Ο «τρινήσιος στόλος» δεν είναι ο μόνος που συμμετείχε στην Επανάσταση
Το ελληνικό ναυτικό ήταν καθοριστικό για την έκβαση του Αγώνα. Αποτέλεσε το πιο συγκροτημένο πολεμικό, οικονομικό και πολιτικό όπλο της Ελληνικής Επανάστασης. Οι Ελληνες είχαν ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα στη θάλασσα σε σχέση με τους Οθωμανούς κυρίαρχους. Τις παραμονές της Επανάστασης, ως Οθωμανοί υπήκοοι, κατείχαν τον μεγαλύτερο
τοπικό στόλο της Μεσογείου διεξάγοντας το μεγάλο εμπόριο, κυρίως σιτηρών, μεταξύ Ανατολικής Μεσογείου, Μαύρης Θάλασσας και Δυτικής Μεσογείου.Είκοσι έξι εύποροι ναυτότοποι, κυρίως νησιά, της οθωμανικής επικράτειας επαναστάτησαν και κατείχαν ένα εξαιρετικά σημαντικό πλεονέκτημα: έναν στόλο με πάνω από 700 εμπορικά ιστιοφόρα πλήρως αρματωμένα με κανόνια, ντουφέκια, πιστόλια, γιαταγάνια, όπως γράφει η κ. Τζελίνα Χαρλαύτη (διευθύντρια Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ και καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης) στο infognomonpolitics.gr.
Παρόλο που στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα σε πολιτικό και πολεμικό επίπεδο ηγήθηκαν η Υδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, ο «τρινήσιος στόλος» δεν είναι ο μόνος που συμμετείχε στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα τα τρία λεγόμενα «Ναυτικά Νησιά» συνολικά κατείχαν περίπου το ένα τρίτο του συνολικού εμπορικού στόλου των Ελλήνων. Η ελληνική ιστοριογραφία έχει ξεχάσει τον μεγάλο στόλο του Γαλαξιδίου (που καταστράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1821), της Κάσου (που καταστράφηκε τον Ιούνιο του 1824 μαζί με τα Ψαρά) καθώς και όλων των άλλων επαναστατημένων ναυτότοπων όπως ο Πόρος, η Σκόπελος, το Τρίκερι, η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Τήνος, η Ανδρος, η Πάτμος, η Λήμνος, η Λέσβος, οι Κυδωνίες, το Τσεσμέ ο Αίνος, η Σάμος ή το Καστελλόριζο κ.ο.κ. που διέθεσαν πλοία, ανθρώπινους και υλικούς πόρους.
Η ναυτιλία των Ελλήνων συνέβαλε στον Πόλεμο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας από το 1821 έως το 1827 με τρεις τρόπους. Πρώτον, με τη συγκρότηση του επαναστατικού πολεμικού ναυτικού, δεύτερον, με τη δράση του καταδρομικού στόλου που συμπλήρωνε το πολεμικό ναυτικό και για τον οποίο εξεδίδοντο ειδικά καταδρομικά διαβατήρια, και τρίτον, με τον εμπορικό στόλο, που όταν δεν ασχολούνταν με τις δύο προηγούμενες δράσεις φρόντιζε για τη συνεχή ροή προμηθειών και φορτίων των εμπόλεμων και των πληθυσμών.
Ο πολεμικός στόλος στο διάστημα 1821-1827 βγήκε σε 30 συνολικά εκστρατείες με στόλους που αποτελούνταν κατά μέσον όρο από 50 πλοία και 25 πυρπολικά. Στις θαλάσσιες επιχειρήσεις, ο πολεμικός στόλος των Ελλήνων δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό στόλο κατά μέτωπον σε μια μεγάλη ναυμαχία. Η τακτική τους υπαγορεύτηκε από την κατωτερότητα των πλοίων τους και ήταν το χτύπημα σε μοίρες του οθωμανικού στόλου, οι διαρκείς οχλήσεις όπου μπορούσαν, σε διάφορες περιοχές, η τακτική του «κτυπώ και αποχωρώ». Το μεγαλύτερο όπλο των Ελλήνων αλλά και ο μεγαλύτερος φόβος των Οθωμανών ήταν τα ελληνικά πυρπολικά. «Τα μπουρλότα μας είναι το μεγαλύτερον άρμα κατά του εχθρού», έγραψε στο ημερολόγιο του βριγαντίνου Αθηνά ο Γ. Σαχτούρης.
Η χρηματοδότηση του πολεμικού στόλου αποτελούσε το ένα τρίτο του Εθνικού Ταμείου εφόσον τα πολεμικά πλοία ανήκαν σε ιδιώτες και τα πλοία ναυλώνονταν από την προσωρινή κυβέρνηση ανά εκστρατεία. Με αυτόν τον τρόπο ένα πλοίο που αποτελεί μέρος ως πολεμικό στις εκστρατείες του στόλου για τρεις μήνες, μετά μπορεί να ασχολείται με το εμπόριο σιτηρών για άλλους τρεις μήνες και τον υπόλοιπο χρόνο να ασχολείται με καταδρομικές επιχειρήσεις. Η διατήρηση άλλωστε ενός πολεμικού στόλου ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή υπόθεση. Αν όμως ο πολεμικός στόλος αποτελούσε μόνο το 10% των 700 εμπορικών ιστιοφόρων των επαναστατημένων Ελλήνων, τι έκαναν τα υπόλοιπα πλοία; Η απάντηση είναι ότι συμμετείχαν είτε σε καταδρομικές δραστηριότητες είτε σε εμπορικές.
Ο δεύτερος τρόπος, που είναι πολύ λιγότερο γνωστός και μελετημένος είναι η συμβολή του καταδρομικού στόλου που συνέβαλε στον εθνικό σκοπό. Συμπληρωματικός του πολεμικού στόλου ήταν ο καταδρομικός στόλος των Ελλήνων. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι από νωρίς η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος, κατά το πρότυπο των Δυτικών, προέβη στην έκδοση καταδρομικών αδειών για την ενδυνάμωση των ναυτικών αποκλεισμών.
Η αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπόλεμων από τους Βρετανούς στις 25 Μαρτίου 1823 αποτέλεσε σημείο καμπής της Επανάστασης και ακολουθήθηκε σιωπηρά από άλλα ευρωπαϊκά έθνη. Ωστόσο, οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι δεν αναγνώρισαν τη νομιμότητα των Ελλήνων καταδρομέων και συνέχιζαν κατά περίπτωση να τους αντιμετωπίζουν ως πειρατές. Να σημειωθεί ότι εξαρχής δημιουργήθηκε από την Προσωρινή Διοίκηση Λειοδικείο/Θαλάσσιον Δικαστήριο για την πάταξη της πειρατείας και του λαθρεμπορίου, εξαγγέλθηκαν ρυθμίσεις για τη διεξαγωγή του πολέμου στη θάλασσα και για την προστασία των ανθρώπων.
Παρόλο που τους ταυτίζουν με τους πειρατές και είναι γεγονός ότι τα όρια ήταν θολά, οι καταδρομείς διεξήγαν αρπαγή με νομιμότητα και, σύμφωνα με νομοθεσία, κατέθεταν το ένα τρίτο των λειών στο Εθνικό Ταμείο, το ένα τρίτο στον πλοιοκτήτη και το ένα τρίτο στους ναυτικούς. Από οικονομικής άποψης, οι καταδρομικές επιχειρήσεις ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρες για τους εμπόλεμους ναυτότοπους και το Εθνικό Ταμείο καθώς και οι δύο λάμβαναν τμήμα των λειών, φορτίων και πλοίων, που διεύρυνε την οικονομική τους δυνατότητα. Και οι καταδρομείς συνεισέφεραν στη συνέχιση του Αγώνα στη θάλασσα μέχρι τέλους.
Ο τρίτος τρόπος με τον οποίο η ναυτιλία συνέβαλε στην Επανάσταση, και είναι σχεδόν ανύπαρκτος στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, είναι μέσω του εμπορικού στόλου, ο οποίος –όταν δεν ασχολείτο με πολεμικές επιχειρήσεις ή καταδρομές– συνέχιζε, από τη μία πλευρά, τη μεταφορά αγαθών και προμηθειών στους εμπόλεμους και, από την άλλη, παρείχε τα μέσα επιβίωσης στις τοπικές θαλάσσιες κοινότητες. Επιπλέον, σε έναν κατακερματισμένο γεωγραφικό τόπο η εμπορική ναυτιλία ήταν η αρτηρία επικοινωνίας και συνοχής του επαναστατημένου χώρου.
Η εποποιία του ’21 δεν γράφτηκε ούτε με λίγα πολεμικά πλοία ούτε με μία χούφτα ήρωες. Γράφτηκε με χιλιάδες ναυτικούς και εκατοντάδες εμπορικά πλοία που κατά περιόδους γίνονταν πολεμικά, καταδρομικά ή παρέμειναν εμπορικά εξασφαλίζοντας επικοινωνία, τροφοδοσία και πολεμοφόδια στις εμπόλεμες περιοχές, αποκλείοντας ή αποδεκατίζοντας τον εχθρό. Εξάπλωσαν την Επανάσταση στο Αιγαίο μέχρι τα πιο απομακρυσμένα νησιά και παράλια, έλεγχαν και απέκλειαν τους θαλάσσιους δρόμους. Εμπόδιζαν τη μεταφορά και ανεφοδιασμό οθωμανικών στρατευμάτων και έσπαγαν την πολιορκία τους.
Συμμετείχαν από θαλάσσης στον αποκλεισμό των κάστρων που ήλεγχαν οι Τούρκοι. Συνέδεαν τη νησιωτική και ηπειρωτική περιοχή με την εθνική διοίκηση. Συγκέντρωναν οικονομικούς πόρους, κυρίως από τα νησιά και από τον κούρσο εξασφαλίζοντας οικονομικές απολαβές και τη χρηματοδότηση του Αγώνα. Και άλλωστε στη θάλασσα κρίθηκε ο Αγώνας: το 1827 με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την καθοριστική ήττα του οθωμανοαιγυπτιακού στόλου στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Από το pentapostagma
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου