτυχία. Ελάτε…
Άνοιξε τα συρτάρια του και των άλλων νευρικώς…
-Βιβλία, βιβλία παρακαλώ, φέρτε όσα έχετε βιβλία…
-Συνέπειαι της ζέστης;!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου