Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Αθήνα 1838: Η κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας απορεί για τους τρόπους θέρμανσης

Να σκεφθείς αγαπητή μου Βέρθα, ότι ολόκληρη η μικρή πρωτεύουσα της Ελλάδας, δεν έχει ούτε μια σόμπα, γράφει χαρακτηριστικά

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις θερμαντικές συνήθειες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, μας δίνει το γράμμα που στέλνει  η κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, βαρόνη Ντόρντεφιλντ στην αδελφή της στη Βιέννη τον χειμώνα του 1838.

Σε αυτό, η Ντόρντεφιλντ καταγράφει

τους τρόπους θέρμανσης της εποχής, ενώ κατηγορεί την αριστοκρατική τάξη της πρωτεύουσας ως τσιγκούνα…

«Να σκεφθείς αγαπητή μου Βέρθα, ότι ολόκληρη η μικρή πρωτεύουσα της Ελλάδας, δεν έχει ούτε μια σόμπα.

Οι Αθηναίοι δεν γνωρίζουν τι θα πει ζεστασιά. Κι απορώ πως καταφέρνουν να ζουν με τέτοιες συνθήκες. Μερικοί πλούσιοι Αθηναίοι, έχουν ωραία τζάκια με ξύλα στα αρχοντικά τους.

Κι η ξυλεία αφθονεί σε όλη την Αττική, γιατί υπάρχουν πολλά δάση και όποιος θέλει κόβει, χωρίς κανένας να τον εμποδίσει. Όμως, μετρημένοι είναι αυτοί που ανάβουν τα τζάκια τους, κι αυτό σε έκτακτες μονάχα περιστάσεις. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.

Μαγκάλι της εποχής, η κακή χρήση του οποίου γίνεται  αφορμή για πολλές φωτιές και θανάτους από αναθυμιάσεις


 Πολύ σπάνια, όταν δέχονται στο σπίτι τους ξένους, ανάβουν τα μαγκάλια τους με κάρβουνο. Τα μαγκάλια από αληθινό μπακίρι, είναι αληθινά κομψοτεχνήματα.
Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα στον τόπο μας. Τούτα τα μαγκάλια, όταν φτάσουν οι μουσαφιραίοι για βεγγέρα, τα βάζουν πάντοτε κάτω από το τραπέζι και μετά αρχίζουν να παίζουν χαρτιά.
Τώρα πόση ζεστασιά μπορεί να δώσει ένα μαγκάλι, μόνο ο Θεός το ξέρει.
Τις ημέρες του χειμώνα που ο καιρός είναι καλύτερος,   δε χάνουν την ευκαιρία να «μαζέψουν» ήλιο στο χαγιάτι, ή στο «λιακωτό» του σπιτιού


Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω είναι γιατί δεν ανάβουν τα τζάκια τους. Είναι δυνατόν να τσιγκουνεύονται τα ξύλα, αφού δεν κοστίζουν ;Πολλές φορές θέλησα να ρωτήσω κάποιον, αλλά δε τόλμησα.

 
Οι φτωχοί που δεν έχουν τζάκια ή μπακιρένια μαγκάλια, ανάβουν τις φουφούδες τους. Αυτά τα περίεργα κατασκευάσματα δεν μπορώ να τα περιγράψω.

Πρέπει να τα δεις με τα μάτια σου για να καταλάβεις. Πάνω στα τραπέζια ακόμα, μέσα σε κάτι πήλινες γαβάθες, καίνε ένα είδος μπαμπακιού περιχυμένο με λάδι. Βρωμάει απαίσια, καπνίζει με τον χειρότερο τρόπο, αλλά οπωσδήποτε κρατάει ζέστη».
Αθήνα 1838

Από το pentapostagma

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου